Το αντάρτικο στην Κρήτη (τον Απρίλη του 1947)




Στην Κρήτη, αρχικά, στους μαζικούς και μαχητικούς αγώνες, που συσπείρωναν την πλειοψηφία του λαού, συμμετείχε κι ένα τμήμα του κόμματος των Φιλελευθέρων, από το οποίο προερχόταν και ο βουλευτής Γιαμαλάκης.  Σύντομα, όμως, η ηγεσία των Φιλελευθέρων, υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, συσπειρώθηκε με την ντόπια αντίδραση για να τσακίσει το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα. Σε αντίδραση των τρομοκρατικών ενεργειών τους, συγκροτήθηκαν οι πρώτες ομάδες των καταδιωκομένων αγωνιστών, που σχετικά σύντομα μετασχηματίστηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό της Κρήτης. Επρόκειτο για την εκτόπιση 12 ΕΑΜικών στελεχών από τα Χανιά, για τις επιδρομές κρατικών και παρακρατικών τρομοκρατών κατά των γραφείων του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και της εφημερίδας Δημοκρατία και για τη δημιουργία από εγκληματικά στοιχεία ειδικού σώματος χωροφυλάκων «άνευ θητείας». Στο νομό Χανίων μάλιστα, τους «άνευ θητείας» χωροφύλακες τους οργάνωσε ο απόστρατος συνταγματάρχης Π. Γύπαρης, που, όταν του διαμαρτυρήθηκαν ομοϊδεάτες του για τις απαράδεκτες επιλογές του, χαρακτήρισε τους εκλεκτούς του «καθάρματα», με τα οποία, ωστόσο, «θα έκανε τη δουλειά του»

Η αρχή του αντάρτικου κινήματος


Η αντάρτικη δραστηριότητα στην Κρήτη άρχισε στα τέλη του Απρίλη του 1947, όταν στον Ταυρωνίτη των Χανίων αντάρτικες ομάδες χτύπησαν σε ενέδρα τμήμα 35 χωροφυλάκων και στρατιωτών και το διέλυσαν. Στη μάχη σκοτώθηκε ο μοίραρχος Σαριδάκης, ένας στρατιώτης και ένας χωροφύλακας και αιχμαλωτίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του τμήματος. Την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή της στην Ανατολική Κρήτη η αντάρτικη ομάδα του Γιάννη Ποδιά, παλιού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που μαζί με τον, επίσης, ΕΛΑΣίτη καπετάνιο Νίκο Σαμαρίτη υπήρξε θρυλικό πρόσωπο για την περιοχή. Επρόκειτο για μια ολιγάριθμη ομάδα, η οποία, ωστόσο, πολύ γρήγορα ενισχύθηκε με την προσχώρηση σ' αυτή πλήθους στρατιωτών, που είχαν δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αγίου Νικολάου Λασηθίου.  Για το στρατόπεδο αυτό, αλλά και για τη δραπέτευση και προσχώρηση πολλών στρατιωτών του στην ομάδα του Ποδιά, υπάρχει η παρακάτω σχετική μαρτυρία - δοσμένη από κρατούμενο του εν λόγω στρατοπέδου και κατοπινό μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού: «Στα τέλη του 1946 υπήρχαν στην Κρήτη δυο στρατόπεδα Σκαπανέων - το ένα στο Ρέθυμνο και το άλλο στον Αγιο Νικόλαο Λασηθίου - που αριθμούσαν συνολικά γύρω στους τρεις χιλιάδες στρατιώτες. Στις αρχές του 1947 τα στρατόπεδα αυτά διαλύθηκαν και κρατήθηκαν μόνο οι πιο "επικίνδυνοι", που συγκεντρώθηκαν στον Αγιο Νικόλαο - γύρω στους 120 με 125. Ζούσαμε εκεί κάτω από τραγικές συνθήκες. Ο ταγματάρχης Κωνσταντόπουλος, διοικητής του στρατοπέδου, οι Αλφαμίτες γιοι του και άλλοι τραμπούκοι, τρομοκρατούσαν τους κρατούμενους με απειλές, βρισιές, προκλήσεις και περιορισμούς. Στο τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Απρίλη και αφού η Οργάνωση Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ ενέκρινε τη σχετική πρόταση της κομματικής οργάνωσης του στρατοπέδου, πήραμε το δρόμο για το βουνό. Εκείνες τις μέρες είχαν έλθει βάσιμες πληροφορίες ότι σχεδίαζαν (οι στρατιωτικές αρχές) να μας στείλουν για εξόντωση στην κόλαση της Μακρονήσου (...).


Με όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις και τη μυστικότητα αποδράσαμε από το στρατόπεδο και συναντηθήκαμε, κατάκοποι λόγω της απόστασης, με την ομάδα του Ποδιά στη θέση Καθαρό.
Την ομάδα αυτή την αποτελούσαν ο Γιάννης Ποδιάς, ο Μήτσος Παπάς (και άλλοι οχτώ καταδιωκόμενοι αγωνιστές). Με τους 55, που φύγαμε από τον Αγιο Νικόλαο, η δύναμη της ομάδας ανήλθε στους 65». Λίγες μέρες μετά την προσχώρηση των 55 στρατιωτικών στην ομάδα του Ποδιά συγκροτήθηκε η νέα διοίκησή της, την οποία αποτέλεσαν ο Ποδιάς, ως αρχηγός, ο Παπάς, ως υπαρχηγός, ο Αριστείδης Λαμπρούλης, ως στρατιωτικός υπεύθυνος, ο Μανώλης Φραγκιαδάκης, ως πολιτικός επίτροπος, και ο Γιάννης Ρουκουνάκης, ως ομαδάρχης.


Οι πρώτες συγκρούσεις
 
 
Η πρώτη αξιόλογη σύγκρουση της ομάδας του Ποδιά με κυβερνητικές δυνάμεις σημειώθηκε στα Λασηθιώτικα Βουνά, στη θέση Σκοτεινά Λακκάκια, όπου ο εχθρός πανικοβλήθηκε και ένας χωροφύλακας σκοτώθηκε. Η σημαντικότερη, όμως, επιχείρηση της ομάδας πραγματοποιήθηκε στις 9 του Μάη, όταν αυτή χτύπησε και κατέλαβε, ύστερα από εφτάωρη μάχη, την Ιεράπετρα, επιφέροντας στον αντίπαλο σημαντικές απώλειες σε νεκρούς. Ανάμεσα μάλιστα στους νεκρούς του αντιπάλου περιλαμβάνονταν και 11 Αλβανοί, παλιοί συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, που τώρα είχαν προσκολληθεί στη χωροφυλακή.
Την ίδια μέρα της κατάληψης της Ιεράπετρας από τους αντάρτες του Ποδιά εκατοντάδες λαού συγκεντρώθηκαν μπροστά στη Νομαρχία Ηρακλείου και άρχισαν να ζητούν να φύγουν ο Γύπαρης και οι χωροφύλακές του από την Κρήτη, να επανέλθουν οι εξόριστοι ΕΑΜίτες στα σπίτια τους και να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος στο νησί. Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η στάση του νομάρχη Νάθαινα, που ανήκε στο Λαϊκό Κόμμα, αλλά και της μεγάλης μερίδας των βενιζελικών πολιτευτών, καθώς και των βενιζελικών «καπεταναίων», και κατά πρώτο λόγο του Εμμανουήλ Μπαντουβά, οι οποίοι σε σύσκεψη που είχε συγκροτηθεί πριν από πέντε μέρες, είχαν, χωρίς συζήτηση, απορρίψει την οποιαδήποτε συμφιλίωση με τις ΕΑΜικές δυνάμεις. Στη σύσκεψη μάλιστα αυτή αναφερόμενος ο διαλλακτικός βενιζελικός βουλευτής Γιαμαλάκης είχε δηλώσει τότε στο Ριζοσπάστη: «Μετά την αποδοκιμασίαν μου από τους δυναμικούς καπεταναίους και την σύσκεψιν της Δευτέρας (5ης Μαΐου), όπου επήραν μέρος οι βενιζελικοί οπλαρχηγοί με τον λαϊκόν νομάρχην και τας αστυνομικάς αρχάς, αδυνατώ πλέον να αναμιχθώ εις την συμφιλιωτικήν προσπάθειαν. Ετόνισα προς όλας τας κατευθύνσεις ότι είναι αδύνατον να ηρεμήσουν τα πνεύματα, εάν ικανοποιηθή η αξίωσις των λεγομένων καπεταναίων να αναλάβουν αυτοί την εκπροσώπησιν του κράτους εις την δίωξιν των ενόπλων. Ούτοι, ιδιαιτέρως δε ο Μπαντουβάς, εμπνέονται από αφάνταστον φιλοδοξίαν».



Ο ρόλος των βενιζελικών «οπλαρχηγών», αλλά και επιτυχίες των ανταρτών



Στις 11 του Μάη ο Μπαντουβάς και οι υπόλοιποι βενιζελικοί οπλαρχηγοί κυκλοφόρησαν «προκήρυξιν προς τον κρητικόν λαόν», με την οποία τον πληροφορούσαν ότι «εις την καταβαλλομένην προσπάθειαν του έθνους ήρχοντο συνεπίκουροι και βοηθοί των νομίμων αρχών του κράτους, τασσόμενοι υπό τας διαταγάς και παρά το πλευρόν των διά την πάταξιν της ανταρσίας». Ο νομάρχης προσπάθησε να αντιδράσει στην πρωτοφανή αυτή ενέργεια των οπλαρχηγών και δήλωσε ότι «θα πατάξη κάθε ένα, που θα οπλισθή με το πρόσχημα ότι θα κτυπήση την ανταρσίαν» - πολύ γρήγορα, όμως, αντελήφθη την κατάσταση και δεν προχώρησε σε καμιά ενέργεια κατά των βενιζελικών «καπεταναίων», όταν αυτοί επικήρυξαν ως ληστές με δέκα εκατομμύρια δραχμές τον καθένα, τον Ποδιά και μαζί του δυο άλλα δυναμικά στελέχη των ανταρτών - τον Παπά και τον Ρουκουνάκη.

Η ομάδα του Ποδιά, ωστόσο, συνέχισε τη δράση της στην Ανατολική Κρήτη και είχε ορισμένες επιτυχίες. Ετσι, στις 14 και στις 15 του Μάη, χτύπησε παρακρατικούς του Μπαντουβά και στρατιώτες στη θέση του «Ξινογιώργη η Κορφή», στις 23 του ίδιου μήνα κέρδισε μικρή μάχη με χωροφύλακες στο χωριό Κασάνοι του Ηρακλείου και στις 18 του Ιούνη αναμετρήθηκε με τον εχθρό και του προκάλεσε φθορές στη θέση Μαύρος Κόλυμπος του Λαρανίου, χωριού του Ποδιά. Στις 27 του ίδιου μήνα, όμως, ομάδα δέκα ανταρτών της περιοχής υπό τον Βασίλη Πλαγιωτάκη καταστράφηκε από μονάδα του Μπαντουβά στο βουνό της Σμπάρου, όπου είχε σταλεί, για να δημιουργήσει μικρό αντάρτικο συγκρότημα.

Την ίδια εποχή στο δυτικό τμήμα του νησιού είχαν ήδη αναπτυχθεί τρία ισχυρά αντάρτικα συγκροτήματα. Το πρώτο από τα συγκροτήματα αυτά δρούσε στην περιοχή Κισσάμου και Σελίνου, με αρχηγό τον Γ. Κοδέλα, το δεύτερο στην Κυδωνία, με επικεφαλής τον Γιάννη Μπαντουρογιάννη και τον Πίσσα, και το τρίτο στον Αποκόρωνα, με ηγέτη τον Γ. Σπανουδάκη ή Χειμώνα.
Παράλληλα, δρούσαν στις ίδιες περιοχές και μικρές ανεξάρτητες ομάδες, καθώς και ομάδες αυτοάμυνας - ενώ σε ώρα ανάγκης μπορούσαν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της Δυτικής Κρήτης να ενισχυθούν με τριακόσιους επιπλέον ενόπλους μόνο στον παλαιό δήμο του Πελεκάνου της επαρχίας του Σελίνου. Με τον εμφύλιο πόλεμο στην Κρήτη ασχολούνται αναλυτικά ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γιώργης Τσομπανάκης, μαχητές και οι δυο του Δημοκρατικού Στρατού, που δεν παραδόθηκαν ποτέ, αλλά έζησαν κυνηγημένοι στα βουνά τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια και οι οποίοι σε πολυσέλιδο βιβλίο τους γράφουν συγκεκριμένα:

«Το αντάρτικο στην Κρήτη (τον Απρίλη του 1947) είχε ξεφαντώσει. Στον Αποκόρωνα, στην Κυδωνία, στον Κίσσαμο, στο Σέλινο, παντού υπήρχαν αντάρτικες ομάδες και άρχιζαν τη δράση. Στα ορεινά μέρη καταλάβαιναν τους σταθμούς (χωροφυλακής), έκοβαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και γενικά (τα μέρη αυτά) ήταν υπό τον έλεγχό τους. Ακουγε ο κόσμος για τη δράση του αντάρτικου στην ηπειρωτική Ελλάδα και έπαιρνε θάρρος. Η κυβέρνηση έκανε επιστράτευση και πολλοί στρατιώτες δεν πήγαιναν στο στρατό, αλλά λιποταχτούσαν. Αλλοι έρχονταν στις αντάρτικες ομάδες και άλλοι γύριζαν στα χωριά τους».

Σε άλλο σημείο του βιβλίου τους, οι ίδιοι σημειώνουν:
«Ηταν χειμώνας (του 1947 προς 1948) και κατεβαίναμε από τα υψώματα του Ομαλού και χωνόμαστε μέχρι τα γόνατα στο χιόνι. Κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ κατεβήκαμε στον Ομαλό (...). Εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντάρτες του βουνού. Εβγαιναν συνεχώς νέοι και έτσι στα τέλη του Γενάρη του 1948 το αντάρτικο στο νομό είχε αναπτυχθεί στον ανώτερο βαθμό. Αριθμούσε περί τους διακόσιους μάχιμους, που μπορούσαν να παίρνουν μέρος σε επιχειρήσεις με ακμαίο ηθικό. Είχαν αναπτύξει και αξιόλογη δράση».

Το Δημοκρατικό Στρατό της Κρήτης αποτελούσαν εμπειροπόλεμα συγκροτήματα σε όλη σχεδόν την έκταση του νησιού. Στο συγκρότημα μάλιστα του νομού Χανίων ήταν ενσωματωμένη μια ξεχωριστή διμοιρία γυναικών, με επικεφαλής τη Γεωργία Σκευάκη, καθώς και μια ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας, η οποία είχε πάρει μέρος σε όλες τις επικίνδυνες αποστολές και σε όλες τις αποφασιστικές συγκρούσεις, που είχαν κατά καιρούς σημειωθεί στην περιοχή. Η πιο εντυπωσιακή επιχείρηση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ήταν εκείνη στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, όπου υπήρχε λόχος εκατό σμηνιτών. Ισχυρή δύναμη ανταρτών είχε κατέβει στο χωριό Πρασέ με τρία αυτοκίνητα, είχε καταλάβει θέσεις γύρω από το αεροδρόμιο και στη συνέχεια είχε στείλει μια μικρή ομάδα από δέκα άνδρες μέσα σ' αυτό, για να καλέσουν τη φρουρά να προσχωρήσει στις γραμμές τους. Προσχώρησαν με προθυμία 64 σμηνίτες, οι οποίοι, αφού φόρτωσαν στα αυτοκίνητα της αεροπορικής βάσης όλο τον οπλισμό της μονάδας τους - και μεταξύ των άλλων τρία βαριά πολυβόλα και τον ασύρματο - κατευθύνθηκαν μαζί με τους αντάρτες προς την Κακόπετρα, που ήταν η έδρα του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η μάχη στους Λάκκους με λόχο της εθνοφυλακής. Ο λόχος αυτός διαλύθηκε, σαράντα στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν, για να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι και πέσανε στα χέρια των ανταρτών πολλά όπλα και τρόφιμα. Από τις 28 μέχρι τις 30 του Ιούνη 1947 πάνω από εκατό αντάρτες του Ποδιά χτύπησαν τμήματα χωροφυλάκων και παρακρατικών του Κατσιά και του Μπαντουβά στην επαρχία της Αμαρίας, στον Ψηλορείτη, με αποτέλεσμα να τα διαλύσουν. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη μετά την επιχείρηση της Ιεράπετρας επιτυχία της ομάδας αυτής, της οποίας η διοίκηση είχε συμπληρωθεί από τον Θεόφιλο Τρουλλινό, ως ομαδάρχη, το δικηγόρο Γεώργιο Σμπώκο και το γιατρό Μιχάλη Χριστοφοράκη. Την ίδια εποχή αντάρτικες δυνάμεις κατέλαβαν την υποδιοίκηση της χωροφυλακής στην Κάνδανο των Χανίων, επέφεραν απώλειες στον εχθρό και αποκόμισαν λάφυρα. Αλλες αντάρτικες δυνάμεις, εξάλλου, μπήκαν αιφνιδιαστικά στη Χρυσοπηγή, έξω από το Ηράκλειο, και κατέστρεψαν συνεργεία αυτοκινήτων. Το Μάρτη του 1948 ισχυρή ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού και τμήμα της ομάδας της Δημοκρατικής Νεολαίας χτύπησαν στον εθνικό δρόμο, μεταξύ των χωριών Νεοχωρίου και Αγίων Πάντων, της επαρχίας Αποκορώνου, πομπή αυτοκινήτων, στα οποία επέβαιναν 27 βουλευτές του κόμματος των Φιλελευθέρων και διπλωματικοί εκπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γαλλίας, που μετέβαιναν στο Ακρωτήρι των Χανίων, για να συμμετάσχουν σε μνημόσυνο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ολοι αυτοί είχαν ξεκινήσει από τον Αγιο Νικόλαο του Λασηθίου και κατευθυνόμενοι προς τα Χανιά, είχαν σταματήσει στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και σε ορισμένα μικρά αστικά κέντρα, όπου με σύντομες ομιλίες τους είχαν προβάλει την αναγκαιότητα της συγκρότησης ειδικής Μεραρχίας Κρητών εθελοντών, οι οποίοι «θα συνέβαλλαν αποφασιστικώς εις την εκκαθάρισιν της χώρας εκ του συμμοριτισμού από Θράκης μέχρι Ταινάρου».

Αποτέλεσμα της ένοπλης προσβολής της εν λόγω πομπής - που συνέπεσε με οργανωμένη επίθεση άλλης αντάρτικης ομάδας στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς, 5 χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά - υπήρξε ο τραυματισμός ενός βουλευτή, η πρόκληση ζημιών σε μερικά αυτοκίνητα και κυρίως ο πανικός των βουλευτών, των ξένων διπλωματών και της αστυνομικής συνοδείας τους. Ηταν μάλιστα τόσο μεγάλος ο πανικός τους, ώστε το επίσημο γεύμα ζήτησαν και δόθηκε όχι στο χώρο που είχε προγραμματιστεί, αλλά στο πολεμικό πλοίο, που είχε μεταφέρει στην Κρήτη, ειδικά για το μνημόσυνο, τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Το Αρχηγείο των ανταρτών του νομού Χανίων απένειμε έπαινο στους μαχητές, που συμμετείχαν στην προσβολή της πομπής και ο ραδιοσταθμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» αναφέρθηκε επανειλημμένα στο περιστατικό. Επρόκειτο, άλλωστε, για πολύ εντυπωσιακό και ταπεινωτικό για τους κυβερνητικούς γεγονός, εξαιτίας του οποίου απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους ο γενικός διοικητής της Κρήτης, ο διοικητής της εκεί χωροφυλακής και ο φρούραρχος Χανίων.



Επιβολή της τρομοκρατίας
 
 
Για την αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη η κυβέρνηση της Αθήνας υποχρεώθηκε, τελικά, να μεταφέρει στη μεγαλόνησο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Φραγκιαδάκη. Παράλληλα, ενίσχυσε την εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες, των οποίων η εγκληματική δράση ήταν ήδη πλούσια στο νησί.
Σε προσωπικές μαρτυρίες γίνεται πολύς λόγος για την κατάσταση τρόμου, που είχαν επιβάλει τότε τα κρατικά όργανα και οι παρακρατικοί σε όλη την έκταση της μεγαλονήσου. Ετσι, σε κάποια από τις μαρτυρίες αυτές αναφέρεται σχετικά:

«Για να κάμψουν το δημοκρατικό φρόνημα του κρητικού λαού το κράτος και το παρακράτος των Μπαντουβάδων εξαπόλυσαν βάρβαρη και αιματηρή τρομοκρατία. Ομαδικές συλλήψεις, μεσαιωνικοί βασανισμοί, εκτελέσεις και δολοφονίες αγωνιστών απλώθηκαν σε όλους τους νομούς του νησιού.
Οι "στάβλοι του Μπαντουβά" ήταν η Μακρόνησος της Κρήτης. Εκατοντάδες αντιστασιακοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι πέρασαν από τους "στάβλους" αυτούς. Εκεί δολοφονήθηκε, όντας αιχμάλωτος, ο Γιάννης Ρουκουνάκης. Εκεί, επίσης, δολοφονήθηκαν η παιδαγωγός και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, η Μαρία Δρανδάκη, ο γεωπόνος Μιχάλης Λαμπράκης (και πολλοί άλλοι αγωνιστές). Στις 12 του Ιούνη 1947, εξάλλου, πέθανε στην Ασφάλεια Ηρακλείου, ύστερα από βασανιστήρια, ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ενώ σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εργατών για τη σύλληψή του δολοφονήθηκαν οι αδελφοί Χρήστος και Κώστας Χατζηγεωργίου».

Την άνοιξη του 1948 άρχισαν από τον κυβερνητικό στρατό οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, με τις οποίες ασχολούμενοι στο βιβλίο τους οι Μπλαζάκης και Τσομπανάκης γράφουν:
«Οι αρχές ανησύχησαν πολύ με τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού (κυρίως) στο νομό Ηρακλείου και αποφάσισαν να χτυπήσουν το αντάρτικο του νομού. Συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις και άρχισαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ο νομός Ηρακλείου δεν έχει ψηλά βουνά, εκτός από τον Ψηλορείτη, στα σύνορα με το Ρέθυμνο, και δεν προσφέρεται για μεγάλη δύναμη ανταρτών, εκτός αν υπερτερούν από τον αντίπαλο. Ο αντίπαλος, όμως, είχε μεγάλη υπεροχή σε άνδρες και οπλισμό. Τους στρίμωχνε από δω, τους στρίμωχνε από κει και τους ανάγκαζε να δίνουν, κάθε μέρα σχεδόν, μάχες, με αποτέλεσμα να τους αποδεκατίσουν, σκοτώνοντας και τον καπετάνιο τους Ποδιά. Οσοι εγλύτωσαν, μην μπορώντας να μένουν σ' αυτή την περιοχή, περάσανε στο νομό Χανίων και ενώθηκαν μαζί μας».

Για τα δραματικά γεγονότα του νομού Ηρακλείου υπάρχει και μαρτυρία αντάρτη της ομάδας του Ποδιά, στην οποία αναφέρεται:
«
Στις 28 του Ιούνη, το πρωί, δώσαμε την πρώτη μάχη νοτιοδυτικά της Νίδας, στη θέση Πόρος της Μηλιάς. Στη συνέχεια αποχωρήσαμε και κάναμε στάση στο Λοχριανό Πηγάδι, όπου φάγαμε και ήπιαμε νερό. Την επομένη δεχτήκαμε επίθεση στη θέση Κουρουπητό. Πολεμούσαμε όλη μέρα στον ήλιο, διψασμένοι και πεινασμένοι, αλλά με θάρρος και περηφάνια. Το βράδυ της ίδιας μέρας ξεκινήσαμε, για να βγούμε από τον σφιχτό κλοιό. Στην πορεία πέσαμε σε ενέδρα, που μας εμπόδισε να προχωρήσουμε συνταγμένοι για τον καθορισμένο τόπο. Ενα τμήμα της ομάδας, στον Αγκαβανόλακκο, βρέθηκε με τον Ποδιά. Για να προφυλαχθούν, βγήκαν επάνω σε δέντρα και από κει, όταν έγιναν αντιληπτοί, πολέμησαν ενάντια στους παρακρατικούς. Σε αυτή τη σύγκρουση έπεσαν όλοι, γύρω στους εννέα με δέκα, μαζί και ο Ποδιάς (...).

Σαν κανίβαλοι συναγωνίζονταν γύρω από το πτώμα του Ποδιά οι ομάδες των παρακρατικών, ποιος θα πάρει το κομμένο του κεφάλι. Στο τέλος το πήραν οι Μπαντουβάδες, το κάρφωσαν σε πάσσαλο και το μετέφεραν, πανηγυρίζοντας, στο Ηράκλειο». Ο θάνατος του Ποδιά σήμανε την αρχή του τέλους του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη, που σημειώθηκε πολύ νωρίτερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στην Ελλάδα. Ο Δημοκρατικός Στρατός της μεγαλονήσου, παρά την αρχική μεγάλη ανάπτυξή του, δεν κατόρθωσε τελικά, και για υποκειμενικούς και για αντικειμενικούς λόγους, να αναπτύξει ένα κίνημα ανάλογο προς τον προσωπικό δυναμισμό των μαχητών του και προς την κρητική επαναστατική παράδοση. Η σκληρότερη και αιματηρότερη μάχη από το σύνολο σχεδόν των ανταρτών, που δεν ξεπερνούσαν τους 150, δόθηκε στο φαράγγι της Σαμαριάς και κράτησε πέντε μέρες. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού πολέμησαν εκεί με ηρωισμό, κυκλωμένοι από κυβερνητικά στρατιωτικά τμήματα, που μαζί με τους παρακρατικούς του Γύπαρη και των οπλαρχηγών Πέτρακα και Γιαννούλη, που τους ενίσχυαν, αριθμούσαν τρεις χιλιάδες άνδρες, υποστηριζόμενους μάλιστα από την αεροπορία. Από τους αντάρτες σκοτώθηκαν στη διάρκεια της μάχης 35, καθώς προσπαθούσαν να βγουν από τον κλοιό. Οι υπόλοιποι, τελικά, κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τις κυβερνητικές γραμμές και να τραβήξουν προς τα Λευκά Ορη, όπου χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες.

Στις 26 του Οκτώβρη 1948 έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκε ο Δημήτρης Μακριδάκης, γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής του Κόμματος, ενώ ο Γιώργος Τσιτήλος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, πιάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Την ίδια εποχή έχασαν τη ζωή τους σε άνισες αναμετρήσεις ο Μπαντουρογιάννης, ο Πίσσας, ο Ροζάκης, ο Παπαναγκοτάκης και ο γιατρός Σταματάκης. Το Δεκέμβρη του 1949, εξάλλου, σκοτώθηκε σε συμπλοκή η Βαγγελιώ Κλάδου, μέλος του Γραφείου Περιοχής του ΚΚΕ.

Στις αρχές του 1950 είχαν απομείνει στην Κρήτη μόνο 14 αντάρτες, που πέρασαν στην παρανομία και άρχισαν να εργάζονται για την ανασυγκρότηση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ και για τη διατήρηση και παραπέρα ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος στο νησί. Πέντε, όμως, απ' αυτούς συνελήφθησαν τελικά, ένας σκοτώθηκε, έξι κατόρθωσαν να διαφύγουν στο εξωτερικό και οι υπόλοιποι δύο, δηλαδή ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γεώργιος Τσομπανάκης, παρέμειναν ασύλληπτοι στα κρητικά βουνά και ξαναγύρισαν στη νομιμότητα το 1974, μετά την πτώση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Η πολιτική μας δουλιά στον ΔΣΕ», σελ. 104.
2. Γραπτή μαρτυρία του Νίκου Βασιλάκη.
3. Σπύρου Μπλαζάκη και Γιώργη Τσομπανάκη, «Τριάντα πέντε χρόνια αντίσταση», σελ. 234.
4. ό.π. σελ. 278.
5. Γραπτή μαρτυρία του Λευτέρη Ηλιάκη.
6. Γραπτή μαρτυρία του Νίκου Βασιλάκη.
7. Σπύρου Μπλαζάκη και Γιώργη Τσομπανάκη, ό.π. σελ. 108.
8. Γραπτή μαρτυρία του Νίκου Βασιλάκη.



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved