Λίστα ατόμων και οργανώσεων
Τα Ειδικά Δικαστήρια δωσιλόγων
Παραθέτουμε μια μικρή λίστα με Έλληνες δωσίλογους, γερμανόφιλους και φιλοναζιστές που έδρασαν στην περίοδο της κατοχής. Για να φτιαχτεί, χρειάστηκε αρκετός χρόνος ψάξιμο σε διάφορα ιστορικά βιβλία, ώστε να διασταυρωθούν οι πληροφορίες που συγκεντρώναμε.
Η συγκεκριμένη λίστα δωσιλόγων αποτελείται από άτομα και από οργανώσεις. Δεν είναι πλήρης και δεν θα μπορούσε να είναι. Είναι όμως ενδεικτική, επικεντρώσαμε την προσοχή μας κυρίως σε άτομα που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές σε στρατιωτικό και σε πολιτικό επίπεδο. Δεν δόθηκε μεγάλη έμφαση στους οικονομικούς δωσίλογους (μαυραγορίτες), με αυτούς ασχοληθήκαμε σε προηγούμενο άρθρο.
Επίσης παραθέτουμε έρευνα πάνω στην λειτουργία των Ειδικών Δικαστηρίων δωσιλόγων και πως μεθοδεύονταν οι αποφάσεις.
Δύο από τις πιο αγαπημένες τακτικές των ρουφιάνων της κατοχής ήταν οι εκβιασμοί και η εκδίκηση. Εκβίαζαν αγωνιστές ότι θα τους καταδώσουν στους ναζί (με το αζημίωτο) και εκδικούνταν αθώους πολίτες, άσχετους με την αντίσταση, παρουσιάζοντάς τους ως αντιστασιακούς, επειδή είχαν προσωπικές διαφορές μαζί τους.
Το τρένο της φυγής και η ναζιστική «κυβέρνηση» Τσιρονίκου
Το φθινόπωρο του 1944, βλέποντας την ήττα του Γ’ Ράιχ να πλησιάζει, οι περισσότεροι δοσίλογοι (ναζιστές, γερμανόφιλοι, ταγματασφαλίτες – γερμανοτσολιάδες κτλ) πανικοβλήθηκαν. Διαισθάνθηκαν ότι έρχεται και το δικό τους τέλος. Για να ξεφύγουν από τις δαγκάνες της ελληνικής δικαιοσύνης, κάποιοι σκέφτηκαν να καταφύγουν στη Ναζιστική Γερμανία και στην Αυστρία (π.χ. Πούλος, Γραμματικόπουλος, Κυλινδρέας, Ζωγράφος κ.α.).
Στις 1 Σεπτεμβρίου 1944 ο Παζιώνης παρέλαβε το διαβατήριό του για τη Γερμανία, βλέποντας ότι τα περιθώρια στενεύουν. Ο Γεώργιος Καζάνας (γερμανόφιλος διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας) κατέφυγε με ένα αεροπλάνο της Λουφτβάφε στη Βιέννη. Ο Ευάγγελος Κυριάκης, ο Γκοτζαμάνης και ο Τσιρονίκος φρόντισαν να φύγουν εγκαίρως για τη Γερμανία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 αναχώρησε από την Αθήνα μια αμαξοστοιχία αποτελούμενη από δύο βαγόνια με περίπου 40 δωσίλογους. Τελικό προορισμό είχε τη Νυρεμβέργη και ενδιάμεσο σταθμό τη Βιέννη. Μερικοί από τους επιβάτες ήταν οι εξής : ο Κωνσταντίνος Γούλας (της ΕΕΕ),
ο αδελφός του,
ο υπεύθυνος προπαγάνδας του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών Κωνσταντίνος Σκανδάλης με την οικογένειά του,
ο Δημήτρης Κυριακόπουλος,
ο καθηγητής Φλόκας από την Καστοριά,
ο Ιωάννης Κοσμίδης (της ΕΕΕ) με τη σύζυγο και τα παιδιά του,
ο Αρ. Ανδρόνικος με τη σύζυγό του και την κόρη του,
ο δικηγόρος Βλαχογιάννης της ΕΕΕ (μετέπειτα προϊστάμενος Νομαρχιών επί χούντας),
ο Γεώργιος Κεφαλάς,
ο Χρήστος Στάγγος,
ο Κύρτσογλου και διάφοροι άλλοι.
Την πρώτη νύχτα διανυκτέρευσαν στο Δαδί της Λειβαδιάς, φοβούμενοι τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τη δεύτερη στη Λάρισα. Στις 14 Σεπτεμβρίου σταμάτησαν στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβουν πράκτορες των Γερμανών.
Με το ίδιο τρένο συνταξίδεψαν ο Παζιώνης,
ο Κυλινδρέας,
ο Αγάθος,
ο Παπαστρατηγάκης (της ναζιστικής εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»),
η οικογένεια του Γεωργίου Πούλου,
καθώς και πολλά μέλη της ΕΕΕ.
Όταν έφθασαν έξω από τα Σκόπια, οι Γερμανοί στρατιώτες που φρουρούσαν το τρένο συγκρούστηκαν με αντιστασιακούς. Την αυγή της 22ας Σεπτεμβρίου το τρένο κινδύνευσε να βομβαρδιστεί από 3 αεροπλάνα της βρετανικής RAF που το παρατήρησαν, αλλά σώθηκε μπαίνοντας σε ένα τούνελ. Στις 3 Οκτωβρίου 1944 το τρένο των δοσιλόγων έφθασε στη Βιέννη. Οι Έλληνες ναζιστές φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχείο της αυστριακής πρωτεύουσας και μετά από δύο μέρες αναχώρησαν για το Άουγκσμπουργκ.
Από τη Νυρεμβέργη ο Κώστας Σκανδάλης με την οικογένειά του αναχώρησαν για το Βερολίνο, όπου έγινε εκφωνητής ειδήσεων σε ελληνόφωνη ραδιοφωνική εκπομπή. Αργότερα η εκπομπή αναμεταδιδόταν από το ραδιοφωνικό σταθμό της Βιέννης και αυτόν του Μπρεσλάου.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1944 συγκροτήθηκε η «Εθνική Επιτροπή», δηλαδή η ναζιστική «κυβέρνηση» των φυγάδων στην κωμόπολη Κίτσμπιχελ (Kitzbuehel) της Αυστρίας, στο ξενοδοχείο «Grand Hotel». Αρχικά, η πρώτη συνάντηση των Ελλήνων ναζιστών έγινε στη Βιέννη. Στη συνέχεια, τα πιο γνωστά ονόματα (Τσιρονίκος, Ανδρόνικος κ.α.) μεταφέρθηκαν στο Κίτσμπιχελ. Το επόμενο διάστημα, μέχρι τις αρχές Μαΐου 1945, οι Έλληνες ναζιστές της «κυβέρνησης Τσιρονίκου» θα απολάμβαναν τις ανέσεις που τους πρόσφερε η κωμόπολη αυτή (διαμονή σε πολυτελέστατα ξενοδοχεία, πίστες για σκι κ.α.). Η ναζιστική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στο πολυτελές ξενοδοχείο «Grand Hotel» στους πρόποδες των Άλπεων.
Ποια ήταν η σύνθεση της «κυβέρνησης» των Ελλήνων ναζιστών;
Την «κυβέρνηση της Βιέννης», όπως ονομάστηκε, την υποστήριξε και την αναγνώρισε μόνο η Γερμανία και οι σύμμαχοί της. Ο «Πρωθυπουργός» Τσιρονίκος, έχοντας μαζί του άφθονες χρυσές λίρες από την κατοχή, έπαιζε συχνά στο καζίνο του Κίτσμπιχελ (Casino Kitzbuehel). Στη Βιέννη είχαν συγκεντρωθεί διάφοροι δωσίλογοι από άλλες χώρες (δωσίλογοι από τη Βουλγαρία και την Αλβανία, Ρουμάνοι της φασιστικής οργάνωσης «Σιδηρά Φρουρά», Σέρβοι ηγέτες των Τσέτνικ, ο Πατριάρχης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Γαβριήλ και άλλοι). Ο Πούλος περιόδευε συχνά στα καφενεία της Βιέννης και έκανε φιλοναζιστικά κηρύγματα όταν συναντούσε Έλληνες θαμώνες. Στη Στουτγάρδη ο Γεώργιος Κεφαλάς έκανε ναζιστική προπαγάνδα στους Έλληνες εργάτες, χωρίς να καταφέρει τίποτα αξιόλογο. Στην πρώτη συγκέντρωση που έκανε στις αρχές Φεβρουαρίου 1945 σε έναν κινηματογράφο, μαζεύτηκαν μόνο δύο άτομα ! Η Μαστιχούλα Πούλου, γυναίκα του Πούλου, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Hahen-kamm» στο Κίτσμπιχελ, μαζί με τα δύο της παιδιά. Τα στελέχη της ναζιστικής «κυβέρνησης» Τσιρονίκου περιορίστηκαν σε προπαγανδιστικές εμφανίσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κατέθεσαν ένα στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στη Βιέννη. Στην εκδήλωση αυτή παρευρέθηκε ο Αρ. Ανδρόνικος, ο Παζιώνης, η Αύρα Υψηλάντη, ο Χάρης Λάμπρου, ο Γ. Κεφαλάς, ο Αλέξανδρος Πανταζής, ο Ν. Βλαχογιάννης, ο Κ. Κυλινδρέας, ο Γραμματικόπουλος, ο Π.Ε. (γνωστός πανεπιστημιακός καθηγητής και συγγραφέας), ο άγνωστος τότε αλλά διάσημος αργότερα σκηνοθέτης μουσικοχορευτικών ταινιών της δεκαετίας του 1960 Γ.Δ., καθώς και διάφοροι άλλοι. Οι δύο τελευταίοι παρευρέθηκαν στην εκδήλωση ως εκπρόσωποι του Τμήματος Νεολαίας.
Ο ναζιστής Πούλος και οι συνεργάτες του
Ο Γεώργιος Πούλος (1889-1949) πέρα από το ότι υποστήριξε με φανατισμό τους ναζί και ήταν μέλος της ρατσιστικής οργάνωσης ΕΕΕ με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ανέπτυξε και πλούσια εγκληματική δράση στην περιοχή της κατεχόμενης Μακεδονίας, δολοφονώντας μεγάλο αριθμό Ελλήνων συμπολιτών του, ακόμα και αμάχων. Το δωσιλογικό – φιλοναζιστικό τάγμα που δημιούργησε ο Γεώργιος Πούλος το 1943 (γνωστό και ως «Poulos Verband»), βοηθήθηκε σημαντικά από τους Γερμανούς κατακτητές οι οποίοι του πρόσφεραν οπλισμό και στολές και στη συνέχεια επιδόθηκε σε ένα σωρό βιαιοπραγίες, εμπρησμούς, κλοπές και δολοφονίες με πολυάριθμα θύματα. Όλες αυτές οι εγκληματικές ενέργειες κατέστησαν τον Πούλο (και το Τάγμα του) ιδιαίτερα αντιπαθή στη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Άλλωστε οι «Πουλικοί» έγιναν γνωστοί περισσότερο για την εγκληματική τους συμπεριφορά έναντι κυρίως των αμάχων και για τις λεηλασίες των περιουσιών των θυμάτων τους, παρά για τις επιδόσεις τους στο πεδίο της μάχης.
Παρά τις προσπάθειες του Πούλου να δελεάσει διάφορους πολίτες να καταταγούν στο τάγμα του προσφέροντάς τους σημαντικά ανταλλάγματα (συσσίτιο, μισθός του στρατιώτη, στρατιωτική στολή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τρόφιμα για τις οικογένειές τους), ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποφάσισαν να καταταγούν.
Το Σεπτέμβριο του 1943 η γερμανική υπηρεσία SD διέθεσε στον Πούλο γραφεία επί της οδού Παύλου Μελά. Επίσης θα αναλάβει δράση στα Γιαννιτσά και την Πτολεμαΐδα. Την ίδια χρονιά ο Πούλος και οι άνδρες του καίνε το χωριό Ερμάκια.
Η εγκληματική του δράση όμως δεν θα μείνει αναπάντητη από τους αντιστασιακούς. Στις 6 Απριλίου 1944 ένα τμήμα ανταρτών από τη 10η μεραρχία της οργάνωσης ΕΑΜ – ΕΛΑΣ χτυπά το τάγμα του Πούλου στο Βέρμιο, σκοτώνοντας 83 άνδρες του.
Οι Γερμανοί φρόντισαν να ανταμείψουν τον Πούλο για τις υπηρεσίες του, χαρίζοντάς του ένα εβραϊκό κατάστημα.
Το όνομα των Πουλικών έγινε συνώνυμο της ανεξέλεγκτης βίας και αυθαιρεσίας. Πέρα από το να εκτελούν ακόμα και αμάχους, οι Πουλικοί φρόντιζαν συχνά να λεηλατούν τα σπίτια των χωρικών και να κλέβουν το ψωμί, το σιτάρι, το τυρί και τα ζώα τους. Στις 13 Απριλίου 1944 οι Πουλικοί πήγαν στα Γιαννιτσά μαζί με τους αιμοσταγείς άνδρες του Γερμανού υπαξιωματικού Φριτς Σούμπερτ (Fritz Schubert) και σκότωσαν τουλάχιστον 75 άτομα (πέρα από τους χωρικούς που βρήκαν στους αγρούς και τους εκτέλεσαν επί τόπου). Παράλληλα, άρπαξαν τα χρήματα των θυμάτων τους, τα πολύτιμα είδη τους, τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους και έκαψαν διάφορα σπίτια. Στη Βέροια οι Πουλικοί βίασαν 12 γυναίκες, ενώ στο χωριό Σκυλίτσι εκτέλεσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους.
Το φθινόπωρο του 1945 πολυάριθμοι άνδρες της δωσιλογικής οργάνωσης του Πούλου είχαν μεταφερθεί από τη Γερμανία (όπου είχαν συλληφθεί από τους Συμμάχους) στην Ελλάδα. Όμως συνέβη κάτι εξωφρενικό, για το οποίο φέρει τεράστιες ευθύνες η ελληνική δικαιοσύνη. Στις 13 Δεκεμβρίου 1945 το Τμήμα Μεταγωγών Αθήνας απελευθέρωσε 70 άνδρες του Πούλου, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου άλλοι 70 αφέθηκαν ελεύθεροι από το Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά. Η απόφαση λήφθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αποστολόπουλο, ο οποίος από τους συνολικά 192 κρατουμένους διατήρησε προφυλακιστέους μόνο … τους 30 ! Στη συνέχεια, ο Αποστολόπουλος δήλωσε ότι πήρε τη συγκεκριμένη απόφαση μετά από γνωμάτευση του Εισαγγελέα Εφετών και Ειδικού Επιτρόπου Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης Αλεξανδρόπουλου. Ερωτώμενος ο Αλεξανδρόπουλος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, δήλωσε ότι όχι μόνο δεν γνώριζε τίποτα, αλλά αντιθέτως περίμενε ακόμα τη μεταγωγή των 192 «Πουλικών» από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Ο Υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Ρέντης δήλωσε ότι οι άνδρες του Πούλου είχαν αφεθεί κατά λάθος ελεύθεροι. Ήταν όμως πολύ αργά. Οι περισσότεροι από τους άνδρες του Πούλου άρπαξαν κατευθείαν την ανέλπιστη ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε και έσπευσαν να εξαφανιστούν.
Στις 19-5-1945 ο Πούλος συνελήφθη στο Κίτσμπιχελ της Αυστρίας από τους Αμερικανούς. Στις 9 Απριλίου 1947 οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Επταπυργίου. Στις 22 Μαΐου 1947 άρχισε στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη του Πούλου και των συνεργατών του. Πέρα από τον Πούλο, κατηγορούμενοι ήταν και οι εξής : Μαστιχούλα Πούλου, Αν. Καναβάτζογλου, Αρ. Ζαρταλούδης, Ν. Πανταζής, Θ. Λαζαρίδης, Π. Θεοδωρίδης, Δ. Καρακάσογλου, Η. Συκαμιώτης, Χρ. Σάββας, Γ. Σαπουνάς, Ν. Βουδούρης, Ι. Πετρακάκος, Χρ Καμπεριάδης και Αρ. Βλαχάκης.
Στις 2-12-1947 άρχισε η δίκη του Πούλου στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Εκτελέστηκε στο Γουδί στις 11 Ιουνίου 1949.)
Η επίθεση του ΕΛΑΣ στις φυλακές Αβέρωφ και οι έγκλειστοι δωσίλογοι
Στις φυλακές Αβέρωφ βρίσκονταν διάφοροι "Έλληνες" που είχαν κατηγορηθεί για δωσιλογισμό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι έγκλειστοι δωσίλογοι στις φυλακές Αβέρωφ έφθαναν τους 450-480. Ανάμεσά τους ήταν και ο Τσολάκογλου, ο Ράλλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Δ. Μπακογιάννης, ο Καραπάνος, ο Πουρνάρας, ο Λούβαρης, ο Πολύζος, ο Καραμάνος, ο Κανακουσάκης, ο Μπάκος, ο Πειρουνάκης, ο Παπαγρηγορίου, ο Θ. Πάγκαλος, ο Γ. Ντάκος, ο Ν. Μπουραντάς, ο Πλυτζανόπουλος και άλλοι. Κατά τη διάρκεια των μαχών της Αθήνας, που έμειναν στην ιστορία ως Δεκεμβριανά του 1944, ο ΕΛΑΣ θεώρησε σημαντικό να αιχμαλωτίσει όσους περισσότερους δωσίλογους μπορούσε και να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για την προδοτική τους στάση κατά τη διάρκεια της κατοχής. Επικεφαλής της δύναμης που φρουρούσε τις φυλακές Αβέρωφ ήταν ο χωροφύλακας Κ. Δουκάκης, έχοντας και τη βοήθεια μιας αγγλικής φρουράς, η οποία διέθετε αυτόματα και πολυβόλα.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ μετά από σφοδρές συγκρούσεις, μπαίνει στις ανδρικές και γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, αφού πρώτα κατάφερε να ανατινάξει ένα τμήμα του ψηλού μαντρότοιχου που υπήρχε γύρω από το χώρο των φυλακών.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ μετά από σφοδρές συγκρούσεις, μπαίνει στις ανδρικές και γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, αφού πρώτα κατάφερε να ανατινάξει ένα τμήμα του ψηλού μαντρότοιχου που υπήρχε γύρω από το χώρο των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, η φρουρά των φυλακών άνοιξε τα κελιά των κρατουμένων δωσίλογων και σε ορισμένους τους έδωσε όπλα, για να τους ενισχύσουν στην άμυνα κατά των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Μερικοί από αυτούς που έλαβαν όπλα από την φρουρά ήταν ο Μπουραντάς, ο Πλυτζανόπουλος, ο Παπαδόγκωνας, ο Βρεττάκος και άλλοι. Στο κεντρικό κτίριο των φυλακών, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το Μπάκο και τον Πειρουνάκη. Διάφοροι δωσίλογοι μπόρεσαν μετά από παρακινδυνευμένη έξοδο να βγουν από το κτίριο και να διαφύγουν. Ο ταγματασφαλίτης Παπαδόγκωνας έφθασε μέχρι την οδό Λάμπρου Κατσώνη, όπου τραυματίστηκε από πυροβολισμούς Ελασιτών. Το μεσημέρι έφθασαν στο χώρο των φυλακών διάφορα τανκς, τα οποία θέλησαν να ενισχύσουν τους αμυνόμενους. Ο Μπουραντάς, ο Ράλλης, ο Πάγκαλος και άλλοι έφθασαν μέχρι το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Τους αμυνόμενους έσπευσαν να βοηθήσουν όχι μόνο αγγλικά άρματα, αλλά και άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας.
Επικεφαλής των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που πολιόρκησαν το κτίριο των φυλακών ήταν ο Σταύρος Μαυροθαλασσίτης (1898 - 1986), έφεδρος αξιωματικός, πολεμιστής της Μικράς Ασίας, στέλεχος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με το βαθμό του ταγματάρχη, εξόριστος στον εμφύλιο και στη χούντα και αργότερα δήμαρχος Αιγάλεω για μεγάλο διάστημα (από το 1956 ως το 1967 και από το 1974 ως το 1978). Το όνομά του στη συνέχεια δόθηκε στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της ομάδας του Αιγάλεω.
Για να δώσουμε έναν απολογισμό της μάχης στις φυλακές Αβέρωφ, θα πρέπει να πούμε ότι σκοτώθηκαν συνολικά 9 αξιωματικοί της χωροφυλακής και 50 οπλίτες. Οι κυβερνητικές δυνάμεις διέσωσαν από τα χέρια των αντιστασιακών του ΕΛΑΣ 189 κρατούμενους, τους οποίους μετέφεραν στο Παλαιό Φάληρο για μεγαλύτερη ασφάλεια. Από τους υπόλοιπους κρατουμένους, κάποιοι σκοτώθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων και κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν από τους άνδρες του ΕΛΑΣ.
Στα χέρια των ανδρών του ΕΛΑΣ έπεσε συνολικά περίπου 100 – 130 κρατούμενοι. Ανάμεσά τους ήταν και ο Μπάκος, ο Πειρουνάκης και διάφοροι άλλοι.
Σημαντικά πρόσωπα από το χώρο της πολιτικής :
Η δίκη των δωσιλόγων δημοσιογράφων
Η δίκη των δωσιλόγων δημοσιογράφων άρχισε στις 23 Οκτωβρίου 1945. Οι κατηγορούμενοι ήταν συνολικά 17 άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν εκδότες, ιδιοκτήτες, διευθυντές ή συντάκτες κατοχικών εφημερίδων.
Παραθέτουμε τα ονόματα μερικών από τους κατηγορούμενους.
Γεώργιος Πολλάτος (εκδότης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»)
Δημ. Τσούρκας (εκδότης της εφημερίδας «Απογευματινή»)
Αλέξ. Ωρολογάς (εκδότης της εφημερίδας «Απογευματινή»)
Πέτρος Ωρολογάς (αρθρογράφος)
Ιωάννης Σπαθάρης (εκδότης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»)
Βασίλης Λαμψάκης (εκδότης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»)
Νίκος Φαρδής (δημοσιογράφος στο Γερμανικό Γραφείο Τύπου)
Δημήτριος Ηλιάδης (εκδότης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»)
Μιχάλης Παπαστρατηγάκης (αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»)
Ξεν. Γιοσμάς (δημοσιογράφος)
Δημήτριος Λιανόπουλος (δημοσιογράφος)
Χριστόφορος Ελευθεριάδης (δημοσιογράφος)
Ευρυπίδης Χειμωνίδης (δημοσιογράφος)
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η φιλοναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» άρχισε να κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη στις 14 Απριλίου 1941.
Τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων
Στις 21 Φεβρουαρίου 1945 άρχισαν οι δίκες των δοσιλόγων στην αίθουσα του Εφετείου Αθηνών. Είκοσι εννέα κορυφαίες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες του 1941-1944 παραπέμπονταν για παράβαση της 6ης Συντακτικής Πράξης του 1945 και των άρθρων 109, 123, 125 του Κ. Ποινικού νόμου. Τρεις από τους παραπεμπόμενους ήταν ήδη νεκροί: ο Ν. Καλύβας που εκτελέστηκε από μέλη της Ο.Π.Λ.Α. ενώ έβγαινε από το σπίτι του και οι Μπάκος και Πειρουνάκης που αρπάχτηκαν από τις φυλακές Αβέρωφ κατά τα Δεκεμβριανά και εκτελέστηκαν από αντάρτες του ΕΛΑΣ τον Ιανουάριο του 1945.
Από τους επιζώντες κατηγορούμενους οι 10 ήταν πολιτικοί: Ι. Ράλλης, Κ. Λογοθετόπουλος, Α. Λιβιεράτος, Σ. Γκοτζαμάνης, Ν. Λούβαρης, Β. Καραπάνος, Λ. Τσιριγώτης, Ι. Καραμάνος, Ι. Πασσαδάκης, Έκτ. Τσιρονίκος. Οι 11 ήταν στρατηγοί: Γ. Τσολάκογλου, Η. Χατζημιχάλης, Π. Δεμέστιχας, Σ. Μουτούσης, Ν. Κατσιμήτρος, Ν. Μάρκου, Πολύζος, Α. Ρουσόπουλος, Δ. Διαλέττης, Ι. Γρηγοράκης, Γ. Μπακογιάννης. Δύο ήταν ναυτικοί: ο ναύαρχος Α. Γέροντας και ο πλοίαρχος Ι. Παπαδόπουλος. Ένας ήταν εργάτης (πρόεδρος των φορτοεκφορτωτών Πειραιώς που χρημάτισε υφυπουργός Εμπορίου): ο Ε. Κανακουσάκης. Ένας δικαστικός: ο εφέτης Κ. Πουρναράς. Και ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος: ο Γ. Παμπούκας του υπουργείου Γεωργίας. Απουσίαζαν όμως ορισμένοι, που είχαν έγκαιρα εγκαταλείψει την Ελλάδα πριν από την απελευθέρωση: ο Κ. Λογοθετόπουλος, ο Έκτ. Τσιρονίκος, ο Σ. Γκοτζαμάνης και ο Α. Ταβουλάρης.
Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης άρχισε τις εργασίες του στα τέλη Απριλίου 1945.
Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Λάρισας
Του Αναστάσιου Αναστασίου από την ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η απελευθέρωση της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα (Οκτώβριος 1944) έθρεψε προσδοκίες κοινωνικής δικαιοσύνης, αποκατάστασης της τάξης και κάθαρσης από τα εγκληματικά εκείνα στοιχεία που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές πολιτικά ή οικονομικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Παρά τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών, το κοινό αίσθημα έτρεφε έκδηλη εχθροπάθεια εναντίον όλων αυτών που επέδειξαν δωσιλογική συμπεριφορά και απεκόμισαν τεράστιες περιουσίες εις βάρος του ελληνικού λαού.
Οι κυρώσεις θα επισημοποιηθούν από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη δημοσίευση της Συντακτικής Πράξης υπ’.αρ1, »Περί επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού»[1]. Αργότερα η κυβέρνηση θα επανέλθει στο ζήτημα αυτό, τον Ιανουάριο του 1945, με τη Συντακτική Πράξη υπ’.αρ.6 η οποία καταργεί την προηγούμενη υπ’. αρ 1 πράξη, γνωστή ως Νόμος «περί δοσιλόγων»[2]
Όπως προαναφέραμε μεταξύ της δημοσίευσης αυτών των δύο νόμων, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα παρεμβάλλονται πολιτικές εξελίξεις με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1944, οι οποίες θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο θέμα αυτό. Έτσι θα υπάρξει μεταστροφή στο ζήτημα της εκκαθάρισης, μιας και οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν αναφέρονται με το όνομά τους αλλά ως συμμαχικές οργανώσεις.
Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ, (ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ)
Έτσι τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων συστάθηκαν το 1945 προκειμένου να εκδικάσουν τα αδικήματα που είχαν διαπράξει οι δοσίλογοι , όσοι είχαν συνεργαστεί με τις αρχές Κατοχής. Οι κατηγορίες των δοσίλογων ήταν τρεις: α) οι υπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων που είχαν συνεργαστεί με τον εχθρό β) μέλη της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας γ) και οι κοινοί εγκληματίες, δηλ. μαυραγορίτες, κερδοσκόποι, πράκτορες της Gestapo καταδότες και Έλληνες ναζί.
Η σύνθεση και λειτουργία των δικαστηρίων αυτών ρυθμίστηκε με τον αναγκαστικό νόμο 533 τον Σεπτέμβριο του 1945, όπου βεβαίως περιγράφονται και τα αδικήματα που βάρυναν τους κατηγορούμενους, αδικήματα που αναφέρονται και στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Η ποινή για τους ενόχους των παραπάνω πράξεων ήταν ο θάνατος ή πρόσκαιρα δεσμά. Σε περιπτώσεις δε ελαφρυντικές προβλεπόταν η ποινή της ειρκτής ή ισόβιας ή πρόσκαιρης υπερορίας, δηλ. απέλαση του κατηγορουμένου έξω από τα σύνορα του κράτους. Ακόμη το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα επιβολής μερικής ή ολικής δήμευσης της περιουσίας ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Η μετατροπή των επιβαλλόμενων ποινών σε χρηματική καθώς και η αναστολή τους απαγορευόταν. (άρθρα 2-5).
Αυτά τα δικαστήρια συστάθηκαν στην έδρα κάθε Εφετείου και Πρωτοδικείου και αποτελούνταν από τον πρόεδρο, δύο τακτικούς δικαστές , δύο λαϊκά μέλη δηλ. ενόρκους, τον ειδικό επίτροπο που ασκούσε καθήκοντα Εισαγγελέα, και φυσικά τον γραμματέα ή γραφέα (άρθρο 9, 11). Ο Ειδικός Επίτροπος ασκούσε την ποινική δίωξη αυτεπάγγελτα ή μετά από μήνυση( άρθρα 13, 14). Με το άρθρο όμως 11 του αν. 217/1945 δόθηκε το δικαίωμα στον ειδικό επίτροπο του Ε.Δ. Δοσίλογων, για πρώτη φορά, να ζητάει την αναθεώρηση «πάσης αποφάσεως» τούτου. Ήταν μια επιτυχία, αλλά όχι αυτό που επιδίωκαν οι δοσίλογοι. Ο στόχος τους ήταν να επιτραπεί και για τις ερήμην αποφάσεις των Ε. Δ. Δοσιλόγων το δικαίωμα της ανακοπής.[3]
Για τα αδικήματα του παραπάνω νόμου δεν επιτρεπόταν η χορήγηση αμνηστίας (άρθρο 31). Επίσης δεν επιτρεπόταν κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο ούτε ανακοπή κατά των βουλευμάτων και αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου (άρθρα 15, 28).
Στην περίπτωση όμως της ανακοπής, μολονότι δεν επιτρεπόταν από τη Συντακτική Πράξη 6, προβλέφθηκε από τον αναγκαστικό νόμο 533/1945 σύμφωνα με το οποίο άρθρο 7 του συγκεκριμένου νόμου: «Τα αδικήματα τα προβλεπόμενα υπό των άρθρων 1 και 4 θεωρούνται παραγεγραμμένα ,εάν δεν ασκηθεί η ποινική δίωξη αυτεπαγγέλτως ή εάν δεν υποβληθεί κατά των ενόχων μήνυσις μέχρι την 20 Ιουνίου 1945 δια τα τελεσθέντα εν τη περιφερεία του Εφετείου Αθηνών και μέχρι 31 Οκτωβρίου 1945 δια τα τελεσθέντα αλλαχού (εκτός της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών.)»
Έτσι αν εξαιρέσουμε τους Κατοχικούς πρωθυπουργούς και υπουργούς η αυτεπάγγελτος δίωξη δεν αφορούσε κανέναν άλλο δοσίλογο πλην αυτών. Εφόσον βέβαια υπήρχαν και γενναίοι που θα υπέβαλαν μηνύσεις αψηφώντας τους φοβερούς παρακρατικούς τρομοκράτες, κυρίαρχους τότε, και ανεξέλεγκτους σε όλη τη χώρα. Όσο για την αυτεπάγγελτη δίωξη ποιος θα τη διέτασσε, όταν το ίδιο το κράτος θεωρούσε τα εγκλήματα παραγραμμένα;
Στις 2 Μαρτίου 1946 με την υπ’ αριθμόν 107 Σ.Π. οι δοσίλογοι πετυχαίνουν και νέα τροποποίηση του νόμου 533/1945, που αφορά τους συνεργάτες των κατακτητών οι οποίοι πλούτισαν από τη συνεργασία τους με τους κατακτητές. Έτσι η αρχική αυστηρότερη των συντακτικών πράξεων 1/1944 και 6/1944 από μήνα σε μήνα αμβλύνεται με τις νεότερες νομοθετικές πράξεις.
Ακολουθούν οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 4 και 5, 15, 23 ,28 παρ.1 εδ. 2, 3 τα οποία τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν με ευνοϊκότερες για τους δοσίλογους διατάξεις με τα άρθρα 1 και 2 του ΙΘ΄ ψηφίσματος της 18/20 -12-1946. Ειδικά με αυτές τις διατάξεις του ΙΘ΄/1946 ψηφίσματος επιτράπηκε το ένδικο μέσο της ανακοπής κατά των καταδικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί ερήμην των κατηγορουμένων δοσίλογων. Στην περίπτωση των δοσίλογων η ερημοδικία ήταν ευσυνείδητη και σκόπιμη επιλογή.
Επίσης το ένδικο μέσο ανακοπής επιτράπηκε και κατά των βουλευμάτων των Ε. Δ. Δοσιλόγων, ενώ η προγενέστερη σχετική διάταξη του Αν. Νόμου 533/1945 δεν επέτρεπε την άσκηση κατ’ αυτών τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέτρων.[4]
ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΑΙ Η «ΡΩΜΑΪΚΗ ΛΕΓΕΩΝΑ»
Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων του Εφετείου της Λάρισας εγκαινίασε την έναρξη της λειτουργίας του στις 29 Οκτωβρίου 1945 και για τελευταία φορά συνεδρίασε στις 16 Οκτωβρίου 1948. Κατά σύμπτωση τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία δικάσιμο οι κατηγορούμενοι ήταν λεγεωνάριοι. Σ’ αυτό το δικαστήριο έγιναν οι περισσότερες δίκες γιατί στην περιοχή αυτή εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη δραστηριότητα της Λεγεώνας. Παρόμοιες δίκες έγιναν και σε άλλα Εφετεία της χώρας(π.χ. Ε.Δ.Δ. Καστοριάς, Ιωαννίνων, Γρεβενών).
Mετά την κατάρρευση του μετώπου μαζί με τα ιταλικά στρατεύματα, θα εμφανισθεί και ο εκλεκτός πράκτορας, ο γνωστός Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος θα ξεκινήσει αμέσως περιοδείες στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία, για να επισκεφθεί το τοπικό βλάχικο στοιχείο που κατοικούσε στις πόλεις και τα χωριά της Λάρισας, των Τρικάλων, των Ιωαννίνων, Γρεβενών και Τυρνάβου.
Με τη βοήθεια ενός δικτύου συνεργατών ( Ρουμανοδιδάσκαλοι των ρουμανικών σχολείων), που του είχε εξασφαλίσει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρουμανική Κυβέρνηση, διακηρύττει πως έφθασε η κατάλληλη ώρα δημιουργίας του «Πριγκιπάτου της Πίνδου», όπου θα βρουν τη θέση που τους αρμόζει οι Βλαχόφωνοι, ενώ τους προέτρεπε να πάρουν όπλα και να ενταχθούν στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», όπως ονόμασε το ένοπλο σώμα των Βλαχόφωνων το οποίο επρόκειτο να ιδρυθεί.
Μάλιστα για να δώσει ανάλογο κύρος στις ενέργειές του υπέβαλε ένα υπόμνημα στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου, όπου εξιστορούσε τη συμβολή του βλάχικου στοιχείου στην παρουσία του ελληνικού έθνους ενώ αξίωνε την ισότιμη μεταχείριση των Βλάχων από την ελληνική πολιτεία καθώς και τον διορισμό προέδρων, δημάρχων και νομαρχών Βλαχόφωνων σε πόλεις και χωριά που ο ίδιος θα υποδείκνυε. Ακόμη υποστήριζε πως πρέπει να ενισχυθούν και να λειτουργήσουν τα ρουμάνικα σχολεία όπως και οι Βλαχόφωνοι με αγροτικά κτήματα και βοσκοτόπια. [5]
Πρόκειται για τη νέα προσπάθεια ανακίνησης του Κουτσοβλαχικού ζητήματος και ίδρυσης του βλάχικου κράτους. Η συγκεκριμένη κίνηση θα εκφραστεί με τρεις μορφές: α) το πολιτικό μέρος, που αποβλέπει στη σύσταση κοινοτήτων ρουμανιζόντων σε πόλεις και χωριά και σε υποβολή υπομνημάτων από Βλάχους με αίτημα την αυτονόμηση της Πίνδου β) το οικονομικό μέρος, για σύσταση κονσόρτσιουμ, με μονοπωλιακή εκμετάλλευση πλουτοφόρων πηγών της περιοχής και γ) το στρατιωτικό μέρος, που στόχο έχει τη συγκρότηση στρατού του κράτους της Πίνδου με την ονομασία «Λεγεών των Βλάχων».
Ωστόσο η ‘Ρωμαϊκή Λεγεώνα’ δεν είναι μόνο ο ξενόφερτος τυχοδιώκτης –πράκτορας Αλκιβιάδης Διαμάντης αλλά και ο ληστοτρόφος- κτηνοτρόφος Βασίλειος Ραποτίκας από τη Ροδιά Τυρνάβου. Η συγκεκριμένη κίνηση πλαισιώθηκε από «μορφωμένους» και «καταξιωμένους» βλαχόφωνους, όπως γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και από ευκατάστατους εμπόρους, γεωργούς, κτηνοτρόφους και επιχειρηματίες. Αυτοί συνετέλεσαν να προσελκυσθεί και ένα μικρό ποσοστό απληροφόρητων και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου Βλαχόφωνων, οι οποίοι επάνδρωσαν ως ένοπλοι τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα.[6]
Αμέσως μετά τον Διαμάντη, αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής, ο πρώτος ιεραρχικώς, βρίσκεται ο Νικόλαος Ματούσης, γνωστός δικηγόρος της πόλης και «προοδευτικός» εκείνης της εποχής, αφού διετέλεσε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και αργότερα στέλεχος του Αγροτικού Κόμματος του Παγκούτσου, ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Βλαχόφωνους.
Χωρίς τον Ν. Ματούση και τους συνεργάτες του που υπέγραψαν το Μανιφέστο της 1 Μαρτίου 1942 [7], ο Διαμάντης ίσως δεν κατόρθωνε να πετύχει αυτά που πέτυχε με τη συνεργασία αυτών: την οργάνωση του ‘Πριγκιπάτου της Πίνδου’, την παγίδευση αφελών βλαχόφωνων και τη στρατολόγηση εκείνων που συγκρότησαν το ένοπλο τμήμα της Λεγεώνας, τους γνωστούς Λεγεωνάριους.
Η δράση της Λεγεώνας θα έχει ως αντικείμενο την κατάδοση στους Ιταλούς Ελλήνων –Βλαχόφωνων και μη- που κατείχαν όπλα, ακόμα και κυνηγετικά, τα οποία κατέσχεσαν. Μάλιστα οι επιδρομές θα συνοδευτούν από ιταλικά τμήματα καραμπινιέρων με τους οποίους συλλάμβαναν, βασάνιζαν απάνθρωπα, φυλάκιζαν και μέσω των ιταλικών αρχών εξόριζαν στην Ιταλία όσους αντιστέκονταν στους ανθελληνικούς τους σκοπούς. Ταυτόχρονα λήστευαν νόμιμα ή όχι τις περιουσίες των Ελλήνων, Βλαχόφωνων και μη. [8]
Τη συνεργασία με τους Ιταλούς την αξιοποιούσαν ενσυνείδητα για τον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό τους. Οι δικηγόροι ως έχοντες τα «μέσα» στους κατακτητές να προσελκύουν πελατεία, ενώ οι έμποροι υπό την σκέπη των κατακτητών αγόραζαν μισοτιμής ή τζάμπα, δια της μεθόδου της επιτάξεως, κατασχέσεως ή και αρπαγής, τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα των χωρικών.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως από την αρχή του έτους έχουν αντικατασταθεί σε αρκετά χωριά τα κοινοτικά συμβούλια με πρόσωπα της αρεσκείας της Λεγεώνας.[9] Το ίδιο θα συμβεί και με την αναδιοργάνωση του σώματος της Αγροφυλακής «συμφώνως προς τας σημερινάς συνθήκας». Έτσι πολλοί λεγεωνάριοι διορίσθηκαν ως αγροφύλακες.[10]
Αυτές οι ορδές των λεγεωνάριων βοήθησαν τους Ιταλούς να ανακαλύψουν όπλα, κυνηγετικά και πολεμικά, που είχαν στην κατοχή τους οι Έλληνες, για να μην πέσουν στα χέρια ανταρτών που είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στην περιοχή. Ταυτόχρονα εκβίαζαν τους κτηνοτρόφους να τους παραδίδουν το γάλα και μέσω συνεργατών-τυροκόμων τους να το εμπορεύονται οι ίδιοι. Δεν έλειπαν φυσικά και οι επιδρομές σε συγκεκριμένα σπίτια αντιστασιακών όπου, αφού πρώτα τα λεηλατούσαν, στη συνέχεια τα έκαιγαν και βασάνιζαν τους συγγενείς τους.[11]
H ίδρυση και δράση του ΕΑΣΑΔ (Eθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης)
Η οργάνωση θα προστάτευε τα ιδιαίτερα συμφέροντα των αγροτών όπως ήταν η αγροτική ιδιοκτησία ταυτιζόμενη με την πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία και οι τοπικές παραδόσεις δηλ. «τα ιερά και τα όσιά τους» από κάθε προσβολή και ιδιαίτερα από την κομμουνιστική ιδεολογία.
Αυτοί οι στόχοι του ΕΑΣΑΔ συγκινούσαν τα μέλη του και ιδιαιτέρως τους επικεφαλής του στη Θεσσαλία. Κάποιοι βέβαια από αυτούς κάλυπταν και τους ιδιοτελείς υπολογισμούς τους: το ξεκαθάρισμα παλαιών λογαριασμών με τον γείτονα ή και την ευκαιρία εύκολου πλουτισμού.
Τον πρώτο ένοπλο πυρήνα του ΕΑΣΑΔ αποτέλεσαν 17 ταγματασφαλίτες που έφθασαν στον Βόλο από την Αθήνα στα τέλη Μαρτίου 1944. Σκοπός τους να βοηθήσουν στην τήρηση της εσωτερικής ασφάλειας. Η άφιξή τους ανακοινώθηκε με καθυστέρηση, στις 27 Απριλίου 1944, από το ραδιόφωνο της Αθήνας. Σκοπός τους «είναι η καταστροφή του κομμουνισμού και η εξουδετέρωση όλων των κινήσεων που ήταν πιθανό να βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα.»[12]
Ως αρχηγός φερόταν ο Τάκης Μακεδών, Σκοπελίτης. Στην πόλη του Βόλου εγκαταστάθηκαν στην οικία Καρτάλη, και άνοιξαν γραφεία στην πλατεία Ελευθερίας. Ως φυλακές χρησιμοποιούσαν την «Κίτρινη αποθήκη», άλλοτε καπναποθήκη. Μετά τον Βόλο, ομάδες ενόπλων ΕΑΣΑΔ εμφανίστηκαν σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών της Θεσσαλίας, ιδιαιτέρως στη Λάρισα.[13] Επικεφαλής τους είναι και μόνιμοι αξιωματικοί.[14]
Στον ΕΑΣΑΔ κατέφυγαν, επίσης και άλλοι, που προηγουμένως ήταν ενταγμένοι στον ΕΔΕΣ ή ακόμα και στο ΕΑΜ,[15] οι οποίοι ,κατά καιρούς, είχαν εκδιωχθεί από τις γραμμές του. Αυτοί εντάχθηκαν στο ΕΑΣΑΔ για να αποφύγουν τις διώξεις και την εξόντωσή τους και για να εκδικηθούν τους διώκτες τους. Σ’ αυτό το μόρφωμα θα προσέλθουν και οι οικονομικώς δεινοπαθούντες, με την ελπίδα ότι οι αποδοχές που ανέμεναν από την ένταξή τους θα ανακούφιζαν τη δυστυχία τους καθώς και πολλά περιθωριακά στοιχεία που διείδαν «λούφα» και πλιάτσικο.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας δυσφήμισης του ΕΛΑΣ ήταν και η εσφαλμένη απόφαση του Σιάντου, τον Ιανουάριο του 1944, για οργάνωση στρατοπέδων συγκέντρωσης «αντιδραστικών»,(Μαρτυρία Κώστα Κουτίνα, κατοίκου Αργυροπουλίου Τυρνάβου:» Το 1944 οι ‘βασιλικοί’ και ‘μεταξικοί’ του χωριού οδηγήθηκαν από τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ του χωριού στη Βερδικούσια για ‘απομόνωση’. Αυτό διήρκησε λίγο χρονικό διάστημα καθώς αυτή η απόφαση δημιούργησε αντιδράσεις στους ίδιους τους κόλπους του ΕΑΜ. Έτσι σύντομα επέστρεψαν στο χωριό αλλά βρίσκονταν πάντα υπό την επιτήρηση της οργάνωσης»..) Έτσι αυτή η δυσφήμιση του ΕΛΑΣ έπιασε τόπο και η κατάταξη στα Τάγματα Ασφαλείας φαινόταν σωτήρια.
Τα ΕΑΣΑΔ πραγματοποιούσαν τις επιδρομές τους κατά των κωμοπόλεων και των χωριών της περιφέρειάς τους κατά κανόνα, με τη συνοδεία ένοπλων γερμανικών τμημάτων, τα αυτοκίνητα των οποίων μετέφεραν τους ενόπλους του, όπως και τα προϊόντα των αρπαγών τους, τα οποία μοιράζονταν κατά συμφωνημένα ποσοστά.[17]
Εασαδίτες πέρασαν από στρατοδικείο του ΕΛΑΣ δύο μήνες αργότερα. Είχε προηγηθεί η επίθεση του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων του ΕΛΑΣ στο Φανάρ-Μαγούλα, στις 25 Μαΐου 1944, όπου μία ομάδα από 29 ΕΑΣΑΔίτες έπεσαν στα χέρια των ανταρτών. Παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο της 1ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και η δίκη τους έγινε στις 19, 20, 21 Ιουλίου 1944. Από τους κατηγορουμένους 9 καταδικάστηκαν σε θάνατο, 9 σε ισόβια δεσμά, 2 κηρύχθηκαν ένοχοι λόγω σύγχυσης και οι υπόλοιποι αθωώθηκαν. Οι καταδικασθέντες ζήτησαν χάρη από την ΠΕΕΑ. Άγνωστη η περαιτέρω τύχη τους.[18]
ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
Α) Η δίκη της ‘Λεγεώνας’
Εδώ έλαβε χώρα και η δίκη των πρωτεργατών της Λεγεώνας (Αλκιβιάδη Διαμάντη και Νικολάου Ματούση και άλλων σαράντα τριών). Μάρτυρες κατηγορίας σ’ αυτή τη δίκη ήταν, κυρίως, επιφανείς Βλάχοι, τους οποίους η Λεγεώνα καταδίωξε αγρίως, επειδή όχι μόνο δεν προσχώρησαν σ’ αυτή αλλά και αντιτάχθηκαν στη δράση της.[19]
Το δικαστήριο δίκασε τους Αλκιβιάδη Διαμάντη, Νικόλαο Ματούση και Δημοσθένη Τσούτρα σε θάνατο, τους Καζάνα Γεώργιο, Μητσιμπούνα Νικόλαο και Στέφανο Κώτσιο σε ισόβια δεσμά και τους Τάχα Κων/νο, Φράγκο Νικόλαο, Πιτένη Περικλή και Αράια Ζήκο σε πρόσκαιρα δεσμά δέκα πέντε (15) ετών. Ενώ για τους Βασιλάκη Γεώργιο, Κόπανο Ιωάννη και Μπαλοδήμο Αθανάσιο φυλάκιση (3) τριών ετών. Διέταξε επίσης και τη δήμευση ολόκληρης της περιουσίας των Αλκ. Διαμάντη , Νικ. Ματούση και Δημοσθ. Τσούτρα.
Ειδικά οι Ματούσης και Διαμάντης δικάστηκαν ερήμην διότι βρίσκονταν εκείνο το διάστημα στη Ρουμανία. Συγκεκριμένα ο πρώτος δικάστηκε δύο φορές εις θάνατον με τις υπ.’ αριθμ.35 της 23/1/1946 και 314 της 13/12/1948 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Εφετείου Λάρισας για την εγκληματική δράση που ανέπτυξε: «Στο Βόλο, Λάρισα, Θεσσαλία και Μακεδονία από του μηνός Μαΐου 1941 μέχρι Σεπτεμβρίου 1943, κατ’ εξακολούθησιν και διά πολλών μικροτέρων πράξεων εν συνεργασία και με την βοήθειαν του εχθρού».[20]
Επίσης δικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Εφετείου Αθηνών εις θάνατον με την υπ.’ αριθμ. 535 της 17/6/1948 απόφαση μαζί με άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του διότι: «Εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοσιν της προπαγάνδας του εξαίροντες το έργον του κατακτητού και προκαλούντες την ηττοπάθειαν παρά του ελληνικού λαού και την περιφρόνησιν προς τον εθνικόν και συμμαχικόν αγώνα, ήτοι. Οικειοθελώς ανέλαβαν υπηρεσίαν παρά τη, μετά των Γερμανών στενώς συνεργαζόμενη οργάνωση ΕΣΠΟ συγκαταλεχθέντες μεταξύ των επίλεκτων μελών της οργάνωσης ταύτης». Πρέπει να προσθέσουμε και τα πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών με την υπ’.αριθμ.334 της 31/3/1948 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου διότι: «είχε διορισθεί έμμισθος ή άμισθος πράκτορας και πληροφοριοδότης του εχθρού εργαζόμενος εις την προδοτικήν οργάνωσιν της Γερμανικής υπηρεσίας <<Μονάς 3000>> και παρέσχον συστηματικώς εις τον εχθρόν πληροφορίας…».[21]
Αξίζει να σημειωθεί πως στη δίκη της ‘Λεγεώνας’ οι κυριότεροι μάρτυρες κατηγορίας υπήρξαν οι Ε. Αβέρωφ , Ε. Ρούσσας και Ν. Ράπτης από τους πρωτεργάτες αποκάλυψης της προπαγάνδας της Λεγεώνας την περίοδο της Κατοχής στη Λάρισα. Ωστόσο οι κατηγορούμενοι λεγεωνάριοι μέσω των συνηγόρων τους, οι οποίοι ζητούν από τον Πρόεδρο την απαλλαγή των πελατών τους ‘λόγω αμφιβολιών’ και ‘λόγω βλακείας’, κατόρθωσαν να πετύχουν διαχωρισμό της δίκης τους και αργότερα να ζητήσουν και να κερδίσουν ανακοπή.
Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν όλα τα εγκλήματά τους έχουν κοινή αφετηρία τους δύο αρχηγούς. Σ’ αυτούς επισυνάπτονται οι καθολικές ευθύνες των πράξεων της ‘Λεγεώνας’.
Β) Η δίκη των «Εασαδιτών»
Η πρώτη δίκη του ΕΑΣΑΔ στη Λάρισα θα γίνει τον Οκτώβρη του 1945 με κατηγορούμενους τους Μπόκαρη, Καραγιώργο, Νάνο (παρών) κτλ. Οι συγκεκριμένοι ωστόσο αρχηγοί δικάζονται ερήμην[22] γιατί δεν «βρέθηκαν» να πιαστούν για να δώσουν λόγο για τα εγκλήματά τους. Ο μεν Καραγιώργος πριν λίγες μέρες οργάνωνε και εκτελούσε με τις συμμορίες του τα μπλόκα στα χωριά Νίκαια, Ζάππειο κτλ. Οι δε Μπόκαρης και Δημητρίου προκαλούσαν τους Λαρισαίους με την παρουσία τους αλλά ήταν ‘επί εγγυήσει’ ελεύθεροι και γι’ αυτό δεν παρουσιάστηκαν.
Το δικαστήριο παραδέχτηκε «μετρία σύγχυση» για τον Νάνο και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά όπως και τον Ιάκωβο Μπόκαρη, ενώ καταδίκασε σε θάνατο τον Χαρ.Γνησούλη, απόστρατο ταγματάρχη Χωρ/κής.
Γ) Η δίκη της Ε.Ε.Ε.
Τον επόμενο μήνα (Δεκέμβριος 1945) θα αρχίσει η δίκη των τριών ηγετών της Ε.Ε.Ε. Ι. Τσιριγγάκη, Β. Σχινά και Ι. Βιανέλλη, οι οποίοι κατηγορούνται για εκβιασμούς, προπαγάνδα υπέρ του κατακτητή, λεηλασίες, βιασμούς και για παράδοση πατριωτών στους Γερμανούς. Ο δε συνήγορος υπεράσπισης (Δ. Χατζηγιάννης) θα διαμαρτυρηθεί έντονα γιατί ο πελάτης του ( Ι. Τσιριγγάκης) έμεινε στη φυλακή υπόδικος 14 μήνες, ενώ ο εισαγγελέας κ. Κόλλιας όχι μόνο δεν βρήκε ενοχή αλλά χαρακτήρισε την οργάνωση Ε.Ε.Ε. ως νόμιμη πολιτική οργάνωση, όπως όλες οι άλλες οργανώσεις και ότι τα μέλη της δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Τελικά το δικαστήριο αθώωσε τον Ι. Τσιριγγάκη, καταδίκασε τον Β. Σχινά σε 2,5 χρόνια φυλάκιση και τον Ι. Βιανέλλη σε ισόβια δεσμά.
Οι ανακοπές των καταδικαστικών αποφάσεων
Όπως είδαμε και προηγούμενα, το άρθρο1 του ψηφίσματος ΙΘ΄/1946 έδωσε τη δυνατότητα και το δικαίωμα της άσκησης του ένδικου μέσου «της ανακοπής» κατά των καταδικαστικών αποφάσεων. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε πως ο κατηγορούμενος δοσίλογος θα δικαζόταν τώρα με άλλους δικαστές και όχι με εκείνους που τον ερημοδίκασαν και τον καταδίκασαν. Ακόμη οι μάρτυρες κατηγορίας λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα, εξαιτίας της εμφύλιας διαμάχης, ήταν τρομοκρατημένοι και δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχονταν απειλές και συστάσεις από τους ίδιους τους κατηγορούμενους για να μην καταθέσουν κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο.
Οι πιο χαρακτηριστικές «ανακοπές» ήταν του «Προέδρου» της Λεγεώνας, Νικολάου Ματούση, του εμπόρου-τυροκόμου Γεωργίου Ιωάννη Αγορογιάννη και του Αργύρη Μποχώρη-Μπάσδου που υπηρετούσε στο ένοπλο τμήμα του Βασίλη Ραποτίκα.
Στην τελευταία του δίκη , αρκετοί από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο. Όσοι προσήλθαν, με τη νέα τους κατάθεση προσπάθησαν να αμβλύνουν την κατηγορία και να τον βοηθήσουν. Οι δε μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεταν ό,τι ήθελε ο κατηγορούμενος. Το δικαστήριο με την υπ’ αριθ.14/21-2-1948 απόφασή του, τον καταδίκασε μόνο για παράβαση του άρθρου 4 του αν. νόμου 533/1945, δηλ. για συνεργασία μετά του εχθρού «κατά τρόπον ανάξιον Έλληνος», «εις φυλάκισιν δύο (2) ετών», ενώ, ένα από τα λαϊκά μέλη του δικαστηρίου μειοψήφησε και ζήτησε να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος λόγω αμφιβολιών.[23]
Οι « ανακοπές» του Νικολάου Ματούση
Ο Νικόλαος Ματούσης ενώ βρισκόταν στη Ρουμανία, μετά την απελευθέρωση παραπέμφθηκε στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων του Εφετείου Λάρισας και Αθήνας. Επακολούθησαν οι δίκες του και οι καταδίκες του, ερήμην δύο φορές σε θάνατο, με τις υπ’ αριθμούς 35/1946 και 314/1947 του Ε.Δ.Δ. Εφετείου της Λάρισας καθώς και τις υπ’ αριθμούς 334 και 535/1948 του Ε.Δ.Δ. του Εφετείου Αθηνών με τις οποίες είχε καταδικαστεί σε δωδεκαετή ειρκτή και σε θάνατο.
΄Ετσι την 25 Ιουνίου 1964 που εκδικάστηκαν οι ανακοπές του, εκδόθηκε η απόφαση 9/1964 απόφαση του Ε.Δ.Δ. του Εφετείου της Αθήνας με την οποία ο Ν. Ματούσης έλαβε και το αποφυλακιστήριό του παραγγελία του ειδικού επιτρόπου με αριθμό 39/25-6-1964 και έτσι αφέθηκε ελεύθερος από τις φυλακές Αβέρωφ. Μόνο για τη μία του πράξη κηρύχθηκε αθώος, ενώ για όλες τις άλλες πράξεις έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Από τότε ο Νικόλαος Ματούσης και μέχρι τον θάνατό του στις 11 Μαρτίου 1991 έζησε ελεύθερος. Μετά από δύο χρόνια παραμονής στην Αθήνα θα επιστρέψει και θα εγκατασταθεί στη Λάρισα.
Η αποκατάσταση και η χορήγηση αμνηστίας
Αφού τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος και σταμάτησε η λειτουργία των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων, θα χορηγηθεί αμνηστία με το περιβόητο Ψήφισμα ΚΘ΄, η οποία (αμνηστία) αφορούσε τα αδικήματα που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής της χώρας και είχαν σχέση με το «συμμοριακό ή αντισυμμοριακό αγώνα», όπως αναφέρεται σ’ αυτό.
Πολλοί καταδικασθέντες στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια θα εκμεταλλευτούν τις πολιτικές συνθήκες υπέρ τους και θα κάνουν πολλές αιτήσεις αντίρρησης κατά της εκτελεστότητας των αποφάσεων των Ειδικών Δικαστηρίων, οι οποίες παλαιότερα είχαν απορριφθεί με το αιτιολογικό ότι τα αδικήματα συνεργασίας με τον εχθρό εξαιρούνταν από την αμνηστία.
Συγχρόνως όμως έγιναν πολλές αιτήσεις ανακοπής των παλαιοτέρων αποφάσεων, βασιζόμενες στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι είχαν καταδικαστεί ερήμην και δεν είχαν λάβει το κλητήριο θέσπισμα λόγω αλλαγής τόπου διαμονής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ανάκλησης και εξαφάνισης της απόφασης με το εξής σκεπτικό: «Eπειδή ο ανακόπτων κατηγορούμενος αρκούντως δικαιολογεί την μη εμφάνισίν του κατά την ερήμην δίκην , ήτις προήλθεν ουχί εξ απειθείας αλλά από ανεξάρτητα της θελήσεώς του περιστατικά και εξ ανωτέρας βίας, δέον συνεπώς όπως γίνη αύτη δεκτή, ανακληθή δε και εξαφανισθή η ανακοπτόμενη απόφασις καθ’ όλας αυτής τας διατάξεις πλην της περί τελών τοιαύτης».[24]
Έτσι από τη μελέτη των πρακτικών των Ειδικών Δικαστηρίων αυτής της περιόδου γίνεται φανερή η διάθεση της πολιτείας να αποσύρει τις κατηγορίες των συνεργασθέντων με τις δυνάμεις ξένης Κατοχής, αφού στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου εχθρός του κράτους θεωρούνταν πλέον οι κομμουνιστές και στην προσπάθεια δίωξης των τελευταίων, οι δοσίλογοι έρχονταν ως αρωγοί. Με αυτή τη λογική συνεπώς η δίωξη των Ελλήνων κομμουνιστών νομιμοποιούσε τη δραστηριότητα των μελών της οργάνωσης. «Τα ΕΑΣΑΔ συνειργάζοντο με τους Γερμανούς και κυνηγούσαν τους κομμουνιστάς»[25] είναι μία χαρακτηριστική φράση που απαντά συχνά στις συνεδριάσεις κατά τις οποίες συζητείτο η ανακοπή της κατηγορίας.
[1] Εφημερίς της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ),αρ. φ. 12, 6 Νοεμβρίου 1944
[2] Συντακτική Πράξη 6, «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού», ΦΕΚ 12, 20 Ιανουαρίου 1945
[3] Αν. Νόμος 217/1945 άρθρο 11 ‘Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της υπ’ .αριθμ.. 6/1945 Συντακτικής Πράξεως’
[4] Εφημερίς της Κυβερνήσεως ΦΕΚ Α 224/1945 ,Αναγκαστικός Νόμος 533/1945 «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της υπ’.αριθμ. 6/1945 Συντακτικής πράξεως περί επιβολής κυρώσεων κλπ. ως έχει τροποποιηθή».
[5] Υπόμνημα-ντοκουμέντο του Αλ. Διαμάντη προς τον πρωθυπουργό Τσολάκογλου την 25/9/1941, ως εκπροσώπου των Βλάχικων Κοινοτήτων της Πίνδου και του Βλάχικου στοιχείου της Νοτίου Βαλκανικής.
[6] Εφημερίδα ‘Ημερήσιος Κήρυκας’ Κυριακή 8/11/1992-‘Η Ρωμαϊκή Λεγεώνα και το μανιφέστο της’
[7] Εφημερίδα ‘Λαρισαϊκός Τύπος’ Πέμπτη 2/4/1942 ‘Επιβεβλημένη Απάντησις’
[8] Δ. Ανέστης ‘Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα’ Λάρισα, 1962 σελ.93-94.- Ντοκουμέντο της Ιταλικής Καραμπινερίας υπ’αριθμ.24/8/1 από 25/11/1941
[9] Εφημ. Λαρισαϊκός Τύπος, 16-1-1942
[10] Εφημ. Λαρισαϊκός Τύπος, 27-1-1942
[11] Κ. Γκόλτσου ‘Στην ανάγκη της ανέμης’ σελ. 32-34
[12]Ό. π,υποσημ.2, σ.121
[13]Εφημ, «Λαϊκή Φωνή», όργανο της περ/κης επιτροπής Λάρισας του ΚΚΕ στις 30-4-1944, εμφάνιση των ΕΑΣΑΔιτών στη Λάρισα.
[14]Υπολοχαγός Χρήστος Κροντήρης, (Πρακτικά Ε,Δ.Δ. Λάρισας ,υπ’ αριθμ. 40/1946)
[15]Αλέξης Σεβαστάκης’’Καπετάν Μπουκουβάλας’’, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1978 σ.149(διάλογος του καπετάνιου και του διδασκάλου Κων/νου Καραγεώργου)
[16]
[17]Εφημ. «Λευτεριά, 18-6-1944
[18] Εφημ, «Ρήγας» 7-8-1944
[19] Πρακτικά Ε.Δ.Δ. Εφετείου Λάρισας, 16-23/1/1946
[20] Πρακτικά Ε.Δ.Δ.Εφετείου Λάρισας, 16-23/1/1946 και 13/12/1948
[21] Πρακτικά Ε.Δ.Δ. Εφετείου Αθηνών, 31/3/1948 και 17/6/1948
[22] Εφημ. ‘Αλήθεια’ 18/10/1945 ‘Η πρώτη δίκη Εασαδιτών’
[23]Πρακτικά με αριθμόν 14/1948 του Εφετείου της Λάρισας
[24] Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Βόλου,τ.Γ΄, απόφαση 61/15-12-1950 στην Εταιρεία συλλογής διάσωσης ιστορικών αρχείων Ν. Λάρισας 1940-1974.
[25] Αρχείο Ε.Δ. Δοσιλόγων Βόλου, τ. Γ΄ πρακτικά συνεδρίασης 18/22-6-1951.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, εκδόσεις ΔΙΣ/ΓΕΣ
Λάζαρος Αρσενίου, «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση»
Α. Βολταιράκης, «Εις την υπηρεσίαν της Γκεστάπο»
Δημήτριος Γατόπουλος, «Ιστορία της Κατοχής»
Woodhouse, «Το μήλος της Έριδος. Η ελληνική αντίσταση και η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων»
Σόλων Γρηγοριάδης, «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974»
Στράτος Δορδανάς, «Έλληνες εναντίον Ελλήνων», εκδόσεις Επίκεντρο
Στράτος Δορδανάς, «Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Στράτος Δορδανάς, «Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Γιάννης Δουατζής, «Οι Ταγματασφαλίτες», εκδόσεις αδελφών Τολίδη
Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, «Η ελληνική αντίσταση 1941-44 μέσα από τα μυστικά αρχεία της Βέρμαχτ»
Δημήτρης Ιωάννου, «Τάγματα Ασφαλείας. Όλη η αλήθεια», εκδόσεις Ελεύθερος Κόσμος
Νίκος Καρκάνης, «Οι δοσίλογοι της κατοχής. Δίκες - παρωδία», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Ι. Κολιόπουλος, «Λεηλασία φρονημάτων», εκδόσεις Βάνιας
Τάσος Κοντογιαννίδης, «Ήρωες & προδότες στην κατοχική Ελλάδα», εκδόσεις Πελασγός
Δημοσθένης Κούκουνας, «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή», εκδόσεις Ερωδιός
Δημοσθένης Κούκουνας, «Ιστορία της Κατοχής», εκδόσεις Λιβάνη
Δημοσθένης Κούκουνας, «Οι Γερμανοί στην Κρήτη 1941-1945», εκδόσεις Μέτρον
Τάσος Κωστόπουλος, «Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδόσεις Φιλίστωρ
Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, «Ιδού η αλήθεια»
Mark Mazower, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Νίκος Μαραντζίδης, «Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου», εκδόσεις Εστία
Ι. Μιχαηλίδης-Η. Νικολακόπουλος-Χ. Φλάισερ, «Εχθρός εντός των τειχών», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Γεώργιος Μόδης, «Πόλεμος και κατοχή»
Σταύρος Παπαγιάννης, «Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης. Τα Τάγματα Ασφαλείας της Θεσσαλίας» εκδόσεις Σόκολη
Σταύρος Παπαγιάννης, «Τα παιδιά της λύκαινας. Οι επίγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944)», εκδόσεις Σόκολη
Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος, «Η ζωή της κατοχής και τα Τάγματα Ασφαλείας», εκδόσεις Λόγχη
Γεώργιος Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα»
Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944», εκδόσεις Παπαζήση
Χάγκεν Φλάισερ, Νέα στοιχεία για τη σχέση γερμανικών αρχών κατοχής και Ταγμάτων Ασφαλείας (Μνήμων, τχ.8, 1980-82)
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδ. Αλεξάνδρεια
Τάσος Χατζηαναστασίου, «Οι εθνικιστές οπλαρχηγοί στη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία & Θράκη»
Ιάκωβος Χονδροματίδης, «Δωσίλογοι της Κατοχής», εκδόσεις Περισκόπιο
Ιάκωβος Χονδροματίδης, «Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα», εκδόσεις Περισκόπιο
Αθανάσιος Χρυσοχόου, «Η κατοχή εν Μακεδονία : Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, 1941-1944»
Περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη», τεύχος 540, Ιούνιος 2013
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ: Περίοδος ( Σεπτέμβριος 1944 – Αύγουστος 1946)
“ΣΗΜΕΡΙΝΗ”
“ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”
“ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΧΑΪΑ”
“ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ”
και επίσης φύλλα των εφημερίδων:
“ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ”
“ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”
“ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ” της αντίστοιχης περιόδου.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε