Με αφορμή μια κριτική του Βασίλη Στοϊλόπουλου για την κινηματογραφική ταινία «ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1943», θα αναφερθούμε στο «ξαναγράψιμο» της ιστορίας που επιχειρείται μέσω του πρότζεκτ “Μνήμες από την Κατοχή”.
Με προϋπολογισμό 1,2εκ.€, σε σύνδεση με το Γερμανικό ΥΠΕΞ και ελληνικά ιδρύματα στην Ελλάδα, επιχειρείται μια νέα προσέγγιση της Ιστορίας , στη βάση προσωπικών προφορικών μαρτυριών πολλών απόψεων επί του θέματος και στην ουσία η αναθεώρηση δυσάρεστων ιστορικών ντοκουμέντων με άμβλυνση των ευθυνών της Γερμανίας, εκείνης της περιόδου.
Μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας “Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα”, επιχειρείται να γραφεί η Ιστορία ξανά με έναν εξόχως αποκαλυπτικό τρόπο όχι μνήμης, αλλά λήθης και αλλοίωσης ιστορικών γεγονότων, υπό το πρίσμα προσωπικών αμφίπλευρων μαρτυριών, θυμάτων και θυτών.
Το ερώτημα που γεννάται από την ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται το εγχείρημα αυτό, είναι πως γίνεται να παραγνωρίζουμε χιλιάδες μαρτυριών και καταγεγραμμένων ιστορικών στοιχείων, επιχειρώντας να ξαναγράψουμε την ιστορία του Β’ΠΠ βασιζόμενοι σε αφηγήσεις 93 ανθρώπων. Η απάντηση των ιθυνόντων είναι σαφής: η μέχρι τώρα καταγραφή είναι εμπαθής, δεν είναι αντικειμενική, ακυρώνοντας την ιστορική έρευνα.
Τα Ελληνικά Ιδρύματα που συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή είναι το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το ΕΚΠΑ.
Η επίθεση περιλαμβάνει τα νέα βιβλία Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, ταινίες και ντοκιμαντέρ αναφορικά με την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης απέναντι στους τρεις κατακτητές, την ιστορία του εμφύλιου πολέμου και φυσικά την απόπειρα καθιέρωσης μιας κυρίαρχης ιστοριογραφίας που θα δυσφημεί την ταξική πάλη, τους αγώνες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος.
Διόλου τυχαία, ως επίκεντρο της επίθεσης επιλέγουν τη δεκαετία του '40, που σημαδεύτηκε από μια πρωτόγνωρη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών και ειδικότερα τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, την κορύφωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Την επιτυχία που επιδιώκει αυτή η επίθεση, τη στηρίζουν στη νίκη της αντεπανάστασης και στη συνεπαγόμενη υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Η δημοσίευση του βιβλίου «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J. Wallace (1943)»[1] πυροδότησε έναν καινούριο κύκλο αντιπαράθεσης σε σχέση με την ιστορική καταγραφή των ριζών του εμφύλιου πολέμου. Σε μια σύγκρουση μέσω εφημερίδων και συνεδρίων, παρατάσσονται από τη μια πλευρά οι αυτοαποκαλούμενοι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (βλ. Καλύβας, Μαραντζίδης, Μακρής - Στάικος, κ.ά.), οι οποίοι προσπαθούν να πλασάρουν την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία των δεκαετιών του '50 και του '60 κάτω από καινούριο επιστημονικοφανές περιτύλιγμα, και από την άλλη οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας του εμφύλιου πολέμου που επικρατεί από τη δεκαετία του '80 (βλ. Νικολακόπουλος, Φλάισερ, Κρεμμυδάς, κ.ά.).
Βέβαια, η ξεδιάντροπη προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία σε βάρος της αλήθειας και των λαών ξεπερνάει κατά πολύ τη δράση τέτοιων ομάδων. Για παράδειγμα, στις μέρες μας έχει την «τιμητική» του το λεγόμενο «Ελληνογερμανικό Ταμείο για το μέλλον», μια συνεργασία κυβέρνησης, τοπικών αρχών και της γερμανικής πρεσβείας, που οργανώνει εκδηλώσεις σε σχολεία, για να «διδάξει» την Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από μαρτυρίες ναζιστών και Ελλήνων της Κατοχής, καλλιεργώντας τη λογική των ίσων αποστάσεων σε κορυφαία ιστορικά γεγονότα και τελικά την ανοχή στο ναζισμό. Σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν επίσης διάφορα ιδρύματα και ομάδες (όπως π.χ. το «Ελληνογερμανικό Ιδρυμα Νεολαίας»), ή ομάδες «προφορικής Ιστορίας», με χρηματοδοτήσεις μάλιστα από ιδρύματα όπως το «Σταύρος Νιάρχος», και στόχο - όπως οι ίδιοι λένε - να μάθουν στη νέα γενιά να «μπαίνει στη θέση του άλλου». Κι όλα αυτά, βέβαια, με πακτωλό κονδυλίων από την ΕΕ, επιβεβαιώνοντας ότι η προσπάθεια για το ξαναγράψιμο της Ιστορίας δεν βλέπει προς το παρελθόν αλλά κοιτάει προς το μέλλον, με πραγματικό στόχο να βάλει το λαό και τη νεολαία «στη θέση» της αστικής τάξης. Να τους στοιχίσει με τους στόχους της, ιδιαίτερα σήμερα που οι ανταγωνισμοί οξύνονται και οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται.
Αλλά ας δούμε την κριτική του Βασίλη Στοϊλόπουλου και συνεχίζουμε:
«Την 78η επέτειο από τη Σφαγή των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943) από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής … είπα να την συνδυάσω, βλέποντας την κινηματογραφική ταινία «ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1943» (ΣΙΝΕ ΤΡΙΑΝΟΝ, 9 θεατές όλοι κι όλοι) – μη δίνοντας σημασία στις όποιες κριτικές για το έργο.
Οποία όμως αρνητική έκπληξη, αναμεμειγμένη με γερή δόση οργής για την απαράδεκτη παρουσίαση των γεγονότων και απογοήτευση για την μέτρια «καλλιτεχνική» επίδοση. Ας αφήσουμε στην άκρη όμως την καλλιτεχνική αξία του έργου, μια και δεν είμαι ειδικός. Πέντε σημεία μόνο επιγραμματικά για τα γεγονότα της ταινίας και την ξεκάθαρη στοχοθεσία της.
1. Σχεδόν αποκαθίσταται/απαλλάσσεται ο δήμιος λοχαγός Τένερτ, ο ναζί που εκτέλεσε τη διαταγή του ταγματάρχη Φρενεμπέργκερ να εκτελεστούν περίπου 700 άνδρες και παιδιά στο λόφο του Καπή, να καεί συθέμελα το σχολείο όπου οι Γερμανοί είχαν μαντρώσει τις γυναίκες και να πυρποληθούν τα Καλάβρυτα.
2. Χρησιμοποιεί το γερμανικό διαχρονικό «άλλοθι» των αντιποίνων για τα εγκλήματα των Ελλήνων ανταρτών, που όμως μάχονταν για την ελευθερία της πατρίδας τους (δεν έγινε καμιά αναφορά στον «σκοτεινό ρόλο» των Άγγλων στην υπόθεση αυτή).
3. Δείχνει την «κλασική» εικόνα κατακτητών που είναι φιλικοί και χαμογελαστοί, σχεδόν πράοι, μοιράζοντας σοκολατάκια σε μικρά παιδιά.
4. Η παρουσίαση του όντως «καλού» Αυστριακού κατώτερου αξιωματικού της σκληροτράχηλης 117ης Μεραρχίας καταδρομών στον οποίο «οφείλονταν το ότι επέζησαν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά των Καλαβρύτων» ξεπερνά τα όρια της μυθοπλασίας και γίνεται πέραν των ορίων υπερβολή, εκτός ιστορικού πλαισίου. (Για το ρόλο του Αυστριακού βλέπε: Δημ. Μαγκριώτης «Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής», 1949, σελ. 108).
5. Στο πρόσωπο της «μετανοούσας» δικηγόρου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, η οποία ανάλαβε να υποστηρίξει την γερμανική κυβέρνηση για να αποκρούσει το δίκαιο αίτημα της Ελλάδας για επανορθώσεις, ουσιαστικά δεν αθωώνει μόνο ΟΛΗ τη σημερινή Γερμανία και τους πολιτικούς της ακόμη, αλλά και την εξαγνίζει, κι εξαφανίζει ουσιαστικά το δίκαιο αίτημα των πολεμικών αποζημιώσεων αναγάγοντάς του σε μια απλή συγγνώμη.
Δυστυχώς, προηγήθηκε, μερικές ώρες πριν την προβολή της ταινίας, και η σχετική με την θλιβερή επέτειο της γερμανικής θηριωδίας στα Καλάβρυτα «δήλωση υποτέλειας» στους Γερμανούς της Προέδρου της Ελληνικής «Δημοκρατίας», οπότε «ήρθε και έδεσε το πράγμα». Συμπέρασμα: Η «διαχείριση» της ελληνικής Ιστορίας, ακόμα και οι πιο θλιβερές της πτυχές, τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και πολιτικό επίπεδο, γίνεται πλέον όλο και συχνότερα σε καθεστώς βασανιστικής πολιτικής ορθότητας και με αποδομητικές αντιλήψεις, που κυριαρχούν σχεδόν σε όλο το πολιτικό μας σύστημα και σχεδόν σε όλη την καλλιτεχνική μας παραγωγή.
Βασίλης Στοϊλόπουλος».
Το γράψιμο της ιστορίας από τους νικητές του εμφυλίου, (αστικής τάξης και Αμερικανών), η φίμωση των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού με όσα μέσα διέθεταν (Στρατοδικεία, εκτελέσεις, εξορίες κ.λ.π.), κλονίστηκε μετά την πτώση της χούντας.
Μετά την λειψή αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης με τους νόμους του 1982 και του 1985, (πολλοί αγωνιστές δεν αποκαταστάθηκαν μέχρι σήμερα), άρχισαν να κυκλοφορούν ή να επανεκδίδονται βιβλία με μαρτυρίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, να εκδίδονται νέες ιστορικές μελέτες. Λίγο αργότερα και με μαρτυρίες για τον Δημοκρατικό Στρατό, έσπασε το πέπλο σιωπής και φίμωσης, ο λαός, για όσους δεν διατηρούσαν μνήμες, άρχισε να μαθαίνει για την ηρωική αντίσταση των προγόνων του.
Η αντίδραση ήταν αναμενόμενη και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, όπως προαναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Μέσα στην προπαγάνδα αυτή εντάσσεται, κατά την άποψή μας, και η προαναφερόμενη κινηματογραφική ταινία.
Οι οπαδοί του «νέου κύματος» κάτω από την απαίτησή τους για αντικειμενικότητα και μη πολιτικό «χρωματισμό» της Ιστορίας[2], αποκρύπτουν ότι η καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την ταξική πάλη, από την τοποθέτηση του ιστορικού υπέρ των συμφερόντων της αστικής ή της εργατικής τάξης. Ουδέτερη ιστοριογραφία δεν υπάρχει.
Η «αντικειμενική Ιστορία» που πρεσβεύουν είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, η κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως καθολικά αντικειμενική για να επιβληθεί στην εργατική τάξη και στους άλλους εκμεταλλευόμενους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την επιστροφή τους στον πιο ωμό αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου και την επιστράτευση της προπαγάνδας περί των εγκλημάτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ κατά του λαού, στη διάρκεια της Κατοχής[3].
Μια τέτοια απόπειρα συκοφάντησης της μαζικής λαϊκής επαναστατικής βίας και της απόκρυψης της βίας των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας αστικής τάξης απαιτεί μια διαφορετική ιστορική μεθοδολογία και την κτίζουν με πακτωλό κονδυλίων από κεφάλαια αστικών ιδρυμάτων, Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αμερικάνικων πανεπιστημίων.
Συνεχίζουμε στο επόμενο άρθρο με δημοσίευση του αγωνιστή Ευάγγελου Μαχαίρα[4] στον Ριζοσπάστη της 25 Δεκέμβρη 2004, την οποία θεωρούμε πολύ επίκαιρη.
Σημειώσεις:
1. Μακρής - Στάικος Πέτρος (επιμέλεια), Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J.Wallace (1943), Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2009.
2. Μακρής - Στάικος Πέτρος, «Νέα Κύματα» και παλιά μυθεύματα, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 5/12/2009.
3. Καλύβας Στάθης, Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή στο Μαζάουερ Μαρκ, Μετά τον πόλεμο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003.
4. Ο Ευάγγελος Μαχαίρας ανέπτυξε πλούσια αγωνιστική δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Για τη δράση του αυτή υπέστη όλων των ειδών τις διώξεις την περίοδο 1946 - 1950, ενώ σώθηκε από βέβαιο θάνατο μετά από διεθνή κινητοποίηση. Υπήρξε δικηγόρος εργαζομένων και διωκόμενων για πολιτικούς λόγους. Πήρε μέρος στη συνδικαλιστική δράση στο χώρο των δικηγόρων το 1977, εκλέχτηκε αντιπρόεδρος και το 1981 πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας. Από το 1955 συμμετείχε στις γραμμές του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος της χώρας. Το 1989 εκλέγεται πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη και το 1990 πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, του οποίου επίτιμος πρόεδρος ήταν από το 1996. Επί χρόνια συμπορεύτηκε και ακολούθησε σταθερά το ΚΚΕ.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε