Εξόριστοι στη Φολέγανδρο. Αρχείο ΚΚΕ.
Ο «Ρ» δημοσιεύει μαρτυρία του σ. Ευθύμη Μαριακάκη, αδελφού του Νίκου Μαριακάκη, στελέχους
του ΚΚΕ, που εκτελέστηκε με τους 200 στο Σκοπευτήριο της
Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944, μέλους του ΚΚΕ από
το 1937 ως το τέλος της ζωής του, ο οποίος ήταν από τους
δραπέτες κομμουνιστές της Φολεγάνδρου, που πήραν μέρος
στη Μάχη της Κρήτης. Ο σ. Μαριακάκης έφυγε από τη ζωή
στις 26 Μάρτη του 2007. Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργης Μωραΐτης το 2003.
Ο Ευθύμης Μαριακάκης πιάστηκε στη Μεταξική δικτατορία,
και με απόφαση της Ασφάλειας Χανίων εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.
Οπως λέει ο ίδιος «οι σύντροφοι με δέχτηκαν με μεγάλο
ενδιαφέρον και με φροντίδα. Ητανε καμιά εκατοστή. Στις
αρχές του 1938. Γραμματέας της Ομάδας, τότε, ήταν ο
Γκιουζέλης ο Στέφανος. Ο Γιώργης ο Γιαταγάνας ήτανε
εξωτερικός Γραμματέας. Είχε τις επαφές με το νησί και
τον κόσμο. Εμένα οι σύντροφοι της καθοδήγησης, στις
πρώτες εκλογές που γινήκανε, με πρότειναν για το Γραφείο
της Ομάδας. Με ανάδειξαν μέλος του Γραφείου. Και ανέλαβα
υπεύθυνος υπηρεσιών και συνεργείων. Επίσης, με έβαλαν
και θαλαμάρχη στο μαζικότερο θάλαμο, στο Καραντεμίρ.
Μέχρι την απόδραση, το Μάη του 1941, ήμουν μέλος του
Γραφείου της Ομάδας».
Ας τον παρακολουθήσουμε όμως μέσα από τη
συζήτηση με τον Γιώργη Μωραΐτη.
Στο μνημείο του Γερμανού άγνωστου στρατιώτη στην Κρήτη προσέρχεται ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου και καταθέτει στεφάνι. Τιμάει τους εισβολείς της ελληνικής Μεγαλονήσου ενώ δεν υπάρχει ακόμα τότε - το '42 - ηρώο των πεσόντων Κρητών, των αγωνιστών που στη «Μάχη της Κρήτης» εξουδετέρωσαν πέντε χιλιάδες αλεξιπτωτιστές, το πιο επίλεκτο σώμα της Βέρμαχτ
Οικογενειακή χρεοκοπία
-- Τι επάγγελμα είχες;
-- Να σου πω. Οταν στο στρατοδικείο με ρωτούσε ο
Πρόεδρος, απαντούσα: «Επαγγελματίας επαναστάτης -
αγωνιστής»! Αρχικά ήμουν μαθητής Γυμνασίου. Στη Β΄ τάξη,
όμως, απορρίφτηκα. Είχαμε, με τη Μικρασιατική
καταστροφή, μια οικογενειακή τραγωδία. Ο πατέρας μου
αρρώστησε! Ηταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην
Κρήτη. Οχι τόσο σε ακίνητα, όσο σε ρευστό χρήμα... Την
εποχή εκείνη είχε στα χέρια του 12.000 ναπολεόνια χρυσά.
Δεύτερος με τόσα λεφτά σε χρυσό, στην Κρήτη, δεν υπήρχε.
Είχε το μεγαλύτερο υποδηματοποιείο στα Χανιά. Κι έτσι
έκανε λεφτά. Τα είχε καταθέσει στην Τράπεζα Κρήτης, στο
Κοινωφελές Ταμείο. Τα εδάνειζε για εξυπηρέτηση ανθρώπων
που είχαν ανάγκη με ελάχιστο τόκο. Διευθυντής του
Ταμείου ήτανε ο Πιστολάκης, πατέρας του βουλευτή. Αυτός
με είχε βαφτίσει. Ο πατέρας μου ήταν ακραιφνής
βασιλόφρονας. Κουμπάρος του βουλευτή Πατσουράκη, που
βάφτισε την αδερφή μου, τη Σμαραγδή. Ητανε
αντιβενιζελικός για προσωπικούς λόγους. Στην επανάσταση
στο Ακρωτήρι, ήταν με τον Βενιζέλο. Με τη μικρασιατική
καταστροφή η δραχμή ξεφτιλίστηκε. Τα χρυσά ναπολεόνια
είχαν την αξία τους. Αλλά με νόμο της κυβέρνησης έχασε
τις καταθέσεις του. Εκλεισε και το μαγαζί. Με το χρήμα
και την περιουσία σκόπευε να σπουδάσει και να
αποκαταστήσει τα οχτώ παιδιά του. Με την καταστροφή
μείναμε στο δρόμο. Κι αυτός το 1923, αρρώστησε και
αργότερα πέθανε.
Οι σοσιαλιστικές ιδέες
-- Πώς γίνατε κομμουνιστές;
-- Εμείς, να πούμε,
τότε ξυπνήσαμε. Καταλάβαμε το έγκλημα με τον πόλεμο.
Είδαμε τις ευθύνες των κυβερνώντων και την αναλγησία
των συμμάχων. Είχαν εμφανιστεί και οι καινούριες
ιδέες, το σοσιαλιστικό όραμα. Ιδρύθηκαν και εργατικά
σωματεία - φυτώρια. Επηρεαστήκαμε.
Ο πρώτος που
οργανώθηκε στο κίνημα ήταν ο μακαρίτης ο Νίκος. Εμένα
που ήμουν ζωηρός, δε με άφηνε να προσχωρήσω. Φοβότανε μη
χτυπήσω κανένα αστυνομικό. Οταν τον πιάσανε, πήγα και
τον είδα. Και του λέω:«ακόμα θα με κρατάτε έξω;». Και με
πήρανε. Λοιπόν, εμείς όλη η οικογένεια, πρώτα ο Νίκος,
ύστερα ο άλλος μου αδερφός, ο Σπύρος, ο οποίος ήτανε
στην Κομμουνιστική Νεολαία, στέλεχος στα Χανιά. Οταν
λέει ο Ζαχαριάδης να πάμε να πολεμήσουμε κατά των Ιταλών
στο Αλβανικό μέτωπο, εγώ κι ο Νίκος ήμαστε εξορία. Ο
Νίκος από την Ακροναυπλία κι εγώ από τη Φολέγανδρο,
εζητούσαμε με υπομνήματα και παραστάσεις να πάμε στο
μέτωπο. Ο Σπύρος επήγε και κατατάχτηκε εθελοντής. Είχε
σπουδάσει κτηνίατρος. Του αναθέσανε διμοιρία. Του δώσανε
αριστείο ανδρείας. Οι αδερφές μου επίσης βοήθησαν,
εράβανε πουλόβερ. Και τα στέλνανε στο μέτωπο. Ο Σπύρος
ύστερα αιχμαλωτίστηκε, στάλθηκε στην Ιταλία σε
στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου εξοντώθηκε.
Χιτλεροφασιστική κατοχή
--
Τώρα να μας πεις για την Κατοχή.
-- Επιμέναμε
να πάμε να πολεμήσουμε. Η κυβέρνηση, όμως, δε μας
επέτρεψε. Δεν ήθελε τους πραγματικούς αγωνιστές του λαού
να βρίσκονται δίπλα του. Γιατί οι φασιστικές κυβερνήσεις
θέλανε κάποιο μπάλωμα να κάνουνε μεταξύ τους. Οταν όμως
οι Γερμανοί, τον Απρίλη του 1941, χτυπήσανε την Ελλάδα,
η καθοδήγηση και όλοι οι σύντροφοι της Ομάδας, είπαμε
πάση θυσία να δραπετεύσουμε. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου που
ανέλαβε στην Αθήνα είχε δώσει αυστηρές διαταγές στους
φρουρούς των εξόριστων, να πάρουνε δρακόντεια μέτρα.
Επρεπε να δραπετεύσουμε τμηματικά. Και οι πρώτοι ήτανε
οι Κρήτες.
Εμείς ήμαστε 8
Κρήτες. Εγώ και ο Πυθαράκης, από τα Χανιά. O Καλλέργης
Σωκράτης και ένας νεολαίος από το Ρέθυμνο. Και οι:
Μανουσάκης, Βιζαξάκης, Γιάννης Τριανταφύλλου και Γιάννης
Καλαϊτζάκης από το Ηράκλειο. Την περίοδο εκείνη
Γραμματέας της Ομάδας ήτανε ο Μανουσάκης Νίκος, που
ανέλαβε επικεφαλής της αποστολής μας. Πήραμε μαζί μας
και το Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος της ΚΕ του Κόμματος,
που ήταν άρρωστος. Και γίναμε 9.
--
Πώς φύγατε;
-- Καταφέραμε
ένα βράδυ ένας - ένας να ξεφύγουμε. Και είχαμε ένα
ορισμένο σημείο να βρεθούμε στην ακροθαλασσιά, όπου
υπήρχαν και 2-3 βάρκες. Είχαμε επισημάνει τον όρμο. Και
κατά τη 1 μετά τα μεσάνυχτα, καταφέραμε να
συγκεντρωθούμε. Πήραμε τη μια βάρκα, την πιο καλύτερη.
Εμπήκαμε μέσα και οι 9. Και ανοίξαμε πλώρη για την
Κρήτη. Το πού και πώς θα φτάναμε είναι άλλο ζήτημα.
Επρεπε να φύγουμε και να πάμε όσοι ζήσουμε να
πολεμήσουμε στην Κρήτη, που αναμέναμε από ώρα σε ώρα την
επίθεση.
--
Οι Γερμανοί είχαν έρθει στο νησί;
-- Οχι. Ακόμα
δεν είχαν έρθει. Προλάβαμε. Πρέπει να ήτανε το πρώτο
δεκαήμερο του Μάη. Ακριβώς ημερομηνία δε θυμάμαι, είναι
κάπου γραμμένη.
Νύχτα
ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Πηγαίναμε προς Βορρά. Ο
Βιζαξάκης - νομίζω είχε κάνει στο ναυτικό - έδωσε τον
προσανατολισμό. Είχαμε εφοδιαστεί με σπίρτα και κεριά,
για να δώσουμε σήμα αν τύχει κανένα πλεούμενο. Από τη
Φολέγανδρο περνούσανε πολλά καΐκια που ερχόντανε από την
ηπειρωτική Ελλάδα κι άλλα μέρη. Ο κόσμος έφευγε με
κατεύθυνση την Κρήτη για να αποφύγει την αιχμαλωσία και
τα δεινά της κατοχής. Την ημέρα τα καΐκια εμποδίζονταν
από τα γερμανικά αεροπλάνα. Και μόνο τη νύχτα φεύγανε,
με ελάχιστο φως.
Κατά τη
διαδρομή, κάποια στιγμή, διακρίνουμε ένα καΐκι, που
περνούσε πολύ κοντά σε μας. Ανάβουμε, λοιπόν, τα σπίρτα
και τα κεριά και κάνουμε νοήματα στο καΐκι να πλευρίσει
προς εμάς. Κατάλαβε πως θέλουμε βοήθεια, πλεύρισε και
ήρθε δίπλα μας.
-- «Τι θέλετε
και ποιοι είστε;» ρωτάνε.
-- «Είμαστε
εξόριστοι εδώ -- λέμε -- από την Κρήτη και φεύγουμε να
μην πέσουμε στα χέρια των Γερμανών κατακτητών. Πρέπει να
πάμε στην πατρίδα μας να πολεμήσουμε. Και βέβαια, με τη
βάρκα δεν μπορούμε να πάμε. Θέλουμε να σας παρακαλέσουμε
πατριωτικά να μας πάρετε».
Μέσα στο
καΐκι, όμως, ήτανε δύο χωροφύλακες. Ο ένας ήτανε
Κρητικός. Το πρωί που είχε ποδήσει το καΐκι στη
Φολέγανδρο, στο λιμάνι, είχανε κανονίσει να τους πάρει.
Λοιπόν επεμβαίνουνε για μας και λένε στον καπετάνιο:
«-- Δεν
μπορείς να τους πάρεις. Ξέρεις, αυτοί είναι
κομμουνιστές. Είναι εξόριστοι».
Ακούτε να
δείτε. Είχε καταληφθεί η Αθήνα. Είχε πεθάνει ο φασίστας
δικτάτορας Μεταξάς. Και όμως τα όργανα της τάξης, τόσο
φανατισμό και τέτοια αντιπατριωτική στάση είχαν... Αλλά
ευτυχώς, οι ναύτες κι ο καπετάνιος ήτανε πατριώτες. Δεν
ήταν κομμουνιστές, ήτανε ένα βήμα προς τον κομμουνισμό.
Λένε στους χωροφύλακες:
«-- Εσείς να
κάνετε τη δουλιά σας. Εσείς να κάτσετε εκεί πέρα.
Είσαστε εδώ φιλοξενούμενοι. Εμείς κάνουμε κουμάντο εδώ!
Θα τους πάρουμε τους ανθρώπους».
Στα κρατητήρια του Ηρακλείου
Εφτάσαμε στην
Κρήτη το πρωί. Το καΐκι πήγε στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Στην αποβάθρα ήτανε Αγγλοι αξιωματικοί, και χωροφύλακες
και στρατιώτες, και Ελληνες αξιωματικοί. Μεικτό
απόσπασμα που έκανε έλεγχο σ' αυτούς που έρχονταν από
την υπόλοιπη Ελλάδα.
--
Ναι, αλλά πώς σας μεταχειρίστηκαν;
-- Οι Ελληνες
αξιωματικοί είπανε ότι δεν είναι θέμα δικό τους, δεν
μπορούνε να μας αφήσουν να πάμε στα σπίτια μας. Πρέπει
να πάμε στην Ασφάλεια.
«-- Εμείς
είμαστε πατριώτες», είπαμε. «Ηρθαμε να πολεμήσουμε. Σας
δηλώνουμε ότι κατατασσόμαστε στον Ελληνικό στρατό.
Είμαστε για την πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου μας
ορίσει το Σύνταγμα. Είμαστε απλοί στρατιώτες. Θα
υπερασπιστούμε την πατρίδα μας. Είμαστε εθελοντές».
Δε μας
άκουσαν. Λένε:
«-- Το θέμα το
δικό σας είναι σοβαρό. Είναι ειδική περίπτωση. Δεν
μπορούμε εμείς να αποφασίσουμε. Θα πάμε στο τμήμα». «Και
εγώ - λέει ο επικεφαλής λοχαγός - την ίδια ώρα θα πω να
σας αφήσουνε. Και πρέπει. Εφ' όσον κατατάσσεστε και
εθελοντές στρατιώτες».
Πήγαμε στην
Ασφάλεια. Διοικητής ήταν ο Πολιουδάκης, κατόπιν
συνεργάτης των Γερμανών.
«-- Λοιπόν -
μας λέει κι αυτός -δεν μπορώ να κάνω
τίποτα. Θα συνεννοηθώ με την κυβέρνηση, που 'χε την
έδρα της στα Χανιά». Τσουδερός
και Βασιλιάς.
Αρχίζει,
λοιπόν, η κοροϊδία.
«Εστείλαμε
σήμα, αλλά δε μας ήρθε απάντηση. Εζητήσανε περισσότερα
στοιχεία».
Τι στοιχεία
ήθελαν. Μας ταλαιπωρούσανε στα κρατητήρια. Δέκα μέρες.
Δεν άφηναν 10 αποφασισμένους αγωνιστές να πολεμήσουνε.
Και μας ήθελαν κρατούμενους όπως κρατούσαν στα δεσμά και
όλους τους φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές του
λαού.
Κι οπωσδήποτε
θα μας κρατούσανε ακόμα, αν την επομένη ενδέκατη μέρα,
δεν εχτυπούσανε οι Γερμανοί το Ηράκλειο, όπως εχτυπήσανε
και την Κρήτη. Αυτό τον πατριωτισμό είχανε. Κι αυτή την
υπεράσπιση της πατρίδας κάνανε...
Κρητικά παλικάρια έχουν αγγαρευτεί από τον κατακτητή να σκάψουν λάκκους για να θάψουν τους Γερμανούς νεκρούς στρατιώτες από τη «Μάχη της Κρήτης» που πρόσφατα έχει τελειώσει
Βομβαρδισμός
--
Και πώς έγινε και φύγατε;
Στις 20 με 21 Μάη
αρχίζει ένας ανηλεής βομβαρδισμός της πόλης του
Ηρακλείου από τη γερμανική αεροπορία, μες στα όλα.
Κατά κύματα έρχονταν τα αεροπλάνα, βομβαρδίζανε και
φεύγανε. Η φρουρά της Ασφάλειας είχε φύγει. Εμάς μας
άφησαν κλειδωμένους. Αυτή ήταν η εντολή των αρχόντων
από πάνω. Επεφταν οι βόμπες μία εδώ, μία εκεί. Λέγαμε
τώρα οπωσδήποτε μια θα 'ρθει και σε μας. Και θα
τελειώσουμε δίχως να έχουμε πολεμήσει. Την ώρα που
πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές και έβγαιναν αγήματα
Γερμανών.
Ετσι
κλειδωμένοι - αμπαρωμένοι, μια - δυο ώρες βομπαρδισμού.
Μια βόμπα πέφτει στο διπλανό μας κτίριο. Κι έκανε μια
τέτοια δόνηση, σαν να 'ταν σεισμός. Εσπασε πόρτες,
παράθυρα. Τα τζάμια...
--
Ανοιξε καμιά πόρτα. Επεσε κανένας τοίχος;
Δε θυμάμαι
τώρα. Στο διπλανό οίκημα πέσανε. Σ' εμάς έσπασαν οι
πόρτες..
Τρέξαμε και
βγήκαμε στην αυλή. Η σκέψη μας όμως ήταν όχι να φύγουμε
να πάμε στα σπίτια μας, ούτε πού να χωθούμε. Αλλά
συγκεντρωμένοι και οι 9, να βρούμε να οπλιστούμε και να
πάμε στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης, που είχε αρχίσει
σε ορισμένα σημεία έξω από την πόλη. Οι αλεξιπτωτιστές
προχωρούσανε.
Εμείς έπρεπε
να οπλιστούμε, να οπλιστούμε. Ψάξαμε στην Ασφάλεια να
βρούμε όπλα, δε βρήκαμε. Βλέπαμε ορισμένους στρατιώτες ή
πολίτες, οπλισμένους, που όμως δεν πήγαιναν προς τη
μάχη. Τους παίρναμε με το ζόρι το όπλο. Και μας λένε:
«Θέλετε όπλα; Πηγαίνετε στα καταφύγια».
Η επίθεση
Οπλιστήκαμε
από ένα καταφύγιο. Ρωτάμε πού είναι το πιο κρίσιμο
σημείο. Και μας λένε στων Χανιών την Πόρτα. Εκεί γίνεται
η πιο αποφασιστική μάχη. Εκεί είναι τα Ενετικά Φρούρια.
Η στρατιωτική διοίκηση είχε ένα πολύ καλό οδόφραγμα. Την
ώρα που φτάσαμε ήταν εκεί επικεφαλής ένας ανθυπολοχαγός,
δε θυμάμαι τ' όνομά του. Είχε καμιά εικοσαριά στρατιώτες
και καμιά δεκαριά πολίτες. Το οδόφραγμα, όμως, ήθελε
παραπάνω από 50 για να κρατηθεί. Είπαμε ότι είμαστε
εξόριστοι κομμουνιστές και ήρθαμε να πολεμήσουμε. Μας
αγκάλιαζε ένα - ένα και μας φιλούσε. Μας λέει κρυφά:
-- Παιδιά η
φρουρά δεν είναι τόσο αποφασισμένη. Εσείς να τους
εμψυχώσετε. Και ό,τι θέλετε!..
Πιάσαμε
θέσεις. Γίνεται η πρώτη επίθεση των Γερμανών. Με
πολυβόλα, με μυδραλιοβόλα, με χειροβομβίδες. Δεν
καταλάβαινες πού βρίσκεσαι. Εμείς όμως εκεί. Κρατούσαμε.
Το οδόφραγμα γερό και πολύ τεχνικά φτιαγμένο και με πολύ
σκληρό υλικό. Δύο ελαφρά τραυματίες είχαμε. Εναν από την
ομάδα μας. Και έναν από τους πολίτες. Ηταν τόσο
προστατευτικό το οδόφραγμα. Ομως αυτοί έφταναν μπροστά
μας, προσπαθούσαν να καβαλικέψουν απάνω.
--
Εσείς είχατε οπλοπολυβόλα;
Είχαν οι
στρατιώτες. Αποκρούσαμε και τις τρεις τελευταίες
επιθέσεις. Ο εχθρός είχε τρομερές απώλειες.
Ομως πρέπει να
πούμε την αλήθεια. Δεν ήτανε μόνο ο ηρωισμός, ούτε μόνο
το γερό οδόφραγμα. Ο ηρωισμός όλων των αντρών με
επικεφαλής τη δική μας Ομάδα. Μας γλίτωσαν τα Ενετικά
Φρούρια. Οπου ήταν σοβαρές δυνάμεις στρατιωτών, αλλά και
πολιτών, που είχαν ανοίξει τα ρήγματα.
--
Πότε κατέλαβαν το Ηράκλειο;
Ακου να δεις.
Λοιπόν. Οι Γερμανοί είχανε τόσα θύματα, που αναστείλανε
τις επιθέσεις. Μετρήσαμε πάνω από 100 πτώματα. Και
αποσύρθηκαν. Ούτε δυνάμεις είχανε, ούτε και απόφαση να
συνεχίσουν. Υπήρχε φόβος να συντριβεί όλη η δύναμή τους.
Οταν τέλειωσε
η μάχη έρχεται και μου λέει ο ανθυπολοχαγός:
-- Ελα δω εσύ!
Φωνάζει κι έναν στρατιώτη. Και μας διατάζει: «Πηγαίνετε
τώρα ένας από το δεξιό μέρος κι ένας από το αριστερό, με
το όπλο προτεταμένο, για ανίχνευση. Να δείτε πού είναι
οι Γερμανοί. Μήπως κρύβονται και ετοιμάζουν νέα
επίθεση».
Προχωράμε από
τον κεντρικό δρόμο, που πάει για τα Χανιά. Στα 100 - 150
μέτρα βρίσκαμε κι από κάποιον πολίτη κρυμμένο. Εβγαινε
με προφύλαξη και ρωτούσε:
-- Παιδιά τι
γίνεται;
-- Πού είναι
οι Γερμανοί; Ρωτάμε.
-- Φεύγουνε!
Λένε. Είναι εκεί κάτω. Εχουν περάσει τη γέφυρα.
Γυρίζουμε πίσω
και αναφέρουμε στον ανθυπολοχαγό. Εχουν τραπεί σε άταχτη
φυγή. Και του προτείνω: «Ειδοποιήστε να συγκεντρωθούν τα
τμήματά μας. Και να τους κυνηγήσουμε τώρα που φεύγουν.
Απαντάει:
-- Σωστό είναι
αυτό. Κι εγώ το σκέφτομαι.
Επικοινωνεί με
παραπάνω. Και του λένε: «Να κάτσεις στη θέση σου!»
Τι είχε γίνει.
Οπως μάθαμε το ίδιο έγινε με τους Γερμανούς και σε άλλα
σημεία. Η τύχη του Ηρακλείου είχε κριθεί. Οι Γερμανοί
συγκέντρωσαν την προσοχή τους αλλού. Στόχος τους ήταν το
κέντρο της πόλης και το αεροδρόμιο. Την άλλη μέρα άλλες
δυνάμεις του εχθρού, παραλιακά, κατέλαβαν το λιμάνι, το
κέντρο της πόλης και το αεροδρόμιο.
--
Τελικά φύγατε; Πού πήγατε;
Λοιπόν,
γυρίζοντας από την περιπολία, έρχεται ο ανθυπολοχαγός
και μας λέει:
-- Εχουμε να
κάνουμε όχι με αγωνιστές, αλλά με ήρωες πατριώτες.
Βγάζει ένα μπλοκ και ζητάει τα ονόματά μας. Διότι, λέει,
θα σας γράψουμε στο άλμπουμ των ηρώων του συντάγματος.
Του 43 Συντάγματος Ηρακλείου.
Ο Μανουσάκης
παίρνει το λόγο και του απαντάει:
-- Σαν
πατριώτες εκάμαμε το καθήκον μας απέναντι στην πατρίδα.
Και δε ζητούμε καμία ιδιαίτερη διάκριση.
Εγώ με αυτή
την απάντηση δεν εσυμφώνησα. Αλλά βέβαια δεν είπα
τίποτα.
Τέλειωσε,
λοιπόν, η μάχη με την κατατρόπωση του εχθρού. Την άλλη
μέρα, όμως, το πρωί, μας λένε:
-- Θέλετε να
συνεχίσετε μαζί μας. Σας στέλνουμε στη διοίκηση του
Συντάγματος.
Ο διοικητής
Παπαθανασόπουλος, με τον Τσαγκαράκη τον
αντισυνταγματάρχη, μας πήραν στο επιτελείο σαν
συνδέσμους.
Τους λέμε:
«Στις διαταγές σας! Ο,τι μας πείτε!»
Οι Γερμανοί
όμως είχαν εδραιωθεί. Οι δικές μας δυνάμεις έχασαν τη
μάχη. Οι Αγγλοι έφυγαν. Εμπαιναν στα πλοία και όσοι
δικοί μας τους ακολουθούσαν. Θεωρούνταν μάταιη η
συνέχιση του αγώνα. Και το ίδιο βράδυ η Διοίκηση
συνθηκολόγησε.
Εμείς, η Ομάδα
μας, λέμε στον Παπαθανασόπουλο, δε θα συνθηκολογήσουμε.
Και θα συνεχίσουμε τον αγώνα από την παρανομία.
Αποσυρθήκαμε.
Λέμε, πού θα πάμε. Ενας Ηρακλειώτης, ο Τριανταφύλλου,
μας πήγε σπίτι του. Δεν κάτσαμε πολλή ώρα. Κάναμε
σύσκεψη. Το πρώτο που είπαμε ήταν:
-- Τιμή στην
Ομάδα μας!
Κουβεντιάσαμε
πώς θα οργανώσουμε τον αγώνα. Πώς θα φτιάσουμε το ΠΑΜ
(Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο). Κανονίσαμε τις επαφές
μας, τις συνδέσεις μας κλπ. Χωρίσαμε.
Το άλλο πρωί,
εγώ με τον Πισαδάκη και τον Καλλέργη τραβήξαμε για το
Ρέθυμνο. Το σπίτι του Καλλέργη ήταν ο πρώτος σταθμός
μας.
Ο στρατηγός Μάντακας
Στα Χανιά ο Ευθύμης
λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον Μανουσάκη. Και στον
καταμερισμό της δουλειάς τους ανέλαβαν την καθοδήγηση
της οργάνωσης στο Νομό Χανίων. Από την τοπική Οργάνωση
έμαθαν ότι ο Στρατηγός Μανόλης Μάντακας ήταν στο
βουνό. Είχε επαφή με την Οργάνωση. Αποφάσισαν,
ανεβήκανε στο βουνό, τον συνάντησαν. Κουβέντιασαν. Του
ανέθεσαν την αρχηγία της Αντίστασης. Ο στρατηγός
δέχτηκε. Αργότερα ήρθε στην Αθήνα. Ηταν μέλος της
ηγεσίας του ΕΑΜικού Κινήματος. Μέλος της ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΑ, της κυβέρνησης του βουνού.
Τιμημένος στρατηγός της Εθνικής μας Αντίστασης και
πιστός ως το τέλος της ζωής του.
Ο Ευθύμης
θυμάται όταν τον συνάντησαν ψηλά στις Μαδάρες τι τους
είπε.
Η κυβέρνηση
Τσουδερού, με τον βασιλιά Γεώργιο όταν ήρθαν στην Κρήτη,
του πρότεινε να ηγηθεί της στρατιωτικής δύναμης που
βρέθηκε στο νησί. Ο ίδιος δεν είχε αντίρρηση. Αλλά δε
δέχτηκε. Απέρριψε την πρόταση.
-- Γιατί,
ρωτάει ο Μανουσάκης κι ο Μαριακάκης.
-- Δε μ'
άφησαν οι δικοί σας! Απαντάει ο στρατηγός.
Δηλαδή, η
Οργάνωση του ΚΚΕ, με την οποία είχε επαφή. Του είπαν να
βάλει τον όρο να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι και
εξόριστοι. Ορο που οι Τσουδερός - βασιλιάς τον
απέρριψαν. Και ο στρατηγός αρνήθηκε.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε