Φώτης Βερμαίος (Φοίβος Γρηγοριάδης),
ο επιτελάρχης του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας




Ο Φώτης Βερμαίος είναι ο λοχαγός τους Ελλ. Στρατού Φοίβος Γρηγοριάδης, γυιος του στρατηγού Νεόκοσμου Γρηγοριάδη και αδελφός του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα Σόλωνα Γρηγοριάδη. 
Από τους πρώτους μόνιμους αξιωματικούς που βγήκε στο Βουνό, λαμπρός επιτελικός, καρτερικός μαχητής του Αρβανίτικου 34ου Συντάγματος, μας άφησε ένα πολύτομο έργο για όλη την επική και  συνάμα τραγική δεκαετία του '40. 
Πέρα όμως απ' αυτά τα σπουδαία και τα σημαντικά, πρέπει να επισημάνουμε και το εξής. Ο Φώτης είχε μια απόλυτα επιτυχημένη συνεργασία με τον καπετάνιο και "πατέρα" του ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας, τον Ορέστη. Ο Ορέστης δεν φείδεται καλούς λόγους για τη δράση και τη στάση του επιτελάρχη του. Λίγοι είναι οι άνθρωποι που τυγχάνουν μιας τέτοιας ανεπιφύλακτης εκτίμησης από τον σκληροτράχηλο Αντάρτη. Φαίνεται, και από τη σύγκριση των κειμένων και από κάποια άλλα στοιχεία, ότι οι δύο άνδρες συνέχισαν την άψογη συνεργασία τους και στη συγγραφή των έργων τους. Μέχρι ποιο σημείο, ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί. Φαίνεται πάντως ότι ο σκοπός τους είναι να δώσουν έγκαιρα, στις δεκαετίες του '50 και του '60, μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της μεγάλης εποποιίας του Ελληνικού Λαού. Το ίδιο κάνει, απ' την πλευρά του, και ο εκπληκτικός και πολυαγαπημένος μας Νικηφόρος. Κι αυτός από το τέλος της δεκαετίας του '50 κυκλοφορεί κάποια τεύχη με τμήματα αυτού του έργου που αργότερα θα γίνει το τρίτομο βιβλίο Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης και θα θρέψει όλους εμάς, είτε το είχαμε διαβάσει είτε μας το αφηγούνταν άλλοι, τα χρόνια που η συζήτηση και μόνο για τα κατορθώματα των Ελλήνων στην Κατοχή αποτελούσε ποινικό και...εθνικό αδίκημα. 

Το δίχως άλλο, χρειάζεται μια αληθινή μελέτη για το πώς γράφτηκαν τα βιβλία από τους πρωταγωνιστές της Αντίστασης και ειδικά  αυτά τα τρία μεγάλα έργα με το ένα, εκείνο του Ορέστη, να μένει έως τώρα ανέκδοτο, "φυλακισμένο" μέσα στα "σώματα" της "Απογευματινής", από τον Ιανουάριο του 1958 έως τον Σεπτέμβριο του 1959, σε καθημερινές δημοσιεύσεις, πλην Κυριακής και λίγων ιδιαίτερα σοβαρών γεγονότων. Πρέπει να προσεγγίσουμε, όπως αυτό είναι δυνατόν, τόσο στις καταστάσεις μέσα στις οποίες γράφτηκαν αυτά τα βιβλία όσο και στο μυαλό των συγγραφέων, στο τι ήθελαν να αποσαφηνίσουν, τι ήθελαν να τονίσουν, σε τι επεδίωκαν να απαντήσουν, τι επίδραση είχαν επάνω τους τα (λίγα) προηγούμενα δημοσιεύματα αλλά και τι επίδραση είχαν αυτά σε όλα τα μετέπειτα. Ο Ορέστης πχ θέλει να απαντήσει στον ήδη νεκρό Στέφανο Σαράφη και στον "ΕΛΑΣ" . Έχει επίσης υπόψη του την εκδοτική προσπάθεια του Νικηφόρου και μάλιστα τον πειράζει και λιγάκι μέσα από τις στήλες της εφημερίδας για τις "φιλολογικές του ανησυχίες". Αλλά και οι "Νικηφοραίοι" δεν κάθονται άπραγοι. Ο Μπαρμπα- Νίκος Δημητρίου, ο Δάσκαλος και πατέρας του Νικηφόρου, τον "παρενοχλεί" με τρία (αν θυμάμαι καλά) γράμματα και προκαλεί τις ισάριθμες απαντήσεις του Ορέστη.
Ελπίζω η νέα γενιά ιστορικών που ξεπροβάλλει ασυγκράτητη και οξύνους μέσα από τα αρχεία και τα τεκμήρια να μας δώσει τις απαντήσεις που θα φωτίσουν την ιστορία για το πώς γράφτηκε η ιστορία!

Στη συνέχεια η αφήγηση του Φώτη για τη Μάχη της Πύλης από τον 7ο τόμο του έργου του Βρετανοί-Το αντάρτικο-Απελευθέρωση....(Σελίδες 205-215)

Μάχη στα Δερβενοχώρια

Ό κύκλος των έπιχειρήσεων τής Ανατολικής Στερεάς, κλείνει μέ τήν τριήμερη καί πολύνεκρη γιά τούς Γερμανούς, μάχη στά Δερβενοχωρια (16-17-18 ’Οκτωβρίου). Αυτή δέ βρίσκεται μέσα στόν έπιτελικό προγραμματισμό. Aπρόοπτα ήρθε. Και γι’ αύτό, τού κόστισε τού έχθρού. Μέ τή γενική αισιοδοξία γιά σύντομο τέλος στόν πόλεμο, πολύς ξένος κόσμος βρίσκεται στό μικρό όροπέδιο των Σκούρτων: Περαστικοί γιά τό άντάρτικο, άπό τήν ’Αθήνα. Τό τάγμα Παρνασσίδας μέ τους τετρακόστους άντάρτες του. Άλλοι τόσοι και παραπάνω άμαχοι, Ισραηλίτες τής Πρωτεύουσας πού φύγανε μετά τήν ιταλική διάλυσι (γνωστά έμπορικά όνόματα, Κοέν, Λεβή, Μυωνή κ.ά.).
Ο Τζελόζο κι’ ό Κίτζι — όπως και όλο τό Φάτσιο — δέν τό φτόνανε στη χιτλερική κτηνωδία γιά τούς Εβραίους. Μέ την «αλλαγή φρουράς», γνωρίζουν τί τούς περιμένει. Καί φροντίζουν — όπως είναι έλάχιστοι σέ σύγκρισι μέ τήν Θεσσαλονίκη — νά κρυφτούν, νά χαθούν μέσα στό σύνολο τών Ελλήνων. Τούς φροντίζουν καί πολλοί μέ ιδιαίτερο ένδιαφέρον. (Σάν τόν αστυνόμο Δ. Βρανόπουλο). Μά τό πιό σίγουρο καταφύγιο, βρίσκεται στις όρεινές έλεύθερες περιοχές.
Ό πολύτροπος Δαμασκηνός — άντι εαμικός φανερά μόνο άπό τά Χριστούγεννα τού 1944 κι’ ύστερα — στέλνει άπό τις 15 Αύγούστου στή Μονή Κλειστών τής Χασιάς, τόν μητροπολίτη Γορτυνίας Γερμανό, νά συναντηθή με τους καπεταναίους τού έλασίτικου συντάγματος. Γιά τήν παροχή άσύλου. Δέν πολυχρειάζεται ή παρέμβασις τού ’Αρχιεπισκόπου. To ΕΑΜ δίνει σ’ όλόκληρη τήν ’Ελλάδα, όση μπορεί προστασία, στά θύματα τής χιτλερικής κτηνωδίας.
Κατά τίς 10 Οκτωβρίου, φτόνει στά Σκούρτα ό άρχιρραβίνος ’Ελιά Μπερτζελάϊ μέ τήν «πρεσβυτέρα» καί τήν κόρη του. Τό ζεύγος έχει τόσο πάχος ώστε δέν μπορούν νά τούς σηκώσουν τά κοινά μουλάρια.

ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΙ ΘΡΙΑΜΒΟΙ

Γονατίζουν άπό τό βάρος. Τό Σύνταγμα στέλνει καί φέρνουν άπό ξεμακρυσμένο λόχο του δυό μεγαλόσωμους «’Ιταλούς» (τήν *Έντα καί τόν Τσιάνο, λάφυρα άπό τίς μάχες τού Μαΐου, στή Ρούμελη). Μέ τούτα τά ζώα καί συνοδό τόν ’Ισραηλίτη όμαδάρχη Μακαμπή, φεύγει ή οικογένεια τού άρχιρραβίνου, φτόνοντας τελικά στό Γενικό. Οπου θά μείνη ώς τό τέλος τού πολέμου. Χωρίς άνάμιξι βέβαια στήν πολιτική. Μόνο σέ μιά συγκεκριμένη περίπτωσι θά βεβαίωση πώς στόν διωγμό των ’Ισραηλιτών, μετέχουν καί οί οπλοφόροι τού Ράλλη. Μέ τηλεγράφημά του στην Ελληνική Κυβέρνησι: «....Δυστυχώς είς τήν φρικαλέαν καταστροφήν συμμετέσχον καί τά Τάγματα 'Ασφαλείας... ’Από τάς 100.000 διεσώθησαν μόνον 1.020. Ή σωτηρία των όφείλεται είς τήν άλληλεγγύην τού έλληνικού λαού καί τήν ύποστήριξιν τού ΕΛΑΣ.
Oi άλλοι ’Ισραηλίτες δέ θέλουν νά φύγουν άπό τά Δερβενοχώρια, γιά νά μήν άπομακρυνθούν άπό τήν ’Αθήνα. Φαντάζονται τό μικρό όροπέδιο, σάν άπόρθητο φρούριο. Δέν άκούν τις άντάρτικες συμβουλές για άραίωσι καί άπομάκρυνσί τους. Καί μένουν στά πέντε χωριουδάκια, έτοιμοι ν’ άρχίσουν έμπορικές δουλίτσες, θά διασκορπισθούν πανικόβλητοι, μόνο μετά μεγάλη μάχη.
Τήν πρώτη πληροφορία γιά τήν έχθρική έπίθεσι στόν Έλικώνα τήν παίρνουν έδώ άπό τόν λοχαγό Ντόν, περαστικό γιά τήν ’Αθήνα. Τό Σύνταγμα δίνει έτσι, μεγαλύτερη προσοχή γιά τήν άμυντική διάταξι στό όροπέδιο. Δυό στενά παρακλάδια άπό τήν έθνική όδό (’Ελευσίνα Θήβα Λαμία) φτόνουν στά Δερβενοχώρια. Τό ένα στά Κρώρα, τό άλλο στήν Πάνακτο. Στό καθένα προωθείται ένας λόχος τού τάγματος Παρνασσίδας, μέ πολυβόλα. Ό τρίτος, μένει στά Κρώρα γιά έφεδρεία. Οί δυό λόχοι τού τάγματος ’Αττικής (ό τρίτος βρίσκεται στά Γεράνεια)κρατούν θέσεις άνατολικώτερα, στά μονοπάτια άπό Κακοσάλεσι, Μαλακάσα, Κιούρκα, Μενίδι. Άπό την κατεύθυνσι τής Θήβας, υπάρχει άρκετό βάθος άβατο σέ τροχό, ώστε νά φτάσουν έγκαιρα πληροφορίες γιά έχθρικές κινήσεις. Eτσι οί άντάρτικες δυνάμεις, κρατούν μιά ήμικυκλική γραμμή, πάνω άπό τό δρόμο ’Ελευσίνας Κάζας.

ΕΝΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ βρίσκεται στις 15 Οκτωβρίου, στό Σ.Δ. τού άρβανίτικου 34ου Συντάγματος. Ό Αρβανίτης Γ. Ρήγος, άπό τήν ’Ελευσίνα. Δέν έχει καμμιά σχέσι μέ τό ΕΑΜ ή τόν ΕΛΑΣ. Συγκλονίστηκε όμως όταν πήρε ένα γράμμα κατωτέρων συναδέλφων του: Τέσσερις ταγματάρχες (Χρ. Δαλιάνης, I. Σταματάκης, Μ. Παπαζήσης, Σπ. Θηβαίος), ό άνττσυνταγματάρχης Χωροφυλακής Στ. Ξανθάκης, τρεις λοχαγοί (Γρηγοριάδης, Ζούσης, Μπαϊρακτάρης), δώδεκα ύπολοχαγοι καί άνθυπολοχαγοί, δεκαοχτώ μόνιμοι ύπαξιωματικοί τού στρατού καί τής χωροφυλακής, τού ζητούν νά έρθη και ν’ άναλάβη την διοίκησί τους, τό 34ο Σύνταγμα τού τόπου του. Μέ φαρδιές πλατειές τις υπογραφές τους, όλοι.
Ρωτάει στήν ’Αθήνα μερικούς στρατηγούς, ό παραλήπτης. Δέ λείπουν οί περίφοβοι :
— Τρελλάθηκες; θά σέ σφάξουν οί κομμουνισταί!
— Μά πώς δέ σφάζουν, τριάντα άλλους στρατιωτικούς;
— Δέν ξέρω. Είσαι βέβαιος πώς είναι πραγματικές οί υπογραφές;

’Εκείνος είναι βέβαιος. ’Από βδομάδες τον έχουν βεβαιώσει γνωστοί του Δερβενοχωρίτες γιά τόν πραγματική παρουσία καί υπηρεσία, μονίμων άξιωματικών στά χωριά τους. Στις 15 βρίσκεται στά Καβάσαλα, στό Σύνταγμα. Μαζί του καί ό γέρος καπετάνιος του Μακεδονικού ’Αγώνα, ύπολοχαγός Μελέτης Πόγγας. Ολόκληρο τ’ άπόγεμα, ό πολιτικός Όρέστης τον κατατοπίζει, τόν βεβαιώνει πώς δέν πρόκειται ν’ άναλάβη καμμιά πολιτικά, υποχρέωσι. Καμμιά δέσμευση.
’Από τό πρωί τής ίδιας μέρας, ό καπετάνιος τής μονάδας βρίσκεται στήν Πύλη. ’Έφθασε εκεί, άνειδοποίητα, ένα καραβάνι μουλάρια. Μέ 500 τουφέκια, 12 όπλοπολυβόλα, δυό μεγάλους όλμους καί λίγα πυρομαχικά. Τά έστειλε ή Νομαρχιακή Εύβοιας, καί τά προώθησαν οί τοπικές όργανώσεις των παραλιακών χωριών τής Βοιωτίας. Τούς όλμους, τούς παίρνει τό Σύνταγμα. Τά τουφέκια όμως, δέν είναι γιά θάψιμο. Πρέπει νά κατανεμηθούν σ’ όλα τά χωριά τής Βοιωτίας, γιά τόν έφεδρικό ΕΛΑΣ. Ή κατανομή θά γίνη, μαζί μέ τόν άρμόδιο άντιπροσωπο τής Περιφερειακής Θήβας πού ειδοποιείται νά έρθη.

ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ μάτι, κάτι είδε άπ’ όλη τόν κίνησι έκείνων τών ήμερων στά Δερβενοχωρια.’Οχι όλα όμως, κάτι μόνο, ένα μέρος άπ’ όλα.
Ξένος πρέπει νά είναι. Περαστικός κατάσκοπος τού έχθρού. Στά Δερβενοχώρια, δέ φύτρωσε τό χορτάρι τής προδοσίας, σε όλη τή διάρκεια τού πολέμου. Σ’ αύτά, έπιζούν άκόμα οί πατριαρχικές, ήρωϊκές άρβανίτικες παραδόσεις. Οί ίδιες, εκείνες πού σ’ άλλους άγώνες, άνέβασαν στά μεσούρανα, τούς Σουλιώτες καί τό Σούλι. Καί τούτο έδώ τό δερβένι, στούς δρόμους άπό τήν Θήβα καί Χαλκίδα γιά τόν ισθμό τού Μόρια, έμενε άβατο γιά τούς Τούρκους. ’Έτσι ήσαν οί συμφωνίες. Μόνο μιά φορά κατέβαινε στή Θήβα, ό καπετάνιος άπό τό Δερβενοσάλεσι (τήν Πύλη) νά δώση στόν βοεβόδα, τόν χρονιάτικο φόρο. (Κατά τήν παράδοσι μάλιστα, έδινε τό πουγγί τίς λίρες, μέ τεντωμένο χέρι, τρυπημένο στή μύτη τής πάλας του).
Δέν είναι Δερβενοχωρίτης ό προδότης. ’Άν ήταν, θά έδινε σωστές καί όλες τίς πληροφορίες. Ένώ ό περαστικός κατάσκοπος τίς δίνει κολοβές, μισές, παραλείποντας άλλες.
Γιά νά φέρουν έτσι, τό άντίθετο άποτέλεσμα. Ένα όλέθριο γιά τόν έχθρό άποτέλεσμα:

• ’Ίσως νά είδε μόνο περαστικούς Αθηναίους, μεμονωμένους περαστικούς όπό τήν Πόλη, άοπλους Πυλιώτες της έφεδρικής όμάδας.
• "Ισως μόνο τούς πολυθόρυβους Εβραίους πού άρχισαν κι’ όλας τό μικρεμπόριό τους.
• Πολύ πιθανόν νά είδε τά φορτώματα τού άπλισμού. Οί Πυλιωτες θά υποψιάζονται κάποιον υποπλοίαρχο τού Λιμενικού, ιδιοκτήτη άγροκτήματος κοντά στην Κάζα. Πού τού τό είχαν καταπατήσει αύτοί καί πέρασε άπό τό χωριό τους, νά διαμαρτυρηθή.
• 'Οπωσδήποτε όμως ό κατάσκοπος, δέν είδε τούς έξη άντάρτικους λόχους (τέσσερις τής Παρναοσίδας, δυό τής ’Αττικής). Πού ξέρουν τήν παρουσία καί τίς θέσεις τους, όλοι οί Δερβενοχωρίτες.

Ο,τι είδε, αύτό καταδίδει. Ο,τι δέν είδε, αύτό θά φέρη τόν όλεθρο, στήν έπιδρομική δύναμι πού στέλνει ό δέκτης τής άναφοράς τού κατάσκοπου: Ό φρούραρχος τής ’Ελευσίνας.

ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΚΤΑ 15-16 ’Οκτωβρίου, ένας ένισχυμένος λόχος πεζικού άπό τήν φρουρά τού άεροδρομίου, ξεκινάει γιά τήν έπιδρομή. Φτάνουν μέ αύτοκίνητα άνάμεσα Μάζι καί Κάζα. ’Αποβιβάζονται καί άνηφορίζουν. "Εχουν — σίγουρα — καί οδηγό προδότη. Οί Πυλιώτες θά πιστεύουν, κανέναν καμπήσιο ή χωροφύλακα πού είχε υπηρετήσει προπολεμικά στό σταθμό Πύλης. Μόνοι τους βέβαια, δέ θά μπορούσαν νά χωθούν σέ ρεματιές μέ τά σκοτάδια καί νά βρεθούν πριν τό φώτισμα στις «Πόρτες», πλησιάζοντας στό χωριό. Ό λόχος βρίσκεται έτσι, πίσω άπό τήν ήμικυκλική άντάρτικη διάταξι. Μέ τήν πρώτη πληροφορία — άπό τσομπάνο πού σκάριζε τά πρόβατά του στό δρόμο τους, μέ τίς φωνές του: «Γερμανοί στίς Πόρτες, έρχονται στό χωριό» κανείς δέν μπορεί νά φανταστή τήν πραγματικότητα. Ολοι νομίζουν πώς τήν ίδια ώρα κι' άλλοι λόχοι προχωρούν, άπό άλλες κατευθύνσεις, άπό παντού. Πως νά τό βάλη τό μυαλό τους, πώς ένας λόχος, μόνος του, μπήκε έτσι μέσα στά φάκα.

Στήν Πύλη, έχουν μιά μαχητική όμάδα μέ 12 τουφέκια.
ΣΤΕΦΑΣ ΜΑΛΙΑΤΣΗΣ λέγεται ό άρχηγός της. Λοχίας στό στρατό. Τσομπάνος μέ 150 πρόβατα τώρα. Ενας άπλός άθόρυβος χωρικός. Πού τώρα θά φανερωθή άξιος πολέμαρχος, μά κι’ ό πιό τραγικός ήρωας στήν Εθνική ’Αντίσταση.

Τά τουφέκια πού βρίσκονται σωριασμένα σέ ένα κλειστό καφενείο, σημαίνουν καταστροφή άλλά καί σωτηρία, γιά τήν Πύλη:
• "Οταν τά βρούν οί Γερμανοί, θά τό κάψουν τό χωριό.
• Μά μ’ αύτά, πρέπει νά σταματήση ό έχθρός. Νά μήν πατήση τό χωριό.

Ή φωνή τού Στέφα κυριαρχεί μέσα στή σύγχυσι καί τόν πανικό γυναικών καί παιδιών άπό τό άπαίσιο μήνυμα γιά τήν έμφάνιση τού έχθρού:
—Ολοι στήν άποθήκη, όλοι μ’ ένα ντουφέκι κοντά μου...

Εκείνη τήν ώρα μόνο, άρπάζουν άπό ένα τουφέκι έκατό άνδρες τού χωριού καί περιστοιχίζουν τόν άρχηγό τους. Είναι ιταλικά τουφέκια, παλιοτούφεκα τού μουσολινικού Ίμπέριο, πού σέ πολλά, μέ τό βρέξιμό τους άπό τή θάλασσα στό πέρασμα τού Εύβοϊκού, κόλλησαν άπό τή σκουριά τά κλείστρα καί δέν άνοίγουν. ’Εκείνη τήν ώρα 2 - 3 άλλοι πρέπει ν’ αρπάξουν ένα όπλοπολυβόλο νά μάθουν σπασμωδικά τόν χειρισμό του καί νά πιάσουν μιά θέσι πρός τό ύψωμα τού Αη Λιά, όπου τούς έστειλε ό Στέφας.

Οί πολλοί τρέχουν καί πιάνουν θέσεις σ’ άκρινά σπίτια γύρω στόν καπετόνιο τους πού εκεί ζή τίς πιό δραματικές, τις πιό τραγικές στιγμές πού μπορεί νά τύχουν σ’ άνθρωπο σέ τούτον τόν κόσμο.
Μέ τό φώτισμα βλέπουν πιά τόν έχθρό νά πλησιάζη. Μά βλέπουν και κάτι άλλο πού τούς παραλύει: Στο δρόμο τους, μέ τό σκοτάδι, οί Γερμανοί πιάσανε τρία παιδιά τού χωριού πού «σκάριζαν» τά πρόβατά τους. Τώρα, τάχουν μπροστά - μπροστά άπό τούς άνιχνευτάς τους. Γιά οδηγούς; ’Όχι, έχουν προδότη οδηγό αύτοί. Γιά προκάλυμμα, γιά ασπίδα, τά θέλουν!
Τί θά κάνουν τώρα οί Πυλιώτες, τί πρέπει νά κάνουν; Και άν γιά όλους είναι δραματικό τό δίλημμα, τί νά πή κανείς γιά τόν Στέφα πού ξεχωρίζει όμηρο τόν μικρό του γιό, τόν Γιώργο...

Τούτη τή στιγμή, ξημερώνοντας 16 ’Οκτωβρίου, έδώ στήν Πύλη, γράφεται ή πιό ήρωϊκή όσο καί τραγική σελίδα τής άντιστάσεως των Ελλήνων. Βλέπει τό παιδί του καί τό άνήψι του ό καπετάνιος, στις μπούκες των τουφεκιών του, άκούει πίσω του κλάματα καί φωνές άλλων παιδιών καί μανάδων, βλέπει καί τούς συμπολεμιστές του πού οί πιό κοντινοί, αμίλητοι κι’ αναποφάσιστοι τόν κυτούν στά μάτια περιμένοντας άπ’ αυτόν, «τό τί θά κάνουν»: Τό παιδί του, ό έχθρός, ή Πατρίδα, τό χωριό, τό χρέος....
’Αργά ύψώνει τό βαρύ, τό άσήκωτο τουφέκι του. Πόσο βαρειά είναι κι’ όλα τ’ άλλα τουφέκια, πού έρχονται «έπί σκοπόν»! Όλοι οί δισταγμοί όμως σβήνουν μέ τό βροντερό παράγγελμα τού τραγικού πατέρα:
— Πυρ!...

Ποιές σφαίρες νά βρήκαν τά παιδιά; Ποιά χτύπησε τόν Γιώργο Μαλιάτση;
Τι ν' απέγιναν μέ τή μάχη πού κόρωσε, ύστερα από τήν πρώτη "μπαταριά";
Ώρες αργότερα, τ' απομεσήμερο, 'οταν θά λυγίση ό εχθρός, θά τό βρή, "τό πρόλαβε" τό παιδί του ο Στέφας. Μαζί μέ τόν παπά τού Συντάγματος, τόν Χρυσόστομο Πέπα. Πρόλαβε ό μικρός νά δή για τελευταία φορά τόν πατέρα του στις τελευταίες του στιγμές, πριν ξεψυχήση. Πρόλαβε κι' ο πατέρας να τό στερνοφιλήση ζωντανό. Ύστερα, μπροστά ο Στέφας μέ τό ζεστό ακόμα μικρό κορμί στην αγκαλιά του, πίσω ο παπάς κρατώντας τό τουφέκι του πολέμαρχου με λυγμούς και μουρμουριστούς νεκρώσιμους ψαλμούς, τό φέρνουνε στήν άμοιρη μητέρα...

Η ΦΩΤΙΑ από τά εκατό τουφέκια, αιφνιδιάζει τούς λύκους του επιδρομικού λόχου.
Μά μόνο γιά λίγες στιγμές. Είναι όλοι τους νεαροί, άγρια θηρία της χιτλερικής ζούγκλας (δέκα χρονώ τούς βρήκαν οι ανθρωποφαγικές διδασκαλίες του Γκαίμπελς και τού Ρέμς). Ποιός δέν τά θυμάται εκείνα τά θηρία με τήν αγριάδα τής "ανώτερης φυλής";
Είναι ένας λόχος, συγκροτημένος, όργανωμένος. Τά μυδράλλιά τους μέ τήν άσύλληπτη ταχυβολία κροταλίζουν, σέ λίγα μόνο δευτερόλεπτα. ’Αντίκρυ τους έχουν καμμιά έκατοστύ άνδρες, πού γρήγορα καταλαβαίνουν κι’ άπό τά μαύρα σκουτιά τους, πώς δέν είναι κάν «παρτιζάνοι».
Τήν αισθάνονται αύτήν τήν υπεροχή τους οί ορμητικοί πολεμιστές τής Βέρμαχτ, τήν άντιλαμβάνεται ό λοχαγός τους καί πολλαπλασιάζουν τήν όρμητικότητά τους. Ή άντίστασις τούς αποθηριώνει καί αποκορυφώνει τά πολεμικά τους προτερήματα.

’Αλλά οί Πυλιώτες μάχονται πραγματικά ύπέρ βωμών καί έστιών, μάχονται ήρωϊκά, πεισματικά, μάχονται άκατάβλητοι. Πατούν στά πρώτα σπίτια οί Γερμανοί, άλλά ή άντίστασις ούτε κάμπτεται ούτε χάνει τά συντονισμό της. Σέ κείνες τίς τόσο τραγικές στιγμές, μέ τό «φάσμα» τού σκοτωμένου Γιωργάκη μπροστά στά μάτια του διαρκώς, ό Στέφας φανερώνεται άφθαστος πολέμαρχος, τέτοιος πού κανείς δέν τό είχε φανταστή ώς τότε, ούτε καί ό ίδιος άκόμα.
Δίνει βροντερές διαταγές, όλοι τόν άκούν καί πειθαρχούν τυφλά σ’ αύτές, συντονίζει, έμψυχώνει, άντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια ελιγμού τού Γερμανού λοχαγού αποτελεσματικά. Καί είναι κατηγορηματικός στην άπάντησί του, στά έρωτήματα μαχητών καί άμαχων άνδρών καί γυναικών τού χωριού του, πού κάθε στιγμή όπως περνάει, τούς φαίνεται ώρες άτέλειωτες.

— Στέφα, πού είναι οί άντάρτες;
— Στέφα αργούν, δέ φαίνονται.
— θά ρθουν, σας λέω! θά τούς κλείσουν. Κανείς Γερμανός δέν θά φύγη.

Καί άν κανείς άμαχος, καμμιά γυναίκα, δείχνει πιο άπελπισμένος, ή άγρια Φωνή τού καπετάνιου τόν συνεφέρνει:
— Βίνιεν, βίνιεν ρέε (έρχονται).

Δίκιο έχει ό άρχηγός τών μαχομένων στόν Πύλη γιά τήν πεποίθησί του πώς έρχονται οί άντάρτες όπως τού μήνυσε ό Νάκιας πού έφθασε άπό τό κοντινό χωριό, τά Καβάσαλα, όπου βρίσκεται ή διοίκησις τού Συντάγματος. Άλλά δέν έχουν άδικο κι’ έκείνοι πού άδημονούν γιά τήν άργοπορία.
Δέν μπορούν στό Σύνταγμα νά υποθέσουν πώς έτσι στά καλά καθούμενα καί στά στραβά, μπήκε ό έχθρός μέσα στή φάκα. Κάποιο σχέδιο πρέπει νά έχη, κάτι νά έτοιμάζη.
Οι άλλοι λόχοι κρατούν τις θέσεις τους, σύμφωνα μέ τό δικό τους σχέδιο. Ό έφεδρικός τού Καλλία, παίρνει διαταγή νά κινηθή πρός τόν Πύλη. Στίς 2,5 με 3 ώρες πού χρειάστηκαν γιά νά φτάση, οί Πυλιώτες όχι μόνο σταμάτησαν τούς Γερμανούς, μά είχαν άρχίσει κι’ όλας νά τούς άπωθούν. Τώρα τό πρόβλημα δέν είναι νά άποκρουσθή ή εισβολή τους στήν Πύλη, άλλά πώς νά άποκλεισθή ή διαφυγή τους. Οί Πυλιώτες μέ τόν Στέφα κατά μέτωπον, ό λόχος τής Παρνασσίδάς άπό τό πλευρό, ρίχνουν τούς Γερμανούς πίσω πρός τίς «Πόρτες» άπ' όπου ξεχύθηκαν τό πρωί. Ό ταγματάρχης Δαλιάνης, μάζεψε κάπου 25 διάσπαρτους άνδρες και άνηφορίζουν κι’ αύτοί, νά κλείσουν άλλη μιά διάβασι διαφυγής πρός τό Μάζι.

Οί έπιδρομείς κλείστηκαν άπό παντού, ή ηρεμία στίς άλλες έπικίνδυνες κατευθύνσεις συνεχίζεται ώς τό μεσημέρι και ώς τ’ άπόγεμα. Όμως οί άποκλειομένοι Γερμανοί πολεμούν ώρες όλόκληρες μέ λύσσα. Οί κόκκινες φωτοβολίδες τους στέλνουν τό σήμα τού κινδύνου. Πού όμως; Κανείς δέν έμαθε ώς τό τέλος του.
Εγερνε πιά ό ήλιος, δταν ή μάχη τής Πύλης τέλειωνε μέ τήν «παρέλασι» σαραντατριών άπό τούς έπιδρομείς, μπροστά άπό έναν «έν στολή» συνταγματάρχη. Κουρελιασμένοι — οί θερινές στολές τους μέ τά κοντά παντελόνια είχαν καταξεσχισθή στό κυνηγητό μέσα στά πουρνάρια καί τις κοφτερές πέτρες — διψασμένοι μέ τή γλώσσα έξω, τραυματισμένοι, καταματωμένοι, πασαλειμμένοι στά αίματά τους, κουτσαίνοντας καί βογγωντας, αύτοί είχαν μείνει ζωντανοί άπό τόν «πρωινό λόχο». Ίσως νά γλύτωσαν καί πέντε - έξη άκόμα κρυμμένοι σέ κανένα κάρκαλο. Ίσως αύτοί νά ρίξανε άργά τά νύχτα δυό - τρεις άκόμα κόκκινες φωτοβολίδες, άπό ψηλά, πάνω άπό τίς Πόρτες.

Οί άλλοι, όμως, οί πολλοί, όγδόντα, θά μείνουν γιά πάντα στους βοσκότοπους τού χωρίου πού πήγαιναν νά κάψουν. Τά κόκκαλά τους, τά κρανία τους, σκορπισμένα άπό τούς τσάκαλους και τά όρνεα σέ κάρκαλους καί άητοφωλιές, χρόνια θά άσπρίζουν, άνάμεοα στις γκρίζες πέτρες, σέ ράχες και πλαγιές τού Κιθαιρώνα.
Οί σαράντα τρεις παραδόθηκαν μόνο όταν σκοτωθήκαν όλοι οί βαθμοφόροι τους. Όλοι εξόν έναν δεκανέα, ξεπλατιασμένο κι’ αύτόν άπό ριπή όπλοπολυβόλου.

ΑΡΓΑ τή νύχτα, ένας γερμανομαθής Ισραηλίτης — σέ εξοπλισμένους Ισραηλίτες έχουν άναθέσει τή φρούρησι των αιχμάλωτων — τούς διαβάζει δυό κείμενα πού έγραψε ό ίδιος, μέ όμοιο περιεχόμενο.
• Έγγραφο τού Συντάγματος προς τόν διοικητή τους, στήν ’Ελευσίνα.
• Αναφορά τους πού πρέπει νά τήν υπογράψουν όλοι, γιά νά φανή πώς βρίσκονται ζωντανοί.
Καί τά δυό λένε: ’Άν δέν ξεσπάσουν οί καταχτητές σέ πυρπόλησι των χωριών, τότε οί αιχμάλωτοι, «θά τύχουν μεταχειρίσεως κατά τούς νόμους τού διεθνούς δικαίου». Διαφορετικά — άν κάψουν τά χωριά — τότε θά τουφεκιστούν.
Μόλις τούς τό διαβάζει ό γερμανομαθής — στά Κρώρα, μέσα στην Εκκλησία — οί αιχμάλωτοι μέ τό σπασμένο ήθικό, ξεσπαν όλοι σέ κλάματα γοερά, μουγγανίζοντας σάν βόδια.
Γιατί;
Γιατί ξέρουν πώς τά Δερβενοχώρια είναι καταδικασμένα άπό τήν διοίκησι τους. Όταν ξεκίνησαν, είχαν διαταγή νά κάψουν τήν Πύλη καί τ’ άλλα χωριά. Τό ξέρουν πώς δέ θά ύποχωρήση ό διοικητής τους στήν ’Ελευσίνα. Καί κλαινε γοερά τή μαύρη μοίρα τους.
Ή Πύλη είχε εννιά άμαχους νεκρούς. Τά τρία παιδιά (δυό ξαδέρφια Μαλιάτσηδες καί τό γιό τού Ηρακλή Βλάχου), δυό γυναίκες καί τέσσερις άντρες. Ακόμα, καί δυό πολεμιστές γέροντες. Τον Γ. Σταμάτη, πατέρα τραυματία άντάρτη. Κι’ άλλον έναν γέροντα, μέ τό όνομα Γ. Νέος.
Οί άντάρτες είχαν έναν νεκρό. Τόν Εκτορα, πού τόν θάψανε έξω άπό τά Καβάσαλα.
Δέν αμφιβάλλουν στήν διοίκησι των άνταρτών, γιά τό τί θα γίνη τήν άλλη μέρα. Δυό θωρακισμένα περιπολικά πού φτάσανε άπό τή Θήβα στή «Γέφυρα Μητροπολίτη» — προς τήν Πύλη — δείχνουν πώς κι’ άπό ’κεί (άπό τή Θήβα) θά έχουν τώρα έπίθεσι.
Σέ τούτη τήν κατεύθυνσι πιάνει θέσεις ένας λόχος τού 2ου τάγματος (Θήβας) πού βρέθηκε συμπτωματικά, άνάμεσα Πύλη καί Χλεμποτσάρι. Στίς άλλες, οί λόχοι κρατούν τίς θέσεις τους (μέ τό άπλό άμυντικό σχέδιο) καί περιμένουν στό πόδι όλοι, "δυό ώρες νύχτα (πριν τό φώτισμα)".

Δεύτερος όλεθρος

Πάλι οί Γερμανοί δείχνουν περιφρόνησι άγνοίας, γιά τούς άντάρτες. Δέν ξέρουν τόν καταποντισμό τού λόχου τους στήν Πύλη; Ίσως νά μήν τό ξέρουν άκόμα καί δείχνουν πάλι άλόγιστη αύτοπεποίθησι. Γιά νά τό πληρώσουν πάλι, πολύ άκριβά.
Τέσσερα πελώρια φορτηγά αυτοκίνητα μέ 20 άνδρες τό καθένα, άνηφορίζουν μέ άγκομαχητό τόν στενό κακόδρομο, άπό τήν Ελευσίνα γιά τά Κρώρα. Αύτά άποτελούν τήν Εμπροσθοφυλακή τής μιας φάλαγγος (άλλη μιά κατευθύνετε πρός τήν Πάνακτο καί τρίτη στήν Πύλη, άπό τή Θήβα). ’Έτσι άκάλυπτα άργοπροχωρούν τά φορτηγά, στόν άνηφορικό κακόδρομο μέ τά πολλά "καγκέλια".
Οί άντάρτες έχουν προωθηθή άρκετά, γιά νά αίφνιδιάοουν τό έχθρό. Σέ θέσεις άναγνωρισμένες, άπό μέρες. Όπου έχουν μετρημένες τίς άποστάσεις — γιά τά πυρά τους — μέ τή μεζούρα, όπως λένε.
Σέ μελετημένες θέσεις καί άποστάσεις έχει τοποθετήσει τά πολυβόλα καί τά όλμίδιά του ό λοχαγός 'Αριστείδης (μόνιμος άνθυπασπιστής). Μά είναι καί τυχερός. Τό πρώτο δεύτερο βλήμα άπό όλμίδιο, πετυχαίνει μέσα στό πρώτο αύτοκίνητο κάποιο κιβώτιο πυρομαχικών. Μέ τήν έκρηξι παίρνει φωτιά κι' ή μηχανή. Τά άλλα πέφτουν, τρακάρουν, έπάνω στό πρώτο. Δυό ντεραπάρουν στήν κακοτοπιά. Τά βλήματα των όλμιδίων πέφτουν συνέχεια, βροχή. Καπνοί σκεπάζουν μηχανές καί άνθρώπους. Πολυβόλα, οπλοπολυβόλα καί τουφέκια, ρίχνουν άσταμάτητα στόν φλογοβόλο στόχο. Ζήτημα νά γλύτωσαν 56, άπό τούς στοιβαγμένους στρατιώτες. Χρόνια θά μένουν στόν τόπο έκείνον, τά τσαλακωμένα σιδερικά άπό τά τέσσερα φορτηγά.

Η ΟΡΜΗ τών πολεμιστών τής Βέρμαχτ, δέν άνακόπτεται μ’ ένα πάθημα. Τώρα άρχίζει ή πραγματική μάχη, σέ τούτην καί στις δυό άλλες κατευθύνσεις. Μέ ένισχύσεις πού καταφθάνουν ολοταχώς, μετά τό δεύτερο πάθημα. Οί κορυφογραμμές πού περιβάλλουν τό μικρό όροπέδισ βάλλονται καταιγιστικά άπό βλήματα πυροβολικού καί όλμων, πού οι έκρηξεις τους σηκώνουν όλημερίς πίδακες σκόνης. Τά άσταμάτητα πυρά τών μυδραλλίων κυριαρχούν, σκεπάζουν τά πυρά τών Ελλήνων μέ τά ιταλικά όπλοπολυβόλα, πού ή ταχυβολία τους οέ σύγκρισι μέ τά γερμανικά, φαίνεται άπελπιστική.
Τό άπομεσήμερο ή κατάστασις στον τομέα τών Κρώρων γίνεται κρίσιμη. Τραυματίζεται ό λοχαγός Μεσολογγίτης, τά πυρά τού έχθρού έξακολουθούν πάντα άσταμάτητα, ή πίεσίς του όλο καί αυξάνει. Άποστέλλονται ένισχύσεις άπό τμήματα πού κρατούν άλλον τομέα, πρός τό Κακοσάλεσι, όπου δέν εκδηλώνεται έπίθεσις. 'Αλλά θέλουν ώρες νά φθάσουν. Καί έν τω μεταξύ στά Κρώρα οί άντάρτες κάμπτονται.
Πριν φθάσουν οί ένισχύσεις κινούνται πρός τά εκεί ό Βερμαίος, ό πολιτικός τού τάγματος Παρνασσίδας Διαμαντής, καί ό έπιτελής του Δυοβουνιώτης. Καί φτάνουν στήν πιό κρίσιμη στιγμή, όταν ύπάρχη κίνδυνος να μεταβληθή ή κάμψις σέ φυγή. Οί πρώτοι "φυγάδες" πέφτοντας έπάνω τους, σταματούν σαστισμένοι.
Μέ λίγες κουβέντες τους καί περισσότερο μέ τό φιλότιμο, άκολουθούν τούς καπεταναίους. Νά πιάσουν νέες θέσεις, κάπου, νά κρατήσουν τή ράχη, μπροστά άπό τά Κρώρα.
Δέν είχαν ύποχωρήσει όλοι. Ό λοχαγός 'Αριστείδης έμενε ψύχραιμος κι’ άπιόητος στή θέσι του. Φτάνει πρώτη — άπό τό τάγμα Αττικής — καί ή διμοιρία τών Ρώσων. Μέ τό σούρουπο, ό έχθρός σταματάει τήν πίεσί του. Μέ τό νύχτωμα, φτόνει κι’ ό λόχος τού Λαοκράτη (άνθυπίλαρχος Κ. Κοντός).

• Στόν τομέα Καβάσαλα Πάνακτος, ό Παπαζήσης μέ δυό λόχους (Καλλία καί Μίλτου Παπαθανασίου) κρατάει τίς θέσεις του. Και άς σκάζουν άσταμάτητα στήν κορυφογραμμή, όβίδες καί βλήματα όλμων. Τό πάθημα τών αύτοκινήτων του στά Κρώρα, ό έχθρός τό άποδίδει ίσως σέ νάρκες. Γι’ αύτό καί δέ φάνηκαν θωρακισμένα τή δεύτερη μέρα τής μάχης, σέ τούτον τόν τομέα.
• Στήν κατεύθυνσι μπροστά άπό τήν Πύλη, τό έχθρικό τάγμα άπό τήν Θήβα, κάμπτει τό δειλινό τήν άντίστασι τού έκεί λόχου καί λίγων έφεδρικών όμάδων άπό τά πεδινά χωριά. Οί Πυλιώτες μέ όλο τους τό δίκιο — άπασχολούνται μέ τό άδειασμα τών σπιτιών τους. Νά κρύψουν τά υπάρχοντά τους, έξω, μακρυά. Άκόμα, βοηθούν νά άπομακρυνθούν καί τά όπλα πού είχαν στείλει άπό την Εύβοια.
Την δουλειά αύτήν τήν έχει άναλάβει ό περαστικός Λευτέρης Αποστόλου. Ό παλιός, πρώτος γραμματέας τής Κεντρικής τού ΕΑΜ (είχε δραπετεύσει άπό τίς φυλακές, μέ τήν ίταλική διάλυσι). Μέ κινητοποίησι στά χωριά πού δέ φάνηκε έχθρός (Λιάτανη, Κλειδί, Κακοσάλεσι) μεταφέρεται καί σιγουρεύεται, όλος εκείνος ό οπλισμός.
• Στό σούρουπο ύποχωρεί ό λόχος τής Θήβας πού είχε πιάσει θέσεις μπροστά άπό τήν Πύλη. Μέ τήν έλπίδα πώς δέ θά προχωρήση τη νύχτα ό έχθρός.
Μά οί Γερμανοί, έχουν λυσσάξει γιά νά κάψουν τήν Πύλη. Προχωρούν στό σκοτάδι, μπαίνουν μέσα στό χωριό, βάζουν φωτιά άπό δέκα μεριές καί φεύγουν — νύχτα — σέ δυο ώρες. Δέν τούς προφταίνει στήν άντεπίθεσί του, ό καπετάνιος τού τάγματος Αττικής, ό άτρόμητος Θεοχάρης. Φλόγες φωτίζουν όλη τή νύχτα τόν τόπο όπου χάθηκε ό έχθρικός λόχος.

ΜΕΓΑΛΟ έρχεται τό πάθημα τών Γερμανών, μέ τούς διακόσιους νεκρούς τους, σέ δυό μέρες. Καί μεγάλη αντίστοιχα, ή έπιτυχία έκείνων πού τούς δώσανε τά χτυπήματα. Μέ τήν τακτική τους, πρέπει τώρα ν’ άποσυρθούν τή νύχτα οί άντάρτες. Νά μήν άγκιστρωθούν καί άφανιστούν, στόν τόσο έπικίνδυνο χώρο. (Μέ τίς ανεξάντλητες έφαδρείες τού έχθρου, στις κοντινές βάσεις του. Καί στήν Αθήνα άκόμα, μπορεί νά ύπολογίζη).
Μά δέ φεύγουν, θά πολεμήσουν όσο τό μπορούν, γιά νά δώσουν όσο μπορούν περισσότερο καιρό ατούς Δερβενοχωριτες. Νά βγάλουν ό,τι έχουν καί δέν έχουν άπό τά σπίτια τους. Πού θά τά βγάλουν όλα, μέχρι καί τά άδεια κρασοβάρελα, τά έτοιμα γιά τόν μούστο. (Ό τρύγος στό υψόμετρο 700, γίνεται τέλος ’Οκτωβρίου).
Δέν κατορθώνουν νά κρατηθούν όλόκληρη τήν τρίτη μέρα, 18 ’Οκτωβρίου. Τή μισή όμως, ώς τ’ άπομεσήμερο, κρατούν τίς θέσεις τους.

• Τά Κρώρα έχουν πάλι γιά κύριο αντικειμενικό σκοπό οί Γερμανοί. Κορώνει άπό έκρήξεις όβίδων καί όλμων ό τόπος, μπροστά στη ράχη καί πίσω στίς πλαγιές τού Μεγάλου Βουνού. Οί σπασμένες πέτρες τινάζονται, γίνονται κι’ αύτές βλήματα. Τραυματίζονται σοβαρά, πάνω άπό 25 άντάρτες. Κάνουν τήν έμφάνισί τους καί τρία έχθρικά άεροπλάνα. Τό μεσημέρι πιά τό Σύνταγμα, τ’ αποφασίζει γιά ύποχώρησι καί άπό τά Κρώρα καί άπό τήν Πάνακτο.
• Ζεματισμένος τώρα ό έχθρός άπό τά προηγούμενα παθήματά του, δέ δοκιμάζει κάν τήν καταδίωξι. Περιορίζεται στήν πυρπόλησι τών χωριών: Στά Κρώρα σχεδόν όλα τά σπίτια. Στά Σκούρτα καί τήν Πάνακτο, τά λιγώτερα. Στήν Πύλη, κι’ εκεί τά περισσότερα. Καί στά Καβάσαλα, κανένα. Δέν τά είχαν στόν κατάλογο πού πήρανε άπό τή Θήβα καί Ελευσίνα. Γιατί τά Καβάσαλα δέν ήταν ξεχωριστά κοινότης (άλλά οικισμός, στήν Πάνακτο). Κι’ άφού δέν ήταν τό χωριό στόν κατάλογο, τό άφησαν άθικτο!
• Μόνο 24 ώρες μείνανε στά χωριά. Χωρίς νά προχωρήσουν παραπέρα. Ούτε και σέ δυό μεγάλες Ιταλικές σκηνές (άπό τήν Άράχωβα) πού τις είχε στημένες στήν πλαγιά τού Μεγάλου Βουνού, τό 5ο Τάγμα. Γιά άναρρωτήριο και άποθήκη τροφίμων. Τίς άφησαν άθικτες.
• Γιά τις ζημιές τους, θά άναφέρουν οί Γερμανοί στίς έκθέσεις τους:

«ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΑΝΤΑΡΤΩΝ:...
...’Εκεί, άντιθέτως, όπου διαπιστώνουν ότι ύπάρχει άδυναμια ίδική μας (οί άντάρτες) ένεργούν μεγάλας καί καλώς προετοιμασμένας έπιθέσεις. Δι' αυτού τού τρόπου έπέτυχαν εις δύο περιπτώσεις είς τά Καλάβρυτα καί τά Σκούρτα, παρά τάς Θήβας νά άπομονώσουν άνά μίαν ίδικήν μας μονάδα καί νά τάς έξουδετερώσουν...».

• Τή νύχτα τής 18ης, τό 1ο τάγμα Αττικής άποσύρεται στόν δασωμένο όρεινό όγκο τής Πάρνηθας. Τό 5ο Παρνασσίδας, παίρνει τό δρόμο τού γυρισμού, πίσω στόν περιοχή του. Μέ δρομολόγιο δίπλα άπό τήν Ύλίκη καί Παραλίμνη, πρός τήν Λοκρίδα.
Μαθαίνουν τήν κίνησι έκείνην οί Γερμανοί, αλλά μέ κάποια καθυστέρησι. Προσπαθούν νά τό άποκόψουν. Μά δέν καταφέρνουν τίποτα. Ό Παπαζήσης περνάει όλες τις κακοτοπιές έγκαιρα, πριν φτάσουν οί μηχανοκίνητες φάλαγγες. Γιατί αύτές κινούνται στά τυφλά, ένω τούς άντάρτες τούς βοηθούν μέ τίς πληροφορίες τους, τούς καλύπτουν: ’Οργανώσεις άλλά καί όλος ό λαός, σ' όλα τά χωριά τής διαδρομής.
Μέ τίς καθυστερημένες πληροφορίες γιά τό 5ο Τάγμα, ό έχθρός δέ φαντάζεται πώς τό άλλο έμεινε στήν Πάρνηθα. Δέν τό ένοχλεϊ κανείς, ούτε κάν μέ άεροπορικές άναγνωρίσεις. ’Αργότερα καί σιγά-σιγά θά άντιληφθή πώς δέν έννοεί ν' άπομακρυνθή άπό τή θέσι του, τούτο τό τάγμα.

• Τούτη ή τριήμερη μάχη, έχει ξεχωριστή σημασία καί γιά έναν άκόμη λόγο: Ό άχός άπό τό έχθρικό πυροβολικό, φτάνει στήν ’Ελευσίνα καί τόν Άσπρόπυργο, φτάνει καί στόν Σκαραμαγκά κι’ ώς τίς δυτικές παρυφές τής ’Αθήνας. Καί τή μαθαίνουν, τίς ίδιες ή τίς κατοπινές ώρες, έκείνοι πού πάντα άγωνίζονται στήν αδούλωτη Πρωτεύουσα.

• Σ’ όλο τό τριήμερο, βρίσκονται σέ συναγερμό οί έαμικές βάσεις τής Θήβας, ’Ελευσίνας, Άσπρόπυργου, Κακοσάλεσι. ’Ιδιαίτερα οί κοντινές στό όροπέδιο, τής Θήβας. Τούς 25 τραυματισμένους άντάρτες, αύτές τούς άναλαμβάνουν. Καί τούς μεταφέρουν, χωρίς καμμιά άπώλεια, μακρυά άπό τόν τόπο τής μάχης, στήν Εύβοια. Μέ βάρκες άπό τήν άγωνιστική Άρτάκη καί άπό τόν νότια άκτή τού Εύβοϊκού.

• Στούς «έξουδετερωμένους» τών γερμανικών έκθέσεων, περιλαμβάνονται καί οί 43 αιχμάλωτοι τής Πύλης.
Σκοτώνονται όλοι. Καί μάλιστα — όπως δέν πρέπει νά γίνη φασαρία τή νύχτα τής ύποχωρήσεως — όχι μέ τουφέκι, άλλά μέ μαχαίρι.
Σκληρός ό πόλεμος. Φρικτός ό ανταρτοπόλεμος.

Δέ θά λείψουν οί έπικριτές καί κατήγοροι, γιά τήν άντάρτικη άπανθρωπία. Σύγχρονοι ή μεταπολεμικοί. Μά εκείνοι πού τόν ζούνε τόν άντιστασιακό πόλεμο, ό λαός τής περιοχής, οί Αρβανίτες, έχουν διαφορετική γνώμη. Τούς εύχαριστεί, τούς ενθουσιάζει κι’ αύτό άκόμα τό εχθρικό πάθημα. Γιά τόν τόπο τής θανατώσεως καί ταφής τους πάνω άπό τό Κακοσάλεσι — τραγουδούν σέ πλαγιές βουνών καί σέ χωριά. Kai σέ καφενεία όμως, πίνοντας, ικανοποιημένοι και Ενθουσιασμένοι:

Στό Βούντιμα στίς άχλαδιές,
είν’ ένα πηγαδάκι.
Οί άντάρτες πίνουνε νερό
κι’ οί Γερμανοί φαρμάκι.
Γειά σου Όρέστη γειά σου,
έσύ και τά παιδιά σου.

Βιβλιοθήκη Εθνική Αντίστασης
Δημοσίευση από: geosalemis.blogspot.com



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved