Η θυσία των μαχητών του αρχηγείου Τζουμέρκων στους Μελάτες



ΔΣΕ


Στους Μελάτες των Τζουμέρκων Άρτας διαδραματίστηκε το συγκλονιστικό χρονικό της σφαγής δεκάδων ανταρτών του Αρχηγείου Τζουμέρκων, που πιά­στηκαν αιχμάλωτοι, το Πάσχα του 1947, από τον κυβερνητικό στρατό και τις παρακρατικές συμμορίες της περιοχής, και παρά τον Διεθνή Νόμο περί σεβα­σμού των αιχμαλώτων, τον οποίο είχαν αποδεχτεί όλα τα πολιτισμένα έθνη, μεταξύ αυτών και η χώρα μας, οι αιχμάλωτοι αντάρτες μας του ΔΣΕ σφαγιάστη­καν συγκλονίζοντας ολόκληρη την περιοχή.


Οι Μελάτες ήταν από τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές που επισκέφθηκε ο Γάλλος ποιητής Ανρί Μπασίς και εμπνεύστηκε το ποίημα «Αντάρτες εμπρός»:

«Τα άρματά μας ζωστήκαμε πάλι
στης τιμής για να βγούμε στο δρόμο.
Τόσο πένθος και τόσα δάκρυα,
την ζωή μας την είχανε μαυρίσει.
Το ψωμί των παιδιών μας νια να ’χουμε
κι όχι πια με τον τρόμο να ζούμε,
στα βουνά της πατρίδας τον άγιο
δοξασμένο αρχίσαμε αγώνα μας».

Το ιστορικό της τραγωδίας

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η εξόντωση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, η αποκεφάλισή του και το κρέμασμα του κεφαλιού του σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων, σηματο­δότησε την τύχη χιλιάδων αγωνιστών. Το τρομοκρατικό μοναρχοφασιστικό όργιο του αστικού κράτους εντείνε­ται ακόμη πιο πολύ. Οι διωγμοί είναι ανείπωτοι. Όσοι γλιτώνουν καταφεύ­γουν στα βουνά. Αρχίζουν να συγκε­ντρώνονται οι πρώτες ομάδες ένο­πλων αγωνιστών. Τα Τζουμέρκα ―όπως και όλα τα βουνά της Ελλάδας― άρχισαν να υποδέχονται τους καταδιωκόμενους αγωνιστές. Μικρές ομάδες εμφανίζονται παντού.

Οι καταδιωκόμενοι του νομού Άρτας, που ήταν αρκετοί και κρύβο­νταν στα δάση κοντά στα χωριά τους, είχαν ανάγκη αρχικά να οργανώσουν την αυτοάμυνά τους από κοινού, αφού έτσι θα αντιμετωπίζανε πιο αποτελεσματικά τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής και τους παρακρατικούς. Το 1946, μετά τα τρομα­κτικά γεγονότα που έγιναν στα χωριά Άνω Πέτρα και Κλειστό, η κατάσταση οξύνθηκε σημαντικά.

Τον Ιούλη του 1946, ο Κώστας Μπαλαδήμας πήγε στην περιοχή των Τζουμέρκων να συναντηθεί με την πρόσφατα συγκροτημένη ομάδα καταδιωγμένων με επικεφαλής των Κώστα Μίντζα. Στόχο είχε να οργανώσει σύσκεψη κομματικών στελε­χών στην περιοχή των Τζουμέρκων, με βασικό θέμα την συγκέντρωση των καταδιωκόμενων αγωνιστών σε ομάδες και τη συγκρότηση ένοπλου τμήματος.



Θόδωρος Ζαλοκώστας, γνωστός στο λαό ως «καπετάν Παλιούρας»


Στις αρχές του φθινοπώρου του 1946, η ομάδα του μόνιμου ανθυπολοχαγού Θόδωρου Ζαλοκώστα, γνω­στού στο λαό ως «καπετάν Παλιούρας», μετά το χτύπημα του σταθμού χωροφυλακής στον Πεντάλοφο, κατέβηκε στα Τζουμέρκα την άγρια περιοχή, γεμάτη τώρα από εχθρικά σε αυτούς στοιχεία. Ενώθηκαν με τις άλλες ένοπλες ομάδες και έστησαν την έδρα τους στα Τζουμέρκα. Γρή­γορα αναπτύχθηκαν φτάνοντας σε δύναμη τα 180 άτομα περίπου. Με την ίδρυση του Γενικού Επιτελείου Ανταρτών έγινε πραγματικότητα το αρχηγείο Τζουμέρκων του ΔΣΕ. Η δράση φούντωσε. Το αρχηγείο Τζου­μέρκων μπήκε σε πολλά χωριά: Γαρδίκι, Μουτσιαρά, Μεσοχώρα, Θεοδώριανα, Καλαρύτες, Ματσούκι, Κυψέλη και άλλα χωριά. Εκκαθάρισαν την περιοχή από συμμορίες, αφόπλισαν μοναρχοφασίστες από 16 χωριά, και αποτέλεσαν γέφυρα προώθησης αποστολών από το Μπούλκες στη Ρούμελη. Τροφοδότησαν με αρκετά στελέχη το λόχο γενικού αρχηγείου και με εκπαιδευτές τη Σχολή αξιω­ματικών.


Ο «Ριζοσπάστης» στις 19 Δεκέμ­βρη του 1946 έκανε εκτενή αναφορά στην επίθεση που έγινε από το αρχη­γείο Τζουμέρκων στους Καλαρύτες και τα γύρω χωριά της Άρτας.

Τον Απρίλη του 1947, είχαν αρχί­σει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού. Ο καπετάνιος Παλιούρας έλαβε διαταγή από το γενικό αρχηγείο του ΔΣΕ να σπεύσει σε βοήθεια άλλων τμημάτων του ΔΣΕ που μάχονταν στα Άγραφα. Πήρε την απόφαση με το επιτελείο του και χώρισε στα τρία την δύναμη των ανταρτών. Το πρώτο με επικεφαλής τους Μανιώτη και Λιούκα και δύναμη 60 ανταρτών, μέσω μονής Ροβέλιστας ακολούθησε το συμφωνημένο δρομολόγιο, έδωσε μάχες στα υψώματα «Βοϊδαρέικα» και έφτασε στον προορισμό του χωρίς απώλειες.

Τα αλλά δύο τμήματα ένα με τον Χάρη Παπαγιάννη, και ένα με τον Παλιούρα και με δύναμη 60 ανταρ­τών το καθένα, ακολούθησαν το δρομολόγιο τους στις περιοχές των συνοικισμών Ανεμορράχης παλιάς Ελλάδας, κάτω Αθαμανίου και Μελα­των. Βρέθηκαν όμως μπροστά σε πολυάριθμες ομάδες ΜΑΥδων και του κυβερνητικού στρατού, που έφτασαν από την Άρτα. Τους είχαν στήσει ενέδρα σε διάφορα περάσματα της δασωμένης και δύσβατης αυτής περιοχής.

Πολέμησαν γενναία κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων για δύο ολό­κληρες μέρες. Τα πυρομαχικά τους είχαν τελειώσει και νηστικοί και άυπνοι αποφάσισαν να μοιρασθούν σε μικρές ομάδες και με τον τρόπο αυτό να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και να συναντηθούν, όσοι επι­ζήσουν, στον προκαθορισμένο χώρο των βορειοανατολικών υψωμάτων του συνοικισμού Ζυγός.

Κατά την τελευταία αυτή προσπά­θεια αρκετοί σκοτώθηκαν, ιδίως από το τμήμα του Χάρη Παπαγιάννη, και οι υπόλοιποι τραυματίες και ζωντα­νοί, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγή­θηκαν στο μοναστήρι Μελατών που ήταν η έδρα του στρατού και των συμμοριών του Παπαδόπουλου και του Βόιδαρου και άλλων παρακρατι­κών που έφταναν με αυτοκίνητα από την Άρτα.

Μόλις νύχτωσε καλά, δόθηκε η εντολή των βασανιστηρίων και της σφαγής των κρατουμένων αιχμαλώ­των ανταρτών στο μοναστήρι Μελα­τών. Άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγ­χες των όπλων τους να τρυπάνε τα σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα κεφάλια από τους περισσότερους αντάρτες. Στη συνέχεια, άνοιξαν ομαδικό τάφο στη σμίξη του χειμάρρου που βρίσκεται βορειοανα­τολικά στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο ποταμό και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπα­σαν.

Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα 'ριξαν μέσα σε τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητο στην πόλη της Άρτας. Με διαταγή των κρατούντων στην πόλη της Άρτας, αρκετά κεφάλια τα παλούκωσαν και τα ακούμπησαν σε κεντρικά σημεία της πόλης. Ακόμα στη διασταύρωση της εθνικής οδού με το δρόμο που πηγαίνει στο Πέτα και μπροστά στο εκεί καφενείο του «Μπούση» ήταν σταματημένο στρα­τιωτικό τζιπ και στο μπροστινό προ­φυλακτήρα ήταν κρεμασμένα με σύρμα τέσσερα κεφάλια ανταρτών.

Τη χωρίς προηγούμενο σφαγή, της οποίας την έκταση, χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, αφού σφάχτη­καν όλοι, δίνουν οι αφηγήσεις χωρι­κών στους οποίους έμειναν έντονα χαραγμένες εικόνες της εποχής. Πρόχειροι λάκκοι που πέταγαν ακέφαλα κορμιά, φορτηγά του στρα­τού που κουβαλούσαν δεκάδες κομ­μένα κεφάλια, συνέθεταν ένα εφιαλ­τικό τοπίο ανήκουστων σφαγών.

Παιδιά εκείνης της εποχής λέγανε τη φρίκη τους, όταν αντίκρισαν το σχολείο τους στις Μελάτες γεμάτο αίματα. Ίσως ποτέ δεν θα μαθευτούν τα γεγονότα σε όλες τους τις λεπτο­μέρειες. Από τους 180 αντάρτες του Αρχηγείου Τζουμέρκων, σώθηκε από τους Μελάτες το ένα τμήμα με 60 άντρες και 10 περίπου από τα άλλα δύο τμήματα. Και οι οποίοι, στην συνέχεια έπεσαν σε άλλες μάχες του Δημοκρατικού Στρατού, εκτός από λίγους που επέζησαν και οδηγήθη­καν είτε στην προσφυγιά, είτε στις φυλακές, είτε στις εξορίες.

Η Πηνελόπη Σαρλή, μαθήτρια τότε του Δημοτικού Σχολείου, εκτός από τη συγκλονιστική της μαρτυρία[6], μας μεταφέρει  και την αντίδραση των μικρών συμμαθητών της, μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα που «πρόσφεραν» οι «νικητές», που μόνο ως πράξη αντίστασης ενάντια στη βαρβαρότητα μπορεί να καταγραφεί:

«Ξεκινήσαμε όπως κάθε πρωί να πάμε στο σχολείο. Υπήρχε μια κίνηση στους δρόμους που άλλες μέρες δεν βλέπαμε. Μία αναστάτωση από ανθρώπους και οχήματα. Ποδήλατα και κάρα μας προσπερνούσαν. Τα βλέπαμε να κουβαλάνε σακιά γεμάτα.
Παραξενευτήκαμε. Τι να είχαν μέσα αυτά τα σακιά που με τόση φροντίδα μετέφεραν; Γιατί βιάζονταν γιατί κτυπούσαν κουδούνια και κλάξον για να τους δώσουμε προτεραιότητα; Ή μήπως με αυτό τον τρόπο μας καλούσαν να τους ακολουθήσουμε, για να μας δείξουν κάτι; Ήταν και η ατμόσφαιρα πάνω από τη πόλη βαριά. Κι όλη η κίνηση των τροχοφόρων και των ανθρώπων κατέληγε στην πλατεία Κιλκίς.
Ναι, εδώ όλοι εκείνοι οι περίεργοι έμποροι είχαν εκθέσει την πραμάτεια τους. Το μυστικό που είχανε κρυμμένο μέσα στις λινάτσες.
Εδώ τα είδαμε. Τα είχανε βάλει σε δύο κύκλους σαν να χορεύανε διπλοκάγκελο. Στη μέση της πλατείας. Κι έτσι καταλάβαμε πως όλοι αυτοί που τόση ώρα περνούσαν από μπροστά μας, ήταν κυνηγοί κεφαλών.
Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί. Οι υπάλληλοι που πήγαιναν στα γραφεία τους, αυτοί που είχαν καταστήματα εκεί τριγύρω, όλοι οι μαθητές του σχολείου ακόμα και των μικρών τάξεων. Κάποιοι τα κοίταζαν με φρίκη και κάποιοι με περιφρόνηση. Άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, να εξηγήσουν, να συνειδητοποιήσουν. Μερικοί δεν δίστασαν να τα πλησιάσουν και να τα κλωτσήσουν. Να τα στραπατσάρουν περισσότερο. Να τους σπάσουν δόντια, ή να δουν το μυαλό τους να χύνεται από το ήδη ανοιγμένο τους κρανίο. Αλήθεια τι κρότο κάνει ένα κεφάλι που κατρακυλά στο πλακόστρωτο και τι σχήμα παίρνουν τα χείλια;
Οι πιο ψύχραιμοι βάλθηκαν να κάνουν αναγνώριση. «Να ο τάδε» φώναζαν. Ενώ κάποιοι άλλοι που τα αναγνώριζαν επίσης δεν τολμούσαν να πουν τίποτα, μήτε να κλάψουν. Δεν ξέρω ίσως να είδαν κάποιον πολύ γνωστό τους, συγγενή τους. Τον είχαν αποχωριστεί, τον είχαν χαιρετήσει προ πολλού, τον νόμιζαν στο βουνό και τώρα τον έβλεπαν, ασώματο κεφαλή στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Μουδιάσανε τα άκρα μας, στέγνωσε το στόμα μας, σοκαριστικό το θέαμα κι ακόμα χειρότερα όλα αυτά που γίνονταν γύρω από αυτό. Η αλαζονεία αυτών που τα είχαν φέρει να τα επιδείξουν σαν λεία τους. Ο χλευασμός και η βαρβαρότητα από τη μεριά των άλλων κι ο σιωπηλή θλίψη των περισσότερων. Λίγο πιο μακριά ακούγονταν ο θρήνος όσων δεν μπόρεσαν να αντέξουν και ξέσπαγαν.
«Τα παιδιά να πάνε στο σχολείο» ακούστηκε κάποια στιγμή «κτύπησε το καμπανάκι». Ο χρόνος δεν μπορεί να παγώσει ούτε σε τέτοιες περιπτώσεις. Η ζωή συνεχίζει την πορεία της. Κατευθυνθήκαμε προς το γυμνάσιο. Εκεί μας περίμενε το πρωινό μας ρόφημα. Ήταν γάλα που τόσο πολύ το θέλαμε. Άλλες φορές κάναμε σα λιμασμένα, όμως εκείνη τη μέρα κανείς δεν μπορούσε να πιει το γάλα του. Στην αρχή θέλησε να το προσφέρει σε κάποιον άλλο, μα ήταν γενική η ανορεξία. Άδειαζε λοιπόν το κυπελλάκι ο καθένας στο χώμα, χωρίς τύψεις που πήγαινε στράφι αυτή η θρεπτική τροφή, αυτή η πολυτέλεια στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.

Τα κεφάλια στη συνέχεια τα πήγαν και τα κρέμασαν στο φράκτη της χωροφυλακής. Έμειναν εκεί σε κοινή θέα και ξάφνιασμα των περαστικών μέχρι που τα μάζεψαν μύγες.»


Είναι ανάγκη σήμερα να βοηθή­σουν όλοι στην παραπέρα έρευνα για τους αντάρτες που χάθηκαν και που ακόμα δεν στάθηκε δυνατό να υπάρ­χει πλήρης εικόνα για τους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ που έπε­σαν στα πεδία των μαχών.

Τραγική η περιγραφή της συν. Κατερίνας Λελοβίτη-Μπατσούλη σε μια από τις προηγούμενες εκδηλώ­σεις στην περιοχή:

« Όρθιοι, σύντροφοι, στεκόμαστε σ' αυτόν εδώ τον ιερό τόπο που πατάμε, που είναι βαμμένος με το αίμα από δεκάδες παλικάρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΔΣΕ. Μαζί τους και ο αδελφός μου Παναγιώτης Λελοβίτης, εκεί επάνω στο ύψωμα, σύντρο­φοι, έδωσε μόνος τέλος στη ζωή του, νια να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και να μην περάσει τα βάσα­να του Χριστού. Και οι άνανδροι φασί­στες του πήραν το κεφάλι και το κρέ­μασαν στην Πρέβεζα, μαζί με τα κεφάλια άλλων παλικαριών κομμου­νιστών, γιατί αυτά τα παιδιά ήταν Έλληνες, ήταν λεβέντες και πολέμη­σαν για την πατρίδα, υπερασπίζοντας τα ιδανικά τους. Αιωνία η μνήμη τους. Αδέρφια μας δεν θα σος ξεχάσουμε ποτέ. Σας δίνω την υπόσχεση ότι εγώ, η αδερφή σας Κατερίνα, εάν χρειαστεί, θα πεθάνω αγωνιζόμενη στο δρόμο. Γιατί το βράδυ που θα έφευγαν τα αδέλφια μου στο βουνό, Παναγιώτης και Χρήστος, παρά το ότι ήμουν μικρή θυμάμαι τι έλεγαν: "Ο αγώνας θα είναι μακρύς και σκληρός, θα σας τυραννήσουν, θα σας δεί­ρουν, θα σας εξορίσουνε, αλλά εσείς ποτέ να μην αρνηθείτε τα πιστεύω σας και την ιδεολογία σας". Ποτέ, αδέλφια μου, να είστε βέβαια εκεί που είσαστε. Ζήτω το ΚΚΕ. Γεια σας».




Ο συν. Κώστας Τάτσης, πρόεδρος του παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Νέας Ιωνίας, στο βιβλίο του «Οδοιπο­ρικό ενός αντάρτη στο ΔΣΕ», γράφει τις προσωπικές του αναμνήσεις, σχετικά με το αποτρόπαιο γεγονός:

«Στο Μοναστήρι των Μελατών όπου ήταν η έδρα του κυβερνητικού στρατού βρίσκονταν και οι συμμορίες του Α. Παπαδόπουλου, Κ. Βόιδαρου και άλλων. Εδώ μεταφέρθηκαν οι τραυματίες και οι αιχμάλωτα αντάρ­τες. Μόλις νύχτωσε δόθηκε εντολή να γίνουν βασανιστήρια και σφαγή. Οι αδίστακτοι εγκληματίες πολέμου άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγχες των όπλων τους να κατατρυπάνε τα σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα κεφάλια από τους περισ­σότερους αντάρτες. Στη συνέχεια άνοιξαν ομαδικό τάφο στη σμίξη του χειμάρρου που βρισκόταν ΒΑ στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο ποταμό και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπασαν. Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα έριξαν μέσα σε τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητα οτην Άρτα.

(...) Περίπου στις 23/4/1947 και ώρα 11π.μ. (εγώ ήμουν τότε 16 χρό­νων) βρέθηκα στην Άρτα με 2 γαϊ­δούρια φορτωμένα καυσόξυλα, πήγα να τα πουλήσω στην πόλη. Προχω­ρώντας μέσα στο κέντρο της πόλης, και αφού έβγαινα από την πλευρά του Κάστρου στην πλατεία Μονοπω­λίου, είδα να έρχονται προς την πλα­τεία στρατιωτικά αυτοκίνητα τύπου "Στουνταμπέκερ". Πάνω σ' αυτά στέκονταν αξιωματικοί και στρατιώ­τες και κράταγαν στα χέρια τους τα κεφάλια των ανταρτών κάνοντας μάλιστα και επίδειξη στο κοινό, βρί­ζοντας και αισχρολογώντας με την πιο χυδαία ορολογία του υποκόσμου. Τα κεφάλια που ήταν στα 2 πρώτα αυτοκίνητα που πρόκανα να αντικρίσω ήταν κεφάλια παλικαριών, πρωτα­γωνιστών του Αλβανικού Έπους και της Εθνικής Αντίστασης, που σε μένα ήταν γνωστά από την ΕΑΜική Αντίσταση στο νομό Άρτας. Όλοι είχαν μακριά μαλλιά και γένια, τα κεφάλια κρατιόνταν από τα μαλλιά, η εικόνα ήταν φρικιαστική και αποτρό­παια και γύριζε τη μνήμη κάθε λογι­κού ανθρώπου στον Μεσαίωνα.

Ο κόσμος που βρέθηκε στην πλα­τεία και στους δρόμους κοντά σ' αυτή, αφού αντίκρισε την εικόνα φρί­κης, απόστρεψε το βλέμμα του από το φρικτό θέαμα και τράπηκε σε φυγή πέρα από τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Από ό,τι μου διηγήθηκαν και άλλοι γνωστοί μου χωριανοί και συγχωρια­νοί, που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην Άρτα, η στρατιωτική αυτή επί­δειξη κατέληξε στην άλλη άκρη της πόλης στην πλατεία Κιλκίς και από εκεί στη διοίκηση της Χωροφυλακής της πόλης. Σε όλη την παραπάνω διαδρομή όπως προανέφερα, ο απλός κόσμος γύριζε τις πλάτες στην εικόνα και τρεπόταν σε μαζική φυγή.

Ο λαός της Άρτας, πολύ καλά γνώρι­ζε τον Θεόδωρο Ζαλοκώστα (καπε­τάν Παλιούρας) ως αξιωματικό στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940-1941, σεμνότατο κομμουνιστή, στέλεχος και καθοδηγητή της ΕΑΜκής Αντί­στασης, άξιο καπετάνιο του 3/40 και 24ου Συντάγματος του θρυλικού ΕΛΑΣ. Επίσης, γνωστός ήταν στο νομό της Άρτας, ως καπετάνιος τάγ­ματος του 3/40 Συντάγματος, ο Κώστας Μίντζας. Η Άρτα γνώριζε πολύ καλά τον Γιάννη Φωτονιάτα, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, που ήταν μπροστάρης και οργανωτής στους αγώνες του λαού της Άρτας την περίοδο της κατοχής, ένας από τους οργανωτές του ΕΑΜ-ΕΑΑΣ στο νομό.

Από τον κλοιό κατάφεραν να ξεφύγουν βγαίνοντας πέρα από τα σύνορα του νομού Άρτας, κάποια τμήματα και μικρές ομάδες, που η τύχη τους δεν είναι καθόλου γνωστή. Δεν έχει ερευνηθεί, ποια ήταν η παραπέρα τύχη τους, τι έγιναν τα τμήματα αυτά, ποιοι είναι οι νεκροί, οι τραυματίες, και ποιοι τελικά διασώ­θηκαν. Ίσως μερικοί να βρίσκονται ακόμα ζωντανοί Είναι ανάγκη σήμε­ρα που ακόμα υπάρχουν επιζώντες σύντροφοι και συναγωνιστές, που έζησαν τα παραπάνω γεγονότα, να συμβάλουν στο να καταγραφούν αυτά που έγιναν σε εκείνη την ταραγμένη εποχή, παρουσιάζοντας το αγωνιστικό ύφος και ήθος των συναγωνιστών που έπεσαν ηρωικά στις μάχες του εμφυλίου πολέμου για την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας και για ένα καλύτερο μέλ­λον του λαού».

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΝΕΚΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Αγγέλης Αντώνης
Αγγέλης Μάνθος
Αλέξη Αγλαΐα
Αλεξίου Γιάννης
Αναγνώστου Γιάννης
Βάρδιας Δημήτρης
Βασιλείου Κώστας
Βόβολας Λάμπρος
Βόβολα Μαρία
Γαλαζούλα Βαγγέλη
Γερογιάννης Γιάννης
Γεωργονίκος Μίμης
Γιαννούλης Γιώργος
Γκαλιμάνης Χρή­στος
Γκαντζέλος Γιώργος
Γκένας
Γκίζος Γιώργος
Γκούμας Στέφανος
Δημοπούλου Καλλιρρόη
Δήμου Δημήτρης
Διονύσης Θόδωρος
Ζαλοκώοτας Θόδω­ρος
Ζιούτος Κώστας
Καλός Γιώργος
Καινούργιος
Καραγιάννης Γιάννης
Καραγιάννης Διομήδης
Καρακίτσου Ευτυ­χία
Καρανικόλας Μήτσος
Καρράς
Κατσινέλης Λάμπρος
Κεφάλας Σωτήρης
Κόκαλης Βασίλης
Κόκαλης Κώστας
Κολτούκης Γιώργος
Κότης Θανάσης
Κουρμέτζας Ηλίας
Κουβαράς Λεωνίδας
Κυρίτση Αφροδίτη
Κωσταντέλιας Κώ­στας
Κωνσταντίνου Λάμπρος
Λάιος
Λελοβίτης Πάνος
Λελοβίτης Χρήστος
Λιούκας Κώστας
Μακαβέλος Χρυσόστομος
Μανιώτης Βαγγέλης
Μαντέλος Βασίλης
Μίτζας Γιώργος
Μίτζας Κώστας
Μήτσης Δημήτρης
Μπάφας Νίκος
Μπαλάφας Αριστείδης
Μπα­νιά Κούλα
Μπάζης Γιάννης
Μπακογιάννης
Μπαντίδος Περικλής
Μπαντόλιας
Μπαλαδήμας Βασίλης
Μπαλαδήμα Ελένη
Μπαλαδήμας Κώστας
Μπαλτα­τζής
Νάκης Δημήτρης
Νικολός Αποστό­λης
Νικολός Γιάννης
Νούλα Ανθή
Νούτσος Κώστας
Νταβαντζής Γιώργος
Ντάλλας Πέτρος
Παλιογιώργος Χρή­στος
Πάνου Δήμος
Παπαβασιλείου Χρήστος
Παπαγεωργίου Αχιλλέας
Παπαγιάννη Σοφία
Παπαγιάννης Δημή­τρης
Παπαγιάννης Χάρης
Παπαγιάννης Χρήστος
Παπαδημητρίου Αποστόλης
Παπαδημητρίου Δημήτρης
Παπακώστας Δημήτρης
Παπακώστας Κώστας
Παπακώστας Χρήστος
Παπανικολάου Κώστας
Παπανικολάου Διονύσης
Παπασπύρου Κώστας
Παππάς Γιώργος
Παππάς Κώστας
Παυλόπουλος Διονύ­σης
Πουρναράς Βελησάρης
Σακαγιάννης Βαγγέλης
Σαπρίκης Κώστας
Σκαν­δάλης Ηλίας
Σουβλής Γιώργος
Στάμος Κώστας
Στασινός Γιώργος
Τάτσης Γιώργος
Τζίμας Βασίλης
Τρίμπος
Τρομπούκη Δήμητρα
Τρομπούκης Θανάσης
Τσιγκαρίδας
Τσιούρης Χριστόφορος
Τσουμάνης Αποστόλης
Τσουμάνης Ηλίας
Υφαντής Δημήτρης
Φούντας Βάγιας
Φούντας Χρήστος
Φωτονιάτας Γιάννης
Χαριλόης Βάγιας

ΑΘΑΝΑΤΟΙ!



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.

Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved