Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης γεννήθηκε στην Καρυά Ολύμπου της Λάρισας, τον Ιούνιο του 1915, το τέταρτο από τα οχτώ παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Κατσικογιάννης δούλευε στο μπακάλικο του μπάρμπα Κώστα Καριώτη. Εκεί, με δική του πρωτοβουλία, άρχισε να σχεδιάζει διάφορες παραστάσεις πάνω στο βούτυρο, γεγονός που εντυπωσίασε την πελατεία του μαγαζιού και έφτασε μέχρι τον τοπικό Τύπο. Έτσι, το 1934, με προτροπή του φιλότεχνου Αναστασίου Αβέρωφ, ο οποίος είδε τα νεανικά σχέδια του στην Λάρισα, πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και γλυπτικής πλάι στον γλύπτη Αντώνη Σώχο. Από το 1934 έως και το 1940, ο Κατσικογιάννης ήταν σπουδαστής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου σπούδασε γλυπτική με δασκάλους τους Κώστα Δημητριάδη, Μιχαήλ Τόμπρο και Θωμά Θωμόπουλο. Από την αρχή το ενδιαφέρον του εκκολαπτόμενου τότε καλλιτέχνη είχε τραβήξει η τέχνη της γλυπτικής. Το 1937, ως σπουδαστής στο εργαστήριο γλυπτικής του Κώστα Δημητριάδη, του απονεμήθηκε βραβείο γυμνού και σύνθεσης. Οταν αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών, ήταν ήδη κάτοχος επτά βραβείων γλυπτικής και ενός επαίνου.
Το 1938 ο Κατσικογιάννης έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Οι αγωνιστικές και ριζοσπαστικές του καταβολές εξηγούνται και από το γεγονός ότι η οικογένεια του ανήκε στα ενεργά μέλη της Εαμικής Αντίστασης, αφού στην χαρτογράφηση των Καρυωτών μαχητών στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ, από τον αγωνιστή Νίκο Ριζάκη, υπάρχουν εκτός από τον Δημήτρη και οι Νικόλαος, Κώστας και Γιώργος Κατσικογιάννης, πιθανόν αδέρφια και ξαδέρφια του καλλιτέχνη. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσίου Πολέμου, το 1940, κατόπιν εργασίας του στο παράρτημα της ΑΣΚΤ στο Μουσείο των Δελφών, πάνω στην αποκατάσταση των αρχαιοτήτων, αλλά και στην απόκρυψή τους εξαιτίας του πολέμου, ο Κατσικογιάννης έλαβε υποτροφία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το Παρίσι, την οποία όμως προτίμησε να μετατρέψει σε υποτροφία εσωτερικού με τη βοήθεια του δασκάλου του Δημητριάδη. Μάλιστα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους έγινε η κρίση του διπλώματός του από την ΑΣΚΤ, το οποίο ωστόσο, εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης και των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων, του απονεμήθηκε μόλις το 1962, δηλαδή 22 ολόκληρα έτη αργότερα.
Το 1941 οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Μέχρι τις παραμονές του 1942 εργαζόταν στην Αθήνα, και με την κλιμάκωση του αντιστασιακού αγώνα στα τέλη του 1941, ξαναγύρισε στο χωριό του, εγκαταλείποντας τα έργα του στην Αθήνα, για να λάβει ενεργό μέρος στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα. Εκεί συμμετείχε στην οργάνωση της τοπικής Λαϊκής Επιτροπής και το 1943 συμμετείχε μαζί με τον ζωγράφο Δημήτρη Οικονομίδη στο Πολιτιστικό Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού), (1942-1945) της 1ης Μεραρχίας της Θεσσαλίας, στο ειδικό συνεργείο καλλιτεχνών το οποίο ανέλαβε το τμήμα της Διαφώτισης, με σκοπό τη φιλοτέχνηση αφισών και προπαγανδιστικού υλικού. Εκεί ο Κατσικογιάννης φιλοτεχνούσε σφραγίδες για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ, ενώ σχεδίαζε και αναπαραστάσεις των μαχών, οι οποίες δυστυχώς σήμερα δεν σώζονται.
12-10-1986. Ο Δημήτρης και η Λέγκω Κατσικογιάννη στο σπίτι τους οδός Νοταρά 31, κάπου στο Γαλάτσι. Ενα ισόγειο σπίτι με μια σιδερένια καγκελόπορτα και 5 - 6 σκαλοπάτια
Το 1944, μετά την Απελευθέρωση, εγκατέστησε το εργαστήριό του στην Λάρισα, όπου όπως είχε πει ο ίδιος:
"Βρήκα ένα χώρο και έπεσα με τα μούτρα. Μέσα σε δύο χρόνια έκανα 100 αγάλματα, 4 μεγάλες συνθέσεις, 500 συνθέσεις. Γκρέμισα νοερώς όλα τα αγάλματα απ' όλες τις πλατείες των Αθηνών κι έστησα την ΕΑΜική αντίσταση παντού".
Νοερώς όπου υπήρχε χώρος, έστησα αγάλματα και ήταν μέσα κι όλη η σφαγή κι όλοι οι διωγμοί και όλη η έξαρση του λαού.
Την Απελευθέρωση του 1944 ακολούθησε η περίοδος της μη θεσμοποιημένης παρακρατικής και κρατικής καταδίωξης των κομμουνιστών και των άλλων εαμικών αγωνιστών,
της λεγόμενης από την ιστοριογραφία «Λευκής Τρομοκρατίας», η οποία προανήγγειλε την εμφύλια ταξική σύγκρουση, που κλιμακώθηκε το διάστημα 1946-1949. Με το ξέσπασμα της εμφύλιας σύγκρουσης ξεκίνησε η επίσημη ποινικοποίηση των κομμουνιστικών οργανώσεων από το ελληνικό κράτος. Ψηφίστηκαν μία σειρά από νόμοι, όπως το Ψήφισμα Γ’ του 1946, που θεωρούσε την δράση των κομμουνιστών ως ανταρσία και προέβλεπε έκτακτα στρατοδικεία με ποινή ακόμη και τον θάνατο για οποιαδήποτε ύποπτη δράση. Αξιοποιήθηκαν επίσης και ένοπλοι παρακρατικοί μηχανισμοί, όπως τα Τάγματα Εθνοφυλακής και η οργάνωση «Χ», που αποτελούνταν από ακδροδεξιά μέλη, συνεργάτες των Γερμανών ναζιστών. Ως απάντηση των διωκόμενων κομμουνιστών στην βία του αστικούς κράτους και ως μοναδική διέξοδος τους μπροστά στη διαρκή απειλή, ιδρύθηκε, με απόφαση του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1946, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ).
Τα έργα που παρήγαγε o Κατσικογιάννης από το 1944 έως το 1946, και τα οποία ο ίδιος είχε χωρίσει στις θεματικές ενότητες «Λευτεριά και Ανεξαρτησία», «Διαμαρτυρία», «ο επικός αγώνας της γυναίκας» και «Καλάβρυτα», καταστράφηκαν αμέσως μετά την έναρξη του Εμφυλίου, λόγω βανδαλισμού της οικίας του, στον Άγιο Κωνσταντίνο της Λάρισας, από ανθρώπους της κρατικής Ασφάλειας, κατόπιν κατάδοσής του από γειτονικό του πρόσωπο. Ο Κατσικογιάννης αναγκάστηκε να καταφύγει στο βουνό με μια ομάδα ανταρτών που κατευθύνθηκε από το Μαυροβούνι στην Πίνδο. Τον Σεπτέμβριο του 1947 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), ανεβαίνοντας στο βουνό με αντάρτικες ομάδες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Ριζοσπάστη. Εκεί ασχολήθηκε με την φιλοτέχνηση αφισών, τις οποίες σκάλιζε πάνω σε πλάκες από καουτσούκ και τις τύπωνε σε ένα αυτοσχέδιο πιεστήριο.
Η λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων του Εμφυλίου, τον Αύγουστο του 1949, μόνο συμβατικά θεωρείται από την επίσημη ιστοριογραφία και ως λήξη του ίδιου του Εμφυλίου.
Την επόμενη δεκαετία το κλίμα τρομοκρατίας που επιβλήθηκε από το αστικό κράτος εναντίον των κομμουνιστών και των άλλων λαϊκών αγωνιστών, συνοδεύτηκε από ένα κύμα κρατικής και παρακρατικής βίας, με εκατοντάδες συλλήψεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, δολοφονίες και εκτελέσεις κατόπιν έκτακτων στρατοδικείων. Σε πείσμα των καιρών όμως, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σημειώθηκε μία έντονη πολιτιστική δραστηριότητα από τους καλλιτέχνες, που άρχιζαν να επιστρέφουν ως αδειούχοι εξόριστοι. Αλλά ακόμα και μέσα στους τόπους φυλακής και εξορίας, οι κομμουνιστές ίδρυσαν τα λεγόμενα «Πέτρινα Πανεπιστήμια», οργάνωσαν δηλαδή παράνομες ομάδες αυτομόρφωσης και ψυχαγωγίας με πρωτοβουλία των ίδιων των κρατουμένων, ως μία προέκταση της πολιτιστικής και επιμορφωτικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των παράνομων αντιστασιακών οργανώσεων στα χρόνια της Κατοχής.
Εξέγερση, Συλλογή Δ. Ζιώγα
Ο Κατσικογιάννης, τον Μάιο του 1949, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Καρδίτσας, όπου ξυλοκοπήθηκε βάναυσα. Εκεί τοποθετήθηκε στην απομόνωση και επιδόθηκε στην δημιουργία σχεδίων, τα οποία κατασχέθηκαν κατά την μεταγωγή του στις φυλακές Τρικάλων. Εκεί φυλακίστηκε ξανά στην απομόνωση και τα έργα του, που έφτιαχνε με αυτοσχέδια υλικά, είχαν την ίδια τύχη. Τον Φεβρουάριο του 1951 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για παράβαση του Γ’ ψηφίσματος (2Γ΄/46) περί κατασκοπείας και προδοσίας του Έθνους. Έως το 1961 πέρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας, των Τρικάλων, της Λάρισας και της Αλικαρνασσού του Βόλου. Εκείνη την περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τον συγκρατούμενο του στις φυλακές Κέρκυρας, διανοούμενο και πολιτικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκανδρο Κεπέση (1914-2009). Στις φυλακές της Κέρκυρας φιλοτέχνησε 35 σατιρικές φιγούρες της αστικής κοινωνίας και ήταν εκεί που για πρώτη φορά δούλεψε με κιμωλία σε μαυροπίνακα, δημιουργώντας συνολικά 5.000 σχέδια και τέσσερα γλυπτά, από τα οποία κανένα δεν σώθηκε. Ίσως πίσω σε εκείνη την στιγμή της γνωριμίας του με την κιμωλία θα πρέπει να αναζητήσουμε την προτίμηση του Κατσικογιάννη για το ξηρό παστέλ, το οποίο χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά από την στιγμή της αποφυλάκισής του (1961) έως τον θάνατό του (1991).
Για την αποφυλάκισή του υπέγραψαν έκκληση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης πολλοί καλλιτέχνες, ανάμεσά στους οποίους ήταν και οι συνάδελφοί του Ορέστης Κανέλλης, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Α. Τάσσος, Γιώργος Βακιρτζής, Χρήστος Καπράλος και Βάλιας Σεμερτζίδης. Αποφυλακίστηκε στα τέλη του 1961, εξαιτίας της ανεπανόρθωτα κλονισμένης κατάσταση της υγείας του και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» της Αθήνας.
Έκτοτε, παρακολουθούνταν στενά από την Ασφάλεια, όπου ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» σε εβδομαδιαία βάση. Τον Νοέμβριο του 1962, αφού του παραδόθηκε το πτυχίο του, έγινε μέλος του ΚΕΕ (Καλλιτεχνικό Επαγγελματικό Επιμελητήριο).
Το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της περιόδου 1940-1960, που σημαδεύτηκε από τον πόλεμο και την σκληρή ταξική σύγκρουση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την εγχώρια
καλλιτεχνική παραγωγή τα επόμενα έτη. Την δεκαετία του ’60 η καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος συνεχίστηκε με την δικτατορία του 1967. Το κλίμα πάταξης της «κομμουνιστικής απειλής» δεν άρχισε να χαλαρώνει παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τον Ιούλιο του 1974. Κάτω από αυτές τις «εχθρικές» συνθήκες οι αγωνιστές καλλιτέχνες, προσπαθούσαν να επιβιώσουν από την καχυποψία του αστικού κράτους.
Μέσα από ευρηματικές εικαστικές αναζητήσεις βρήκαν τρόπους να παράγουν έργο με έντονο τον χαρακτήρα της μαρτυρίας και της διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης των κοινωνικοταξικών αγώνων, όπως οι ίδιοι τους βίωσαν, καθιστώντας την θεματική της Αντίστασης και του Εμφυλίου ένα κεφαλαιώδες τμήμα της εικαστικής παραγωγής τους, στο οποίο επανέρχονταν σταθερά κατά τις δεκαετίες του ’60 και ‘70.
Αντίστοιχα και το έργο του Κατσικογιάννη διαπνέεται από το βίωμα αυτών των ιστορικών γεγονότων των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Ωστόσο, η επιμονή σε θέματα αμιγώς κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηρίζει το σύνολο του εικαστικού του έργου, το οποίο άπτεται και θεμάτων της σύγχρονής του επικαιρότητας, με αντιπολεμικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Η ελληνική και διεθνής πολιτική και κοινωνική κατάσταση απασχόλησε συνολικά τους κομμουνιστές και γενικότερα τους προοδευτικούς καλλιτέχνες, τόσο κατά το διάστημα της δικτατορίας (1967-1974), όσο και σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας. Διεθνείς εξελίξεις, όπως η επανάσταση στην Κούβα (1953-1959), η επέμβαση των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ (1960-1973), η εξέγερση του Μάη του 1968 στη Γαλλία, ο αντιαποικιοκρατικός αγώνας, και ο αγώνας ενάντια στο Αpartheid στην Αμερική, η διχοτόμηση της Κύπρου (1974) ήταν θέματα που απασχόλησαν την προοδευτική εικαστική παραγωγή στην Ελλάδα.
Το 1964 ο Κατσικογιάννης ταξίδεψε για πρώτη φορά στο εξωτερικό, όταν κλήθηκε από την Σοβιετική Ένωση να εκθέσει έργα του στο Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα. Εκεί ήρθε σε επαφή και με τα έργα των σοβιετικών καλλιτεχνών. Ακολούθησε επίσης μία έκθεσή του στην Βαρσοβία το 1966, στο Μουσείο Ιστορίας του Πολωνικού Επαναστατικού κινήματος. Την δεκαετία του ‘70 ο Κατσικογιάννης εγκατέστησε το εργαστήριο του στο Γαλάτσι, στην οδό Νοταρά 31, όπου επιδόθηκε με πάθος στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εκεί φιλοτέχνησε τα περισσότερα από τα έργα του, που σώζονται έως σήμερα, σε ξηρό παστέλ, ο μεγάλος όγκος των οποίων -πάνω από 2.000 έργα- βρίσκεται εδώ, στον αφιλόξενο χώρο των πρώην ψυγείων ΑΓΡΕΞ. Αν και αρχική του πρόθεση ήταν να ασχοληθεί κατά κόρον με την τέχνη της γλυπτικής, δεν το κατόρθωσε, αφού ούτε την οικονομική δυνατότητα είχε, ούτε και έλαβε ποτέ κάποια δημόσια παραγγελία για να δημιουργήσει κάποιο μνημείο. Καθώς η γλυπτική που προορίζεται για το δημόσιο χώρο επεξεργάζεται ογκώδη και ακριβά υλικά και απαιτεί μεγάλους εργαστηριακούς και εκθεσιακούς ή αποθηκευτικούς χώρους, ο Κατσικογιάννης οικονομικά αδυνατούσε να δημιουργήσει τέτοια έργα σε μάρμαρο ή χαλκό. Έτσι, τα γλυπτά του που σώζονται σήμερα είναι γύψινα προπλάσματα μικρών διαστάσεων και δυστυχώς, η επιθυμία του να γεμίσει τις πλατείες με μνημεία της Αντίστασης και του αγώνα παραμένει μέχρι και σήμερα ανεκπλήρωτη.
Η εκθεσιακή δραστηριότητα του Κατσικογιάννη, που διεξήχθη ως επί το πλείστον στον φιλολογικό σύλλογο του Παρνασσού, ήταν περιορισμένη σε περίπου 15 ατομικές εκθέσεις, ενώ συμμετείχε και σε ορισμένες ομαδικές εκθέσεις, στο πλαίσιο επετείων της Αντίστασης ή φεστιβάλ της ΚΝΕ. Επιπλέον, δεν έγραψε τίποτα σχετικά με τον ίδιο και το έργο του, ενώ και οι συνεντεύξεις που παραχώρησε ήταν ελάχιστες. Αποτραβηγμένος από την δημοσιότητα, δημιουργούσε ασταμάτητα στο εργαστήριο του, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την προσωπική του προβολή, την αναζήτηση καριέρας ή την οικονομική του άνεση. Μάλιστα, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να πουλάει τα έργα του, ήθελε να διατηρεί ανέπαφο το σώμα της δουλειάς του, γιατί το θεωρούσε μία ιστορική «μαρτυρία». Η βαθιά του πίστη στις ιδέες και τα ιδανικά του, για τα οποία έκανε θυσίες και υπέφερε όσο λίγοι, καθόρισε και το έργο του, το έκανε έργο «μάχης», στρατευμένο στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση που ο ίδιος ενστερνιζόταν και οραματιζόταν. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1991, σε ηλικία 76 ετών, και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη του Δήμου Λάρισας, στον Μητροπολιτικό ναό της. Πρόκειται επομένως για έναν καλλιτέχνη πολύ παραγωγικό, που όμως δεν είχε καμία άλλη φιλοδοξία πέρα από το έργο του να γίνει «κτήμα του λαού», όπως έλεγε και ο ίδιος, προσιτό σε όλους, ώστε να διατηρεί τη μνήμη των αγώνων του παρελθόντος και τη φλόγα της επανάστασης ζωντανή.
***
Μετά την απελευθέρωσή του, το 1962, αφού πέρασε 12 χρόνια από τη ζωή του αλύγιστος μέσα στις φυλακές, ο Δημήτρης Κατσικογιάννης μπόρεσε να αφοσιωθεί στην καλλιτεχνική δημιουργία και να «μιλήσει» μέσω αυτής για όσα βίωσε τις δύο ταραγμένες δεκαετίες που προηγήθηκαν. Η αποτύπωση της δεκαετίας του ’40 στο έργο του Κατσικογιάννη είναι μία από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές ενότητες του έργου του, λόγω της ενεργής του ανάμειξης στα γεγονότα της δεκαετίας αυτής. Ο τρόπος που το βίωμα της επίμαχης δεκαετίας έχει κατασταλάξει μέσα του αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο εικαστικό του έργο. Έχει αφομοιώσει τα γεγονότα, όχι ως μία τραυματική εμπειρία, αλλά ως έναν επικό και δίκαιο αγώνα, που άξιζε και την παραμικρή θυσία. Έτσι, με το έργο του δεν προσέγγισε την πολυτάραχη δεκαετία του ’40 απλώς ως μία δυσάρεστη εμπειρία του ιστορικού παρελθόντος, αν και δεν απέφυγε να απεικονίσει και την τραγική διάσταση των γεγονότων. Αντιθέτως, επέλεξε να αποτυπώσει τον αγώνα του λαϊκού κινήματος για απελευθέρωση, ως μία εποποιία, με ήρωές τις ανώνυμες μορφές των χιλιάδων γυναικών και ανδρών που συμμετείχαν σε αυτόν.
H μορφή της μάνας τον απασχολεί σταθερά στο έργο του, και ιδίως σε σχέση με την Κατοχή. Έτσι, «η μάνα» ως αγωνιστικό πρότυπο, ή ως μάνα η οποία χάνει τα παιδιά της εξαιτίας του πολέμου, είναι ένα επαναλαμβανόμενο εικονογραφικό θέμα του έργου του. Την βλέπουμε συχνά ως μία μαυροφορεμένη γερόντισσα με ζωγραφισμένη την θλίψη στο πρόσωπό της, ή ως μία τραγική μορφή που κραυγάζει κρατώντας το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της, όπως για παράδειγμα στα έργα με τίτλο Η μάνα της Κατοχής. Οι γυναικείες μορφές του συνήθως φέρουν έντονες χειρονομίες και συσπάσεις του σώματος και κραυγάζουν, εκφράζοντας τον ψυχικό τους θρήνο. Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι και ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Κατσικογιάννη, οι Μάνες νεκρών του πολέμου, όπου έξι πελώριες κεφαλές γυναικών αναδύονται μέσα από ένα πλήθος πτωμάτων, πότε με δάκρυα στα μάτια, πότε κραυγάζοντας και πότε απλά στεκούμενες αγέρωχα μπροστά στον θάνατο. Στο βάθος υπάρχει ένα πλήθος αγωνιζόμενων μορφών, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες μοιάζουν σαν να φλέγονται, καθώς ο καλλιτέχνης τις περιβάλλει με μία μεταφυσική κόκκινη αύρα. Οι μορφές του εδώ φέρουν ένα πολύ σημαντικό εικονογραφικό μοτίβο που χαρακτηρίζει όλο το έργο του Κατσικογιάννη.
Πρόκειται για την αντιφυσιοκρατική επιμήκυνση των λαιμών τους, με έναν τρόπο που τις κάνει να μοιάζουν με υψωμένες γροθιές.
Στο ίδιο πνεύμα απεικονίζει και παιδιά θύματα της πείνας, χρησιμοποιώντας την κλασική εικονογραφία του αποστεωμένου, καχεκτικού και πρησμένου παιδιού, ενώ το πρόσωπο πότε μοιάζει γερασμένο και πότε έχει μετατραπεί σε νεκροκεφαλή. Η έκφραση των παιδιών της πείνας είναι πάντοτε γεμάτη πόνο και θλίψη, ενώ ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί αυτό το μοτίβο όχι μόνο στην θεματική ενότητα της Κατοχής, αλλά και στην ενότητα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και στα Αντιπολεμικά του έργα. Χαρακτηριστικά είναι δύο άτιτλα έργα του, που απεικονίζουν μικρά παιδιά, σκελετωμένα και πρόωρα γερασμένα από την ασιτία. Η αντιφυσιοκρατική χρήση του χρώματος είναι χαρακτηριστική καθώς αποδίδει τις μορφές του χρησιμοποιώντας έντονο κίτρινο ή κόκκινο.
Ένα από τα αγαπημένα θέματα στην εικονογραφία του Δημήτρη Κατσικογιάννη, το οποίο παραλλάσει σε δεκάδες έργα του είναι οι μορφές ανταρτών, και οι ακόμη περισσότερες μορφές ανταρτισσών του. Από την γραφή του Κατσικογιάννη, που είναι εντελώς αντιφυσιοκρατική και χαρακτηρίζεται από έντονη σχηματοποίηση, συμπεραίνουμε πως όταν ζωγραφίζει μάλλον δεν χρησιμοποιεί μοντέλα. Όλες οι μορφές του εκφράζουν τις εσωτερικές τους δυνάμεις, τη φλόγα των ιδανικών που ενέπνεαν την ηρωϊκή στάση τους. Τα μη εξατομικευμένα χαρακτηριστικά τους είναι σύμβολα όλων των ανώνυμων μαχητών, και υποδηλώνουν με αυτόν τον τρόπο και την μαζικότητα του αγώνα. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, εμπνεόταν από την «μάζα»:
"Υπήρχε μια τέτοια ζέση μέσα στο λαό, και τέτοια κινητικότητα, που ήταν κάτι καταπληκτικό. [...] Αυτό το πράγμα με έκανε να δω αυτόν το λαό με την τρομερή ζωντάνια, ο οποίος τα ‘δινε όλα για όλα. [...] Ζώντας εγώ αυτή την ατμόσφαιρα, [...] την επαναστατική, η οποία ήταν πρωτόγνωρη για εμένα, την ολοκληρωτική προσφορά του, ζώντας αυτό το αυθόρμητο, [...] σαν καλλιτέχνης ένιωθα ότι δεν μπορώ να κάνω μια προτομή, [...] Ένιωθα την ανάγκη να βλέπω τη μάζα. [...] Όλοι οι άλλοι οι συνάδελφοί μου σκίτσαραν, εγώ δεν είχα την ανάγκη να κάνω κανένα στέλεχος, ούτε ήθελα να τον δω τον ίδιο. Ωραίος και καλός. Ήθελα την μάζα. Τη φύλαγα μέσα μου για να ‘ρθει η στιγμή. [...] Τίποτα άλλο δεν είχα μπροστά μου παρά μόνο ένα λαό που αγωνιζόταν και αυτόν ήθελα να αναπαραστήσω. Αυτόν, τον αγώνα και τα ιδανικά του".
Από αυτόν τον παλμό εμπνεύστηκε τις εκατοντάδες συνθέσεις του με μορφές μαχητριών και μαχητών, χωρίς μάλιστα να σταματά την αφήγησή του στα γεγονότα της Απελευθέρωσης. Ειδικά όσον αφορά το πώς αντιμετωπίζεται η εμφύλια σύγκρουση στο έργο του καλλιτέχνη, μπορούμε να πούμε πώς βρίσκεται στον αντίθετο πόλο μιας «ποιητικής της ήττας». Για τον Κατσικογιάννη, τα τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος, δεν είναι λόγος αναδίπλωσης στο μεταπολεμικό παρόν, καθώς το αίτημα για την κοινωνική απελευθέρωση από την εκμεταλλευτική κοινωνία του καπιταλιστικού συστήματος παραμένει ζωντανό. Έτσι, διαμορφώνει μία τέχνη ασυμβίβαστη, η οποία επικεντρώνεται σε μία μάχη που φαίνεται να συνεχίζεται στη μετεμφυλιακή περίοδο μέσα στις ίδιες τις ηρωικές μορφές των μαχητών του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο που δείχνει μία γυναικεία μορφή να κρατά το κομμένο κεφάλι ενός μαχητή. Το βλέμμα της, το οποίο δεν στρέφεται προς την κεφαλή που κρατά, αλλά κοιτά ευθεία μπροστά, σαν να ατενίζει το μέλλον, η ευθυτενής στάση του κορμιού της και η ένταση των χεριών της είναι δηλωτικά της αποφασιστικότητας της μπροστά στη θηριωδία και την ήττα– πουθενά δεν διακρίνουμε θρήνο ή παραίτηση. Η κομμένη κεφαλή συμβολίζει την ήττα της επανάστασης και ταυτόχρονα την θυσία που συντελέστηκε και αποτελεί παρακαταθήκη για τους αγώνες του μέλλοντος.
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης ανήκε στην περήφανη «δρακογενιά» της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του στις ιδέες και τα ιδανικά του και συνδέοντας τα άρρηκτα με τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του, τιμώντας τον τίτλο του μέλους του ΚΚΕ έως το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατό του, το 1993, το έργο του έγινε δωρεά στον Δήμο Τρικάλων από τους Ιωάννη Ζιώγα και Πηνελόπη Χρυσικού, τα αδέρφια δηλαδή της συζύγου του, Λέγκως Κατσικογιάννη, και στεγάστηκε έως το 1998 στο κτίριο της Δωροθέας Σχολής Τρικάλων. Σήμερα, 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Δημήτρη Κατσικογιάννη, το έργο του βρίσκεται δίπλα σε ένα εργοστάσιο της ΔΕΗ, εντός του κτιρίου των πρώην ψυγείων της εταιρείας ΑΓΡΕΞ. Το κτίριο του μουσείου βρίσκεται έξω από τον αστικό ιστό των Τρικάλων, γεγονός που δυσκολεύει την πρόσβαση σε αυτό. Οι επισκέψεις στον χώρο γίνονται αποκλειστικά κατόπιν αδειοδότησης και προγραμματισμένου ραντεβού με τον Δήμο, μόνο τις ώρες που λειτουργεί το εργοτάξιο της ΔΕΗ, ενώ δεν υπάρχει κάποια φροντίδα ή φύλαξη του χώρου του Μουσείου.
Μάνα 'Ι', Συλλογή Δ. Ζιώγα
Τα πάνω από 2.000 έργα του Δημήτρη Κατσικογιάννη που βρίσκονται εδώ περίπου 1.200 έργα ζωγραφικής σε ξηρό παστέλ και πάνω από 120 ανάγλυφα και γλυπτά σε γύψο - παραμένουν αταξινόμητα, χωρίς καταλογογράφηση, σε έναν χώρο ακατάλληλο για μουσειακή και εκθεσιακή χρήση, ο οποίος συν τις άλλοις έχει εγκαταλειφθεί στην φθορά του χρόνου και φέρει σοβαρές ζημιές. Τα έργα του Κατσικογιάννη –εκτιθέμενα και μη- βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση, καθώς έχουν προσβληθεί από μούχλα, σε τόσο μεγάλο βαθμό, που κινδυνεύουν να καταστραφούν, εάν δεν συντηρηθούν από ειδικούς συντηρητές το συντομότερο δυνατό. Τόσο ο Δήμος Τρικάλων, όσο και το κράτος φέρουν ουσιαστική ευθύνη για την απαξίωση αυτής της δωρεάς των έργων του Δημήτρη Κατσικογιάννη.
Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, το έργο του αγωνιστή καλλιτέχνη παραμένει κατά κύριο λόγο άγνωστο στο ευρύ κοινό, ενώ και η Ιστοριογραφία της Τέχνης μοιάζει να το αγνοεί, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα και προβληματισμούς, για την διαχείριση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους επίσημους φορείς. Κρίνεται επομένως επιτακτική η ανάγκη το έργο του να διασωθεί, να ταξινομηθεί, να ψηφιοποιηθεί, και κατόπιν να εκτεθεί στο σύνολό του, ούτως ώστε να είναι προσιτό σε όλους. Εξάλλου αυτός ήταν και ο διακαής πόθος του αγωνιστή καλλιτέχνη, το έργο του να στεγαστεί σε ένα μουσείο ανοιχτό σε όλους, το «Μουσείο Φιλίας και Αντίστασης των λαών». Όπως χαρακτηριστικά έλεγε, «Το έργο μου πηγάζει από τον λαό και μόνο σε αυτόν ανήκει» [...] «Κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: ΤΟ ΛΑΟ».
Από την ομιλία της Σαββίνας Λίτση, μέλους της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ της ΚΝΕ και ιστορικού Τέχνης.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε