ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Το χρονικό των στρατοπέδων



Παιδιά της Κατοχής, παιδιά του Εμφυλίου, με τις μητέρες τους. Μεγαλώνουν στην εξορία. Χίος 1949


Ζωντανές μαρτυρίες

Σ' αυτές που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αγώνες και θυσίες για το φωτεινό αύριο του λαού

Η 80χρονη ιστορία του ΚΚΕ είναι ιστορία αγώνων, αίματος και θυσιών. Μπροστάρηδες οι κομμουνιστές και κομμουνίστριες στους ταξικούς κοινωνικούς αγώνες. Για να θεμελιωθεί η λευτεριά, η εθνική ανεξαρτησία, η κοινωνική αναγέννηση, το φωτεινό αύριο του λαού: ο σοσιαλισμός.

Εμπνευστής, οδηγητής κι αιμοδότης της Εθνικής μας Αντίστασης, το ΚΚΕ. Οι κομμουνιστές εξόριστοι της μεταξικής δικτατορίας δραπέτευσαν με την εισβολή του κατακτητή, από τα ξερονήσια, για να βοηθήσουν το έργο του Κόμματος στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ενάντια στην τριπλή φασιστική κατοχή.

Αυτοί είναι και τα πρώτα θύματα του φασισμού. Εκατόμβες για την πατρίδα. Οι 200 πρωτοπόροι τουφεκίζονται την Πρωτομαγιά του '44 στην Καισαριανή. Μαζί τους κι ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Κι ακολουθούν τα μαρτυρολόγια που καθαγιάζουν με το αίμα τους κάθε γωνιά της σκλαβωμένης πατρίδας.

Ανδρες και γυναίκες αγωνίστηκαν ισότιμα στον τιτάνιο και ιερό αγώνα του λαού μας. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διαπαιδαγώγησαν με τα ιδανικά τους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, νέους και γέρους σε υπεύθυνους πολίτες, σε ατσαλένιους υπερασπιστές της πατρίδας και αγωνιστές για μια Ελλάδα του λαού της. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις γυναίκες αγωνίστριες, στις λαϊκές ηρωίδες, επώνυμες και ανώνυμες, που στάθηκαν ισάξια με τους άνδρες αγωνιστές στην ασίγαστη λαϊκή πάλη.

Οι γυναίκες, που βρέθηκαν στην πρωτοπορία αυτού του αγώνα, έγραψαν ένα κομμάτι της ιστορίας του ΚΚΕ με αίμα και θυσίες. Το ΚΚΕ και ο "Ρ" παρουσιάζουν σ' αυτό το αφιέρωμα μια σημαντική περίοδο αυτού του αγώνα, χρέος τιμής στις κομμουνίστριες αγωνίστριες.

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το κράτος και παρακράτος της δοσίλογης και ξενόδουλης Δεξιάς - σ' αυτό και στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές στηρίχτηκε η άρχουσα τάξη - ξαπόλησε έναν ανελέητο και εξοντωτικό διωγμό, ενάντια στα μέλη, τα στελέχη, τους οπαδούς του Κόμματος, αλλά και στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Σ' αυτό το διωγμό πλήρωσαν και οι γυναίκες κομμουνίστριες αγωνίστριες βαρύ τίμημα: Βασανίστηκαν, διαπομπεύτηκαν, δολοφονήθηκαν, κλείστηκαν κατά χιλιάδες στις φυλακές, καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές και πολλές σε θάνατο. Πολλές απ' αυτές τις ηρωίδες εκτελέστηκαν ζητωκραυγάζοντας το ΚΚΕ. Κι άλλες χιλιάδες αγωνίστριες εξορίστηκαν στα ξερονήσια.

Οι διώκτες τους, ντόπιοι και ξένοι, αποφάσισαν να συντρίψουν τις κατακτήσεις του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και του λαϊκού κινήματος, μ' όλα τα καταχθόνια και φασιστικά τους μέσα. Ομως, οι γυναίκες αγωνίστριες, πιστές σε αδικαίωτα ιδανικά του Κόμματος και της Εθνικής Αντίστασης αντιμετώπισαν τη νέα συμφορά με ηρωισμό και αυτοθυσία.

Συνέχεια του εξοντωτικού διωγμού τους ήταν η δημιουργία στρατοπέδων γυναικών. Τα στρατόπεδα γυναικών της αγγλοαμερικανοκρατίας και της ντόπιας αντίδρασης ήταν: Χίος, Τρίκερι, Μακρονήσι, πάλι Τρίκερι και Αη - Στράτης.

Τη ζωή και την ιστορία αυτών των στρατοπέδων παρουσιάζει ο "Ρ", στο αφιέρωμα που ακολουθεί, και που συντάχτηκε με ευθύνη του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση των Γυναικών και την πολύτιμη συλλογική συνεισφορά αγωνιστριών κομμουνιστριών γυναικών που έζησαν στα στρατόπεδα, Μαρίας Κυριακίδου, Ναταλίας Αποστολοπούλου, Πλουσίας Λιακατά και Τασίας Μάμιδα.

Το χρονικό των στρατοπέδων

Στρατόπεδο Χίου

Το στρατόπεδο γυναικών Χίου άνοιξε τις πύλες του και έκλεισε στα τρία διώροφα κτίριά του - τους στρατώνες Χίου - από το Μάρτη του 1948 ως τον Απρίλη του 1949, 1.200 γυναίκες και 80 παιδιά απ' όλη την Ελλάδα.

Μπαίνοντας από την πύλη του στρατοπέδου, αντικρίζουμε δεξιά μας δυο κτίρια: Το δεύτερο και το τρίτο, όπως τα ονοματίσανε. Κι αριστερά μας, μέσα σ' ένα λιβάδι υψώνεται το πρώτο. Στο βάθος, δυτικά, βρίσκονται τα μαγειρεία και τα λουτρά με τ' αποχωρητήρια της φρουράς.

Τη διοίκηση του στρατοπέδου την αποτελούσαν: υπομοίραρχος Ζέρβας διοικητής. Κωστόπουλος, υποδιοικητής. Ανθυπομοίραρχος ο Μυλωνάκος, ανθυπασπιστής Μαρκετάκης και ενωμοτάρχης Παπαναστασόπουλος. Η διοίκηση στεγαζόταν στο ισόγειο του τρίτου κτιρίου.

Οι εξόριστες κατέφθαναν στο στρατόπεδο καραβιές - καραβιές, απ' όλη την Ελλάδα. Νέες κοπέλες, μανάδες με τα μικρά παιδιά τους, από νήπια ως 12 χρόνων, ηλικιωμένες και γερόντισσες 70 και 80 χρονών. Αγρότισσες, επιστημόνισσες, εκπαιδευτικοί, μαθήτριες, φοιτήτριες. Μα, το μεγαλύτερο ποσοστό το αποτελούσαν οι αγρότισσες. Ειδικά την αγροτιά, την ξεθεμέλιωσε η μανία του μεταπελευθερωτικού διωγμού, βρίσκονταν στο στρατόπεδο οικογένειες ολόκληρες: Γιαγιάδες, κόρες, νύφες κι εγγόνια: Οι ανταρτοοικογένειες, όπως λέγονταν. Γιατί οι δικοί τους, παιδιά, άντρες, αδέλφια, πατέρες, κυνηγημένοι από τους διώχτες τους, βρίσκονταν τώρα στο βουνό. Ο Εμφύλιος, μαστορεμένος από καιρό με τις ραδιουργίες των Αγγλων, πυρπολούσε την τραυματισμένη πατρίδα και τη βύθιζε στην εθνική συμφορά!

Στο στρατόπεδο της Χίου μεταφέρθηκαν από τις πρώτες και οι 17 εξόριστες της Τήνου και όσες βρίσκονταν στην Ικαρία.

Οι εξόριστες κλείνονταν στα τρία κτίρια. Γρήγορα όμως τα κτίρια γέμισαν ασφυκτικά. Από 80 γυναίκες στοιβάζονταν αρχικά σε κάθε μεγάλο θάλαμο. Αργότερα όμως, ξεπέρασαν τις 110. Επικρατούσε το αδιαχώρητο. Τότε άρπαξαν αρκετές γυναίκες - τις "επικίνδυνες", όπως νόμιζαν - και τις έβαλαν σε σκηνές που έστησαν στο δυτικό μέρος του στρατοπέδου.

Μέρα και νύχτα, τα κτίρια παράμεναν κλειστά. Και τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες τους, φρουρούσαν ένοπλοι σκοποί. Κατά την έξοδο των εξορίστων στο προαύλιο, μια ώρα το πρωί και μια το απόγευμα, οι θάλαμοι και τα θαλαμάκια των κτιρίων δεν προλάβαιναν ν' αεριστούν. Μύριζαν μούχλα. Το νερό ήτανε λιγοστό μέχρι ανύπαρκτο. Οι βρύσες άνοιγαν για λίγα λεπτά το πρωί. Ομως, το νερό δεν πρόφταινε να φτάσει στα πάνω διαμερίσματα. Ετσι, η καθαριότητα των εξορίστων, ατομική και γενική, γινόταν προβληματική. Συχνά η διοίκηση άφηνε το νερό να στάζει σταγονάκι - σταγονάκι για να τις εμπαίζει.

Το εφόδιό τους ήτανε 3.000 την ημέρα. Δηλαδή τρεις δραχμές, γιατί τότε ακόμη, η διοίκηση τους κρατούσε τα μηδενικά.

Απ' αυτές τις 3 δραχμές, η διοίκηση τους κρατούσε τρεις δεκάρες για νοίκι και φωτισμό. Απόμεναν 2,70 δρχ. Το συσσίτιό τους ήταν κατά κανόνα τα όσπρια. Μαυροφάσουλα σκουληκιασμένα και ρεβίθια. Κάποτε πατάτες βραστές. Και το βράδυ μια νερόσουπα μ' ένα λίπος, σκέτο γράσο. Η ρέγκες - σαρδέλες. Χωρίς νερό, φυσικά. Χορταρικά ποτέ. Φρούτο; Ουδέποτε. Το συσσίτιο δεν τρωγόταν. Το αηδίαζες. Πολλές, το πετούσαν στα σκουπιδοβάρελα. Επίτηδες στημένα από τον διοικητή για να θρέψει στα γουρούνια του.



Τα συρματοπλέγματα έγιναν απλώστρες...




Με απανωτές υποδείξεις και διαμαρτυρίες τους, οι εξόριστες απαιτούσαν βελτίωση της ποιότητας του συσσιτίου και μείωση της ποσότητας. Για να τρώγεται. Να μην καταλήγει στα γουρούνια. Μα, τα αιτήματά τους απορρίπτονταν. Οι εξόριστες απαιτούσαν ακόμη τη συμμετοχή τους στη διαχείριση του εφοδίου τους. Απορρίφθηκε κι αυτό το αίτημά τους. Επρεπε ο διαχειριστής να μένει ανεξέλεγκτος, για να κάνει ανενόχλητος τις λοβιτούρες του.

Τα χαλασμένα όσπρια, ο υποσιτισμός, η κλεισούρα στα κτίρια, οι στερήσεις, η έλλειψη του νερού, οι κακοπάθειες έβλαψαν πολύ σύντομα την υγεία τους. Η φυματίωση απλωνόταν. Ομως κι αυτές οι βαριάρρωστες 'μεναν στους θαλάμους με τις γερές, και τα μικρά παιδιά.

Οι δύο συνεξόριστες γιατρίνες πρόσφεραν τη βοήθειά τους στις άρρωστες του στρατοπέδου. Φάρμακα όμως δεν είχαν. Τα φάρμακα που χορηγούσε ο Ερυθρός Σταυρός τα κρατούσε ο διαχειριστής στην αποθήκη. Το μόνο που έδινε ήταν καμιά ασπιρίνη.

Υπεύθυνος για την υγειονομική περίθαλψη των εξορίστων ήταν ο νομίατρος Χίου. Ομως, σπάνια υπέγραφε χαρτί εισαγωγής σε νοσοκομείο. Επρεπε να ήταν κανείς του θανατά για να υπογράψει. Πρότεινε και κείνος ...σαν πανάκεια, τη "δήλωση μετανοίας".

Οι συνεξόριστες πέντε οδοντογιατρίνες εργάστηκαν με αυτοθυσία, για ν' αντιμετωπίσουν, με τα ελάχιστα μέσα τους, τις πολλές ανάγκες του στρατοπέδου. Χωρίς φάρμακα αγωνίζονταν κι αυτές.

Από την αρχή ακόμα της σύστασης του στρατοπέδου, ο διοικητής Ζέρβας τόνισε στις εξόριστες πως "εδώ είναι στρατόπεδο "πειθαρχημένης διαβίωσης" κι οι νόμοι είναι αυστηροί".

Κι οι απαγορεύσεις πέφταν απάνω μας βροχή. Προφορικές και γραπτές:
1) Απαγορεύεται η επικοινωνία ανάμεσα στα κτίρια.
2) Απαγορεύεται κάθε μορφή ψυχαγωγίας.
3) Απαγορεύονται τα βιβλία, τα μαθήματα, οι εφημερίδες.
4) Απαγορεύεται η αλληλογραφία μεταξύ των κρατουμένων.
5) Απαγορεύεται το τραγούδι, το γέλιο.
6) Μετά το βραδινό σιωπητήριο απαιτείται απόλυτη ησυχία. Χωρίς φως πουθενά!
7)Επιτρέπεται έξοδος στην αυλή μια ώρα το πρωί και μια το απόγευμα και ακολουθεί καταμέτρηση.

Ολα τα δεινά των εξορίστων, καλομελετημένα από τους διώκτες τους, στόχευαν στην εξόντωσή τους ή τη "δήλωση μετανοίας".

Μα, οι εξόριστες αντιστάθηκαν και έμειναν ορθές κι αδούλωτες.

Μια γριούλα αγρότισσα, ανταρτομάνα, που κλήθηκε κι αυτή στη σειρά της στο Γραφείο να υπογράψει δήλωση, απάντησε: "Γω πολιτικά δεν ξέρω, μα δήλωση δεν κάνω".

Περηφάνια, αξιοπρέπεια και πίστη στ' αδικαίωτα ιδανικά του αγώνα, ήταν το κοινό χαρακτηριστικό τους. Αυτό τους στήριζε το νου και την καρδιά στις δύσκολες ώρες, τις ένωνε άτρωτες!

Οι εξόριστες, με πρωτοπορία τα νιάτα, αντιπάλεψαν τα δεινά τους. Και διατηρώντας πάντα υψηλό το αγωνιστικό τους φρόνημα, δημιούργησαν τις χαρούμενες στιγμές τους. Κάτω από όλες τις απαγορεύσεις της Διοίκησης και την παρακολούθηση των χωροφυλάκων. Κρυφά και συνωμοτικά, όταν κυβερνούσε ο τρόμος. Φανερά κι ελεύθερα, όταν το επιτρέπανε οι συνθήκες. Με το γέλιο, το τραγούδι και το χορό. Με το βιβλίο, τα μαθήματα και τις διαλέξεις. Με ποιήματα και σατιρικά τετράστιχα: Την "Τσιμπίδα", που σατίριζε τα παθήματα της καθεμιάς καλοπροαίρετα κι απαγγέλλονταν τα βράδια στους θαλάμους, τα καμαράκια και τους διαδρόμους των κτιρίων. Κι έτσι γελούσαν τα πικραμένα χείλη. Με γιορτές και θεατρικές παραστάσεις στις εθνικές επετείους. Οπως κείνη την αξέχαστη παράσταση, που δόθηκε στις 25 Μάρτη 1948 με το έργο του Βασίλη Ρώτα: "Να ζει το Μεσολόγγι".

Το παρακολούθησαν όλες οι εξόριστες. Γιατί, στις μεγάλες γιορτές, επιτρέπονταν ελεύθερα η επικοινωνία ανάμεσα στα κτίρια και τις σκηνές.

Πρωί - πρωί, οι σημαίες του στρατοπέδου, ραμμένες από τις μοδίστρες μας, ανέμιζαν το περήφανο μήνυμα της ανεξαρτησίας. Οι πόρτες και τα παράθυρα στολίστηκαν με πράσινες γιρλάντες. Τα παιδάκια έτρεχαν πάνω - κάτω στο προαύλιο με σημαιούλες στα χεράκια τους. Ολες οι εξόριστες παρακολουθούσαν με βαθιά συγκίνηση από την αρχή το πρόγραμμα, ενώ στην αυλή, τα κλέφτικα τραγούδια, τα ποιήματα μιλούσαν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο στην καρδιά τους. Κι άρχισε η παράσταση... Η συγκίνηση κι ο θαυμασμός τους κορυφώθηκαν. Τα πάθη κι οι θυσίες που εξιστορούσαν οι αθάνατοι "πολιορκημένοι" δεν ήτανε πια τα μακρινά του '21. Ηταν οι δικοί τους χτεσινοί αγώνες για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. Γι' αυτό δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους.

"Για λευτεριά, για θάνατος, να ζει το Μεσολόγγι".

Το απόγευμα, όμως, η καρδιά τους χορεύει στο ρυθμό του Καλαματιανού και του Πεντοζάλη, καθώς χαίρονται τις λυγερές κοπέλες τους, ντυμένες με τις κρητικές στολές τους, να χορεύουν.

Τα Χριστούγεννα, οι εξόριστες τραγούδαγαν τα Κάλαντα, τραγούδαγαν τον πόθο τους για ειρήνη, ενότητα κι αδελφοσύνη.

"...τότε ενωμένοι όλοι μαζί
θα ζούμε αδερφωμένοι
σε μια Ελλάδα ζηλευτή και τρισευτυχισμένη".

Οι δασκάλες, πιστές στο καθήκον τους. Παραδίδουν τα μαθήματά τους στις αναλφάβητες και τις αγράμματες. Οι καθηγήτριες διδάσκουν τις μαθήτριες του Γυμνασίου, που με τη βία τις είχαν αρπάξει από τα θρανία τους, τ' αντίστοιχα μαθήματα κάθε τάξης.

Σε ώρες ανάπαυλας, οι κοπέλες κεντούσαν τα υπέροχα καρέ τους, ετοίμαζαν τα ζηλευτά πλεκτά τους.

Δραματικά περιστατικά

Τον Ιούλη του 1948 ένα δραματικό περιστατικό συγκλόνισε το στρατόπεδο της Χίου. Η Διοίκηση άρπαξε γκαγκστερικά 21 παιδάκια από τις μανάδες τους για να τα κλείσει σε ορφανοτροφείο. Ηταν δεκαπέντε κοριτσάκια και 6 αγοράκια. Τα κοριτσάκια τα 'κλεισαν σε ορφανοτροφείο της Χίου και τα 6 αγοράκια τα ξαπέστειλαν στο ορφανοτροφείο της Μυτιλήνης. Στόχος τους, φυσικά, ήταν ν' αρπάξουν δηλώσεις. Ομως, οι μανάδες έσφιξαν τις καρδιές τους και στάθηκαν ορθές ν' αντιμετωπίσουν τη συμφορά τους. Δεν υπόγραψε καμιά!



Γυναίκες εκτοπισμένες στο Β'στρατόπεδο Χίου στεγνώνουν τα στρωσίδια τους, μετά από την πλημμύρα το φθινόπωρο του 1948




Για να δημιουργούν σύγχυση καθημερινά, αναστάτωση και αγωνία, δεν άφηναν ποτέ σε ησυχία το στρατόπεδο! Μετακινήσεις και ανταλλαγές των εξορίστων διατάσσονταν από κτίριο σε κτίριο. Χώρια οι ανταρτοοικογένειες, ο αγροτικός πληθυσμός που ήταν άπορος και ρημαγμένος και χώρια οι Αθηναίες, οι γραμματισμένες και εύπορες, τα "στελέχη", οι "επικίνδυνες". Αυτές που κατά την αντίληψή τους θα επηρέαζαν αγωνιστικά τις αγρότισσες και θα τις βοηθούσαν οικονομικά με τις επιταγές και τα δέματά τους.

Στα τέλη Ιούλη του 1948, μεσονύχτι ακόμα, ξυπνούσαν το στρατόπεδο με ουρλιαχτά και τις σφυρίχτρες τους, οι ένοπλοι χωροφύλακες. Πετάχτηκαν έντρομες οι εξόριστες. Βγήκαν στην αυλή. Εκείνοι, με τον κατάλογο στο χέρι διάβασαν μερικά ονόματα και διέταξαν: Οσες άκουσαν τα ονόματά τους να ετοιμάσουν τα πράγματά τους και να μπουν στη γραμμή, για μεταγωγή! Για πού; Κανείς δεν ήξερε. Κάποιου χωροφύλακα, του ξέφυγε, τάχα, και ψιθύρισε για... Ελ - Τάμπα... και κάποιος άλλος κάτι είπε για Ικαρία... για να σπείρουν τον πανικό.

Ξεκίνησαν παρατεταγμένες στις τριάδες τους. Τις σταμάτησαν ύστερα από λίγο μπροστά σ' ένα κτίριο που 'μοιαζε με σχολείο. Ξημέρωσε. Ηταν, πράγματι, το Δημοτικό Σχολείο "Αγιος Θωμάς". Ετσι οι "επικίνδυνες" του στρατοπέδου Χίου αποτέλεσαν το "παράρτημα". Η λέξη "παράρτημα" στάθηκε το φόβητρο, ο μπαμπούλας για τις εξόριστες του κεντρικού στρατοπέδου Χίου. Ποια μίλησε; Ποια διαμαρτυρήθηκε; Την άρπαζε ο Παντζάρας (1), το μαντρόσκυλο του στρατοπέδου και τη μετάφερνε στο "παράρτημα" αμέσως.

Κι όλο κατέφθαναν πολιτικές εξόριστες στο στρατόπεδο της Χίου, απ' όλη την Ελλάδα. Ρήμαζαν τα σπίτια τους, ξεθεμελιώνονταν τα νοικοκυριά τους. Τα παιδιά τους μόνα κι έρημα, γύρναγαν στους πέντε δρόμους. Κι οι γονείς τους οι "προγραμμένοι" σάπιζαν στα Μακρονήσια, στον Αη Στράτη, την Ικαρία, τη Χίο.

Καμιά συγκεκριμένη κατηγορία δεν τους βάραινε. Το μοναδικό έγκλημά τους ήταν πως αγωνίστηκαν στην κατοχή κατά του φασισμού κι "εμφορούνταν απ' αναρχικάς κομμουνιστικάς ιδέας". Και τώρα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων, οι διώκτες τους: η δοσίλογη Δεξιά και οι ξένοι προστάτες της - "σύμμαχοι" Αγγλοι και Αμερικάνοι αργότερα απαιτούσαν από τους αγωνιστές - αγωνίστριες να υπογράψουν το ταπεινωτικό χαρτί: Τη δήλωση μετάνοιας και την αποκήρυξη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου εξορίας κατέφθανε σε κάθε εξόριστη παράταση της εκτόπισής της "δι' εν εισέτι έτος". Πανομοιότυπη για όλες! Παραθέτουμε μια που διαφύλαξε η Μαρία Κυριακίδου.

"Λαβούσα υπ' όψιν την υπ' αρ.1380 Φ 27/Β από 3/3/51 πρότασιν της Αστυν. Δ/σεως Αθηνών περί παρατάσεως εκτοπίσεως των κάτωθι εν εκτοπίσει διατελούντων δυνάμεων και έναντι εκάστου ονόματος αναγραφομένων αποφάσεων της ΕΔΑΝ Αττικής, ως επικινδύνων εις την Δημόσιαν Τάξιν και Ασφάλειαν. Η Κυριακίδου Μαρία του Ιωάννου, επειδή εν των στοιχείων της κατ' αυτών προτάσεως προκύπτει ότι ούτοι καίτοι διατελούσιν εν εκτοπίσει από μακρού χρόνου, διάφορον έκαστον κατά το πρόσφατο παρελθόν αντεθνικήν δράσιν, ουδεμίαν μεταμέλειαν επεδείξαντο δικαιολογούσαν την απόλυσίν των. Επειδή αι νουθεσίαι και αι προσπάθειαι των αρμοδίων Αρχών όπως επαναφέρουν τούτους εις την εθνικήν οδόν, απέβησαν επί ματαίω, καθόσον επιδεικνύουσιν ισχυρογνώμονα εμμονήν και προσήλωσιν εις την αντεθνικήν και κομμουνιστικήν ιδεολογίαν των. Επειδή εξακολουθούν και σήμερον ήδη να υφίστανται οι λόγοι οι προκαλέσαντες την εκτόπισίν των καθ' ό ιδεολόγοι, φανατικοί και αμετανόητοι κομμουνισταί.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Ιδούσα και τας διατάξεις του από 7/5/48 ΝΔ αποφασίζει

Κρίνει τούτους επικινδύνους εις τη Δημόσιαν Τάξιν και Ασφάλειαν και παρατείνει την εκτόπισιν επί έν (1) εισέτι έτος, εκτοπίζουσα τους μεν άνδρας εις Αγιον Ευστράτιον, τας δε γυναίκας εις Τρίκκερι Βόλου. Τούτους η Επιτροπή χαρακτηρίζει ευπόρους και ικανούς προς εργασίαν. Τα χρονικά όρια εκτοπίσεως άρχονται από της εκδόσεως της παρούσης".


Στο παράρτημα με τις "επικίνδυνες"

Πήραν να καθαρίσουν, να συγυρίσουν το νέο τους κατάλυμα. Μετέφεραν τα θρανία, τις έδρες, τους πάγκους στην αποθήκη να δημιουργήσουν χώρο.

Ο κανονισμός της νέας ζωής τους στο "παράρτημα" ήταν αβάσταχτος. Οι συνθήκες διαβίωσής τους σκληρές κι απάνθρωπες. Χειρότερες απ' ό,τι στο στρατόπεδο. Βασικά, το μεγάλο, το κυρίαρχο πρόβλημα που τις καταδίωκε κι εδώ, ήτανε το νερό. Εδώ, με το κλείσιμο των σχολείων, το είχανε κόψει. Κάποτε άφησαν να λειτουργήσει ένας σωλήνας πάνω. Μα αυτό δεν έλυνε το πρόβλημα, γιατί το χρησιμοποιούσε η φρουρά. Με τις πολλές διαμαρτυρίες τους, τους επέτρεψαν να παίρνουν λίγους κουβάδες από το πηγάδι τ' αντικρινού σπιτιού, με συνοδεία πάντα. Μα αυτό ήτανε σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών τους. Κάτι βρώμικα βαρέλια που πλύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση νερού, αποδείχτηκαν ακατάλληλα. Το νερό βρωμούσε. Οι εξόριστες δοκιμάζονταν σκληρά. Τόσο που, νοσταλγούσαν το παλιό στρατόπεδο...

Με το άνοιγμα των σχολείων το Σεπτέμβρη, τις μετέφεραν στις αποθήκες της χωροφυλακής. Ετσι βρέθηκαν πιο κοντά στο στρατόπεδο. Η αποθήκη, η νέα φυλακή τους ήτανε φριχτή. Χαμηλή, υγρή, τσιμεντοστρωμένη βρωμούσε κλεισούρα, μούχλα, βενζίνες, λάδια και πετρέλαιο. Σ' αυτό το μπουντρούμι θα ζούσαν άρρωστες και γερές. Μαζί με τα τέσσερα παιδάκια με τις μανάδες τους. Βάλθηκαν όλες να τη σκουπίσουν, να την καθαρίσουν, να την ασπρίσουν με λίγο ασβέστη που βρέθηκε σ' ένα λάκκο. Να την ανθρωπέψουν. Από τη στέγη της έλειπαν ολόκληρες σειρές κεραμίδια. Με την πρώτη βροχή τα νερά μούσκεψαν τα στρώματά τους. Ανήσυχες κουβάλησαν κουβάδες, λεκάνες και κονσερβοκούτια να τα περισώσουν. Κι εκείνες στριμώχτηκαν σε μια γωνιά. Στα παράπονα και τις διαμαρτυρίες τους δεν απαντούσε η διοίκηση.

Και πώς ν' απαντήσει; Εκείνη βάδιζε πάνω σε προγραμματισμένο σχέδιο, που σήμαινε εξόντωση με όλα τα μέσα. Η αποκήρυξη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και δήλωση μετάνοιας.

Ανάμεσα σε δυο χωρίσματα της αποθήκης που τοποθετήθηκαν οι εξόριστες, απαγορεύτηκε η επικοινωνία. Ακόμα και η κοινή αυλή χωρίστηκε με σύρματα. Απομονωμένες και μεταξύ τους οι εβδομήντα "επικίνδυνες" που πολύ σύντομα ξεπέρασαν τις διακόσιες! Γιατί οι αποστολές από το κεντρικό στρατόπεδο όλο και πύκνωναν. Είκοσι πέντε κατέφθασαν προχθές.

Πρόβλημα κι εδώ το νερό! Προβληματική η ατομική και γενική καθαριότητα. Ανοιγαν τις βρύσες οι χωροφύλακες κατά την πρωινή ώρα της εξόδου. Οι εξόριστες για να προλάβουν να προμηθευτούν νερό στερούνταν την πρωινή τους έξοδο.

Κάθε επαφή τους με τον έξω κόσμο απαγορευόταν αυστηρά. Απαγορευόταν ακόμα να επισκέπτονται το ιατρείο και οδοντιατρείο του στρατοπέδου, όταν αρρώσταιναν ή πονούσαν τα δόντια τους.

Σε μια γωνιά, εκεί στο διάδρομο έχτισαν οι εργάτες πρόχειρα κάτι αποχωρητήρια που τα χώρισαν με λινάτσες. Κι ακριβώς αντίκρυ τους τοποθέτησαν τη σκοπιά. Μεγάλο μαρτύριο για τις εξόριστες. Τη νύχτα δεν τους επιτρεπόταν να βγουν στο διάδρομο και να τα χρησιμοποιήσουν. Ετσι, υπέμεναν το μαρτύριο της "βούτας"! Ολο απαγορεύσεις και σκληροί περιορισμοί ήταν το πρόγραμμά τους.

Και πάντα καταφθάνανε τα μαύρα μηνύματα από τους δικούς τους: Εκείνος καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκείνος εκτελέστηκε. Ο τάδε σκοτώθηκε στη μάχη. Κι ακόμα, πάνω απ' τα κεφάλια τους πλανιόταν πάντα το φάσμα του στρατοδικείου. Πολλές κοπέλες είχαν δικαστεί και καταδικαστεί απ' το στρατοδικείο. Πριν λίγες μέρες είχαν αρπάξει μέσ' απ' τα χέρια τους, την Αλίκη Τσουκαλά . Μια κοπέλα γεμάτη νιάτα κι ομορφιά που καταδικάστηκε σε θάνατο στα δεκαεννιά της χρόνια κι εκτελέστηκε στη Χαλκίδα. Ο πόνος τους ήταν μεγάλος. Οπως, και μ' όλα τα στρατοπεδικά δεινά και την απομόνωσή τους, δεν παραδόθηκαν στην κατάθλιψη. Δεν απελπίστηκαν. Δεν ακολούθησαν μοιρολατρικά την εξόντωσή τους. Αντιστάθηκαν μ' όλες τους τις δυνάμεις στους ποικιλώνυμους εχθρούς και τις απαγορεύσεις τους.

Δειλά - δειλά έκαμε την εμφάνισή της η "τσιμπίδα" γνωστή από το κεντρικό στρατόπεδο. Αυτή σατίριζε καλοπροαίρετα τα παθήματα της ημέρας στην καθεμιά και διασκέδαζαν τα βράδια. Σιγά σιγά και σταθερά οργάνωσαν την πνευματική ζωή τους. Διάβαζαν τα λιγοστά βιβλία που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Συζητούσαν, σχολίαζαν, έκριναν.
Παρακολουθούσαν με πολύ ενδιαφέρον τις διαλέξεις που έκαναν οι συνεξόριστες επιστημόνισσες. Οι δασκάλες συγκρότησαν τις γκρούπες τους και παρέδιδαν τα μαθήματά τους. Ομως δυσκολεύτηκαν πολύ στο καθήκον τους. Πώς θα επικοινωνούσαν με τις μαθήτριές τους, που έμεναν στο απαγορευμένο χώρισμα; Και μ' όλο που οι "τσίλιες" βρίσκονταν πάντα στο πόστο τους να ειδοποιήσουν την "παράνομη" που παραβίαζε τους κανονισμούς, πολλές φορές οι δασκάλες την πλήρωναν με κρατητήριο, στέρηση αλληλογραφίας και στέρηση εξόδου στην αυλή.

Μα κείνες αντιστέκονταν κι αγωνίζονταν ορθές.

Κείνον τον καιρό και κάτω απ' αυτές τις σκληρές συνθήκες της πειθαρχημένης διαβίωσης, η Ρόζα Ιμβριώτη και η Λίζα Κόττου, φιλόλογοι, δίδαξαν στις συνεξόριστές τους την τραγωδία του Αισχύλου: "Προμηθέας Δεσμώτης". Μοιράσανε τους ρόλους και αρχίσαν τις πρόβες. Μα η διοίκηση απαγόρευσε την παράσταση.

Στην επέτειο του ΟΧΙ (Οκτώβρης 1948) ετοίμασαν τη γιορτή τους. Σ' ένα παράθυρο της αποθήκης κυμάτιζε περήφανα στον αέρα η γαλανόλευκη. Ο Παντζάρας σκύλιασε μόλις την είδε. Πώς τόλμησαν οι "βουλγάρες;". Μαζί με δυο άλλους χωροφύλακες, τα τσιράκια του, ούρλιαζε: "Κατεβάστε τη γρήγορα, γιατί θα πεθάνετε!".

"Εμείς δεν την αγγίζουμε, δήλωσαν αποφασιστικά οι εξόριστες. Σήμερα γιορτάζουμε το ΟΧΙ της Πατρίδας στο φασισμό. Αμα θέλετε σεις, κατεβάστε τη μόνοι σας".

Χίμηξαν οι χωροφύλακες να την γκρεμίσουν. Μα, οι εξόριστες άρχισαν να τραγουδούν ορθές τον Εθνικό Υμνο.
Σε γνωρίζω από την κόψη...
Οι χωροφύλακες στυλωμένοι σε στάση προσοχής απέδιδαν τιμές. Και 'μειναν εκεί κλαρίνο, αρκετήν ώρα. Γιατί οι εξόριστες, συνεπαρμένες από τον Υμνο της λευτεριάς, δεν αποφάσιζαν να τον σταματήσουν. Μόνο, σαν εξαντλήθηκαν οι αθάνατες στροφές:
Και σαν πρώτα ανδρωμένη
χαίρε ω χαίρε ελευθεριά"
Τότε είδαν να γλιστράνε ζεματισμένοι ένας - ένας οι χωροφύλακες, χωρίς ν' αγγίξουν το σύμβολο της Πατρίδας.

Ετσι δύσκολα, βασανιστικά αργοκυλούσε ο καιρός ίσαμε τη μεταγωγή τους στο Τρίκκερι, τον Απρίλη του 1949 μαζί με το κεντρικό στρατόπεδο.

Σημειώσεις: 1. Πρόκειται για τον ενωμοτάρχη Παπαθανασόπουλο: Ητανε πάντα οργισμένος και κόκκινος σαν παντζάρι. Κι οι εξόριστες τον είπανε Παντζάρα.

Μεταγωγή στο Τρίκκερι

Η μεταφορά των γυναικών στο λιμάνι, ως το πλοίο "ΗΛΙΟΥΠΟΛΙΣ", έγινε με αυτοκίνητα του στρατού. Διασχίζοντας την πόλη, όσο να φτάσουν στο λιμάνι, οι εξόριστες αποχαιρετούν τη Χίο με τούτο το αυτοσχέδιο τραγουδάκι:
Σ' άλλη εξορία πάμε και σ' αποχαιρετάμε/
μ' ευχές κι αγάπη, μ' ευχές κι αγάπη./
Το χρόνο μας τελειώσαμε μέσα στην αγκαλιά σου/
δε σ' είδαμε, μα νιώσαμε τους χτύπους της καρδιάς σου/
που μας μιλούσαν τρυφερά, Ομορφη Χίο γεια - χαρά./
Στα σύρματα δεν μπήκες, μα φταίνε οι συνθήκες/
να μας γνωρίσεις, να μας γνωρίσεις..../
πώς σ' εξορία ζήσαμε μια και μισή χιλιάδα/
γυναίκες π' αγαπήσαμε με θέρμη την Ελλάδα./
Κάθε γωνιά της τρυφερά, όμορφη Χίο έχε γεια!

Το Τρίκκερι είναι ένα νησάκι στον Παγασητικό Κόλπο, αγνάντια στο Βόλο. Εχει πολλά λιόδεντρα, καταπράσινους θάμνους και λιγοστούς κατοίκους - ψαράδες - που 'χουν τα σπίτια τους κάτω στο λιμανάκι.

Το ταξίδι τους έγινε σε τρεις αποστολές, από τις 4 έως τις 12 Απρίλη 1949. Μόλις ανοίχτηκαν στο Αιγαίο, τις άρπαξε η φουρτούνα και τις ρήμαξε η ναυτία. Εξουθενωμένες αποβιβάστηκαν στη στεριά. Κι έτσι, όπως ήταν άπνοες, σα νεκρές από την κακοπάθεια, τις διέταξαν να φορτωθούν τα συμπράγκαλά τους και να τα φέρουν μόνες κι αβοήθητες στον τόπο της μελλοντικής τους κατασκήνωσης. Μα ήτανε πολύ μακριά, πάνω από 2 χιλιόμετρα. Σκαρφάλωσαν έναν απότομο ανήφορο με την ψυχή στα δόντια, ίσαμε ν' ανέβουν στο Μοναστήρι. Κι από κει, απελπισμένες πήραν να κουτρουβαλούν μιαν απότομη κατηφόρα. Για να σταματήσουν μπροστά σ' ένα εγκαταλειμμένο στρατόπεδο. Λίγον καιρό πρωτύτερα είχαν αρπάξει από κει 3.500 - 4.000 εξόριστους και τους έκαναν μεταγωγή για το Μακρονήσι. Να τους "αναμορφώσουν" στους "Νέους Παρθενώνες" του Π. Κανελλόπουλου.

Τ' αντίσκηνα, ατομικά τα περισσότερα ή για 2 - 3 άτομα, κείτονταν καταγής κάτω από τα λιόδεντρα της πλαγιάς, κουρελιασμένα, καταστραμμένα. Εξαντλημένες από το κουβάλημα τόσο δρόμο, χωρίς να πάρουν ανάσα ρίχτηκαν στη δουλιά. Να εξασφαλίσουν γρήγορα την πάνινη στέγη πάνω από τα κεφάλια τους. Αλλες μπαλώνουν τ' αντίσκηνα, άλλες στεριώνουν πασσάλους, άλλες κουβαλάνε νερό από τα πηγάδια, μακρύτερα. Αλλες ανοίγουν αυλάκι για να μαζεύουν τα νερά της βροχής. Αλλες χτίζουν προστατευτικό τοιχάκι ολόγυρα στη σκηνή. Με μόχθο καταφέρανε να στεριώσουν τ' αντίσκηνα. Το ίδιο γινόταν και με τις άλλες αποστολές που κατέφταναν ύστερα από λίγες μέρες.

Η διοίκηση όρισε τη νέα κατασκήνωση. Χώρισε τις εξόριστες σε τρεις λόχους και τους περίφραξε μ' αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Χώρια οι γραμματισμένες από τις αγράμματες. Χώρια οι εύπορες από τις άπορες. Χώρια οι ανταρτοοικογένειες από τις εξόριστες που είχαν δική τους προσωπική δράση.

Νέα, αμέτρητα και σκληρά προβλήματα παρουσιάζονται τώρα στην πειθαρχημένη διαβίωσή τους: Πρέπει να κουβαλάνε το νερό από μακριά για την κουζίνα και την προσωπική τους χρήση. Να ξεφορτώνουν το καϊκι που έρχεται από το Βόλο με το εφόδιό τους και να το μεταφέρουν στη σκηνή - αποθήκη. Να ξεφορτώνουν τα καυσόξυλα και να τα κουβαλάνε στο μαγειρειό. Ενα πρωτόγονο καλύβι το μαγειρειό. Το χειμώνα πλημμύριζε νερά. Η κάπνα έπνιγε τις μαγείρισσες κατά την ετοιμασία του φαγητού. Οι "εστίες" τους ήτανε δυο μεγάλες πέτρες, για κάθε καζάνι. Το κατέβασμα των καζανιών από τις πέτρες - "εστίες" τους, προβληματικό κι επικίνδυνο. Πάνω από τις δυνάμεις των γυναικών. Ετσι πολλές έπαθαν εγκαύματα, σπλαχνόπτωση κι άλλες αβαρίες. Γι' αυτό οι μαγείρισσες ανανεώνονταν κάθε μήνα.

Πάνω στο Μοναστήρι βρίσκονταν 700 "προληπτικές". Οι γυναίκες αυτές χαρακτηρίζονταν έτσι, γιατί δεν είχαν δική τους προσωπική δράση. Τις είχαν συλλάβει προληπτικά μη τυχόν βοηθήσουν με ψωμί και πληροφορίες τους δικούς τους που πολεμούσαν στο βουνό. Κείνον τον καιρό, καλοκαίρι του 1949, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού ενάντια στο ΔΣΕ, οι "προληπτικές" κουβαλιόνταν καραβιές - καραβιές στο Τρίκκερι. Ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε. Είχανε φτάσει στις 3.500 γυναίκες και παιδιά. Ολες κατασκήνωσαν γύρω από το Μοναστήρι. Η επικοινωνία του στρατοπέδου Χίου απαγορεύτηκε αυστηρά και με αυτές τις "προληπτικές".

Το συσσίτιο των εξορίστων, όπως το ξέρουμε συσσίτιο πείνας, εδώ στο Τρίκκερι κατάντησε συσσίτιο θανάτου, με την τόση πολυκοσμία. Μια κουτάλα νεροζούμι με μετρημένα σπειριά σκουληκιασμένα ρεβίθια ή μαυροφάσουλα, ήταν η μερίδα κάθε εξόριστης. Το ψωμί, ένα απαίσιο μίγμα 80 δράμια την ημέρα, δεν έφτανε ούτε για μια φορά. Τα παιδιά που ξεπέρασαν τα 180 και δε δικαιούνταν συσσίτιο, πεινούσαν, μαράζωναν κι έλιωναν.

Η διοίκηση της Χίου ακολούθησε το στρατόπεδο στο Τρίκκερι με την ίδια σύστασή της. Ηταν εκεί ο Πανάγος με τις λοβιτούρες του και τις κλεψιές του, ήταν παρών. Διαχειριστής όπως τον ξέρουμε. Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο υπήρχε στην αγορά του Βόλου τ' άρπαζε και το πέταγε στο καζάνι των εξορίστων. Σκοπός του πώς να κλέψει, καταδικάζοντας τις γυναίκες σε θάνατο. Εδώ, μες στο καλοκαίρι, τη βρωμιά και τη μύγα δε μοίρασε στις εξόριστες το καθιερωμένο σαπούνι που χορηγούσε ο Ερυθρός Σταυρός.

Στις έντονες, συνεχείς διαμαρτυρίες των γυναικών απάντησε με τιμωρίες και απειλές. Αργότερα μαθεύτηκε στο στρατόπεδο πως δικάστηκε ως καταχραστής του δημοσίου!

Τα λιγοστά πηγάδια που είχαν ανοίξει οι εξόριστοι άνδρες στην παραλία του Αϊ - Γιώργη δεν έφταναν να ξεδιψάσουν πεντέμισι χιλιάδες ανθρωπομάνι. Η τρόμπα δούλευε από τις 4 το ξημέρωμα για να κορέσει τη δίψα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Οι εξόριστες περίμεναν μπροστά σε διπλή μακριά ουρά, μαζί με τις στάμνες και τους κουβάδες τους να 'ρθει η σειρά τους να γεμίσουν. Στην αρχή ξεπηδούσε γάργαρο το νεράκι. Μα ύστερα από λίγο... λάσπωνε. Κι άντε υπομονή να ξαναφέρει η φλέβα νερό για να το αντλήσει η τρόμπα.

Κανένας στοιχειώδης όρος υγιεινής δεν προστάτευε τούτο το προγραμμένο πλήθος των εξόριστων γυναικών και παιδιών. Ούτε λίγο φάρμακο να απολυμανθεί το επιφανειακό νερό. Ούτε λίγος ασβέστης να σκεπάζονται τα υπαίθρια αποχωρητήριά τους. Μόνο κάθε Σάββατο, σε γενική τους εξόρμηση σκάβαν και τα έχωναν οι κοπέλες και φτου απ' την αρχή...

Τον Αύγουστο με το λιοπύρι, την ανυδρία και τα σύννεφα τις μύγες, έπεσε επιδημία δυσεντερίας στο στρατόπεδο. Τα 2/3 του κόσμου έπεσε στα στρωσίδια του, με πυρετό και διάρροιες. Ο γιατρός της Διοίκησης δε χορήγησε ούτε μια σουλφογκανιντίνη. Ανάμεσα στις εξόριστες δεν υπήρχε ούτε λεμόνι, ούτε ρύζι. Τότε πέθανε ένα παιδάκι από αφυδάτωση...

Μέσα στο καλοκαίρι άλλαξε η διοίκηση του στρατοπέδου. Ανάλαβε ο μοίραρχος Μαντούβαλος. Υποδιοικητής ο Κίτσος. Από τη συμμορία Καλαμπαλίκη. Νέα πιεστικά μέτρα επιβάλλουν στις εξόριστες. Είχαν και τη θρασύτητα να αξιώσουν να τους πλένουν οι γυναίκες και τα ρούχα τους. Φυσικά εκείνες αρνήθηκαν οριστικά και τελεσίδικα, αψηφώντας τις ποινές.

Οι εξόριστες αποκομμένες από τον άλλο κόσμο, μόνη παρηγοριά τους είχαν την αλληλογραφία τους. Καμιά άλλη επαφή με τον έξω κόσμο. Ομως, με υψηλό αγωνιστικό φρόνημα, με ακατάβλητη σωματική και ψυχική αντοχή αγωνίζονταν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Ως και τα βάσανά τους τα 'καναν τραγούδι:

Τρίκκερι

Εχουμε δω πέρα πλούτο αγριλιές/
μα φαγάκι λίγο κι άφθονες δουλιές./
Στήνουμε τσαντίρια δίχως αντοχή/
και την άλλη μέρα φτου κι απ' την αρχή./
***
Ωρες κυνηγάμε μια σταλιά νερό/
μας νυχτοχαϊδεύουν ποντικοί πρό/
Μα τα βάσανά μας τόσο τρομερά/
κάνουμε τραγούδι, γέλιο και χαρά./
***
Στη δουλιά ξεφτέρια, όλες στη γραμμή/
ξεφορτώνουμ' ώρες ξύλα και ψωμί./
Καθεμιά πριν φέξει για νερό τραβά/
και γυρνά το βράδυ μ' αδειανό τον κουβά.

Μα κείνο που απάλαινε τη φρίξη της ψυχής τους ήτανε η μαγεία της μουσικής: τα τραγούδια της χορωδίας. Τη χορωδία τη συγκρότησε και τη δίδαξε η συνεξόριστη μουσικός Ελλη Νικολαϊδη. Αποτελούνταν από 90 μέλη κι ήταν τετράφωνη! Τούτον τον καιρό του βαρύτατου πένθους που οι εξόριστες θρηνούσαν το χαλασμό του αντάρτικου και κινδύνευαν να βουλιάξουν στη θλίψη, η χορωδία στάθηκε πλάι τους πολύτιμος συμπαραστάτης και βοηθός.

Η τρομοκρατία ήταν μεγάλη κι η συγκέντρωση της χορωδίας απαγορευόταν! Ομως, οι κοπέλες - μέλη της - ενεργώντας με προφυλάξεις και βοηθό τους τις "τσίλιες" κύκλωναν λίγες λίγες τις σκηνές των θλιμμένων, για να τους τραγουδήσουν απαλά τα λεβέντικα τραγούδια της χορωδίας. Η μουσική με τη μαγεία της γλύκαινε τον αβάσταχτο πόνο τους, καταλάγιαζε την αντάρα της ψυχής τους. Τις βοηθούσε να συνεχίσουν τον αγώνα τους, πάντα ορθές.

Για να χαρίσουν στις εξόριστες, κείνες τις πικρές ώρες του στρατοπέδου, λίγη ψυχαγωγία και διδαχή, ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό των γυναικών η τραγωδία του Αισχύλου "Προμηθέας Δεσμώτης". Διδαγμένες όπως αναφέρθηκε, από τη Χίο ακόμη, από τις φιλολόγους Ρόζα Ιμβριώτη και Λίζα Κόττου, στο Τρίκκερι ολοκληρώθηκε η ετοιμασία του. Τα μέλη του θιάσου και οι μοδίστρες "ενδυματολόγοι" συνέχισαν τη μελέτη του έργου, τις πρόβες και την ετοιμασία των κοστουμιών. Ολες εργάζονταν εντατικά μ' έναν παλμό για τη μεγάλη ώρα της παράστασης. Να ξαλαφρώσει λίγο η βαριά καρδιά των γυναικών. Την ημέρα της γενικής δοκιμής πολλές εξόριστες τρέξανε να χαρούν το σπάνιο θέαμα. Ο Δεσμώτης Προμηθέας (Κική Διονυσοπούλου) αλυσοδεμένος στο βράχο του, περήφανος κι ανυπόταχτος σκόρπιζε συγκίνηση και δέος στις δεσμώτισσες του Τρίκκερι.

Στα ριζά της πλαγιάς, κάτω, απλωνόταν γαλήνια η θάλασσα του Παγασητικού και τ' ασημένια πλούτη της στραφτάλιζαν στον ήλιο.

Ξαφνικά, σα ν' αναδύθηκαν από το κύμα, πρόβαλαν από το βάθος οι 24 Ωκεανίδες. Ομορφες, λυγερές, αληθινά νερένια πλάσματα, γεμάτα χάρη κι ομορφιά ανηφόριζαν την πλαγιά να φτάσουν τον απροσκύνητο κατάδικο. Οι πολύπτυχοι "ποδήρεις" χιτώνες τους, ριπιδίζονταν στο φύσημα του ανέμου και φάνταζαν παραμυθένιοι.

Κι όταν αντιλαλήσαν οι τρικκεριώτικες λοφοπλαγιές από το λόγο του αρχαίου τραγικού, ξαναζωντανεμένου με τη συγκλονιστική απαγγελία του Προμηθέα.

"Σέβου, προσκύνα, χάιδευε εσύ Ερμή, όσο θέλεις/
εκείνον που κρατεί την Αρχή./
Εγώ, όμως, το Δία τύραννο/
πιο λίγο τονέ λογαριάζω κι από το τίποτα!/
Σαν πέσει κάποτε, και θα πέσει/
τότε θα μάθει πως άλλο να 'σαι αφέντης/
κι άλλο δούλος".

Κείνη την ώρα στη θέση του Προμηθέα Δεσμώτη ήταν κάθε δεσμώτισσα του Τρίκκερι. Το "ΟΧΙ" στο Δία Τύραννο, ίδιο από χιλιετηρίδες για κάθε πρωτοπόρο μαχητή. Κι η αντιμετώπισή του από την εξουσία, πάντα ίδια. Σκληρή και ανελέητη.

Η διοίκηση του στρατοπέδου - η εξουσία - κατανοώντας το νόημα του έργου, απαγόρεψε την παράστασή του. Ετσι, οι εξόριστες στερήθηκαν τη διδαχή και την αισθητική του συγκίνηση. Ομως, δεν αποθαρρύνθηκαν. Λίγο αργότερα μελέτησαν και παρουσίασαν "τ' αρραβωνιάσματα" του Μπόγρη.

Συγκέντρωσαν λαογραφικό υλικό από τις μεγαλύτερες συνεξόριστές τους. Με βάση το υλικό αυτό έγραψαν σκετς που τα παρουσίασαν κάτω στο γήπεδο. Τα συνόδευαν με χορό και αθλητικά παιχνίδια. Αυτά ήταν τα περίφημα "απογεύματα", όπως ονομάστηκαν. Πρώτες παρουσίασαν το "απόγευμά" τους οι Πόντιες. Ακολούθησαν οι Κρητικές, οι Μακεδόνισσες, οι Ηπειρώτισσες και πολλές άλλες.

Μαρτύρια στο Μοναστήρι

Μες στο καλοκαίρι επισκέφτηκαν το στρατόπεδο υψηλές προσωπικότητες. Πρώτος ο υπουργός Εσωτερικών Ρέντης. Ο υπουργός απείλησε τις εξόριστες: Αν δεν κάνετε δήλωση, θα μείνετε ισόβια στο ξερονήσι. Η θα σας στείλουμε έξω από τα σύνορα, στις χώρες του παραπετάσματος. Ακολούθησε ο Νανάς Τσαλδάρης. Και κάποιοι - μετρημένοι στα δάχτυλα - άλλοτε μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, που πέσαν αιχμάλωτοι στα χέρια του αντίπαλου. Βασανίστηκαν και γίνανε εξωμότες. Πέρασαν στην υπηρεσία του στρατού. Μ' αυτούς, σαν διαφωτιστές τους, πολεμούσαν τώρα να κάμψουν τις εξόριστες. Να τις κάνουν ν' ανανήψουν... Ομως επικρατέστερος και επίσημος διαφωτιστής της διοίκησης έμεινε ο Πούλου: Παλιός εξόριστος, στέλεχος του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού και τώρα προσκυνημένος εξωμότης. Αυτός είχε το κουσούρι να 'ναι σπανός και με τ' όνομα του κουσουριού του πολιτογραφήθηκε στο στρατόπεδο: Ο σπανός!

Οχυρωμένος στο μοναστήρι ξεστόμιζε από την πύλη του φοβερές κακοήθειες κατά των αγωνιστών του ΔΣΕ. Θριάμβευε για την ήττα του και δήλωνε: "Τώρα πια είναι μάταιη η παραμονή σας στην εξορία. Ο Δημοκρατικός Στρατός συντρίφτηκε. Ολα τέλειωσαν για σας. Τώρα κυβερνάει ο εθνικός στρατός"!

Τον αποδοκίμαζαν οι εξόριστες με τον γνωστό τους τρόπο. Με το παραπεταμένο μμμ... που προφερόταν με κλειστό στόμα κι ήταν δοκιμασμένο από τη Χίο για την αποτελεσματικότητά του. Μα την παχυδερμία του σπανού δεν την άγγιζε. Εξακολουθούσε να λασπολογεί τους πρώην συμμαχητές και συντρόφους του.

Το συσσίτιο της πείνας, η έλλειψη του νερού, οι αρρώστιες, οι αγγαρείες, τα καθημερινά βάσανα, η διαφώτιση του σπανού που ασκούσε καταλυτική επίδραση στη συνείδηση και την καρδιά τους, μα πάνω απ' όλα ο χαλασμός τ' αντάρτικου, λύγισαν τις εγκαταλειμμένες "προληπτικές". Ανεβοκατέβαιναν στο γραφείο της διοίκησης κι υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας... Συντριμμένες, αμίλητες παίρνανε το δρόμο του γυρισμού. Να φτάσουν στα ρημαγμένα σπίτια τους. Να περιμαζέψουν, οι δύστυχες, ό,τι απόμεινε: τα παιδιά. Τ' άλλα, όλα χάθηκαν!

Στις 12 Οκτώβρη 1949, ο υποδιοικητής Κίτσος ξεχωρίζει τις ανταρτοοικογένειες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο Χίου και τις ανεβάζει στο Μοναστήρι, στον καταυλισμό των προληπτικών, μακριά από την επίδραση που ασκούσαν πάνω τους - όπως νόμιζε - οι εξόριστες του στρατοπέδου Χίου.

Στις 15 του Νοέμβρη το στρατόπεδο παραδίδεται στο νικητή στρατό. Ως εκείνη την εποχή έχουνε φύγει περί τις 2.500 "προληπτικές". Οι υπόλοιπες φεύγουν μετά τις 15 Δεκέμβρη 1949. Μόνον 16 απ' αυτές παραμένουν στον καταυλισμό. Αυτές οι 16 και οι 120 αιχμάλωτες και βασανισμένες αντάρτισσες, που είχανε υπογράψει δηλώσεις στο ΣΚΕ της Λάρισας, μα δεν τους είχε δοθεί απολυτήριο ακολούθησαν το στρατόπεδο Χίου στο Μακρονήσι.

Τον τελευταίο καιρό, από το στρατόπεδο της Χίου άρπαζαν εξόριστες και τις έστελναν στρατοδικείο. Αυτές καταδικάζονταν σε βαριές ποινές και σε θάνατο. Εκτελούνταν κιόλας. Οπως η Λαμπρινή Καπλάνη που εκτελέστηκε στην Αθήνα. Είναι και η τελευταία γυναίκα που "έκλεισε" τους τάφους.

Διοικητής τώρα είναι ο Μαγκριώτης - ένας Ριμινέτης. Νέες σκληρές απαγορεύσεις επιβάλλονται στο στρατόπεδο. Επίσημος διαφωτιστής του στρατοπέδου προσλαμβάνεται ο σπανός. Να συκοφαντεί και να λασπολογεί. Οπως πάντα, οι γυναίκες που είναι υποχρεωμένες να τον ακούνε, του απαντούν με τον γνωστό τρόπο τους. Το οργισμένο μμμ... Μα ο σπανός δε συγκινείται. Εξακολουθεί... Τ' ανταπαντούν οι εξόριστες μμμ... Στρατιώτες ξεχύνονται ανάμεσά τους και συλλαμβάνουν στην τύχη γυναίκες να τις κλείσουν στο κρατητήριο."Αφήστε τες, έλεγε ο σπανός, είναι φανατισμένες, όπως ήμουνα και γω κάποτε. Μα στο Μακρονήσι θα υπογράψουν. Θα μιλήσουν κι από το ραδιόφωνο". Νέο μμμ... τον βομβάρδιζε. Οταν τελείωσε την ομιλία του εκείνη την ημέρα, αναδεύτηκε η μάζα των γυναικών, κίνησε να φύγει για το κάτω στρατόπεδο. (Οι ομιλίες γίνονταν πάντα στο Μοναστήρι). Για μια στιγμή έγινε νεκρική σιγή. Και ξαφνικά, όλο το πλήθος, πάνω από 1.000 γυναίκες άρχισε να τραγουδάει τούτο το κοροϊδευτικό τραγουδάκι:

Την πι, μανά μ' την πίτα/
πο 'φαγε ο σπανός/
ήταν κι αμάν αμάν,/
ήταν κολοκυθένια!.../

Μπροστά, οδηγός μπήκε η θεία Κούλα Κανούτα η... Τρούμαινα... Ψηλή, πελώρια, όπως ήτανε, ανέμιζε το μαντίλι της και τραγουδούσε. Πίσω της ακολουθούσε το πλήθος και κατηφόριζε την πλαγιά να φτάσει στις σκηνές του, στο κάτω στρατόπεδο. Το τραγούδι τους δροσερό, τσουχτερό, βροντερό, μυριόστομο. Καταρράχτης ξεχυνόταν από τα βάθια της ψυχής τους, πλημμύριζε τις λοφοπλαγιές και την τρικκεριώτικη ερημιά, με τον αχό της γυναικείας λεβεντιάς.

Νιάτα δροσερά, με τα πολύχρωμα φορέματά τους, γριούλες με τα μαυρομάντιλά τους και τους καημούς τους, ζήσανε κείνη την ημέρα μιαν αξέχαστη ώρα λευτεριάς.

Ομως, ανήκουν πια στον αναμορφωτικό οργανισμό Μακρονήσου (ΟΑΜ) κι άρχιζε από δω η αναμόρφωσή τους. Το προσκλητήριο γίνεται πάντα στο Μοναστήρι. Σ' αυτό παίρνουν μέρος υποχρεωτικά όλες οι εξόριστες. Αρρωστες και γερές, τρεις φορές την μέρα. Πάντα με την παρουσία του Μαγκριώτη. Την καταμέτρηση την κάνουν οι επιτελείς του. Νέα "απαγορεύεται" επιβάλλονται στο στρατόπεδο:

Απαγορεύεται να κατεβαίνουν στο χωριό οι εξόριστες, ακόμα και με τη συνοδεία φρουρού. Απαγορεύεται η λειτουργία της καντίνας. Στην αρχή περιορίζεται η αλληλογραφία με τους δικούς τους. Σύντομα όμως καταργείται τελείως. Το ίδιο γίνεται και για τα δέματα.

Στις 15 Δεκεμβρίου 1949 μια επιτροπή στρατιωτικών και πολιτικών φτάνει στο Τρίκκερι. Είναι ο στρατηγός Πετζόπουλος, ο αρχηγός της Αστυνομίας Ρακιντζής, ο νομάρχης Μαγνησίας κι ο μητροπολίτης Μαγνησίας.

Ο Πετζόπουλος ουρλιάζει στις συγκεντρωμένες: "Ο στρατός νίκησε την ανταρσία. Από σήμερα κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο εναντίον σας. Αν δε μετανιώσετε, θα γυρίζετε γυμνές και νηστικές μέσα στις χαράδρες και θα τρώτε φίδια και μουλάρια".

Ο νομάρχης "συμβουλεύει" κι εκείνος να πειθαρχήσουν οι εξόριστες στην επιτροπή, και τελειώνει: "Ακούστε, παιδιά, θα πεθάνετε!".

Ο μητροπολίτης συμβουλεύει υποκριτικά: "Μετανοήσατε αδελφαί μου, διά να εύρετε την αλήθεια".

Διαλύθηκαν οι εξόριστες να γυρίσουν στις σκηνές τους. Πίσω τους κατάφτασαν αμέσως στρατιώτες με ονομαστικό κατάλογο στο χέρι. Σαράντα γυναίκες που άκουσαν το όνομά τους παρουσιάστηκαν στο γραφείο της διοίκησης. Ο στρατηγός βρίζει, χλευάζει, απειλεί και κλοτσάει κατάχαμα κάθε εξόριστη που παρουσιάζεται εμπρός του. Η Ρόζα Ιμβριώτη και η γιατρός Αλεξίου απομονώνονται σε δυο κελιά - στάβλους - του Μοναστηριού. Αλλες 40 γυναίκες κλείνονται σ' έναν νεόχτιστο χώρο στο Μοναστήρι, χωρίς φαγητό και σκεπάσματα.

Σε δυο μέρες η Ρόζα Ιμβριώτη μετάγεται στο ΣΚΕ (Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδας) στη Λάρισα. Με χειροπέδες τη βάλανε στο καϊκι. Αλλες 9 γυναίκες μετάγονται στο ΣΚΕ μαζί της. Εκεί οι εξόριστες βασανίζονται απάνθρωπα και αναγκάζονται να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, εκτός από τη Ρόζα Ιμβριώτη.Οι διαταγές της στρατιωτικής επιτροπής είναι: Το προσκλητήριο θα γίνεται κάθε μέρα στο Μοναστήρι, χωρίς να λείπει καμιά εξόριστη. Ούτε τα παιδιά. Οι άρρωστες μεταφέρονται με τα ράντζα - φορεία τους. Τα ράντζα και τα στρώματα θα παραδοθούν στη διοίκηση. Τα δέματα επιστρέφονται στους αποστολείς τους. Τα γράμματα καίγονται. Το κάτω στρατόπεδο διαλύεται, μεταφέρεται γύρω από το Μοναστήρι. Οι σκηνές στήνονται πάνω στο λασπωμένο χώμα. Γίνεται διαχωρισμός των εξορίστων, ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο. Χώρια οι γυναίκες του Δημοτικού. Χώρια οι γυναίκες του Γυμνασίου. Ακόμη ξεχωρίζονται 100 γυναίκες που θεωρήθηκαν "επικίνδυνες" και κλείνονται 200 μέτρα πέρα από την κατασκήνωση του Γυμνασίου, μέσα σε μεγάλες σκηνές. Χωρίζονται δε από το άλλο στρατόπεδο μ' αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Η ονομασία τους τώρα θα είναι: "Το σύρμα των 100". Στο σύρμα επιβάλλονται ιδιαίτερα σκληροί περιορισμοί. Πλάι στο σύρμα των 100 εξορίστων, στήνεται και ένα άλλο συρματόπλεγμα που περικλείνει 4 - 5 ελιές και ονομάζεται "υπαίθριο κρατητήριο". Ολόγυρά του υπάρχουν σκοπιές που απαγορεύουν την επικοινωνία με το υπόλοιπο στρατόπεδο.Στις 20 Γενάρη 1950 ξανάρχεται στο στρατόπεδο η Επιτροπή του ΟΑΜ με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Αναγνωστόπουλο, για να απολύσει τις υπόλοιπες "προληπτικές" του 2ου και 3ου λόχου. Βασικά, όμως, σκοπός του είναι ν' αναγκάσει τις εξόριστες να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας με κάθε μέσο και να διαλύσει το στρατόπεδο. Εβριζε, διέταζε φοβερά καψώνια και σκληρές αγγαρείες, βασάνιζε.

Στο πρωινό προσκλητήριο στάθηκε μπροστά στις εξόριστες και δήλωσε: Αφού δε θέλετε να υπογράψετε, θα χορέψετε τον καρσιλαμά και θα τον συνεχίσετε στο Μακρονήσι. Οι εξόριστες κατά διαταγή του γύριζαν ολόγυρα στην εκκλησία του Μοναστηριού, μες στο χιόνι και την παγωνιά. Εκείνος με χλευασμούς και βρισιές καλούσε μια - μια κοντά στο μεγάλο κυπαρίσσι. Μαζεύτηκαν καμιά εκατοστή εξόριστες, ολόγυρά του. Τότε διέταξε: "Εσείς θα πάτε στο κάτω στρατόπεδο, θα μαζέψετε τους πασσάλους, θα τυλίξετε τα συρματοπλέγματα και θα τ' ανεβάσετε στο Μοναστήρι". Σκληρά βάσανα τις περίμεναν.

Στις 22, 23 Γενάρη 1950 ο Αναγνωστόπουλος είπε στο πρωινό προσκλητήριο: "Σε δυο μέρες φεύγετε για το Μακρονήσι". Οι εξόριστες, παρατεταγμένες στις τριάδες τους, περίμεναν τις διαταγές του. "Και τώρα θα χορέψετε τον καρσιλαμά", είπε. (Ετσι άρχιζε πάντα. Ηταν να πούμε η καλημέρα του). Κι από τότε έχασε τ' όνομά του και πολιτογραφήθηκε στο στρατόπεδο ως... Καρσιλαμάς. Κι εξακολούθησε: "Θα ξεστηθούν όλες οι σκηνές. Θα συγκεντρωθούν και θα μεταφερθούν στο Μοναστήρι. Το ίδιο κι όλο το στρατοπεδικό νοικοκυριό: καζάνια του μαγερειού, όλο το υλικό της αποθήκης: βαρέλια, τρόφιμα, τσουβάλια με αλάτι, οι δυο μεγάλες ζυγαριές κι ό,τι άλλο βρίσκεται μέσα σ' αυτήν. Στο τέλος θα μεταφερθούν στο Μοναστήρι κι οι δύο κλίβανοι απολύμανσης που βρίσκονται παρατημένοι ο ένας στην παραλία τ' Αϊ - Γιώργη κι ο άλλος στον 5ο λόχο".

Οι εξόριστες, παγωμένες, νηστικές απόμειναν βουβές ν' αναμετράνε τη δυστυχία τους. Πώς θα πραγματοποιούνταν τόσοι άθλοι; Με τι δυνάμεις; Κι όμως έπρεπε να γίνουν τα πάντα, όπως διέταζε ο Καρσιλαμάς. Οι διαταγές του δε συζητιόνταν. Εκτελούνταν! Και ρίχτηκαν στη δουλιά...

Οι πάσσαλοι, ριζωμένοι βαθιά στη γη δεν ξεκολλούσαν. Οι σκηνές μουσκεμένες, βαριές δε μετακινούνταν. Το υλικό της αποθήκης βαρύ κι ασήκωτο. Πώς θα μεταφερόταν ανηφόρα - κατηφόρα ως το Μοναστήρι και τ' αρματαγωγό, από αδύναμες και άρρωστες γυναίκες;

Ομως, εκείνες προσπαθούσαν. Αγωνίζονταν. Επειτα λύγιζαν, γονάτιζαν, έπεφταν, ξανασηκώνονταν ορθές να συνεχίσουν τον αγώνα. Ετσι, ξεπερνώντας τ' ανθρώπινα μέτρα τους πραγματοποίησαν τόσους άθλους. Πού βρίσκονταν τόσες ανεξάντλητες δυνάμεις μέσα τους; Μα στην πίστη τους, φυσικά. Στα μεγάλα ιδανικά του αγώνα τους να στεριωθεί μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή, για όλους. Το φωτεινό αύριο του λαού!

Νύχτωσε κι ακόμα πάλευαν κι αγωνιούσαν. Μα τώρα, μπροστά στον κλίβανο του Αϊ - Γιώργη ένιωσαν τις δυνάμεις τους να μηδενίζονται. Αμετάθετο το χαλύβδινο στοιχειό, τις περιγελούσε μες στη νύχτα... Οι φαντάροι - Μακρονησιώτες "ανανήψαντες" τούς φέγγουν με τα ηλεκτρικά φανάρια τους. Και μ' όλο που οι διαταγές του Καρσιλαμά είναι να μην τις βοηθήσουν ποτέ, γιατί θα τιμωρηθούν αυστηρά, νιώθουν την καρδιά τους να μαλακώνει μπροστά στην τιτάνια προσπάθεια αυτών των κοριτσιών. Κι απλώνουν τα στιβαρά τους μπράτσα και βοηθούν. Το θαύμα έγινε. Το στοιχειό μετακινήθηκε. Τώρα, με υπεράνθρωπες προσπάθειες των γυναικών, με κίνδυνο κι αυτοθυσία έπρεπε να πάρει την ανηφόρα για το Μοναστήρι. Μα τα λιόφυτα εμπόδιζαν με τους κορμούς τους. Κι ο κίνδυνος άμεσος να κατρακυλήσει προς τα κάτω το στοιχειό. Τελικά η ανάβαση συντελέστηκε. Κι απέ, η κατάβαση ως το λιμανάκι. Με μόχθο. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες... Με κίνδυνο κι αυτοθυσία!

Ο Καρσιλαμάς δυο μερόνυχτα τώρα παρακολουθούσε τον τιτάνιο αγώνα της αιχμάλωτης γυναικείας στρατιάς που άλλοι του παράδωσαν άνευ όρων κι η ψυχή του αναγάλλιαζε για το μαρτύριό τους.

Οι εξόριστες ήταν έτοιμες πια να σωριαστούν κατάχαμα. Ως εδώ ήταν η αντοχή τους. Μα κείνη τη στιγμή ο Καρσιλαμάς διέταξε:

"Και τώρα, να κουβαλήσει η καθεμιά το δικό της προσωπικό νοικοκυριό. Γρήγορα, γιατί θα μας πάρει η νύχτα...". Αυτό έμοιαζε με χαριστική βολή. Μα έτσι πια, καθώς είχανε γίνει... άτρωτες, ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, ανασυντάχτηκαν. Νέα καθήκοντα έμπαιναν μπροστά τους: Να μεταφέρουν τις βαριά άρρωστές τους με τα ράντζα - φορεία ως τ' αρματαγωγό "Αχελώος". Απόγευμα 25 του Γενάρη... ο "Αχελώος" ήταν αγκυροβολημένος όσο γινότανε πιο μακριά. Επίτηδες για να εξοντώσουν τις εξόριστες. Να τις μάθουν γνώση που δεν υπογράφανε τη δήλωση μετανοίας.

Σιγά - σιγά τις μεταφέρανε με προσοχή και μόχθο στον "Αχελώο". Το αρματαγωγό, προορισμένο να μεταφέρει άρματα και μηχανήματα, τώρα θα δεχόταν και τούτο το ανθρώπινο υλικό, το πιο φτηνό κι αζήτητο την εποχή εκείνη του διωγμού, τις 1.200 γυναίκες και παιδιά. Πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

Στις λίγες καμπίνες ξάπλωσαν τις φυματικές που αιμόπτυαν. Το κύτος ήταν βαρυφορτωμένο από σωρούς ετερόκλητα πράγματα. Ενας στενός διάδρομος μόνο είχε απομείνει κενός. Πού θα βολεύονταν τόσες γυναίκες και τα πράγματά τους;

Ως αργά τη νύχτα έφταναν βαρυφορτωμένες οι εξόριστες και στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη. Τα παιδιά κλαίγανε μέσα σε τούτη τη στριμωξιά και την αντάρα. Διψούσαν και ζήταγαν νερόοοο, νερόοοο!

Ας όψεται ο Καρσιλαμάς! Από νωρίς στήθηκε αγνάντια στην μπουκαπόρτα του καραβιού μ' ένα μακρύ ραβδί στο χέρι. Κι όπου έβλεπε σταμνί στα χέρια εξόριστης, του 'δινε μια και το σύντριβε με το ραβδί του. Και τώρα, στη δύσκολη ώρα δε βρισκότανε νεράκι να τα παρηγορήσει. Τ' αρματαγωγό αεροστεγώς κλεισμένο. Αέρας δεν έμπαινε από πουθενά. Οι εξόριστες ασφυκτιούσαν:"Αέρααα! Αέρααα! πνιγόμαστε", φώναζαν. Ανοιξαν οι ναύτες τα φινιστρίνια, όρμησε μέσα η θάλασσα, τα ξανάκλεισαν.

Μετά το μεσονύχτι της 25 του Γενάρη 1950 σήκωσε άγκυρα ο "Αχελώος", ξεκινήσανε. Το Αιγαίο φουρτουνιασμένο. Είδαν το χάρο με τα μάτια τους. Κόλαση το ταξίδι τους. Υστερα από 24 ώρες θαλασσοπνιγμό ποδίσανε στο Λαύριο, βράδυ 26 του Γενάρη. Διανυκτέρευσαν στ' αρματαγωγό. Δίπλα του αγκυροβόλησε ένα οπλιταγωγό να τις παραλάβει για το Μακρονήσι. Οι στρατιώτες μετέφεραν τα πράγματά τους από το 'να πλοίο στ' άλλο. Απόμεναν τώρα οι εξόριστες. Προβληματική κι επικίνδυνη η μεταφορά τους με κείνη την ανεμόσκαλα που συνέδεε τα δύο πλοία. Οι βαριά άρρωστες αδύνατον να μεταφερθούν. Ευτυχώς, ο γιατρός του πλοίου, ύστερα από τις διαμαρτυρίες των γυναικών να σωθούν από τον κίνδυνο οι άρρωστες, βρήκε μια ανθρωπινότερη λύση: Τις έδεσε πάνω σε ειδικά πέτσινα φορεία με λουριά που διέθετε το πλοίο και τις μετέφερε μόνος του μαλακά.

Στο Μακρονήσι

Στις 27 Γενάρη 1950, ύστερ' από 'να επικίνδυνο ταξίδι αποβιβάστηκαν οι εξόριστες στον κρανίου τόπο. Στη θέα του γερόβραχου, ένας κόμπος δένεται στο λαιμό τους κι η καρδιά τους σφίγγεται. Ωστόσο, παίρνουν βαθιά ανάσα, ανασυντάσσονται. Σύντομα, ύστερα από διαταγή των αξιωματικών που τις περίμεναν στην αποβάθρα αναπτύσσεται κιόλας η φάλαγγά τους σε πεντάδες. Με τα πράγματά τους η καθεμιά. 1.200 εξόριστες περιμένουν. Γριούλες, μωρομάνες με τα παιδιά τους, νέες κοπέλες. Και μ' όλη την κακοπάθειά τους όλες είναι ξαναζωντανεμένες, ζωηρές, καλοχτενισμένες, ολοκάθαρες, πειθαρχημένες. Ολες στητές, περήφανες. Λες και πάνε σε παρέλαση...

Ο Βασιλόπουλος που έφτασε κείνη τη στιγμή έδωσε εντολές, ο λοχαγός του Α2, διέταξε το ξεκίνημα της φάλαγγας. Δεξιά τους απλώνονταν η θάλασσα φουρτουνιασμένη. Αριστερά τους αγκαθωτά συρματοπλέγματα, αντίσκηνα και τάξη στρατιωτική.

Πίσω από το συρματόπλεγμα του ΑΕΤΟ (Α Ειδικόν Τάγμα Οπλιτών) στέκονταν κολλημένοι στ' αγκάθια του, ακίνητοι και τρομαγμένοι, χιλιάδες άνδρες. Ηταν "δηλωσίες". Περνούσαν το στάδιο του "αποχρωματισμού", για να γίνουν "γνήσιοι Ελληνες" και να πάρουν το απολυτήριο... Τα μάτια τους, ξεπλυμένα από τη φρίκη και τον τρόμο κρεμαστήκανε πάνω στη γυναικεία πομπή και την πάγωσαν! Μητέρα! Αννούλα! Μαρία!... Καμιά από τις γυναίκες δε γνώρισε τον άνθρωπό της, απέναντι.

Αυτή ήταν η πρώτη πικρή γεύση που έπαιρναν οι γυναίκες από το έγκλημα του συντελούνταν στο Μακρονήσι.



Μακρόνησος. Κατεβάζουν τα σκουπίδια. Διακρίνονται οι σκηνές των γυναικών και οι άδενδρες πλαγιές του νησιού




Προχωρώντας προς το υπαίθριο "θέατρο" συνάντησαν την κατασκήνωση που προοριζόταν γι' αυτές. Το όνομά της ήταν: ΑΕΤΟ ΕΣΑΓ που σήμαινε: Α Τάγμα Οπλιτών Ειδική Σχολή Αναμορφώσεων Γυναικών.

Οι εξόριστες μπήκαν στις άδειες σκηνές κι άρχισαν να τακτοποιούν με βιάση τα πράγματά τους. Κατέφθασε όμως μια διαταγή που έλεγε: Δε θα μείνετε σ' όλες τις σκηνές, αλλά μόνο στις τέσσερις, πρώτη σειρά. Τα ράντζα απαγορεύονται, θα τα παραδώσετε. Στριμώχτηκαν 30 - 35 γυναίκες σε κάθε σκηνή, βόλεψαν τα στρωσίδια καταγής και τα συμπράγκαλά τους. Εξω δεν επιτρεπόταν να μείνει τίποτα, ούτε μαντιλάκι. Ξαφνικά, με σφυρίχτρες και ουρλιαχτά οι αλφαμίτες δίνουν νέα διαταγή: διατάσσουν κι άλλη μετακίνηση. Και στη συνέχεια κι άλλη... Οι άσκοπες μετακινήσεις από σκηνή σε σκηνή, μαζί με όλα τα πράγματά τους είναι ένα καψώνι χωρίς τέλος. Νέα σφυρίγματα και ουρλιαχτά σημαίνουν συσσίτιο.

Στις 28 Γενάρη 1950 γίνεται η πρώτη συγκέντρωση στο "θέατρο" με ομιλητή τον Παπαγιαννόπουλο, αξιωματικό του Α2.

Ο Παπαγιαννόπουλος δηλώνει στις εξόριστες: Η σεβαστή διοίκηση σας δίνει τρεις μέρες διορία να "τακτοποιήσετε" τη θέση σας. Με τη λήξη της προθεσμίας, δε θα υπάρξει κανένας οίκτος για σας. Ο νόμος που κυβερνά τη Μακρόνησο είναι ένας: Οποιος δε μετανοεί, πεθαίνει! Κι ο νόμος ισχύει για όλους. Ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Και προβάλλει ο διοικητής του κάτεργου Βασιλόπουλος. Ο Παπαγιαννόπουλος προστάζει: σηκωθείτε όλες όρθιες και φωνάξτε: "Ζήτω ο Βασιλόπουλος". Οι γυναίκες μένουν όλες βουβές.

Ο Βασιλόπουλος παίρνει το μικρόφωνο. Κι ανάμεσα στ' άλλα δίνει επίσημα τρεις μέρες διορία, για την "τακτοποίησή τους". Η "τακτοποίηση" φυσικά σημαίνει δήλωση μετανοίας.

Στις 29 Γενάρη πραγματοποιείται - κατασκευάζεται - θα ήταν το σωστό - ένα επισκεπτήριο ανάμεσα στις εξόριστες και στους δικούς τους, άντρες τους, αδέλφια τους, συγγενείς τους που κρατούνται στο κολαστήριο. Ολοι τους έχουν κάνει δηλώσεις και βρίσκονται στο στάδιο του "αποχρωματισμού" πολίτες και φαντάροι. Τα μεγάφωνα και οι αλφαμίτες που κινούνται ανάμεσά τους ουρλιάζουν:

"Φαντάροι και ιδιώτες δείξτε στις γυναίκες σας τον τίμιο δρόμο της μετάνοιας. Βοηθήστε τες να ανανήψουν"!

Αυτό είναι το επισκεπτήριο της ψυχολογικής βίας! Οι βιαστές της Μακρονήσου περιμένουν πολλά από την ψυχολογική βία που θ' ασκηθεί στην καρδιά και τη συνείδηση των εξόριστων γυναικών . Οι αφηγήσεις των δικών τους για τα βασανιστήρια και τα δράματα που δοκίμασαν εκείνοι, ώσπου να φτάσουν στην υπογραφή, θα τις επηρεάσουν.

Οι γυναίκες αναμετρούν την κόλαση που τους διηγήθηκαν οι δικοί τους, μα μένουν ορθές. Λιγοστές είναι οι απώλειες.

30 του Γενάρη 1950. Αξημέρωτα ακόμα τις ξυπνούν τα σφυρίγματα και τα ουρλιαχτά των αλφαμιτών που ζώνουν τις σκηνές τους. "Ολες έξω"! Ουρλιάζουν, βρίζουν και βλαστημούν. "Εμπρός για το θέατρο". Ολες έξω. Σπρώχνουν, κλοτσάνε, όποια τύχει μπροστά τους. Αγουροξυπνημένο το κυνηγημένο ανθρώπινο κοπάδι φτάνει στο υπαίθριο θέατρο και σωριάζεται κατάχαμα στην παγωμένη γη. Γριούλες, μωρομάνες με τα παιδάκια τους, νέες κοπέλες.

Τα μεγάφωνα ξερνούσαν τις διαταγές του Παπαγιαννόπουλου και του Ιωαννίδη. "Φαρμακερές έχιδνες! Η μέρα που σας έταξα έφτασε", ούρλιαζε ο Παπαγιαννόπουλος. "Σήμερα, αν δεν υπογράψετε θα κλείσετε τα μάτια σας για πάντα! Χίλια γύναια δεν μπορούν να ντροπιάζουν την Ελλάδα. Σήμερα θα υπογράψετε! Είτε το θέλετε, είτε δεν το θέλετε. Ακόμα και στο φορείο. Κι αν υπάρχει φορείο για σας"...

Ο Ιωαννίδης γάβγιζε! "Εμείς δεν είμαστε ανθρωπιστές. Είμαστε κτήνη και θα σας εξοντώσουμε με όλα τα μέσα...".

Οι ένοπλοι αλφαμίτες που τις είχαν κυκλώσει ολόγυρα περιμένουν τις διαταγές του Παπαγιαννόπουλου, για να δράσουν.

"Πιστά παιδιά της Ελλάδας" - είπε ο Παπαγιαννόπουλος προς τους αλφαμίτες. "Σας τις παραδίνω. Κανονίστε τες, σύμφωνα με τις γνωστές διαταγές. Εχουμε χιλιάδες νεκρούς. Χιλιάδες θύματα. Αυτές φταίνε. Ετοιμοι να εκτελέσετε τις διαταγές χωρίς οίκτο".

Καμιά γυναίκα δε σάλεψε από τη θέση της, για να υπογράψει μια δεκάλεπτη διορία για ν' αποφασίσουν οι γυναίκες να υπογράψουν "δήλωση". Τότε σηκώθηκαν οι 120 αιχμάλωτες αντάρτισσες που είχαν ακολουθήσει το στρατόπεδο από το Τρίκκερι. Οι κοπέλες αυτές, όπως είπαμε, είχαν υπογράψει δήλωση από τη Λάρισα ακόμη, μα δεν τους έδωσαν απολυτήριο. Διάλεξαν για λόγους ψυχολογικούς τούτη τη στιγμή. Για να επηρεαστούν από την ομαδική φυγή τους οι εξόριστες και να τις μιμηθούν. Ομως, καμιά γυναίκα δεν τις ακολουθεί. Ο Παπαγιαννόπουλος αφρίζει από τη λύσσα του. Αλλη φοβερή διαταγή βγαίνει από το στόμα του "Ο εθνικός στρατός παίρνει τα παιδιά από τις ανάξιες μάνες τους".

Μάνες και παιδιά σφιχταγκαλιάζονται. Παλεύουν οι αλφαμίτες που ξεχύθηκαν στο θέατρο, να ξεριζώσουν τα παιδιά από τις μανάδες τους. Τ' αρπάζουν και τρέχουν αντίπερα να τα παραδώσουν στις αντάρτισσες. "Μαμά μου! Μαμά μου! " σπαράζουν τα παιδάκια στις αγκαλιές τους, μα κείνοι τρέχουν. Ο σπαραγμός των παιδιών διαπερνάει τις καρδιές των γυναικών . Οι μανάδες τους όμως μένουν κολλημένες στο παγωμένο χώμα. Φυλάγουν κι αυτές "Θερμοπύλες". Καμιά δε σηκώθηκε να υπογράψει. Ομως μερικές θέσεις αραιώνουν... Οι γριούλες ανταρτομάνες που βρίσκονται ανάμεσά τους κατουριούνται στις θέσεις τους...

Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση! 15, 14, 13, 10, 7, 5, 4, 3, 2, 1,

Αμα θα 'λεγε μηδέν, θα 'φτανε το τέλος! Οι αλφαμίτες χιμούσαν ανάμεσα στις γυναίκες , τις τραβολογούσαν, τις άρπαζαν απ' τα μαλλιά και τις έσερναν με τη βία να υπογράψουν στο Α2. Ο Παπαγιαννόπουλος καλεί δύο εξόριστες: "Καθοδηγήτριες" τις έλεγε: Τη Βαγγελιώ Σιάντου, τη Μαρία Καραγιώργη και τις οδηγούν στην απομόνωση.

"Η προθεσμία τελείωσε", δήλωσε στις γυναίκες ο Παπαγιαννόπουλος και συνέχισε, απευθυνόμενος στους αλφαμίτες: "Προσοχή! Προσοχή! Αστυνομία Μονάδος. Στείλτε τα πολυβόλα εδώ γύρω. Ετοιμοι, χωρίς οίκτο. Χωρίς εξαιρέσεις". Οι αλφαμίτες κυκλώνουν ολόγυρα τις γυναίκες . Οπλισμένοι όπως είναι, ουρλιάζοντας, τις διατάζουν: "παραταχτείτε σε πεντάδες, ακολουθήστε μας". Ετοιμάζονται οι εξόριστες. Τις σπρώχνουν μέσα σε κάτι άδειες σκηνές, από 40 σε κάθε σκηνή. Ορθιες, στριμωγμένες, καρτερούν το μοιραίο...

Κι αρχίζει το μαρτύριο... Αλφαμίτες οπλισμένοι με βούνευρα, μπαμπού, μαστίγια, συρματόσχοινα, ορμούν σε κάθε σκηνή, αρπάζουν μια γυναίκα , την τραβούν στο κέντρο της σκηνής και ρωτούν: "Θα κάνεις δήλωση": "Οχι", απαντά η κοπέλα. Τότε αρχίζει ο βασανισμός. Ο χασισωμένος αλφαμίτης χτυπά με λύσσα, όπου τύχει. Κραυγές πόνου ακούγονται ωσπου, ύστερα από λίγο, η κοπέλα σωριάζεται λιπόθυμη. Συνεργείο των πρώτων βοηθειών έρχεται, παραλαβαίνει την κοπέλα και την οδηγεί στην σκηνή "αναρρωτήριο". Οι βασανιστές προτιμούν να βασανίζουν νέες κοπέλες. Τα νιάτα θέλουν να εξοντώσουν.

Σκηνές βαρβαρότητας και αγωνιστικού μεγαλείου εναλλάσσονται σε κάθε σκηνή. Η Βαγγελίτσα Σκευοφύλακα, μια 17χρονη κοπέλα κραυγάζει από τη σκηνή της, σακατεμένη, όπως είναι από τον αλφαμίτη Κατσιμίχα: "Βαράτε φασίστες, βαράτε σκυλιά. Δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδελφού μου".

Η Μυρσίνη, μόλις ο αλφαμίτης παράτησε λιπόθυμη τη χτυπημένη συντρόφισσά της Χρυσούλα, και πετάχτηκε έξω να πάρει καινούρια δύναμη, έτρεξε κοντά της, έσκυψε πάνω της, έτριβε τα παγωμένα χέρια της και την παρακαλούσε: "Ανοιξε τα μάτια σου Χρυσούλα μου!. Ξύπνα Χρυσουλάκι μου!"...

Ξαναμπαίνοντας μέσα ο δήμιος, απλώνει τη χερούκλα του, την αρπάζει από τα μαλλιά, τη σηκώνει ορθή και τη σέρνει στη μέση της σκηνής: "Μπρος, 'τοιμάσου τώρα να τις φας εσύ, για να μάθεις να παρηγορείς". (Το συνεργείο το πρώτων βοηθειών είχε πάρει τη Χρυσούλα). Τέντωσε το κορμί της η Μυρσίνη, τίναξε πίσω το ωραίο της κεφάλι με τα κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά και τα πελώρια έντρομα μάτια. Στάθηκε αγνάντια του αυστηρή, επιβλητική, αγέρωχη σαν Νέμεση και τον βομβάρδισε με τη λεβεντιά της: "Χτύπα, βρε, χτύπα! Ολα τα 'χασα... Δεν έχω τίποτα πια. Τρεις λεβέντες, τ' αδέλφια μου, μου τα σκοτώσατε! Χτύπα!" Και με τα χέρια της ξεκούμπωσε το παλτό της κι έδειξε λεύτερο το στέρνο της. "Χτύπα λοιπόν!", ξανάπε με περιφρόνηση και οργή. Ο δήμιος κατέβασε το κεφάλι και χάθηκε από τη σκηνή.

Οι λιγοστές γριούλες που βρίσκονταν σε κάθε σκηνή, οι ανταρτομάνες δεν άντεχαν να βλέπουν τις κοπέλες να βασανίζονται και να σακατεύονται. Κι ακούστε τι σοφίστηκαν: Σήκωναν τις φαρδιές φούστες τους και τις έκρυβαν από κάτω τους.... το φως αντιμάχονταν το σκοτάδι κείνη τη νύχτα στο Μακρονήσι. Πολλές οι σακατεμένες εξόριστες, οι βασανισμένες, οι τρελές. Γέμισε η σκηνή - αναρρωτήριο. Μα δήλωση δεν κάνει καμιά. Οι βασανιστές τότε αναγκάζονται να επιβάλουν και νέο υποχρεωτικό επισκεπτήριο. Στις 4 το απόγευμα καλούν πάλι τους αναμορφωμένους για μεγαλύτερη κι αποτελεσματικότερη πίεση πάνω στις γυναίκες . Μα και τούτο δε φέρνει τ' αποτελέσματα που περιμένανε.

Ερχεται η νύχτα, τα μεγάφωνα ουρλιάζουν. Πρέπει να σκεπάσουν τα βογκητά και τις οιμωγές των βασανισμένων. Η νύχτα είναι μεγάλη, παγερή, ατελείωτη, γεμάτη πόνο, βογκητά και μαρτύριο.



Ηρθε το υδροφόρο! Συναγερμός στις σκηνές του Μακρονησιού. Για την παραμικρή παράβαση, στέρηση του νερού




Ξημερώνει η 31η Γενάρη 1950. Η μέρα είναι συννεφιασμένη, παγερή. Κάθε σκηνή αγνοεί το τι συμβαίνει. Πόσες είναι οι χτυπημένες, οι ανάπηρες, οι τρελές. Πόσες απόμειναν όρθιες;

Πρωί - πρωί τις καλούν με τις σφυρίχτρες τους σε προσκλητήριο και μετά ρόφημα. Και βγαίνουν από τις σκηνές τους οι όρθιες να παραταχθούν στη γραμμή, όπως διατάσσονταν. Η γραμμή απλώνεται σε μάκρος... 600. Είναι οι νικήτριες της μακρονησιώτικης κόλασης. Τα διδάγματα της Ηλέκτρας, της Σταθοπούλου, της Ηρώς, της Ξανθούλας, της Ισμήνης, της Λεβέντη κι όλων των άλλων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών - μαρτύρων, ζουν ολοζώντανα στο νου και την καρδιά τους.

Αμετανόητες

Aπό τις 31 Γενάρη 1950 αρχίζει για τις 600 "αμετανόητες" άλλη φάση βασανισμού. Πρώτα - πρώτα κλείνονται σε ξεχωριστό "κλωβό" (ομάδα σκηνών). Από 30 σε κάθε σκηνή, τριγυρισμένες ολόγυρα από συρματοπλέγματα και σκοπιές με ένοπλους αλφαμίτες. Τα καψώνια διαδέχονται το ένα το άλλο: Τις αναγκάζουν να κουβαλούν πέτρες από τη μια μεριά στην άλλη, χωρίς κανένα λόγο. Να σκουπίζουν το χώρο του ΑΕΤΟ από χαλίκι... Ν' ασπρίζουν τις πέτρες με ασβέστη... να χαράζουν άσπρες ίσες γραμμές με ασβέστη έξω από τις σκηνές τους.
Για να δημιουργείται, λέει, ωραία εντύπωση στον ξένο επισκέπτη. Το νερό που ορίστηκε για καθεμιά, για όλη την ημέρα, είναι μια οκά για όλες τις ανάγκες. Συχνά όμως το κόβανε κι αυτό, με πρόσχημα φανταστικές παραβάσεις του κανονισμού, που, τάχα είχανε κάνει. Απόμενε, βέβαια, το θαλασσινό νερό. Να πλυθούν μ' αυτό τα πιάτα και τα ρούχα τους, με το ειδικό σαπούνι που είχαν προμηθευτεί. Ομως και για το θαλασσινό νερό υπήρχαν περιορισμοί και απαγορεύσεις.

Επιτρεπόταν να το παίρνουν μόνο από τον συρματοπλεγμένο χώρο. Μα κει χύνονταν τ' αποχωρητήρια... Ηταν βρώμικο. Ετσι, το νερό στάθηκε παντού, σ' όλο τα στρατόπεδο , ειδικά όμως στο Μακρονήσι, ο εφιάλτης των εξόριστων γυναικών . Το Μακρονήσι είναι άνυδρος τόπος, ξερόβραχος. Το νερό έφτανε με υδροφόρα από το Λαύριο.

Οι μετακινήσεις τους από τη μια σκηνή στην άλλη μ' όλα τα πράγματα και το νοικοκυριό τους, σε χρόνο ρεκόρ, ήταν συχνές και καθημερινές. Κι εκεί που αγωνίζονταν να τακτοποιηθούν βιαστικά, ακούγονταν το σφύριγμα του αλφαμίτη για συσσίτια, για άλλο καψώνι, για το μάθημα της ηθικής αγωγής. Επρεπε να τρέξουν και ν' αφήσουν τα πάντα μες στη μέση. Δεν είχαν ούτε μια στιγμή ανάπαυλας. Δεν μπορούσαν ν' ανοίξουν ένα βιβλίο.

Το εφόδιό τους ήταν το ίδιο, όπως και στα προηγούμενα στρατόπεδα : 2,70 δρχ. την ημέρα για την καθεμιά. Το συσσίτιο ήταν κι αυτό το ίδιο. Τρισάθλιο: σκουληκιασμένα όσπρια! Ο Ιωαννίδης θριαμβολογούσε: "Θα σας τρυπήσω τα στομάχια με τις σκουληκιασμένες φακές"!

Για να πάρουν το συσσίτιό τους έπρεπε να κατεβούν παραταγμένες σε τριάδες ως τα μαγειρεία, κάτω στη θάλασσα. Κι εκεί οι μάγειροι άδειαζαν την κουτάλα τους μες στο κάθε πιάτο. Στο γυρισμό, οι τρελοί αέρηδες που φυσομανάνε πάντα στο Μακρονήσι, άρπαζαν τα ζουμιά και τις περιέβρεχαν πρόσωπο και ρούχα.

Ηταν μαρτύριο. Κι αυτό επαναλαμβανόταν τρεις φορές την ημέρα. Το αίτημά τους να παίρνουν το φαγητό με τους κουβάδες από το μαγειρείο και η διανομή να γίνεται ήσυχα και ομαλά σε κάθε σκηνή, απορρίπτονταν κάθε φορά και το μαρτύριο συνεχιζόταν.

Για τις 600 "αμετανόητες" ισχύουν άλλοι αυστηροί κανονισμοί. Εκτός από τη σωματική εξάντληση και τη νευρική τους υπερένταση, υπομένανε και την ψυχολογική βία. Δύο μήνες είχαν να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους. Οι άνθρωποί τους δεν ήξεραν πού βρίσκονταν και αν ζούσαν. Η αλληλογραφία ήταν απαγορευμένη από το Τρίκκερι ακόμα.

Κάθε βδομάδα περίμεναν την επιτροπή "αποχρωματισμού" του ΟΑΜ για την απόλυση των "αναμορφωμένων". Τότε κατασκευάζονταν ένα τεχνητό πανηγύρι ενθουσιασμού και παραληρήματος του πλήθους, προς τους αναμορφωτές! Εκείνη τη φορά - ήταν μετά το μεγάλο βασανισμό των γυναικών - η διοίκηση παράταξε και τις γυναίκες στο χώρο της υποδοχής. Ολες. Και τις "τακτοποιημένες" και τις"αμετανόητες". Να πάρει κάθε λόχος το "μαθηματάκι" του, σκέφτηκαν.

Χιλιάδες οι "αναμορφωμένοι" στρατιώτες και ιδιώτες είχαν συγκεντρωθεί εκεί, περιμένοντας την επιτροπή. Επικεφαλής τής επιτροπής ήταν ο Μπαϊρακτάρης. Καμαρωτός, με ύφος κυρίαρχου βάδιζε μπροστά. Το πλήθος ζητωκραύγαζε με έξαλλες φωνές και χειροκροτούσε ζωηρά. Οι γυναίκες όμως μένανε βουβές, ασάλευτες κι ανέκφραστες. Ούτε ένα "ζήτω" ούτε ένα χειροκρότημα δεν ακούστηκε. Αυτό πια ήταν ολότελα απρόσμενο. Πρωτάκουστο για το μακρονησιώτικο καθεστώς! Ο Μπαϊρακτάρης, διασχίζοντας τους δύο ανέκφραστους λόχους των γυναικών , μόλις συγκρατούσε την οργή του, για τα ανυπότακτα"χίλια γύναια". Αμέσως δόθηκε διαταγή να τις απομακρύνουν.

Οι αλφαμίτες με απειλές και βρισιές, τις οδήγησαν στις σκηνές τους. Κείνη τη νύχτα έπεσαν στα στρωσίδια τους ντυμένες. Περίμεναν το χειρότερο... Το πρωί δεν τους μοίρασαν νερό.

Από τις 31 Γενάρη 1950 μέχρι τις παραμονές των εκλογών, 5 του Μάρτη 1950 τα μαρτύρια των αμετανόητων γυναικών συνεχίζονταν όλο και με μεγαλύτερη ένταση.

Τα αποτελέσματα των εκλογών, ολότελα απρόσμενα κι ανεπάντεχα για το κολαστήριο της Μακρονήσου: Νίκησε η Δημοκρατική Παράταξη! Θρίαμβος κι ελπίδα για τους δεσμώτες.

Εκνευρισμός, κατήφεια και τρόμος για τους βασανιστές. Ανωτέρους και κατωτέρους. Δεν τολμούν να πιστέψουν. Αλλάζουν προς στιγμήν συμπεριφορά. Ιδιαίτερα στις γυναίκες.

Ομως, η αλλοίωση των αποτελεσμάτων προχωρεί. Σχηματίζεται η πρώτη μετεκλογική κυβέρνηση από τον Βενιζέλο και Κανελλόπουλο. Το καθεστώς της Μακρονήσου παίρνει ανάσα. Κι ο Βασιλόπουλος που είχε φύγει για την Αθήνα με τα πρώτα αποτελέσματα, τρομοκρατούμενος, επιστρέφει στη θέση του κυρίαρχος. να συνεχίσει το αναμορφωτικό του έργο.

Ομως, η ελπίδα έχει αναφτερώσει τώρα πια το ηθικό των βασανισμένων και ταπεινωμένων αγωνιστών - εκλογέων. Ολοι τους νιώθουν σιγουριά, δύναμη και πίστη. Πιστεύουν πως μπορούν ν' αντέξουν ό,τι κι αν συμβεί. Κι αρχίζουν οι ανακλήσεις των δηλώσεων. "Ο υπογεγραμμένος.... ανακαλώ τη δήλωση μετανοίας που υπέγραψα σε στιγμή τελείας αναισθησίας, κάτω από βασανιστήρια. Μένω πιστός στο λαό και τα δημοκρατικά ιδανικά μου. Αποκηρύσσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου τη Μακρόνησο και τους εμπνευστές της. Ζήτω η Δημοκρατία".

Οι αγωνιστές των ανακλήσεων είναι τόσοι πολλοί που δημιουργείται ένα κανούριο σύρμα για να τους μαντρώσουν: Το σύρμα των ανακλήσεων, όπως λέγεται. Παρά κι ενάντια στους ξυλοδαρμούς, τα κουρέματα και τα καψώνια, οι ανακλήσεις πληθαίνουν.

Το κλίμα τώρα πια έχει αλλάξει. Το φράγμα του εφτασφράγιστου μακρονησιώτικου εγκλήματος έχει σπάσει. Ξένοι δημοσιογράφοι επισκέπτονται τη Μακρόνησο και πληροφορούν για το καθεστώς της, τη δημοκρατική κοινή γνώμη.

Τα κομμουνιστικά κόμματα σ' όλο τον κόσμο δημιουργούν επιτροπές για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και τη σωτηρία των πολιτικών κρατουμένων.

Στις 13 Μάρτη 1950 φτάνει στο Μακρονήσι ομάδα Γάλλων, Γερμανών δημοσιογράφων με αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού. Ανάμεσά τους είναι ηδημοσιογράφος Ντομινίκ Οκλέρ της Γαλλικής "Φιγκαρό".

Οι Μακρονησιώτες βασανιστές αναμοχλεύονται, δραστηριοποιούνται. Μεγάλοι μπελάδες τούς στενοχωρούν. Η βιτρίνα της Μακρονήσου, βέβαια, λάμπει με τα "ειρηνικά" της έργα, τις εύθυμες μουσικές που ξεχύνουν τα μεγάφωνά της, το μπάσκετ μπολ που παίζουν "τρισευτυχισμένοι" οι "αναμορφωμένοι" της. Ομως υπάρχουν και άλλοι. Οι παράλυτοι, οι ανάπηροι, οι τρελοί, οι τυφλοί. Πρέπει να τους καταχωνιάσουν σ' απάτητες σπηλιές και χαράδρες. Κι οι κλούβες δουλεύουν με ένταση για τη μεταφορά τους. Επειτα είναι κι οι "αμετανόητες". Τι να τις κάνουν; Να τις κρύψουν; Μα δεν είδες σε τι μπελάδες τους βάλανε την περασμένη φορά με τα σούρτα - φέρτα τους στους καμπινέδες; Καλύτερα, λοιπόν να τις αφήσουν έξω από τα σύρματα. Και τις παράταξαν έξω από τον καταυλισμό, σε αρκετή απόσταση από τις γυναίκες του άλλου λόχου.

Φτάνουν, οι ξένοι δημοσιογράφοι. Ο Καρσιλαμάς και το επιτελείο του τις οδηγεί στο λόχο με τις "αναμορφωμένες" γυναίκες . Ωραία ατμόσφαιρα, νοικοκυρεμένα τ' αντίσκηνα, καθαρά, πολιτισμένα. Οι γυναίκες μιλούν μαζί τους για τα προβλήματά τους. Ολα είναι ήρεμα.

Οσο για τις "αμετανόητες" που στέκουν αντίκρυ, ο Καρσιλαμάς είναι έτοιμος να διαβεβαιώσει την επιτροπή πως κι αυτές είναι το ίδιο με τούτες τις γυναίκες . Μα δεν πρόλαβε να χαρεί.

Τη στιγμή που η ξένη αντιπροσωπεία ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στ' αυτοκίνητο και να φύγει, οι 600 "αμετανόητες" σπάνε τη σειρά των αλφαμιτών που τις επιτηρούσαν και χύνονται σα χείμαρρος προς το αυτοκίνητο των δημοσιογράφων. Πρώτη πετάγεται μπροστά η εξόριστη Νίτσα Καβοίβα,γαλλομαθής, και φωνάζει προς την Οκλέρ που είναι έτοιμη ν' ανέβει στ' αυτοκίνητο:"Κυρία μη φεύγετε. Ελάτε και σε μας. Σας λένε ψέματα! Μας βασανίζουνε. Εχουμε δω βασανισμένες κατάκοιτες, τρελές, από τα βασανιστήρια...".

Εξαλλοι αξιωματικοί και αλφαμίτες με τα πιστόλια στο χέρι ορμάνε κατά πάνω στις γυναίκες . Ξαφνιασμένοι, βρίζουν, σπρώχνουν, απειλούν: Παλιοπ... θα πεθάνετε απόψε!

Ομως οι "αμετανόητες" έχουν νικήσει. Οι δημοσιογράφοι και πρώτη η Οκλέρ βαδίζει προς τις σκηνές τους, αφού ζήτησε την άδεια του Καρσιλαμά.

Μια καθηγήτρια των γαλλικών βαδίζει τώρα δίπλα στην κυρία Οκλέρ και την κατατοπίζει. Είναι το αναρρωτήριο με τις βαριάρρωστες, τις ανάπηρες και τις"τρελές". Η Βαγγελίτσα Σκευοφύλακα, όπως πάντα, είναι και τώρα σε κρίση: "Βαράτε φασίστες, βαράτε σκυλιά, δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδελφού μου", κραυγάζει. Η Στέλλα Παπαδούκα φώναζε: "Γκλάβα, γκλάβα, γκλάβα μου". Η καθηγήτρια εξηγεί, κατατοπίζει: "Τη χτύπησαν με σανίδα κατακέφαλα στο Α2, για να υπογράψει. Μα κείνη πέταξε την πένα"!

Περίτρομος ένας αξιωματικός διαψεύδει. Μα όσο κι αν προσπαθεί ν' ανατρέψει την πραγματικότητα, δεν τα καταφέρνει, οι ξένοι βλέπουν, ακούνε, παρατηρούν τα τρομαγμένα ματάκια των παιδιών, τις μαυροφορεμένες γερόντισσες. Η καθηγήτρια ενημερώνει την ξένη αντιπροσωπεία για το σύρμα της χαράδρας. Το αυτοκίνητό τους ανηφορίζει κιόλας για κει, τη χαράδρα με τους τρελούς και σακατεμένους...

Ανακούφιση στις καρδιές των γυναικών . Επραξαν το καθήκον τους. Ας γίνει ό,τι θέλει...

Απόψε θα πεθάνετε! ωρύονται οι αλφαμίτες. Μα δεν πέθανε καμιά. Είχανε νικήσει!

Σε λίγο την κυβέρνηση αναλαμβάνει ο Πλαστήρας και διακηρύσσει "προοδευτική αμνηστία" λήθη κλπ. Ο γενικός διευθυντής Μακρονήσου αντικαθίσταται με το στρατηγό Παπαγιαννόπουλο. Ο Βασιλόπουλος του ΑΕΤΟ με τον Ταγματάρχη Δημητρόπουλο.

Οι ελπίδες των γυναικών αναπτερώνονται. Πιστεύουν πως η απόλυσή τους είναι πολύ κοντά. Μα η επίσκεψη ενός Πλαστηρικού βουλευτή στο στρατόπεδο , τις αποκαρδιώνει. Την απόλυσή τους του ζητούν οι εξόριστες, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του πρωθυπουργού. Κι ο βουλευτής που συνοδεύεται από αξιωματικούς του Α2 απαντά! "Να υπογράψετε μια μικρή δήλωση και θα γυρίσετε στα σπίτια σας... ".

Οι πληροφορίες που φτάνουν στο Μακρονήσι είναι πολλές και διάφορες. Αλλοτε λένε ότι απολύονται οι γυναίκες . Αλλοτε ότι διαλύεται το Μακρονήσι και οι πολιτικοί εξόριστοι, άνδρες και γυναίκες , μεταφέρονται σε άλλο νησί. Και άλλα πολλά.

Σ' αυτό το διάστημα οι γυναίκες αγωνίζονται να καλυτερεύσουν τους όρους της διαβίωσής τους. Και πέτυχαν: Να πάρουν πίσω τα ράντζα τους, να τους μοιράζεται περισσότερο νερό, να παίρνουν το φαγητό τους σε κουβά, κατά σκηνή. Να βελτιωθεί λίγο το συσσίτιο των αρρώστων. Να τους παραχωρηθούν λίγες σκηνές ακόμα για κάποια ευρυχωρία.

Κατά τα μέσα Ιούνη φτάνει στο νησί η επιτροπή "αποχρωματισμού". Επικεφαλής της είναι ο Ρακιτζής κι ο Σωτόπουλος. Αυτοί δηλώνουν στις γυναίκες πως: "Ούτε η κυβέρνηση Πλαστήρα, ούτε καμιά άλλη κυβέρνηση δεν πρόκειται να σας απολύσει". Και συμπεραίνουν πως, αν δε μετανιώσουν, θα πεθάνουν!

Σε λίγες μέρες ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου δηλώνει: "Η δε γυναίκες θα μεταφερθούνε σε άλλη κατωκοιμένη νήσον, όπου θα ζήσουν υπό καθεστώς απλής εξορίας και υπό ανθρωπιστικάς συνθήκας διαβίωσης".

Ακόμα μια φορά το "δημοκρατικό Κέντρο", από τις πολλές στη νεότερη ιστορία της χώρας μας, και δεύτερη μετά την ηρωική αντίσταση του λαού το Δεκέμβρη, δέχεται να γίνει γέφυρα για το ξαναπέρασμα της Δεξιάς στην εξουσία. Μένει δέσμιο στους ξένους και στους ντόπιους στρατοκράτορες και καπιταλιστές, χωρίς ποτέ να θελήσει να κάνει μια ανοιχτή παλικαρίσια καταγγελία στο λαό για τις επεμβάσεις των ξένων και τα εγκλήματά τους.

Ετσι, η κυβέρνηση Πλαστήρα δεν ολοκληρώνει τις προεκλογικές διακηρύξεις της για αμνηστία, ειρήνευση και ανοικοδόμηση. Ελάχιστοι από τις χιλιάδες κρατούμενους και εξόριστους απολύονται. Τα μέτρα ειρηνεύσεως, νόμος 2058 ισχύουν μόνο για ελάχιστους κρατούμενους. Για τους εξόριστους ισχύει η διακοπή της εκτόπισης, η οποία κάθε στιγμή μπορεί ν' ανακληθεί.

Ελάχιστες είναι οι γυναίκες που απολύονται. Στο τέλος του Ιούνη απολύονται 15 "αμετανόητες" ανταρτομάνες γριούλες. Τα παιδιά τους, μαχητές του ΔΣΕ, σκοτώθηκαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και πια δεν τις χρειάζονται στην εξορία.

Σε 9 βαριάρρωστες δίνουν κατ' οίκον νοσηλεία.

Η χορωδία ξεπροβοδίζει τις απολυμένες με τα τραγούδια.

Για ένα μήνα ακόμα βασανίζονταν οι εξόριστες στον αιματοποτισμένο ξερόβραχο. Η πειθαρχημένη διαβίωσή τους γινόταν αβάσταχτη! Μα κείνες που δεινοπαθούσαν περισσότερο και κινδύνευαν ήταν οι φυματικές. Το λιοπύρι ανελέητο διαπερνούσε τ' αντίσκηνά τους και τους έκοβε την ανάσα. Γι' αυτές ενέτειναν τις αγωνιστικές τους προσπάθειες οι συνεξόριστες. Ν' απολυθούν τουλάχιστον αυτές. Από τις 50 βαριάρρωστες, απολύθηκαν οι 14.

Στα μέσα Ιούλη 1950 οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι μετατάγονται στον Αη - Στράτη.

Στις 31 Ιούλη το βράδυ οι εξόριστες φορτώνονται σ' ένα απληταγωγό να μεταφερθούν πάλι στο Τρίκκερι. Εκεί, μέσα στο πλοίο έγινε και η παράδοσή τους στη χωροφυλακή. Σήκωσε άγκυρα το καράβι, ξεκίνησαν.

Οι γυναίκες αποχαιρέτησαν με θλίψη την αγαπημένη συνεξόριστή τους Αγλαϊα Βενέτη, που κείτονταν στο νεκροταφείο του Λαυρίου. Είχε χειρουργηθεί βαριάρρωστη στο Μακρονήσι κάτω από τις πρωτόγονες συνθήκες του μακρονησιώτικου χειρουργείου κι έχασε τη μάχη με τη ζωή.

Πάλι στο Τρίκκερι

Την 1η Αυγούστου 1950 αποβιβάστηκαν στο Τρίκκερι, στο λιμανάκι του Αϊ - Γιώργη, στα παλιά τους λημέρια.

Η διαταγή της διοίκησης όριζε να στρατοπεδεύσουν στο δυτικό ακρωτήρι, όπως παλιά. Σ' έναν τόπο, δηλαδή, που τον ρήμαζαν οι αέρηδες το χειμώνα, τον πλημμύριζαν και τον παράσερναν οι χείμαρροι.

Οι εξόριστες αναθυμούνταν πόσο είχαν δεινοπαθήσει εκεί το περασμένο φθινόπωρο - χειμώνα και αρνούνταν. Απαιτούσαν ν' ανεβούν στο Μοναστήρι. Να στεγάσουν τις βαριά άρρωστες στα κελιά του κι οι υπόλοιπες να στήσουν τις σκηνές τους ολόγυρα. Μόνο εκεί ήταν στεγνές, σίγουρος ο τόπος και χωρίς υγρασία. Για να προστατέψουν εκείνες την κακοπαθημένη υγεία τους από την πολύχρονη εξορία.

Η διοίκηση δε δεχόταν την πρότασή τους κι επέμενε στη διαταγή της. Εκείνες, όμως, αντιστέκονταν. Τότε η διοίκηση τις απείλησε ακόμη και με τα όπλα του αγήματος... Οι εξόριστες όμως δεν πτοήθηκαν ούτε και μ' αυτή την απειλή. Εστησαν τα ράντζα τους κάτω από τις ελιές κι έμειναν εκεί ένα μήνα, εκτεθειμένες στο λιοπύρι της ημέρας και στ' αγιάζι της νύχτας.

Μια ξαφνική νεροποντή στάθηκε η σωτηρία τους. Αρπαξαν τα πράγματά τους και σκαρφάλωσαν στο Μοναστήρι αγκομαχώντας. Κατέλαβαν αμέσως τα κελιά κι άρχισαν να τα καθαρίζουν. Τοποθέτησαν τις άρρωστές τους, χωρίς να τολμήσει κανείς χωροφύλακας να τις εμποδίσει. Η Διοίκηση στη συνέχεια έστησε τις μεγάλες σκηνές γύρω από το Μοναστήρι και τακτοποιήθηκαν κι οι υπόλοιπες. Καθάρισαν το μαγειρειό κι έστησαν τα καζάνια τους. Η ζωή ξανάπαιρνε το δρόμο της. Το πολιτικό κλίμα ήταν τώρα ηπιότερο κι οι συνθήκες ομαλότερες από το παρελθόν.

Οι εξόριστες οργάνωσαν τη ζωή τους. Βελτίωσαν το συσσίτιό τους βοηθώντας οι ίδιες, με τα χρήματα και τα δέματά τους, που τα κατέθεταν μισά - μισά στο κοινό ταμείο.

Εμπνευστής, οδηγός και συμπαραστάτης σ' αυτή τη φάση της στρατοπεδικής ζωής τους είναι η Ρόζα Ιμβριώτη - παιδαγωγός.

Καταρτίζονται:
α) Το μορφωτικό πρόγραμμα του στρατοπέδου.
β) Η ποιοτική ψυχαγωγία του και
γ) η ανασυγκρότηση του δεινοπαθημένου νοικοκυριού του.

Με κείνα τα λίγα βοηθήματα - βιβλία - που βρίσκονταν στις εξόριστες, η Ρόζα Ιμβριώτη κατάστρωσε το μορφωτικό πρόγραμμα του στρατοπέδου. Υστερα από συλλογική μελέτη και συνεργασία με την εκπαιδευτική ομάδα: Λίζα Κόττου φιλόλογο, Ελένη Γαρίδη φιλόλογο, Ελένη Ιατροπούλου φιλόλογο, Αννα Νικολακοπούλου μαθηματικό, και την παλαίμαχη αγωνίστρια Κατίνα Μαμέλη δασκάλα και άλλες, ετοιμάστηκαν τα εκλαϊκευμένα μαθήματα Γενικής Ιστορίας και Γεωγραφίας. Τα μαθήματα αυτά παραδίδονταν στις εξόριστες, από τις δασκάλες του στρατοπέδου με μορφή διαλέξεων. Συγκεντρώνονταν 40 εξόριστες σε μια σκηνή και παρακολουθούσαν τη δασκάλα που μετέδιδε το μάθημα - διάλεξη. Φυσικά οι τσίλιες αγρυπνούσαν, έτοιμες να ειδοποιήσουν για κάθε απρόοπτο, γιατί οι στγκεντρωσεις απαγορεύονταν με τγην απειλή στρατοδικείου.

Εκτός από τα μαθήματα - διαλέξεις που τα παρακολουθούσαν με πολύ ενδιαφέρον όλες οι εξόριστες, οι εκπαιδευτικοί του στρατοπέδου, δασκάλες και καθηγήτριες παράδιδαν μαθήματα στις μαθήτριες του Δημοτικού και του Γυμνασίου, αντίστοιχα. Οι δασκάλες δίδασκαν τα μαθήματα του Δημοτικού στις νέες που είχαν εγκαταλείψει το σχολείο στις τελευταίες τάξεις του. Στις αναλφάβητες και τις αγράμματες δίδασκαν πρώτη ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Οι καθηγήτριες δίδασκαν στις μαθήτριες Γυμνασίου τ' αντίστοιχα μαθήματα κάθε τάξης.

Στο Τρίκκερι τώρα, τα μαθήματα γενικεύτηκαν! Ολες οι εξόριστες γίνανε μαθήτριες. Ολος ο στρατοπεδικός χώρος του Τρίκκερι μεταβλήθηκε σ' ένα απέραντο "κρυφό σχολειό".

Τα μαθήματα και τα βιβλία απαγορεύονταν πάντα με τον μπαμπούλα του στρατοδικείου. Ομως, το διδαχτικό προσωπικό αυτού του σχολείου, κάπου 52 δασκάλες και καθηγήτριες των Ελληνικών και ξένων γλωσσών δίδαξαν από πρώτη ανάγνωση και γραφή στις αναλφάβητες ως και μαθήματα για εισαγωγικές εξετάσεις σε ανώτερες σχολές και το Πανεπιστήμιο. Με αποτέλεσμα: όλες οι αναλφάβητες να μάθουν ανάγνωση και γραφή.

470(*) νέες να ολοκληρώσουν τη στοιχειώδη εκπαίδευσή τους.

80 μαθήτριες του Γυμνασίου να διδαχθούν τ' αντίστοιχα μαθήματα κάθε τάξης.

15 απόφοιτες Γυμνασίου να προετοιμαστούν για το Πανεπιστήμιο. Κι ακόμα να διδαχθούν ξένες γλώσσες και λογιστικά.

Αξέχαστες θα μείνουν οι διαλέξεις της Λίζας Κόττου, φιλολόγου, περί Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης. Οι διαλέξεις αυτές κάλυπταν περίοδο από την εποχή των σχεδίων των σπηλαίων ως τη σημερινή εποχή.

Η Λίζα Κόττου αρπάχτηκε από το στρατόπεδο του Τρίκκερι τον Ιούλη του 1951 και τυλίχτηκε στην υπόθεση Μπελογιάννη, χωρίς να 'χει καμιά σχέση μ' αυτή.

Με την απροσκύνητη στάση της στο στρατοδικείο και την ηρωική απολογία της, η Λίζα Κόττου καταδικάστηκε σε θάνατο και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Με τα μέτρα ειρήνευσης, η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια. Μετά δυο χρόνια πέρασε αναθεωρητικό και αθωώθηκε παμψηφεί.

Βάση της ποιοτικής ψυχαγωγίας τους ήταν η χορωδία του στρατοπέδου. Οπως έχει αναφερθεί, τη συγκρότησε και τη δίδαξε η συνεξόριστη μουσικός Ελλη Νικολαϊδη. Προκαλώντας το ενδιαφέρον των κοριτσιών στο σοβαρό τραγούδι άρχισε τα πρώτα μαθήματά της με τις καντάδες του Ροδίου, αλλαγμένες με λόγια της στρατοπεδικής ζωής.

Επειτα, προχωρώντας μεθοδικά από τα εύκολα στα δύσκολα ζωντάνεψε το δημοτικό μας τραγούδι. Εψαχνε τις σκηνές, καλούσε κοντά στη χορωδία μια μια τις συνεξόριστες απ' όλα τα διαμερίσματα της χώρας να τραγουδήσουν λαϊκές δημιουργίες του τόπου τους. Ηταν οι μόνες κατάλληλες να μεταδώσουν σωστά το δημοτικό και λαϊκό μας τραγούδι. Γνήσιο και αμόλευτο. Οπως ξεπήδησε από τις πηγές του.

Μ' αυτό τον τρόπο διδάχθηκε η χορωδία από τον ίδιο το λαό πολλά δημοτικά και λαϊκά τραγούδια: "Ο θάνατος του κλέφτη", "Ο κρητικός αητός", η "Δημητρούλα", η "Παναγιωτούλα", "Μωρή κοντούλα λεϊμονιά", "Λελεύω σε", "Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά", "Ο Ρόβας" και πολλά άλλα. Η χορωδία άκουγε προσεχτικά, διδασκόταν, τραγουδούσε. Κι η δασκάλα τους παρακολουθούσε άγρυπνη την εκτέλεση. Πρόσεχε να διατηρείται το ύφος του τραγουδιού. Περισσότερα από εκατόν πενήντα τραγούδια δικά μας και ξένα διδάχτηκε η χορωδία στο Τρίκκερι: γαλλικά, γερμανικά, ρώσικα, νορβηγικά, νέγρικα. Ακόμα κι αποσπάσματα από όπερες. Οπως την "Καβαλερία ρουστικάνα" του Μασκάνι και πολλές δημιουργίες από κλασικούς συνθέτες: Γκλουκ, Σούμπερτ, Ντβόζαρκ, Στράους και τους Ελληνες συνθέτες Καλομοίρη και Λαυράγκα με τα έργα τους: "Εξοδος των Παργίων", "Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως" και την καντάδα του Λαυράγκα "Στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια".

Μια μουσική αγωγή ποιότητας διοχετεύονταν όχι μόνο στα μέλη της χορωδίας, μα σ' όλες τις εξόριστες. Ακόμα και τα παιδάκια, που μοιράζονταν μαζί με τις μανάδες τους όλα τα στρατοπεδικά δεινά, αγάπησαν πολύ τα τραγούδια της χορωδίας. Ειδικά την "περκίδα" και τα γλυκά νανουρίσματα, που τα τραγουδούσαν με τις γλυκιές φωνούλες τους.

Στις ώρες της σκληρής στρατοπεδικής δουλιάς, όπως ήταν το ξεφόρτωμα του καϊκιού από τα καυσόξυλα της κουζίνας και το εφόδιό τους, τα τραγούδια της χορωδίας δίνανε κουράγιο στα εξαντλημένα κορμιά των γυναικών, οπλίζοντάς τες με νέες δυνάμεις κι αντοχή.

Οταν τον Αύγουστο του 1950 το στρατόπεδο των γυναικών μεταφέρθηκε στο Τρίκκερι, η χορωδία συνέχισε το έργο της ανεμπόδιστη τώρα πια. Και πρόσφερε στις εξόριστες πολλές συναυλίες. Συναυλίες αξιώσεων. Κρίμα που δεν υπήρχε τρόπος μαγνητοφώνησης, για να διασώσει την αρμονία και την τελειότατά τους. Ρίγος συγκίνησης διαπερνούσε τα κορμιά των εξόριστων. Μυριάδες νήματα τις ξανάδεναν με τη ζωή και τον έξω κόσμο, αναπτερώνοντας μέσα τους την ελπίδα για την ειρήνη και το φωτεινό αύριο.

"Να 'σαι καλά Ελλη! Να 'σαι χιλιόχρονη κόρη μου!", εύχονταν στη μαέστρο τους, οι γριούλες ανταρτομάνες.

Αξέχαστη θα μείνει εκείνη η συναυλία της Πρωτομαγιάς. Τις μάγεψε όλες! Οι μαθήτριες της Ελλης γεμίσανε τις αγκαλιές τους μ' ανθισμένα σφερδούκλια και τρέχοντας φτάσανε στη σκηνή της να τ' αποθέσουνε στην αγκαλιά της, τρόπαιο θριάμβου.

Σημαντική και πολύτιμη η συμβολή της Ελλης στο στρατόπεδο.

Πιστές στα αδικαίωτα ιδανικά

Γιορτές ετοιμάζονταν για την ψυχαγωγία των γυναικών, τη χαρά και τη διδαχή τους. Με θεατρικές παραστάσεις στις εθνικές επετείους. Με χορούς και τις αντίστοιχες παραδοσιακές φορεσιές τους και αποκριάτικο καρνάβαλο αποτόλμησαν να παρουσιάσουν. Η καλλιτεχνική επιτροπή τον πλούτισε με 27 παραστάσεις. Ολο το ελληνικό και κοσμοπολίτικο παραδοσιακό χρώμα τον συνόδευε. Ψυχή του η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη και το βοηθητικό επιτελείο της δουλεύουν ασταμάτητα. Για να σκορπίσουν κέφι και χαρά στις αποκομμένες, από τον έξω κόσμο, εξόριστες.

Μέσα από τις γνήσιες λαϊκές πηγές τους διδάχτηκαν κι οι παραδοσιακοί χοροί. Με σεβασμό μη γίνει κανένα λάθος και μολευτεί ο λαϊκός θησαυρός μας. Μ' αυτή την ευαισθησία δίδαξε ο λαός, μεταδίδοντας την κληρονομιά των προγόνων του. Το χορευτικό συγκρότημα των εξόριστων γυναικών στις δόξες του, με τις δασκάλες - αυθεντίες - άψογη εκτέλεση. Ολο αρμονία και χάρη. "Μπράβο"! χειροκροτούσαν οι γυναίκες.

Οι μοδίστρες του συνεργείου καμαρώνανε τα δημιουργήματά τους. Χάρμα οι λαϊκές παραδοσιακές φορεσιές τους: καραγκούνικες, κρητικές, ηπειρώτικες - μωραϊτικες, ποντιακές. Πιστές, εντυπωσιακές, τέλειες. Σα να αναδύθηκαν από το σεντούκι της γιαγιάς! Λες και τις δημιούργησαν οι καλύτεροι ενδυματολόγοι. Ντυμένες μ' αυτές προβάλανε πιασμένες χέρι - χέρι οι κοπέλες τους και λουλούδισε από την ομορφιά τους το μεγάλο αλώνι, μπροστά στο Μοναστήρι. Οταν άνοιξαν αεράτες το χορό, μάγεψαν τις συνεξόριστες με τη χάρη και το ρυθμό τους. Καμιά γυναίκα δεν πίστευε στα μάτια της: Πούθε ξεφύτρωσαν αυτές οι τέλειες χορεύτριες; αναρωτιόνταν μαγεμένες.

Εκείνοι οι γνήσιοι παραδοσιακοί χοροί, φυτρωμένοι μέσ' απ' την καρδιά του δημιουργού λαού ενθουσίασαν και τους λιγοστούς ξένους θεατές - χωριάτες από το πέρα Τρίκκερι, τους χωροφύλακες, τον ίδιο τον Διοικητή Πατριαρχέα και τη δασκάλα σύζυγό του.

Για την ανασυγκρότηση του νοικοκυριού τους εργάστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις τα συνεργεία τους, της ανάγκης: Μοδιστράδικο, τσαγκαράδικο, παπλωματάδικο, μαραγκούδικο, φαναριτζίδικο.

Βελόνια, ψαλίδια, σφυριά, τσαγκαροσούβλια, πένσες, ψαλίδες δούλευαν μ' έναν παλμό και στόχο: Να επιβιώσει με αξιοπρέπεια η αποκομμένη από τον άλλο κόσμο κοινότητά τους. Να επουλώσει τις πληγές της και να νικήσει τους διώκτες της, επιβάλλοντας τη δική της ποιότητα. Οπως τη δίδαξε ο οδηγητής τους, το ΚΚΕ, και η μάνα τους η Εθνική Αντίσταση. Και πέτυχαν: Το μοδιστράδικο να ετοιμάσει για όλες τις συνεξόριστές τους ένα ζεστό, καλοπεριποιημένο κι ανθρώπινο ρούχο. Το τσαγκαράδικο να διορθώσει, να σολιάσει τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια τους. Ακόμη, να τους ετοιμάσει και καινούρια πέδιλα... Το παπλωματάδικο με το υπαίθριο συνεργείο του στο αλώνι, μπροστά στο Μοναστήρι ν' ανανεώσει και να φρεσκάρει τα παπλώματα και τα στρώματά τους. Το φαναριτζίδικο να ξεκαινουριώσει τις τρύπιες, χτυπημένες κατσαρόλες και μπρίκια τους. Το μαραγκούδικο να σκαρώσει κρεβατάκια των παιδιών, σκάφες, σκαμνιά κι ό,τι άλλο ήταν χρειαζούμενο.

Οι εξόριστες αντιπαλεύοντας τα δεινά τους με αγωνιστικό φρόνημα λαχταρούσαν τη λευτεριά τους, τη ζωή και την ειρήνη. Διαμαρτύρονταν στις διεθνείς οργανώσεις για την παράνομη κράτησή τους. Με υπομνήματά τους στην Επιτροπή για την Παγκόσμια Ειρήνη και την Παγκόσμια Δημοκρατική Ομοσπονδία Γυναικών δήλωναν: "... κι εμείς οι πολιτικές εξόριστες του Τρίκκερι βάζουμε τις υπογραφές μας κάτω από την έκκληση για τη σύναψη συμφώνου ειρήνης ανάμεσα στους πέντε μεγάλους...".

Παίρνουν μέρος στις γενικότερες διαμαρτυρίες των στρατοπέδων όλης της χώρας με απεργίες πείνας για το θάνατο του Γαβριηλίδη και την εκτέλεση του Μπελογιάννη.

Οι πολιτικές εξόριστες, πιστές στ' αδικαίωτα ιδανικά του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης συνέχιζαν κι από τα ξερονήσια της εξορίας το φλογερό "παρών" τους στο προσκλητήριο της Πατρίδας και του σοσιαλισμού. Μέσ' από το σκοτάδι του φασισμού κτυπούσαν τη γροθιά τους ν' ανοίξουν κάποια χαραμάδα προς το φως.

Αποκομμένες από τον άλλο κόσμο, σακατεμένες, προγραμμένες από τους διώκτες τους, μα πάντα ορθές, λαχταρούσαν τη ζωή και την ειρήνη. Το φωτεινό αύριο του λαού!

Προγραμματίζοντας σωστά τη μάθηση και την ποιοτική ψυχαγωγία τους, μεταβάλανε το ερημόνησο του Τρίκκερι σε ένα απέραντο "κρυφό σχολειό". Σε πηγή πολιτισμού. Αποδείχνοντας πως το βιβλίο και το γέλιο γίνονται όπλα αντίστασης για κάθε εξόριστο και φυλακισμένο αγωνιστή.

Δίδαξαν και διδάχτηκαν την περηφάνια, το σεβασμό και την αγάπη στην πολιτιστική κληρονομιά μας. Κι είναι αξιοπρόσεχτο πως δέθηκαν σφιχτά με τις ρίζες του λαϊκού θησαυρού μας, κάνοντας τα ξερονήσια να λουλουδίσουν!

Από τον Αύγουστο του 1950 ως το Μάρτη 1953, απολύονται οι περισσότερες εξόριστες του Τρίκκερι. Στις 2 Μάρτη 1953 αναχωρεί και η τελευταία αποστολή. Μένουν 19 γυναίκες. Αυτές μαζί με μερικές επανεκτοπισμένες που φτάνουν στο Τρίκκερι, μεταφέρονται στο στρατόπεδο των ανδρών, του Αϊ - Στράτη. Το στρατόπεδο του Αϊ - Στράτη διαλύεται το 1962 με απόφαση του Αρείου Πάγου για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου Εκτόπισης, μετά από λαϊκή και παγκόσμια κατακραυγή.

* Τα στοιχεία από το βιβλίο: "Στρατόπεδα Γυναικών".
Επιμέλεια Β. Θεοδώρου.

Από τον Ριζοσπάστη



Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.



© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved