Γεννήθηκε το 1910 σε μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας, στην περιοχή του Χαρπίν, κοντά στον ποταμό Ουσούρ και λέγονταν Νικόλσκι Ουσσουρίσκι. Πατέρας του, ο Χαρίλαος Καββαδίας από το Φισκάρδο της Κεφαλονιάς και μητέρα του η Δωροθέα Αγγελάτου. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, στην Κεφαλονιά, το 1914. Στ' Αργοστόλι ζήσανε τον αποκλεισμό των "συμμάχων" της ΑΝΤΑΝΤ. Οπως αφηγείται η αδελφή του Τζένια (εκδόσεις "Αγρα" 1994), τον μικρό Νίκο εντυπωσίαζαν οι ξένοι στρατιώτες, Αγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι, και τα "σύνεργά" τους, υδροπλάνα, καράβια, οπλιταγωγά, ατμάκατοι, υποβρύχια.
Ο πατέρας του ξαναγύρισε στη Ρωσία για τις επιχειρήσεις του. Ομως, με την κοσμογονία της Οχτωβριανής Επανάστασης του '17 χάθηκαν τα ίχνη του, καταστράφηκε οικονομικά και γύρισε εδώ το 1921 τσακισμένος, άρρωστος, απροσάρμοστος στην τότε σκληρή ελληνική πραγματικότητα.
Τότε μετακομίσανε στον Πειραιά, όπου ο Νίκος τέλειωσε το Δημοτικό με συμμαθητές τους Γιάννη Τσαρούχη και παπα - Πυρουνάκη. Εκεί εκδηλώνει την κλίση του στο γράψιμο. Βγάζει το "Σχολικό Σάτυρο", σατιρίζοντας συμμαθητές και συμμαθήτριες, με τη βοήθεια του πατέρα του, που ήταν περήφανος για το γιο του. Αρχίζει να γράφει στη "Διάπλαση των Παίδων" του Ξενόπουλου, με το ψευδώνυμο "Ο μικρός ποιητής".
Αργότερα, ενώ συνεχίζει στο Γυμνάσιο, στέλνει ποιήματα στο περιοδικό της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας", που δημοσιεύονταν στη σελίδα της αλληλογραφίας, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Η προσφυγιά της Μικράς Ασίας και οι συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής επέδρασαν καταλυτικά στο χαρακτήρα και τη μετέπειτα πορεία του Νίκου Καββαδία.
Στον Πειραιά, ο Νίκος και τ' αδέλφια του τελειώσανε το Γυμνάσιο. Είχε συμμαθητή τον Κώστα Αποστολίδη, γιο του Παύλου Νιρβάνα, που υπήρξε ο πρώτος "δάσκαλός" του. Στενή φιλία και εκτίμηση συνέδεσαν μαθητή και δάσκαλο. Η αφιέρωση ενός τόμου χρονογραφημάτων του Νιρβάνα προς το Νίκο λέει: "Στο μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία από εκτίμηση στο νεαρό του τάλαντο".
Ενώ είχε δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του από καρκίνο και το 1929 πεθαίνει. Τότε ο πρώτος γιος της οικογένειας έπρεπε να βρει δουλειά.
Προσλήφθηκε υπάλληλος στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε τα βαπόρια των αδελφών της μάνας του. Εμεινε για λίγους μήνες "να κάνει αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία", όπως λέει χαρακτηριστικά σ' ένα ποίημά του, ανεβοκατεβαίνοντας στα βαπόρια με τα REGISTERS, αλλά, έχοντας έντονη την επιθυμία της "φυγής", μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό.
Για μερικά χρόνια, έφευγε με φορτηγά, παρά την αντίδραση της μάνας του, γυρίζοντας ταλαιπωρημένος και αδέκαρος. Η ανέχεια τον κάνει ν' αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα, και το δίπλωμα του ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμά του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία. Γύρισε από τους τελευταίους με τα πόδια, καταταλαιπωρημένος, αδύνατος και πεινασμένος.
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών -Ποιητών. Την περίοδο αυτή άρχιζε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση». Ο Νίκος Καββαδίας ανέλαβε για ένα διάστημα επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών μέχρι που μπάρκαρε πάλι με περιοριστικούς όρους "λόγω φρονημάτων", ενώ το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου.
Το Γενάρη του 1947 εκδόθηκε η συλλογή το «Πούσι», ενώ ο ποιητής πικραμένος από την εξέλιξη των πραγμάτων άρχισε να ξαναγράφει το 1951. Το 1954 εκδόθηκε το πεζογράφημα «Βάρδια», ενώ η αυτοκτονία του αδελφού του Αργύρη, το 1957 τον βύθισε σε μεγάλο πένθος. Πολλά χρόνια είχε να γράψει ποίηση και τον ρωτούσανε γιατί δε γράφει. Δεν το 'λεγε σε κανέναν. Αλλά κάποτε τ' ομολόγησε: «Το '57 η θάλασσα πήρε τον αδερφό μου. Δεν έγραψα ούτε στίχο. Ηταν ο πιο χαρούμενος, ο πιο καλοσυνάτος άνθρωπος στον κόσμο. Αφού δεν έγραψα γι' αυτή την αγάπη, γιατί να γράψω;».
Ξαναμπάρκαρε, ταξιδεύοντας αδιάκοπα πια γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως ασυρματιστής ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Νίκος Καββαδίας «έφυγε» στις 10 Φλεβάρη 1975 στην κλινική «Αγιοι Απόστολοι» στην Αθήνα, χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένη την τρίτη συλλογή του «Τραβέρσο» και ν' ακούσει μελοποιημένα τα ποιήματά του.
Ο «Μαραμπού», όπως τον ονόμασαν οι φίλοι του από την πρώτη ποιητική συλλογή του, ήταν αυτός που μολογούσε τα πάθη των ναυτικών, τους καημούς και τη σκληρή δουλειά τους για λίγα θαλασσοβρεγμένα χρήματα, γιατί η ζωή «είναι δυο σειρές δόντια δυνατά και το ψωμί στρογγυλό, που κυλάει ως τις άκρες του κόσμου». Αρτος, αλλά όχι για όλα τα στόματα.
Αφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά Γράμματα, αλλά η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, αλλά όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει δυστυχώς, μετά το θάνατό του.
Πηγές: Ριζοσπάστης Κυριακή 22 Φλεβάρη 1998, Σάββατο 7 Φλεβάρη 2004, Κυριακή 11 Απρίλη 2010.
Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.