ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ:
καταξιωμένος δημιουργός και σκηνοθέτης του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ



Ο ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ, ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΟΥ ΔΣΕ


Ο Μάνος Ζαχαρίας γεννήθηκε στην Αθήνα στη περιοχή του Θησείου. Σπούδασε χημεία με σκοπό να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση στην οινολογία. Ταυτόχρονα όμως σπούδασε θέατρο στη σχολή Ρώτα – Σαραντίδη, ακολουθώντας την κλίση του. Στη διάρκεια της κατοχής 1941-1944 ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 ανέλαβε επικεφαλής του σπουδαστικού λόχου "Λόρδος Μπάιρον" και συμμετείχε στην τελευταία μάχη στα Εξάρχεια πριν την υποχώρηση. Το 1945, χάρη στην περίφημη υποτροφία Μερλιέ που έστειλε στο Παρίσι νέους Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενους, επιβιβάστηκε στο θρυλικό Ματαρόα και βρέθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει θέατρο. Ο Ζαχαρίας όμως, αποφασισμένος να γίνει κινηματογραφιστής, γράφτηκε στην IDHEC (Institut des Hautes Etudes Cinematographiques) και παράλληλα παρακολούθησε Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη.

Το 1947 πάρθηκε η απόφαση από το ΚΚΕ να συγκεντρωθεί κεντρικά ο κινηματογραφικός και φωτογραφικός εξοπλισμός και να διατεθεί ανάλογα για την κάλυψη των πολιτικο-στρατιωτικών αναγκών της εποχής.

Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, την άνοιξη του 1948, φορτωμένος με 2 κουρδιστές κινηματογραφικές μηχανές λήψης, μια 35 mm και μια 16άρα "Παγιάρ" (αργότερα το αρχηγείο του ΔΣΕ τους έστειλε άλλη μια 16άρα "Παγιάρ"), καθώς και κουτιά με φιλμ, πέρασε τα γιoυγκoσλαβικά σύνορα και μπήκε παράνομα στην Ελλάδα. Οπως διηγείται ο ίδιος
«... Είχα εντολή να βρω τον Γιώργο Σεβαστίκογλου για να οργανώσουμε το κινηματογραφικό συνεργείο. Συναντηθήκαμε στα έμπεδα. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, που θα ήταν ο επικεφαλής του συνεργείου, ο Απόστολος Μουσούρης, φωτογράφος και οπερατέρ, που είχε γυρίσει ήδη ταινίες στην Ελλάδα, και εγώ, επίδοξος σκηνοθέτης, που κουβάλησα τις μηχανές και το φιλμ από το Παρίσι (...) Επρεπε να μάθουμε πέντε πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό και για την τακτική του. Δεν κράτησε και πολύ. Σε μια εβδομάδα αρχίσαμε τις αποστολές. Πηγαίναμε στις διάφορες μονάδες, βγάζαμε φωτογραφίες, γυρίζαμε κομμάτια από τη ζωή των μαχητών. Ηταν ένας άλλος στρατός. Γυναίκες και άνδρες μαζί στις μονάδες και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, παντού. Κάτι που θύμιζε το αντάρτικο της Κατοχής, αλλά που είχε και τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού, με σχετικά σταθερή γραμμή μετώπου, με οργανωμένη επιμελητεία και κάποια ζωή στα μετόπισθεν.

Εμείς παίρναμε εντολές από τη στρατιωτική διοίκηση να πάμε στην τάδε μονάδα, γιατί "κάτι θα γίνει", στην άλλη να γυρίσουμε τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων, να επισκεφθούμε το νοσοκομείο που λειτουργούσε μέσα σε σπηλιές, κάπου θα γινόταν μια σύσκεψη, και έτσι τριγυρνάγαμε τις βουνοκορφές του Γράμμου καταγράφοντας το ιστορικό του παράξενου αυτού πολέμου.
Μετακινούμαστε τις περισσότερες φορές με σύνδεσμο, γιατί δε γνωρίζαμε τα μέρη και μπορούσαμε να χαθούμε. Συχνά περπατάγαμε νύχτες. Αλλες φορές διανυκτερεύαμε στο δάσος, σε καλύβες φτιαγμένες από φτέρη. Μάθαμε την τεχνική, αργότερα τις φτιάχναμε και μόνοι μας. Στην αρχή, τα μόνα μας εφόδια ήταν οι μηχανές μας και το φιλμ, μετά όμως από ένα επεισόδιο αποκτήσαμε και οπλισμό.

Πηγαίναμε στα βομβαρδισμένα χωριά, που τα περισσότερα ήταν άδεια και ψάχναμε να βρούμε τους κατοίκους στα δάση, δηλαδή τις γυναίκες με τους γέρους και τα μωρά που, αποφεύγοντας τα αεροπλάνα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν στις καλύβες με τα λιγοστά τρόφιμα που τους προμήθευε η τοπική αυτοδιοίκηση.

Στο Γράμμο δε μείναμε πολύ. Είχε αρχίσει η μεγάλη επίθεση του μοναρχοφασιστικού στρατού, που μας ανάγκασε να υποχωρήσουμε προς το Βίτσι, στην περιοχή των Πρεσπών. Εκεί η κατάσταση ήταν εντελώς αλλιώτικη. Ο χώρος που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν μεγαλύτερος, υπήρχε οργανωμένη ζωή, αγροτικός συνεταιρισμός, καλλιεργημένη γη. Εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα - στον Πυξό. Είχαμε στέγη, μια ψάθα για να κοιμόμαστε, ζεστό φαΐ από τη μονάδα στην οποία ανήκαμε. Τα μηχανήματα (είχε βρεθεί ήδη και μια δεύτερη Παγιάρ 16 mm), τα φιλμ, οι φωτογραφικές μηχανές και τα εξαρτήματα εξασφαλίστηκαν στο αρχηγείο, που ήταν εγκατεστημένο στο μικρό κομμάτι ελληνικής γης ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.

(...) Αρχίσαμε πάλι τις περιοδείες. Στο Βίτσι υπήρχε σχολή αξιωματικών, οργανωμένα νοσοκομεία, στρατόπεδο αιχμαλώτων, ο συνεταιρισμός και μια εκτεταμένη γραμμή μετώπου που έπιανε από την Μπέλα Βόντα στα ανατολικά ως τις παρυφές του Γράμμου στα δυτικά. Ολα αυτά έπρεπε να τα καταγράψουμε. Ορμητήριο ο Πυξός και ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας. Πολλές φορές κάναμε και μια βδομάδα να γυρίσουμε πίσω, αλλά πάντα στα κουτιά μας υπήρχαν καταχωρισμένα ανεπανάληπτα γεγονότα, μοναδικά πρόσωπα, καθημερινές σκηνές πολέμου - κομμάτια Ιστορίας και μνήμης.
(...) Μετά το Γράμμο περάσαμε και πάλι στο Βίτσι. Εκεί συναντήσαμε και το θεατρικό συγκρότημα του Δημοκρατικού Στρατού με επικεφαλής τον Αντώνη Γιαννίδη. Μείναμε αρκετό καιρό μαζί και κάναμε και κάποιες κοινές εκδηλώσεις. Εν τω μεταξύ ο Απόστολος είχε εκπαιδεύσει ένα νέο ικανό παιδί σε εικονολήπτη, τον Φώτη Ματσάκα, και έτσι μπορέσαμε να χωριστούμε σε δύο συνεργεία. Ο Απόστολος με τον Γιώργο και ο Φώτης με εμένα, για να βρισκόμαστε συγχρόνως σε δύο διαφορετικά μέρη...»
.

Έτσι ακριβώς, το 1948, ιδρύθηκε το φωτο-κινηματογραφικό συνεργείο και εντάχθηκε στη δύναμη του Τμήματος Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Η συνάντησή τους έγινε στο χωριό Πευκόφυτο του ανατολικού Γράμμου.

Η ομάδα είχε χρεωθεί την κινηματογράφηση "Επικαίρων" και τη λήψη φωτογραφιών από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ. Τα φιλμ μεταφέρονταν στο εξωτερικό για την τεχνική επεξεργασία με σκοπό τη διανομή τους.

Το 1948, στο Γράμμο και στο Βίτσι, ο Μάνος Ζαχαρίας, με σενάριο του Γιώργου Σεβαστίκογλου, γύρισε το ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας», που καταγράφει τους θανάσιμους κινδύνους που διέτρεχαν τα ορφανά παιδιά στα κατεστραμμένα και βομβαρδιζόμενα χωριά από τα αμερικανόσταλτα αεροπλάνα του κρατικού στρατού, τη διάσωση και αποστολή τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας


Ο τελευταίος σήμερα επιζών από την κινηματογραφική ομάδα του ΔΣΕ, ο Μάνος Ζαχαρίας, μιλώντας στο «Ρ», υπογράμμισε πως η ταινία, που γυρίστηκε στο Γράμμο και το Βίτσι, αποτελεί «καθαρό ντοκιμαντέρ» χωρίς ίχνος μυθοπλασίας. Δηλαδή, πρόκειται για μια δυναμική τεκμηρίωση της αλήθειας με τον άμεσο τρόπο που μόνον ο κινηματογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει. Για τις ανάγκες της ταινίας, το συνεργείο ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία για να αποτυπώσει τη ζωή των παιδιών στις νεαρές σοσιαλιστικές χώρες.

(Όμως στις 12 Φλεβάρη του 2012, στο δεύτερο «στρογγυλό τραπέζι» με θέμα «Ο ελληνικός εμφύλιος στην οθόνη: Ντοκιμαντέρ και αρχειακά τεκμήρια», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας και των «Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας» (ΑΣΚΙ) με τίτλο «Ο ελληνικός εμφύλιος στην οθόνη». Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας εξήντα και πλέον χρόνια μετά, εμφανίστηκε να στηρίζει την προπαγάνδα της Φρειδερίκης, αλλά και τη σημερινή, άθλια και, το λιγότερο, ψευδή προπαγάνδα των αστών λέγοντας ότι... «τώρα πια εγώ γνωρίζω ότι στην Ηπειρο πολλοί γονείς αρνήθηκαν να δώσουν τα παιδιά τους και ο ΔΣΕ τα πήρε με το ζόρι»! «Γνωρίζω ότι στη Θράκη αρνήθηκαν να δώσουν τα παιδιά τους κι εκεί δεν τους πείραξε κανένας. Στο Βίτσι και το Γράμμο τα παιδιά τα δώσανε εντελώς εθελοντικά. Είναι κατανοητό γιατί ήταν το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων (...) Τότε όμως δεν ήξερα ότι στην Ηπειρο τους τα έπαιρναν με το ζόρι»...).

Το μοντάζ και η επεξεργασία του ήχου έγιναν στην Πράγα, όπου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη κλειστή προβολή της, παρόντος και του μεγάλου Τσεχοσλοβάκου ντοκιμαντερίστα, Γιόρι Σίβενς. Η πρώτη δημόσια προβολή της στην Ελλάδα έγινε αρχές του '49 σε ένα χωριό του Βίτσι. Εκτοτε, τα «ίχνη» της χάνονται. Πολλές 10ετίες αργότερα, θα ανακαλυφθεί εντελώς τυχαία μια κόπια της στη Γαλλία από τον σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη.

Η κόπια βρέθηκε στα χέρια ενός ιδιώτη, ο οποίος όμως είχε και το αρνητικό της ταινίας, δηλαδή τη «μήτρα» της και από εκεί έφτιαχνε αντίτυπα τα οποία στη συνέχεια πωλούσε. Ο Μ. Ζαχαρίας ήρθε σε επαφή με τον ιδιώτη, ο οποίος του είπε πως δε γνώριζε ποιοι ήταν οι συντελεστές της ταινίας, ζήτησε συγγνώμη και πρόσθεσε ότι την αγόρασε νόμιμα από την Ταινιοθήκη της Τσεχοσλοβακίας, όταν η τελευταία διαλύθηκε μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού! «Λεπτομέρεια», που αναδεικνύει ακόμη μία πτυχή του πολιτισμικού «πογκρόμ», που ακολούθησε την αντεπανάσταση. Ο ιδιώτης δε ζει πια, αλλά, σύμφωνα με τον Μ. Ζαχαρία, το αρνητικό της ταινίας βρίσκεται σήμερα σε μια από τις ταινιοθήκες της Γαλλίας.

Για τη δράση του συνεργείου ο Μάνος Ζαχαρίας διηγείται:
"...Επρεπε να μάθουμε πέντε πράγματα για τον Δημοκρατικό Στρατό και για την τακτική του. Δεν κράτησε και πολύ. Σε μια εβδομάδα αρχίσαμε τις αποστολές. Πηγαίναμε στις διάφορες μονάδες, βγάζαμε φωτογραφίες, γυρίζαμε κομμάτια από τη ζωή των μαχητών. Ηταν ένας άλλος στρατός. Γυναίκες και άνδρες μαζί στις μονάδες και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, παντού (...)

Εμείς παίρναμε εντολές από τη στρατιωτική διοίκηση να πάμε στην τάδε μονάδα, γιατί "κάτι θα γίνει", στην άλλη μονάδα για να γυρίσουμε τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων, να επισκεφθούμε το νοσοκομείο που λειτουργούσε μέσα σε σπηλιές, κάπου θα γινόταν μια σύσκεψη, και έτσι τριγυρνάγαμε τις βουνοκορφές του Γράμμου καταγράφοντας..."
.

Με την έναρξη της μεγάλης επίθεσης του αστικού στρατού στον Γράμμο το καλοκαίρι του 1948, το συνεργείο μετακόμισε στην περιοχή των Πρεσπών.

Εκεί, περιγράφει ο Μάνος Ζαχαρίας, "η κατάσταση ήταν εντελώς αλλιώτικη. Ο χώρος που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν μεγαλύτερος, υπήρχε οργανωμένη ζωή, αγροτικός συνεταιρισμός, καλλιεργημένη γη. Εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα - στον Πυξό.

(...) Αρχίσαμε πάλι τις περιοδείες. Υπήρχε σχολή αξιωματικών, οργανωμένα νοσοκομεία, ο συνεταιρισμός και μια εκτεταμένη γραμμή μετώπου που έπιανε από την Μπέλα Βόδα στα ανατολικά ως τις παρυφές του Γράμμου στα δυτικά.

Ολα αυτά έπρεπε να τα καταγράψουμε. Ορμητήριο ο Πυξός και ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας. Πολλές φορές κάναμε και μια βδομάδα να γυρίσουμε πίσω, αλλά πάντα στα κουτιά μας υπήρχαν καταχωρισμένα ανεπανάληπτα γεγονότα, μοναδικά πρόσωπα, καθημερινές σκηνές πολέμου - κομμάτια Ιστορίας και μνήμης"»
.

Με την υποχώρηση του ΔΣΕ και το κινηματογραφικό συνεργείο του βρέθηκε στην αναγκαστική πολιτική προσφυγιά. Ο Μάνος Ζαχαρίας εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη και αργότερα στη Μόσχα, όπου σπούδασε στη σχολή της «Μοσφίλμ». Με το τέλος των σπουδών του εργάζεται ως σκηνοθέτης στη Μόσφιλμ. Γνωρίζει και παντρεύεται την σύζυγό του Όλγα και αποκτούν δύο κόρες, τη Λένα και τη Μάσα. Το 1971 αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Τρίτου Στούντιο της Μόσφιλμ. Ως σκηνοθέτης γυρίζει επτά μεγάλου και τρεις μικρού μήκους ταινίες. Το 1979 επιστρέφει στην Ελλάδα και από το 1981 αναλαμβάνει στο υπουργείο πολιτισμού τον τομέα του κινηματογράφου έως το 1990. Οι περισσότερες ταινίες που γύρισε στη Σοβιετική Ενωση αφορούν στην Εθνική Αντίσταση και στην Απριλιανή χούντα. Το 1962 γύρισε τον «Νυχτερινό επιβάτη» για το γαλλοαλγερινό πόλεμο και το 1977 την ταινία «Ψευδώνυμο: Λούκατς» για τον ισπανικό εμφύλιο.

Από τον «Ριζοσπάστη» και την wikipedia

Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved