ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ:
«Ο Θεός μου είναι ένας αργάτης που πεινάει... »




Στις 26 του Οκτώβρη 2021, συμπληρώθηκαν 64 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ (26/10/1957). Στις 5/11 ενταφιάστηκε στο Ηράκλειο, στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω από τα βενετσιάνικα τείχη, και στον τάφο του χαράχτηκαν τα λόγια του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».

Ο Καζαντζάκης πέθανε εν μέσω της διαδικασίας που φαίνεται πως τον γέμιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: το ταξίδι. Παρά τα 74 χρόνια του, τον Ιούνη του έτους του θανάτου του ταξίδεψε στην Κίνα, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησής της και είχε σκοπό να επιστρέψει στην Κοπεγχάγη, μέσω Ιαπωνίας. Ωστόσο, το εμβόλιο που έκανε για να τον προστατεύσει από τη βλογιά και τη χολέρα κατέληξε σε γάγγραινα που οδήγησε στο μοιραίο. Ηδη όμως είχε προλάβει να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό «σύμπαν», τόσο υφολογικά, όσο και σε σχέση με την ιδεολογική του βάση. Γι' αυτήν τη δεύτερη έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα, αν και ο ίδιος, μέσα από το έργο του και κυρίως μέσω της «Ασκητικής», είχε αποδώσει με τη μορφή φιλοσοφικού - ποιητικού «μανιφέστου» τις απόψεις του.

Το σίγουρο, πάντως, είναι πως η περιπέτεια της κατάκτησής της θα ξεκινήσει με τη γέννησή του το 1883 στην Κρήτη, στο, τουρκοκρατούμενο, Ηράκλειο. O πατέρας του, ο Μιχάλης, έμπορος, έμελλε να γίνει το πρότυπο του γιου του, για τον ομώνυμο ήρωά του στο μυθιστόρημα «Καπετάν Μιχάλης». Κατά μία ιστορική σύμπτωση, ο τόπος καταγωγής του πατέρα του, οι Βαρβάροι, θα φιλοξενούσε πολύ αργότερα, το Μουσείο Καζαντζάκη.

Από τον Νίτσε στον Λένιν

Η πρώτη επανάσταση ενάντια στους Τούρκους το 1889 θα αποτύχει και η οικογένεια Καζαντζάκη θα καταφύγει για ένα εξάμηνο στην Ελλάδα. Το 1897, όμως, η επανάσταση θα πετύχει, αλλά, μέχρι να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση, ο Νίκος θα σταλεί στη Νάξο, όπου θα φοιτήσει σε ένα σχολείο Φραγκισκανών μοναχών, μαθαίνοντας και γαλλικά. Το γυμνάσιο το τελειώνει στο Ηράκλειο και από το 1902-1906 σπουδάζει Νομικά στην Αθήνα. Λίγο πριν το πτυχίο του, το 1906, δημοσιεύει το δοκίμιο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το μυθιστόρημα «Οφις και Κρίνο» και γράφει το δράμα «Ξημερώνει», το οποίο θα βραβευθεί και θα παιχθεί τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, κάνοντάς τον γνωστό, αλλά και προκαλώντας τις πρώτες συζητήσεις γύρω από το έργο του, που, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα έπαιρναν τη μορφή «χιονοστιβάδας».

Την ίδια χρονιά, θα φύγει για μεταπτυχιακά στο Παρίσι, όπου θα παρακολουθήσει διαλέξεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν, θα αρχίσει τη μελέτη του Νίτσε και θα ολοκληρώσει το μυθιστόρημα «Σπασμένες ψυχές». Ο τρόπος που προσλαμβάνει τη νιτσεϊκή φιλοσοφία είναι ενδεικτικός για τον τρόπο που δομείται συνολικά η σκέψη του. Ο Νίτσε, «ο μεγαλομάρτυρας πατέρας του υπερανθρώπου» (όπως τον χαρακτήριζε), αν και τον επηρεάζει σημαντικά, αργότερα θα φανεί πως δεν αποτελεί, παρά ένα από τα συστατικά της ατομικής του φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα και ισότιμα με αυτό, είναι ο Χριστός, ο Βούδας και ο Λένιν. Δεδομένου και του γεγονότος ότι ο Καζαντζάκης προσδίδει στις λέξεις και δικές του ερμηνείες, κατά τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύει με καθαρά προσωπικό τρόπο αυτά τα τέσσερα ονόματα που τον επηρέασαν βαθύτατα, είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κάποιος για την ιδεολογία του, τουλάχιστον με όρους στατιστικής ταξινόμησης.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που ενισχύει αυτή τη διαπίστωση, είναι το παρακάτω απόσπασμα μιας επιστολής του στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του '20: «Δε χάνομαι σε μεταφυσικές και θεωρίες. Η μεταφυσική μου είναι ένα εργαλείο, ένα αλέτρι για τη γης ετούτη. `Ενα όπλο για τον αγώνα το σύχρονο. Θέ μου πώς να μπορέσω να διατυπόσω καλά το τί έχω μέσα μου, για να με νιόσεις και να μη με παραξηγείς πια. Φταίω εγώ. `Οταν μιλώ για τα θέματα τούτα που μου τρων τα σωθικά μου, στοχάζομαι με πηδήματα, θεωρώ γνωστά πολά Αγνωστα, καίγομαι, δεν έχω υπομονή, να μιλήσω με ησυχία».


Ο Ν. Καζαντζάκης κατά την βράβευσή του με το Βραβείο Ειρήνης το 1956


Ταξιδεύοντας και δημιουργώντας.

«Τα θέματα τούτα», για τα οποία γίνεται λόγος στο γράμμα, είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η κομμουνιστική ιδεολογία, την οποία ο Καζαντζάκης θα γνωρίσει στη Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί, επί τροχάδην, πως μέχρι να φτάσει στη Γερμανία είχαν προηγηθεί πολλά ταξίδια, γεωγραφικά και πνευματικά. Αλλωστε, ο ίδιος λέει ότι «το ταξίδι κι η εξομολόγηση (κι η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή της εξομολόγησης) στάθηκαν οι δυο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου».

Το 1909 επιστρέφει στην Κρήτη, όπου δραστηριοποιείται ως πρόεδρος της Εταιρείας Διονυσίου Σολωμού - Ηρακλείου, για την κατάργηση της καθαρεύουσας και την είσοδο της δημοτικής στα σχολεία. Γράφει, μάλιστα, και σχετικό «μανιφέστο» σε περιοδικό της Αθήνας.

Μέχρι το 1911 που θα παντρευτεί τη Γαλάτεια, θα επηρεαστεί από τον Ιωνα Δραγούμη, θα βγάζει τα προς τα ζην με μεταφράσεις από τα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά και τα αρχαία ελληνικά και θα γίνει ιδρυτικό μέλος του περίφημου Εκπαιδευτικού Ομίλου, του προπύργιου των δημοτικιστών. Να σημειωθεί πως γνώριζε πολύ καλά κι άλλες γλώσσες.

Το 1914 και '15 «οργώνουν» την Ελλάδα παρέα με τον Σικελιανό. Το 1917 θα προσλάβει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά για μια επιχείρηση μεταλλείων που ήθελε να ανοίξει στην Πελοπόννησο. Από αυτόν τον εργάτη θα εμπνευστεί τον γνωστό μυθιστορηματικό ήρωα, που θα ταυτισθεί με την Ελλάδα. Αν και αυτό το εκπληκτικό έργο λέει πολύ βαθύτερα πράγματα από το «μεταλλαγμένο», πλαστικό, τουριστικό «πνεύμα» του «Ζορμπά» της Πλάκας...

Θα ακολουθήσει ένα ταξίδι στην Ελβετία και ο διορισμός του, το 1919 από τον Βενιζέλο, ως γενικού διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως, με την ευθύνη της εγκατάστασης προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Η πρώτη του επαφή με την πρώτη «πατρίδα» του παγκόσμιου προλεταριάτου έγινε το 1919, όταν ταξιδεύει σαν γενικός διευθυντής του νεοσύστατου υπουργείου Περιθάλψεως (θέση στην οποία τον διόρισε ο Ελ. Βενιζέλος) και αρχηγός της αποστολής στη Ρωσία, για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Οπως όμως προκύπτει από τις πρώτες φράσεις που γράφει μόλις πατάει το πόδι του στην Οδησσό, ο σκοπός της αποστολής ήταν γι' αυτόν απλά ένα μέσο για την εκπλήρωση ενός παλιού ονείρου: «Ας μην πω με τι συγκίνηση πάτησα το ρούσικο χώμα. Πολλές γενιές μέσα μου είχαν λαχταρίσει τούτη τη στιγμή».

Η χώρα των Σοβιέτ «μαγνήτισε» τον Καζαντζάκη πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς από ένα «μηδενιστή», από έναν άνθρωπο που «δεν ελπίζει τίποτα».

Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη, την οποία αναλαμβάνει, είναι γι' αυτόν μια «φρικώδης, πυρετώδης δουλειά». Ισως αυτή ήταν και η αφορμή για να παραιτηθεί από το υπουργείο το 1920. Ακολουθούν πολλά και συνεχόμενα ταξίδια στην Ευρώπη, αλλά η ΕΣΣΔ δεν είχε εξαντλήσει το ενδιαφέρον του. Επιστρέφει εκεί το 1925, αυτή τη φορά σαν απεσταλμένος της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος». Οι ανταποκρίσεις του θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της μαύρης προπαγάνδας της εποχής με στόχο τη συκοφάντηση των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούνταν στη Σοβιετική Ενωση, προκαλώντας αίσθηση. Ακολουθούν ταξίδια σε Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία.

Το 1929, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπαρμύς, τον Ιστράτι και τον Γκόρκι.
Με τον Ιστράτι θα ταξιδέψουν στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Καζαντζάκης θα φέρει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου του 1928, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι θα μιλήσουν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα» υπέρ της ΕΣΣΔ. Οι ομιλίες προκαλούν διαδήλωση και ο Καζαντζάκης με τον Γληνό απειλούνται με μήνυση ως διοργανωτές. Ο δε Ιστράτι απειλείται με απέλαση. Τα ταξίδια στη Ρωσία εκδόθηκαν σε δύο τόμους. Το 1927 έχει εκδοθεί ήδη η «Ασκητική», «ο σπόρος απ' όπου βλάστησε όλο το έργο μου, ό,τι κι έγραψα είναι σχόλιο, illustration, της Ασκητικής». Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο γράφτηκε κατά την περίοδο που βρισκόταν στη Γερμανία, όπου, όπως είπαμε, γνωρίστηκε με την κομμουνιστική θεωρία.

Ακολουθεί και πάλι η Γαλλία, η Ισπανία (όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον εμφύλιο σαν ανταποκριτής της «Καθημερινής»), η Ιαπωνία, η Κίνα και η Αγγλία, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Το 1937 θα εκδώσει σε λίγα αντίτυπα την «Οδύσσεια», ένα τεράστιο έργο (διπλάσιο σε έκταση και από τα δύο ομηρικά έπη), το οποίο δομείται σε 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους, συνεχίζοντας την πορεία του Οδυσσέα από εκεί που την άφησε ο Ομηρος.

Την Κατοχή θα την περάσει στην Αίγινα και με την απελευθέρωση θα επιχειρήσει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομάδας. Ανάλογο εγχείρημα είχε επιχειρήσει και στα μέσα της δεκαετίας του '20 στην Κρήτη, για την κομμουνιστική διαφώτιση των εργατών. Μάλιστα, φυλακίστηκε γι' αυτή τη δράση του.

Αναγνώριση και μίσος

Η τελευταία δεκαετία της ζωής του θα σημαδευτεί από την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του, αλλά και από τη μισαλλοδοξία. Το μυθιστόρημά του «Ο βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα τον φέρει προ των πυλών του Νόμπελ, για το οποίο προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο «Καπετάν Μιχάλης», αλλά πιο πολύ ο «Τελευταίος πειρασμός» (που δεν είχε εκδοθεί στα ελληνικά) ξεσηκώνουν τις αντιδραστικές και σκοταδιστικές δυνάμεις, με πρωτοπόρα την Εκκλησία, η οποία ζητά την απόσυρση του «Καπετάν Μιχάλη» και να μη μεταφραστεί ο «Τελευταίος πειρασμός». Θα ακολουθήσει ο πάπας, ο οποίος περιλαμβάνει το βιβλίο στο Ρωμαιοκαθολικό Ινδικα Απαγορευμένων Βιβλίων. O Καζαντζάκης απαντά με τηλεγράφημα στο Βατικανό, στο οποίο γράφει μόνο τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello» («στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Κύριε»). Στην ιεραρχία της Αθήνας θα προσθέσει κάτω από την ίδια φράση: «Με καταραστήκατε, άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή, όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι, όσο είμαι εγώ». Σύσσωμος ο προοδευτικός κόσμος και η διανόηση βρίσκεται στο πλευρό του, ενώ η «Αυγή» θα παραλληλίσει την ιεραρχία με τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση. Το 1956 παίρνει το Βραβείο Ειρήνης.


Ο Ν. Καζαντζάκης κατά την επίσκεψή του στην ΕΣΣΔ


Το 1957 η κυβέρνηση της Κίνας θα τον προσκαλέσει, αλλά ο Καζαντζάκης θα φτάσει άρρωστος στην Κοπεγχάγη και από κει θα μεταφερθεί στη Γερμανία, όπου και θα πεθάνει στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Οι Κρητικοί θα τον τιμήσουν, θάβοντάς τον στις 5 Νοεμβρίου, σε έναν προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών του Ηρακλείου, στην Τάπια Μαρτινένγκο και θα χαράξουν στον τάφο τα δικά του λόγια: «Δεν ελπίζω τίποτα/ δε φοβάμαι τίποτα/ Είμαι λεύτερος».

Οι ταξικοί αγώνες της Γερμανίας και ο κύκλος των Εβραίων κομμουνιστών που συναναστρέφεται ο Καζαντζάκης τον κάνουν για πρώτη φορά να αισθάνεται ότι η ζωή του έχει σκοπό και ότι ικανοποιείται η πνευματική του αγωνία. Θέλει να ενταχθεί στη σοβιετική κοινωνία και ετοιμάζεται γι' αυτό: μαθαίνει ρώσικα και την τέχνη του μαραγκού, που θα ήθελε να κάνει κατά την παραμονή του εκεί. Στο μεταξύ, μέχρι το ταξίδι του στη Ρωσία -Οκτώβρη 1925 το πρώτο και Οκτώβρη - Δεκέμβρη 1927 το δεύτερο - κάνει μια απόπειρα παράνομης δράσης στην Κρήτη με ντόπιους κομμουνιστές, από την οποία έχουμε την «Απολογία», ...«υπόμνημα που υπέβαλα στην Ανακριτική αρχή Ηρακλείου στα 1924 όταν με συνέλαβαν ως κομμουνιστή».

Στην «Ασκητική», δημοσιευμένη (1927) στην «Αναγέννηση» του Γληνού, στα πλαίσια του πρώτου δημόσιου διαλόγου για τον ιστορικό υλισμό που διεξαγόταν στην Ελλάδα, ακούγονται φράσεις που έχουν υιοθετήσει τη ρητορική της οργής και της αποφασιστικότητας του ελληνικού προλεταριάτου του μεσοπολέμου: «μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί...», κι ακόμα «Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα» και «πόλεμος εναντίον των απίστων. Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι». Θαυμάζει και υψώνει σε πρότυπα της ανθρωπότητας όσους δεν άγγιξε η παγκόσμια φθορά· είναι οι «σωτήρες του Θεού» (Salvatores dei), που συνεχίζουν το έργο του, ήρωες του στοχασμού και της πράξης: Ομηρος, Δάντης, Σαίξπηρ, Νίτσε, Μωυσής, Μωάμεθ, Τσέγκινς Χαν, Λένιν, Γκρέκο, Θερβάντες. Για την εποχή του πιστεύει ότι οι νέοι «σωτήρες» είναι η τάξη των «χερομάχων»: σήμερα «ο θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα».

Στην «Οδύσσεια» ο λαός (των «χερομάχων») δίνει υλικότητα στις ιδέες και του προμηθεύει πρόσωπα μιας τιτανικής ζωτικότητας:

Κι απλοχερούν τις σεβαστές κορφές του ανθρώπου να θερίσουν
Στα μακρινά νησιά και στις στεριές καπνίζουν, μάθε, γιε μου,
Τα λιπαρά παλάτια και βογκούν σφαγμένοι οι βασιλιάδες.
Ξεθράσεψε ο λαός, οι πόλεμοι μαύρισαν την καρδιά του,
Της μοίρας πια τη ζυγαριά νογώ ν' ανεβοκατεβαίνει!

Ο καζαντζακικός Οδυσσέας δεν είναι ένας νέος εθνικός ήρωας, αλλά ένας αντάρτης, ένας ντεσπεράντο, ξεριζωμένος, με στίβο αγώνα όλη τη Γη. Μετέχει σε εργατική επανάσταση στην Αίγυπτο όπου ηγείται ο επαναστάτης Νείλος (ένας αναγραμματισμός του Λένιν) και πρωταγωνιστεί η Οβριά Ράλα, μια τρυφερή μνήμη της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Η «Οδύσσεια» (σε 33.333 στίχους) είναι λογοτεχνία του φιλοσοφικού ερωτήματος και όχι του λογοτεχνικού ύφους. Οι ικανότητες του λογοτέχνη δεν μπόρεσαν να αποδώσουν στο έδαφος μιας εξωιστορικής σύλληψης της ζωής. Λογοτεχνική αξία έχει η πρόζα του (μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά). Το μυθιστόρημα, που έβγαλε δυναμικά τον Καζαντζάκη στο μεγάλο διεθνές κοινό, αρχίζει να τον εκφράζει στην ωριμότητά του, στη δεκαετία του 1940 και του 1950. Το πρώτο, από τα επτά συνολικά μυθιστορήματα που έγραψε, «Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» είναι μια κοινωνική τοιχογραφία της προαστικής Ελλάδας και το «συναξάρι» ενός ήρωα αντιπροσωπευτικού της «φυσικής» αυθεντικότητας του παραδοσιακού Ελληνα. Το υλικό στα μυθιστορήματά του το δίνουν οι εμπειρίες της σύγχρονης ιστορίας μέσα από τις οποίες ο λαός υψώνεται στο νέο τραγικό πρόσωπο, που πρωταγωνιστεί στην ιστορία, όπως τον είχαν αναδείξει οι απελευθερωτικοί και κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του 1940. Μέσα από την εμπειρία του Εμφυλίου «ξαναβλέπει» την ιστορία της μεγαλοϊδεατικής εκστρατείας και της μικρασιατικής καταστροφής στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ενώ στις «Αδερφοφάδες» εξιστορεί τα ίδια τα γεγονότα του Εμφυλίου.

Η προσφορά του στη νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα είναι αδιαμφισβήτητη. Μάλιστα, ο Βάρναλης σημειώνει για τον Καζαντζάκη, ότι «ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Εμεινε πάντα έξω από όλα - εκτός αν κάποτε βρέθηκε κάπου ερασιτεχνικά περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πιστός αγωνιστής». Ομως, πόσα πολλά οφείλει το ανθρώπινο πνεύμα και σε ανήσυχους «ταξιδιώτες» όπως ο Καζαντζάκης, έστω κι αν δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν αυτό το «ταξίδι» ή το ολοκλήρωσαν με «ερασιτεχνικό» τρόπο;

Κείμενα πήραμε από τον Ριζοσπάστη


Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved