Για να θριαμβεύσει η ζωή:
Η δράση των γυναικών στον Δημοκρατικό Στρατό



Στιγμές από τη συμμετοχή και τη δράση των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας


Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας σηματοδοτεί την κορυφαία περίοδο της επαναστατικής πάλης στην Ελλάδα. Κατασυκοφαντήθηκε και διαστρεβλώθηκε από την αστική τάξη της Ελλάδας. Αξιοποιήθηκε για να φθείρει συνειδήσεις, για να τσακίσει τις αξίες και τα ιδανικά της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τον αγώνα τους για την εργατική, λαϊκή εξουσία. Η συμμετοχή και η δράση των γυναικών σ' αυτόν τον ηρωικό λαϊκό στρατό ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Οι γυναίκες μαχήτριες δεν υστερούσαν καθόλου σε μαχητικότητα, ικανότητα και αυταπάρνηση στον ένοπλο αγώνα, από τους άνδρες μαχητές, σ' όλα τα μετερίζια, σαν ίσος προς ίσο. Ετσι στις πιο δύσκολες συνθήκες του αγώνα διαπαιδαγωγήθηκε και αναδείχτηκε ένας νέος τύπος του πιο ανιδιοτελούς ανθρώπου και για τους άντρες και για τις γυναίκες με τη διαρκή προσπάθεια για εξασφάλιση της ισοτιμίας και του αλληλοσεβασμού μεταξύ τους με στέρεη βάση το ιδεολογικό, πολιτικό ατσάλωμα για το δίκιο του αγώνα της εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων, για την εργατική, λαϊκή εξουσία. Η Πανελλαδική Δημοκρατική Ενωση Γυναικών, συμβάλλοντας στην προβολή της πραγματικής κατάστασης και των αληθινών σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ, είχε εκδώσει το 1949 στη γαλλική γλώσσα ένα απλό στη γραφή και στο ύφος, αλλά συγκλονιστικό ντοκουμέντο, γραμμένο από τις ίδιες τις μαχήτριες. Αυτό το αυθεντικό ντοκουμέντο παρουσιάζουμε σήμερα.




Σ' αυτό το μικρό βιβλίο σας μιλάνε οι γυναίκες της Ελλάδας. Οι μητέρες, που εδώ και οκτώ χρόνια δεν έχουν σφίξει παιδί στην αγκαλιά τους· οι νέες κοπέλες, που θυσίασαν τα νιάτα τους στο μεγάλο ιδανικό της Ειρήνης· οι χιλιάδες γυναίκες στη φυλακή ή στην εξορία, αυτές που βασανίζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρατητήρια της αστυνομίας. Δεν έχει λογοτεχνικές προθέσεις αυτό το μικρό βιβλίο. Εχει γραφτεί από τις απλές γυναίκες, τις γυναίκες του λαού, που άφησαν τα σπίτια τους και ήρθαν να πολεμήσουν, με το όπλο στο χέρι, στο πλευρό των αντρών, για να διώξουν από την πατρίδα τους τους εμπόρους του πολέμου, για να ξαναβρούν τα παιδιά τους και τους άντρες τους, για να γευτούν τη γλύκα της ειρηνικής εργασίας. Θα ήθελαν να στείλουν αυτό το βιβλίο παντού όπου οι λαοί παλεύουν για την Ειρήνη και την Ελευθερία! Στην Κίνα και στο Βιετνάμ, στις μακρινές αποικίες, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Σε όλες τις μητέρες που σκύβουν, γεμάτες ελπίδα, στην κούνια των παιδιών τους, σ' όλες τις νέες κοπέλες που ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι που προσβλέπουν στην Ειρήνη.

Ισως το μικρό αυτό βιβλίο διαβαστεί από τη μητέρα της Ζόγιας, που έγινε σύμβολο για τις νέες Ελληνίδες. Και ίσως έτσι μπορέσει να διαπιστώσει πόσες Ζόγιες γέννησε ο χαμός της δικής της. Και η Τάνια Λαγκούνοβα, που το βιβλίο της «Στα δάση του Σμολένσκ» βρίσκεται στο σάκο των αγωνιστριών μας, θα μπορέσει κι αυτή να διαπιστώσει πως σ' αυτή τη μικρή γωνιά της Ευρώπης, οι Ελληνίδες γυναίκες ακολουθούν πιστά το δρόμο που άνοιξε αυτή και τα εκατομμύρια των Σοβιετικών γυναικών, το δρόμο που άνοιξε η μεγάλη Σοβιετική Ενωση.

Αυτό το μικρό βιβλίο είναι ένας απλός απολογισμός της δραστηριότητας των Ελληνίδων γυναικών.

Μέσα από τις σελίδες του θα σας μιλήσουν οι αγωνίστριες της Ελλάδας για όσα έκαναν για το θρίαμβο της Αλήθειας και της Ειρήνης. Θα σας μιλήσουν οι γυναίκες που υποφέρουν στη φυλακή με το σώμα σημαδεμένο για πάντα από τα αμερικάνικα κλομπς. Και θα υπάρξουν άλλες που δε θα μπορέσουν να προφέρουν μια λέξη. Που θα μείνουν άφωνες μπροστά στους τάφους των παιδιών τους, με το μαύρο μαντίλι να τους κρύβει τα κόκκινα από τα δάκρυα μάτια. Αλλες θα σας δείξουν μόνο τα ερείπια των σπιτιών τους. Και άλλες ακόμα με τα πόδια κομμένα ή και με τυφλωμένα μάτια.

Αλλά μέσα σ' αυτή την απλή αφήγηση, που έχει γραφτεί με αίμα και δάκρυα, ενάντια στο κύμα εξολόθρευσης που έχουν εξαπολύσει οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές στη χώρα μας, θα δούμε να επιβεβαιώνεται η μεγάλη και αμετάκλητη απόφαση της Ελληνίδας γυναίκας να συνεχίσει την πάλη της, με όλο το λαό της, μέχρι το θρίαμβο της Ειρήνης στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο.

Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με ένα μακροσκελή πρόλογο, που να μιλάει για όσα έχει υποφέρει ο λαός μας από εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη του 1940, όταν οι φασίστες του Μουσολίνι επιτέθηκαν στην Ελλάδα. Και για τους χιτλερικούς, που ερήμωσαν τη χώρα μας και για τους αντάρτες, που πολεμούσαν εναντίον τους και για τη συνεισφορά της Ελληνίδας γυναίκας στον πόλεμο αυτό. Θα μπορούσαμε να γράψουμε για τα εγγλέζικα πλοία που αποβίβαζαν τανκς και αποικιοκρατικά στρατεύματα, για να υποδουλώσουν το λαό μας. Και, τέλος, για τη μεγαλύτερη πληγή: Τους Αμερικάνους του Τρούμαν.

Αλλά καλύτερα να αφήσουμε τις γυναίκες να μιλήσουν, αυτές τις γυναίκες που φέρουν στα κορμιά και στις ψυχές τους το καυτό αποτύπωμα αυτών των οκτώ χρόνων. Και πρώτη απ' όλες ένα νέο κορίτσι από τη Θεσσαλία θα μας καταθέσει τη μαρτυρία της:
Η Κατίνα Τσαπράκα. «Το 1940 οι χιτλερικές ορδές έφταναν στο χωριό μου και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν. Μας πήραν ό,τι είχαμε στο σπίτι. Ακόμα και ένα τοσοδά μικρό αρνάκι, που τ' αγαπούσα σαν αδελφό και που το πήγαινα, με τα πόδια ξυπόλυτα, να βοσκήσει στο λιβάδι. Εκλαψα πολύ γι' αυτό. Τότε ο πατέρας μου αναστέναξε και είπε:

-- Ε, γερο-φίλε με τα μεγάλα μουστάκια! Μόνο το μικρό σου δαχτυλάκι να κουνήσεις, θα εξαφανίσεις αυτούς τους άτιμους.

Τον ρώτησα λοιπόν:
-- Ποιος είναι, πατέρα, αυτός ο γέρος με τα μεγάλα μουστάκια;

-- Είναι ο Στάλιν, μικρή μου. Αυτός που θα μας σώσει από αυτό το κακό.

Αρχισα να σκέφτομαι τον άνθρωπο αυτόν. Τον φανταζόμουν, όπως ο πατέρας μου τον είχε περιγράψει, ψηλό, δυνατό, με μεγάλα μουστάκια.

Μια μέρα βρισκόμουν στο σπίτι μιας γειτονικής οικογένειας, όπου έμενε ένας επίσημος χιτλερικός. Οταν ο φασίστας βγήκε από το σπίτι, ο νοικοκύρης βάλθηκε να μας διηγείται πως η Γερμανία του Χίτλερ είναι ένα κράτος πολύ δυνατό και πως οι φασίστες είναι άνθρωποι πολύ ευγενικοί και πολύ τίμιοι, που εγκαθιστούν την τάξη σε όλες τις χώρες.

Τα λόγια αυτά μου έκαναν κακή εντύπωση. Επέστρεψα τρέχοντας στο σπίτι.
-- Πατέρα, μου είπες πως αν ο Στάλιν κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι, έχει τη δύναμη να εξαφανίσει τους χιτλερικούς. Αλλά ο μπαρμπα-Γιάννης λέει πως οι χιτλερικοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και τίμιοι.

Ο πατέρας μου θύμωσε:
-- Δε θα ξαναπάς ποτέ στους διπλανούς, είπε. Πουλήθηκαν στους εχθρούς. Αλλά μη στενοχωριέσαι εσύ, ο Στάλιν θα τους κανονίσει. Αγάλι-αγάλι όλα θα σιάξουν. Πλησιάζει η στιγμή που θα ξεσπάσει η καταιγίδα και θα πνίξει για πάντα τους φασίστες.

Ακούγοντας ξανά τη λέξη αυτή, τον ρώτησα και πάλι:
-- Τι είναι οι φασίστες, πατέρα;

-- Οι φασίστες, παιδί μου, είναι εκείνοι που σταύρωσαν το Χριστό. Διότι ο Χριστός δεν είναι θεός, αλλά ένας σωστός άνθρωπος, που σταύρωσαν οι φαρισαίοι. Και σήμερα νέοι φαρισαίοι, οι φασίστες, καταπνίγουν και σκοτώνουν κάθε σωστό άνθρωπο.

Πόσο απλός και τίμιος ήταν ο καλός μου ο πατέρας! Αργότερα, έχοντας μεγαλώσει και δει τόσα και τόσα πράγματα, είχα μια μόνο επιθυμία, να ξαναγυρίσω στο πατρικό σπίτι, για να τον ξαναδώ και να μοιραστώ μαζί του τις εμπειρίες μου. Αλλά οι φασίστες τον σκότωσαν.

To 1941, αμέσως μετά τη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), ήρθε στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου εντάχθηκε αμέσως στο ΕΑΜ και μου μιλούσε πάντοτε με λέξεις απλές και αυθόρμητες για την ελεύθερη ζωή που θα ζούσαμε, αφού θα νικούσαμε τους φασίστες.

Κάθε φορά που συναντούσα ένα ναζί να περπατά στο δρόμο του χωριού μας με το αλαζονικό ύφος του κατακτητή, αισθανόμουν το μίσος μου να διπλασιάζεται και σκεπτόμουν μόνο με ποιον τρόπο να του κάνω κακό.

Μια μέρα επέστρεφα με κορίτσια της ηλικίας μου από τη βρύση. Οι ναζί είχαν αραδιάσει στον ήλιο κουβάδες με νερό, για να κάνουν μπάνιο. Ρίξαμε μέσα στους κουβάδες χώμα και λερώσαμε το νερό.

Το βράδυ φοβόμουν, αλλά ήμουν ευχαριστημένη. Οι φασίστες δεν μπόρεσαν να κάνουν μπάνιο εκείνη τη μέρα.

Το 1943 εντάχθηκα στην ΕΠΟΝ και μετά, το 1944, γράφτηκα στον ΕΛΑΣ Πόλεων. Μέσα σε μια μέρα έμαθα να χειρίζομαι το τουφέκι.
-- Ορίστε, είπα στον εαυτό μου, θα μπορώ και εγώ τώρα να πολεμώ σαν αληθινός στρατιώτης.

Οταν, αργότερα, στη διάρκεια μιας μάχης είδα τους ναζί να πετούν τα όπλα τους και να παραδίνονται στους συντρόφους μου, τρελάθηκα από τη χαρά μου. Δε φοβόμουν πια ούτε αυτούς ούτε τα όπλα τους.

Σε κάθε νέα νίκη του Κόκκινου Στρατού ενάντια στους χιτλερικούς τραγουδούσαμε, ο πατέρας μου κι εγώ, τραγούδια που φτιάχναμε οι ίδιοι.

"Τι ωραίο χτύπημα
δέχτηκες, Αδόλφε,
από τον Κόκκινο Στρατό
στο μέτωπο το ανατολικό!"

Και μετά έγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ημουν κι εγώ μια συντρόφισσα, μια επαναστάτρια και πολεμούσα για τη Λευτεριά του λαού μου.

Το ένα μετά το άλλο απελευθερώθηκαν τα χωριά μας. Ο πατέρας μου έκανε σχέδια για το μέλλον μου. Θα πήγαινα σχολείο, θα μάθαινα να διαβάζω και να γράφω.

Αλλά ήρθαν οι Εγγλέζοι. Δεν προλάβαμε να γιορτάσουμε την απελευθέρωσή μας και να σου που θρονιάστηκαν κύριοι στο σπίτι μας.

Το 1945 με συνέλαβε η αστυνομία. Με ρωτάγαν πού είχαμε κρύψει όπλα στο χωριό. Με χτύπησαν, με βασάνισαν, αλλά δεν τους είπα τίποτα. Οταν βαρέθηκαν, με οδήγησαν μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας του χωριού μας που με άφησε ελεύθερη.

-- Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο. Φταίνε εκείνοι που σε μάθαν να συμπεριφέρεσαι με αυτό τον τρόπο...

Στενοχωρήθηκα που με άφησαν. Θεωρούσα πως, από τη στιγμή που με άφησαν, αυτό σήμαινε πως δε με κρίναν επικίνδυνη. Και αποφάσισα να κάνω τους φασίστες να με φοβούνται.

Κατά τη διάρκεια του 1946 δούλεψα στην παρανομία. Στην περιοχή μου έκαναν σιγά-σιγά την εμφάνισή τους οι πρώτοι αντάρτες. 

Τα τραγούδια τους ηχούσαν ξανά πάνω στα βουνά μας:
"Για σένα, την πατρίδα μας, Ελλάδα,
σηκώσαμε τα όπλα μας ξανά".

Η μέρα που με τόση ανυπομονησία περίμενα, έφτασε επιτέλους. Με τ' όπλο στο χέρι έβγαινα στο βουνό. Ηταν Σεπτέμβρης του 1947. Αποχαιρέτησα τους γονείς μου. Φίλησα τη μάνα και τον πατέρα μου κι έφυγα με άλλους νέους του χωριού, για να ενωθώ με τα αδέλφια μας, που είχαν ήδη βγει στο κλαρί. Ο πατέρας μου έδωσε την ευχή του:
-- Καλή μάχη και νικηφόρα επάνοδο!

Η νύχτα ήταν σκοτεινή, με έκρυβε καλά. Ανέβαινα πάνω από τέσσερις ώρες. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή να φωνάζει:
-- Αλτ, ποιος είναι;

Εμεινα ακίνητη στη θέση μου.
-- Πλησίασε, ξανάπε η φωνή.

Στην αρχή φοβήθηκα. Αν ήταν φασίστες; Πλησίασα με δισταγμό, προσπαθώντας να διακρίνω το πρόσωπο εκείνου που μου είχε μιλήσει. Ηταν πράγματι αντάρτες. Οι φασίστες είναι πάντα ξυρισμένοι, ενώ εκείνος... Του είπα:
-- Σύντροφε, ήρθα να πολεμήσω μαζί σας, ενάντια στους φασίστες.

Με οδήγησε στον αρχηγό του. Την επαύριο, τους ζήτησα ένα τουφέκι. Δεν είχαν. Επρεπε να το πάρω από τον εχθρό. Ηταν μια δοκιμασία που έπρεπε όλοι να περάσουμε, για να γίνουμε τελειωτικά δεκτοί.

Μετά από μια βδομάδα, μου δόθηκε η ευκαιρία. Και για δεύτερη φορά στη ζωή μου είχα ένα τουφέκι στα χέρια.

Με τους αντάρτες έμαθα, όπως οι σύντροφοι-άντρες, να φτάνω στο έπακρο των δυσκολιών, να βαδίζω σε πορείες κουραστικές και να παλεύω με εχθρό κατά πολύ πιο πολυάριθμο.

Πήρα μέρος σε πολλές μάχες. Στα Αγραφα, στο Τσαρδάκι, στο Παλιόκαστρο, στο Καλλιφώνι, στο Μαυρομμάτι. Το 1948 ήρθα στην Ηπειρο. Ημουν στις μάχες του Γράμμου. Τραυματίστηκα στη Λυκόρραχη και στην Αλεβίτσα και αφού θεραπεύτηκα, πέρασα στο Βίτσι.

Παρακολούθησα τα μαθήματα της σχολής των στελεχών του Υγειονομικού Σώματος. Προβιβάστηκα σε ανθυπολοχαγό. Τα δυο μου αδέλφια και ο πατέρας μου πέσανε στη μάχη. Μακάρι το αίμα της οικογένειάς μου να κάνει να μεγαλώσει πιο γρήγορα το δέντρο της Λευτεριάς της πατρίδας μας».

Η ιστορία αυτή, αφηγημένη με τρόπο τόσο αυθόρμητο και τόσο άμεσο, μας δείχνει το δρόμο που ακολούθησαν χιλιάδες γυναίκες στην Ελλάδα.




Μια φτωχή αγρότισσα, η Κατίνα Πολυχρονίδου, από το χωριό Μαυροκκλήσι Διδυμοτείχου (στη Θράκη) θα μας απευθύνει, μέσα από την πρωτόγονη αφήγηση όσων έζησε το 1948, ένα αμείλικτο «κατηγορώ» ενάντια σε αυτούς που ξαναχρησιμοποίησαν τις χιτλερικές μεθόδους.

«Ημουν η μάνα τεσσάρων παιδιών. Τον άντρα μου τον είχαν πάρει. Τους ξέφυγε και βγήκε στο βουνό. Ηταν Παρασκευή, 14 Νοέμβρη του 1948. Οι φασίστες του Τσαλδάρη εισέβαλαν στο σπίτι μας. Ο μεγάλος μου γιος είχε βγει να κόψει ξύλα. Ημουν μόνη με τα τρία μικρά. Με οδήγησαν στο σταθμό της χωροφυλακής, όπου άρχισαν να με βασανίζουν. Ταυτόχρονα, είχαν βάλει φωτιά και στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού μας. Τα μικρά που ήταν μέσα, άρχισαν να κλαίνε. Οι χωροφύλακες είχαν περικυκλώσει το σπίτι και έριχναν στα παράθυρα και στις πόρτες, κάθε φορά που τα μικρά προσπαθούσαν να βγουν. Η Δημητρούλα, το κοριτσάκι, ήταν μόνο 6 χρόνων. Ηταν το μόνο κορίτσι ανάμεσα στα τρία αγόρια. Κατάφερε να φτάσει μέχρι την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Αλλά οι δήμιοι την άρπαξαν αμέσως. Ο ίδιος ο επικεφαλής τους, πιάνοντάς την από το πόδι, τη στριφογύρισε με τα δυο του χέρια στον αέρα και την πέταξε πίσω, στη μέση της φωτιάς. Και η μικρή Δημητρούλα μου κάηκε ζωντανή.

Στο σταθμό της χωροφυλακής τα κτήνη δε σταματούσαν να με βασανίζουν. Προσπαθούσαν να με βιάσουν. Μου είχαν ξεσκίσει τα ρούχα. Πάλευα με όλες μου τις δυνάμεις. Με τραβούσαν από τα μαλλιά. Με οδήγησαν πίσω στο σπίτι και με πέταξαν στη φωτιά, που μ' έζωσε αμέσως.

Κατάφερα όμως να ξαναβρώ μέσα στις φλόγες τα δυο μικρά μου, που έβγαλα από την άλλη μεριά του σπιτιού.

Ημουν γεμάτη εγκαύματα. Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν παραμορφωμένα. Το ίδιο και το δικό μου. Υπέφερα. Ο άντρας μου πέθανε λίγο καιρό αργότερα. Εγώ ήμουν άρρωστη. Ηθελα πολύ να ήμουν γερή και δυνατή, για να μπορέσω να προσφέρω περισσότερα στον αγώνα. Είχα θύματα στην οικογένειά μου, όπως και οι περισσότεροι αγωνιστές. Αλλά είχα μια μόνο επιθυμία:
Να νικήσουμε».

Σ' αυτήν τη γυναίκα θέλουμε να δώσουμε την ειρήνη και την ηρεμία. Θέλουμε να απαλλάξουμε το χωριό της από αυτά τα κτήνη με ανθρώπινη μορφή, που καταδυναστεύουν την κατεχόμενη Ελλάδα.




Ο λαός μας κράτησε στην καρδιά του και στη μνήμη του το τραγικό μεγαλείο εκείνων των γυναικών, που έπεσαν για να ζήσει η Ελλάδα. Η θυσία τους δεν ήταν μάταιη. Και μπορούν, με το κεφάλι ψηλά, να μιλήσουν σ' όλο τον κόσμο για τη λύσσα που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και οι λακέδες του, οι μοναρχοφασίστες, έχουν εξαπολύσει ενάντια στο λαό μας.

Η θεία Λένη, από το χωριό Μιχαλίτσι στα Τζουμέρκα, ήταν μια γλυκιά ηλικιωμένη γυναίκα, που είχε περάσει τα πενήντα. Ζούσε ολομόναχη στο σπιτάκι της στο κατεχόμενο χωριό της, όπου οι χωροφύλακες έτρεχαν ασταμάτητα στα δρομάκια.

Σε μια χαράδρα, τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια από το χωριό, πέντε αντάρτες είχαν βρει καταφύγιο. Ηταν τραυματισμένοι και είχαν χάσει την επαφή τους με τους υπόλοιπους. Ζούσαν εκεί σαν αγρίμια. Κανένας δεν τολμούσε να βγει από το αποκλεισμένο χωριό.

Κι όμως, η θεία Λένη κατάφερνε να ξεγελάει τις περιπόλους. Εβγαινε από το χωριό, για να πάει να δώσει εφόδια «στα παιδιά». «Πώς αδυνάτισαν, τα καημένα τα μικρά», μουρμούραγε μόνη της κάθε φορά που ξεκινούσε για ένα τόσο επικίνδυνο εγχείρημα.

Ενα βράδυ, την είδε ένας προδότης. Την επόμενη μέρα, 10 Ιούνη του 1949, τα ΛΟΚ μπαίνανε στο χωριό. Τη συνέλαβαν. Η λύσσα τους ξέσπασε στην ηλικιωμένη γυναίκα. Την έσερναν μέσα στους δρόμους φωνάζοντας:

-- Λέγε! Σε ποιους πήγαινες τρόφιμα; Μίλα! Περπάτα! Δείξε μας το καταφύγιό τους! Αλλιώς, θα σε κάνουμε κομμάτια.

-- Δεν ξέρω, αγόρι μου, δεν καταλαβαίνω τι μου λες.

Εκείνοι τη χτύπαγαν με περισσότερη λύσσα. Την άλλη μέρα την οδήγησαν στο Βουλγαρέλι. Νέα ανάκριση. Ούτε μια λέξη δε βγήκε από τα χείλη της. Την έβαλαν να περπατάει ώρες ολόκληρες. Το αίμα έτρεχε από τα πληγωμένα της πόδια. Τι ατέλειωτος που είναι αυτός ο δρόμος!...

-- Θα μιλήσεις, γρια-μάγισσα; τη ρωτούν συνέχεια. Δεν απαντά. Τη χτυπούν με τα κλομπς. Τη χτυπούν στο κεφάλι και το αίμα βάφει κόκκινα τ' άσπρα μαλλιά της. Ολο το κορμί της, μια πληγή που ματώνει. Την πατούν στην κοιλιά. Τη σέρνουν από τα πόδια. Οι πέτρες της γδέρνουν το πρόσωπο. Αλλά τα χείλη της μένουν κλειστά. Την επόμενη μέρα, το παραμορφωμένο πτώμα της θείας Λένης βρέθηκε πεταμένο στο δρόμο από τους χωρικούς που πήγαιναν στ' Αγναντα.

Τη μέρα που οι δήμιοι θα καθίσουν στο σκαμνί, θα έρθει και η θεία Λένη να πει το δικό της συντριπτικό «κατηγορώ».

Αλλά και σήμερα ακόμα, στην Αμερική και στην Αγγλία και σ' όλο τον κόσμο υπάρχουν ηλικιωμένες γυναίκες, στις οποίες οι νέοι προσφέρουν τη θέση τους στα τραμ και στα λεωφορεία.

Τι λένε οι γυναίκες αυτές για τη θεία Λένη; Τι θα πουν στις κυβερνήσεις τους, που οπλίζουν το χέρι των δημίων του λαού μας;
Η θεία Λένη περιμένει και από εκείνες μια απάντηση. Θα μπορούσε ακόμα και να την απαιτήσει. Ας της απαντήσουν πριν είναι πολύ αργά.

Και η Τόνα Τσαλαπάτη περιμένει αυτή την απάντηση. Η Τόνα, που οι φασίστες πήραν από το σπίτι της στις 5 Γενάρη του 1949. Οι δικοί της την έχασαν για πολλές μέρες. Κανένας δεν ήξερε τι απέγινε. Και μια μέρα βρήκαν το πτώμα της, με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, 500 μέτρα έξω από το χωριό.

Οι γυναίκες της Αμερικής και της Αγγλίας πρέπει να σκεφτούν γιατί υπογράφονται τα Ατλαντικά Σύμφωνα και γιατί οι κυβερνήσεις τους ετοιμάζονται να στείλουν τα παιδιά τους στον πόλεμο.




Με ένα σατανικό σχέδιο, εμπνευσμένο από τους Αμερικάνους, οι μοναρχοφασίστες συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό των χωριών στις πόλεις. Επειδή φοβόντουσαν πως ο λαός θα βοηθήσει τους αντάρτες, ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν βιαστικά τα χωριά.

Και το δράμα των ξεσπιτωμένων αρχίζει. Χιλιάδες αγρότες και εργάτες γης πετιούνται στο δρόμο, χωρίς καμιά βοήθεια. Τους στοίβαξαν σε παράγκες ή σε ανοιχτές αυλές, και αυτό ήταν όλο.

Η κατάσταση είναι τόσο φοβερή, που ακόμα και αντιδραστικοί δημοσιογράφοι, όπως οΜ. Ν. Ζαρίφης, είναι υποχρεωμένοι να μιλούν στις εφημερίδες τους για το «πρόβλημα» αυτό:

«Μάζες αντρών, γυναικών και παιδιών βρίσκονται στοιβαγμένες σε πρόχειρα δωμάτια, που χωρίζονται το ένα με τ' άλλο με άδεια σακιά εν είδει παραβάν ή με κομμάτια χαρτόνι. Η κατάσταση αυτών που μένουν σε αυτά είναι φρικτή. Οσοι έχουν την τύχη να είναι κοντά σε παράθυρο, μπορούν να δουν το φως της μέρας. Οι άλλοι ζουν μέσα στο σκοτάδι και περιμένουν τη νύχτα, για να δουν ο ένας τον άλλο στο αμυδρό φως των κεριών. Φυσικά, δε γίνεται λόγος για καθαρό αέρα, αν και τα όποια παράθυρα, όπου υπάρχουν, δεν έχουν τζάμια».

(Εφημερίδα «Το Βήμα», 23.11.48)

Και πιο κάτω:

«Στα περίχωρα της Λάρισας, στις παράγκες μακριά από το κέντρο της πόλης, συναντήσαμε τους πρόσφυγες, που απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους, σύμφωνα με τις εντολές των στρατιωτικών αρχών. Εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα, που προσβάλλουν κάθε έννοια πολιτισμού. Σπίτια χτισμένα με λάσπη. Παράγκες ξύλινες, που δεν μπορούν να προστατέψουν από το δυνατό αέρα. Τσίγκινα σπιτάκια, όπου τουρτουρίζουν το χειμώνα και σκάνε το καλοκαίρι. Και τέλος σκηνές, από τις οποίες οι περισσότερες έχουν τρύπες σε πολλά σημεία. Ορίστε πού ζουν ανθρώπινα όντα. Εκεί βρίσκουμε νεογέννητα, μικρά παιδιά, γέρους, γυναίκες και νέες κοπέλες. Οι άσχημες συνθήκες ζωής ξεπερνούν και την πλέον νοσηρή φαντασία».

Αλλά μπορείς να ζήσεις με τη ζητιανιά; Στα Γρεβενά, αυτή τη νύχτα του Δεκέμβρη του 1948, που έκανε ένα κρύο φοβερό, σε μια παράγκα όπου βρίσκονταν πολλές ξεσπιτωμένες οικογένειες, επτά παιδιά πέθαναν από το κρύο. Το άλλο βράδυ, μια αστυνομική περίπολος σκόνταψε στο δρόμο πάνω σ' ένα μαύρο όγκο. Ηταν μια γυναίκα ακίνητη μέσα στη λάσπη. Δίπλα το μωρό της. Το μικρό κεφαλάκι, χωμένο στο στήθος της μητέρας του, προσπαθούσε μάταια να θηλάσει.

- Πρέπει να είναι μια «ξενομερίτισσα», είπε ένας αστυφύλακας. Και βάλθηκαν να την κλωτσάνε.

- Σήκω! Ξέρεις καλά πως απαγορεύεται η κυκλοφορία τέτοια ώρα.

Εκείνη έμενε ακίνητη. Μόνο το μικρό έκλαιγε ασταμάτητα.

- Είναι νεκρή, είπε ένας από αυτούς. Θα τη μαζέψουμε αύριο. Κι έφυγαν, αφήνοντας εκεί το παιδί που έκλαιγε και προσπαθούσε να βρει το στήθος της νεκρής μητέρας του.

Η Βαγγελιώ Καραγιώργη θα έρθει κι αυτή να καταθέσει στο λαϊκό δικαστήριο, που θα κρίνει μια μέρα τους εγκληματίες.

«Με λένε Βαγγελιώ Καραγιώργη, θα πει. Είμαι 25 χρόνων και είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον αμερικάνικο φασισμό. Δούλεψα για ένα χρόνο στην παρανομία στην κατεχόμενη Ελλάδα. Εζησα το μαρτύριό της. Ενιωσα να ανατριχιάζω στη θέα χωριών εγκατελειμμένων, σπιτιών κατεστραμμένων, άδειων καλυβιών. Οι φασίστες δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Παντού κυβερνά ο τρόμος και ο θάνατος.

Ενα αστυνομικό απόσπασμα μπήκε μια μέρα στο Φλάμπουρο. Σκότωσαν τη Μαρία Οικονομίδου για τον απλό λόγο ότι λιποθύμησε στην παρουσία τους.

Μια άλλη μέρα μπήκαν στη Βοδούσα, ρίχνοντας στον αέρα. Σ' ένα παράθυρο, ένα παιδί τους κοίταζε. Το σκότωσαν και το παιδί έμεινε εκεί καιρό, με το κεφάλι κρεμασμένο έξω. Χτύπησαν άγρια τη γυναίκα του παπά, την Κούλα Σουλιάνα.

Στη Λαΐστα ζήτησαν από τη Χρύσα Κύρου να τους δώσει χρυσά κοσμήματα, για να μην τη χτυπήσουν. Την έγδυσαν και την ανάγκασαν να σταθεί έτσι γυμνή στην κεντρική πλατεία του χωριού. Μια ώρα αργότερα, η Λαΐστα, το ευτυχισμένο χωριό, ήταν ένας σωρός από ερείπια. Πρώτα το άδειασαν από τους κατοίκους με τη βία και τους μάζεψαν όλους στο στρατόπεδο στην Μπάλντουμα. Καλύτερα να πεθάνεις μια κι έξω, παρά να πεθαίνεις κάθε μέρα στο στρατόπεδο αυτό.

Η Βασιλική Γάνου, 80 χρόνων, κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει στα μέρη όπου βρίσκονταν οι αντάρτες.

Πώς να αντέξεις τέτοια ζωή; Δεν μπορούμε πια. Μια μικρή πηγή για ολόκληρο το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ούτε ένα δέντρο, ούτε μια σκηνή. Ποτέ δεν μπορέσαμε να ξεδιψάσουμε. Ελάχιστο το φαΐ μας. Αρρώστιες εμφανίστηκαν. Και τα παιδιά υπέκυπταν. Δε μας επέτρεπαν να πάμε στα Γιάννενα, για να μη μάθουμε νέα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Βρισκόμουν κοντά στο χωριό Γρεβενίτι, μας λέει πάντα η Βαγγελιώ, μια μέρα που οι φασίστες έκαναν ομαδικές συλλήψεις. Η Ενωση Γυναικών, που είχε μια επιτροπή στο χωριό, προειδοποίησε τις γυναίκες και κρύφτηκαν. Αλλά οι φασίστες κατάφεραν να συλλάβουν μία, που ήταν μέλος της επιτροπής της Ενωσης. Ηθελαν να την πάνε στα Γρεβενά. Εκείνη άρχισε να φωνάζει. Τότε όλες οι γυναίκες άρπαξαν πέτρες και κινήθηκαν ενάντια στους φασίστες, που πανικοβλήθηκαν, άφησαν το θύμα τους και εγκατέλειψαν το χωριό».




Αλλά τι να πεις για τα παιδιά;
Τα παιδιά της Ελλάδας, που ζουν όλο το δράμα και όλο το μεγαλείο της πάλης των γονιών τους;

Πέντε μικρά αγόρια σ' ένα χωριό, δεν είχαν άλλη ασχολία, παρά να μαζεύουν καρφιά και να τα σπέρνουν στο δρόμο απ' όπου περνούσαν τα φορτηγά των μοναρχοφασιστών.

Παιδιά βοηθούσαν τις τολμηρές ομάδες των ανταρτών να δρουν στα μετόπισθεν του εχθρού. Δύο αγρότισσες, η Βασιλική Ζώτου και η Χαρίκλεια Σουλτάνη, ανατίναξαν με νάρκες επτά φορτηγά, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για όλα όσα υπέφεραν από τους φασίστες.

Και οι αγωνίστριες του Δημοκρατικού Στρατού θα μιλήσουν, και αυτές, για να καταγγείλουν στον πολιτισμένο κόσμο τα εγκλήματα του εχθρού.

Σύμφωνα με διεθνή νόμο, οι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Οι μοναρχοφασίστες στρατιώτες, που αιχμαλώτιζε ο Δημοκρατικός Στρατός, μπορούν να βεβαιώσουν πόσο εμείς τηρούσαμε το νόμο αυτό. Πολλοί ανάμεσά τους, τραυματίες, γλίτωσαν από το θάνατο χάρη στις αγωνίστριές μας, που τους πλησίαζαν κάτω από τα πυρά των εχθρικών μυδραλιοβόλων και τους μετέφεραν σε σίγουρο μέρος. `Η ακόμα, αν δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν, τους πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες, ώστε οι «σύντροφοί» τους να μπορέσουν να πάνε να τους πάρουν.

Και τι κάνουν οι μοναρχοφασίστες; Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Τσάρνο, στις 5 Αυγούστου, οι αγωνίστριες Δημητρούλα Μιχαλούδη και Φρόσω Λάσκαρη πιάστηκαν αιχμάλωτες. Ενας φασίστας αξιωματικός τις εκτέλεσε με το πιστόλι του μπροστά στα μάτια των μαχητών μας, που συνέχιζαν τη μάχη λίγο πιο μακριά.

Στη διάρκεια αυτής της ίδιας μάχης, η μακεδονίτισσα Βαγγελιώ, αγωνίστρια του 2ου τάγματος της 16ης ταξιαρχίας, έλαβε τη διαταγή να οπισθοχωρήσει με την ομάδα της. Καθυστέρησε λίγο, για να βοηθήσει μια άλλη αγωνίστρια. Τις συνέλαβαν αιχμάλωτες και τις εκτέλεσαν και τις δύο επιτόπου.

Το βράδυ της 27ης του Ιούνη, το χωριό Προσήλιο στα Τζουμέρκα περικυκλώθηκε από στρατιώτες μοναρχοφασίστες και από μια επίλεκτη ομάδα, που την αποτελούσαν πρόσκοποι, την ΙΧη μοίρα.

Η Ευτυχία Καρακίτσου, αγωνίστρια της ΧΙης μονάδας, που καταγόταν από το χωριό Μελλισουργοί Αρτας, έπεσε στα χέρια του εχθρού. Ηταν μια νύχτα φοβερή για την Ευτυχία. Τη βασάνισαν άγρια. Λιποθύμησε πολλές φορές, αλλά τη συνέφεραν ρίχνοντάς της νερό, για να μπορέσουν να συνεχίσουν τα βασανιστήρια. Η μητέρα της ήρθε να την αναζητήσει το πρωί. Οι μοναρχοφασίστες της έφεραν ένα σώμα ημιθανές, αγνώριστο. Δύο ώρες αργότερα, η κοπέλα ξεψύχησε. Κατάφερε να μουρμουρίσει μόνο αυτές τις λέξεις: «Μάνα, βασανίστηκα όπως ο Ιησούς Χριστός».




Στις 10 Οκτώβρη του 1948, όταν μετά από μια αντεπίθεση καταλάβαμε την τοποθεσία Αη-Θανάσης στο Μάλι-Μάδι, βρήκαμε το γυμνό και βασανισμένο πτώμα της Αγγελικής Οικονομίδη.

Στο Τσάρνο στο Γράμμο, στις 8.8.49, μετά από μια αντεπίθεση, βρήκαμε στο μέρος που καταλάβαμε δύο νέα κορίτσια, τηλεφωνήτριες, που, τραυματισμένες, είχαν μείνει εκεί. Κοίτονταν νεκρές, εκτελεσμένες με αυτόματο, με τα στήθη κομμένα, τα παντελόνια ξεσκισμένα, τη σάρκα τους γυμνή.

Η Αναστασία Αφεντουλίδου, αγωνίστρια του 539ου τάγματος της 107ης ταξιαρχίας, ήταν μια από τις πρώτες αντάρτισσες στη Βέροια. Πιάστηκε αιχμάλωτη. Οι μοναρχοφασίστες τη βασάνισαν, για να της πάρουν πληροφορίες. Της έβαλαν το πιστόλι στον κρόταφο. Της ξέσκισαν το στήθος με μαχαίρι. Λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Μόλις συνήλθε, τους πέταξε κατάμουτρα αυτά τα λόγια: «Είστε κτήνη... Σας μισώ... Κάψατε τα χωριά μας... Σκοτώσατε τα παιδιά μας... Γι' αυτό πολεμώ εναντίον σας...».

Τα λόγια αυτά ακούστηκαν μέχρι τις γραμμές μας. Οταν ξανάρχισε η μάχη κι οι δικοί μας πέρασαν στην αντεπίθεση, οι μοναρχοφασίστες την εκτέλεσαν.

Η Ασήμω είναι πολιτική επίτροπος ενός ουλαμού. Πολέμησε γενναία στο Καρπενήσι και μετά αντιμετώπισε όλες τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των μοναρχοφασιστών. Για πάνω από ένα μήνα είχε χάσει τη μονάδα της. Κρυβόταν στα δάση του Κόζιακα. Για οκτώ μέρες έτρωγε μόνο χόρτα. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο. Και παρ' όλα αυτά σερνόταν στη γη, με την ελπίδα να ξαναβρεί τη μονάδα της. Το βράδυ στις 3 Ιούλη του 1949, έφτασε στο χωριό Μοντσαρά, που εδώ και καιρό ήταν έρημο. Τη νύχτα έφτασαν κι οι μοναρχοφασίστες. Η Ασήμω δε βρήκε τον καιρό να ξεκουραστεί. Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της, για να μπορέσει να τους ξεφύγει τρέχοντας, αλλά την έπιασαν. Και τα βασανιστήρια άρχισαν. Η Ασήμω αντιστάθηκε με όσες δυνάμεις της απέμεναν. Ούτε μια λέξη δε βγήκε από το στόμα της. Στο τέλος, οι φασίστες την υποχρέωσαν να σκάψει η ίδια τον τάφο της.

Την εκτέλεσαν και την πέταξαν μέσα.

Δυο μέρες αργότερα, οι σύντροφοί της ανακάλυψαν το πτώμα της στο βάθος του ανοιχτού τάφου. Με κόπο μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια πρόσωπό της.


Ανατριχιάζουμε καθώς θυμόμαστε τα εγκλήματα αυτά. Κι όμως, είναι πράγματα που συμβαίνουν καθημερινά στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ελάχιστες είναι οι αγωνίστριές μας, που το σώμα τους δεν έχει σημαδευτεί από τα κλομπς και τα μαχαίρια των δημίων.
Οι γυναίκες της Ελλάδας γνωρίζουν βαθιά τι είναι ο φασισμός. Ξέρουν τι σημαίνει ο ερχομός των Αμερικάνων στην Ελλάδα και η αποβίβαση στα ελληνικά λιμάνια όπλων, τανκς κι αεροπλάνων. Και έμαθαν από πείρα πικρή, πως τα θηρία γίνονται ανήμπορα να δαγκώσουν, μόνο όταν τους ξεριζώσεις τα δόντια.

Γι' αυτό αγωνίζονται, ακόμα και με το όπλο στο χέρι, και είναι έτοιμες να κάνουν κάθε θυσία, για να κερδίσουν την Ειρήνη, το μέλλον των παιδιών τους.

Και γι' αυτό θα νικήσουν.

To 1821, όταν ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στους Τούρκους, υπήρξαν πολλές γυναίκες ηρωίδες. Το ίδιο κι αργότερα, στην πάλη ενάντια στις κάθε είδους δικτατορίες. Στην πάλη ενάντια στους χιτλερικούς εισβολείς, η Ελληνίδα γυναίκα έγραψε λαμπρές σελίδες θάρρους και ηρωισμού. Αλλά αυτό που βλέπουμε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια της νέας Αντίστασης ενάντια στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, ξεπερνά, σε έκταση και σε βάθος, τις καλύτερες παραδόσεις της εθνικής μας ιστορίας.

Πώς κέρδισε τον τίτλο «αγωνίστρια», πώς κέρδισε την εκτίμηση του λαού της και των συντρόφων της στη μάχη; Μας το διηγούνται τα ίδια τα στελέχη του ΔΣΕ, οι στρατηγοί, οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι πολιτικοί επίτροποι:

«Η στρατιωτική δραστηριότητα των γυναικών στο στρατό μας, καλύπτει όλους τους τομείς της πολεμικής μας προσπάθειας, γράφει ο αντιστράτηγος Καραγιώργης. Ως ανιχνεύτρια, ως σκαπανέας, στις δολιοφθορές και γενικά στο μηχανικό. Ως ελεύθερος σκοπευτής, στις ενέδρες μέσα στο χιόνι και τον παγωμένο άνεμο. Στα παρατηρητήρια, στις προκεχωρημένες θέσεις. Στις τολμηρές πορείες, έρπην, μέχρι τις γραμμές του εχθρού. Και, φυσικά, στις επιθέσεις σε υψώματα ή χωριά, ακόμα και πόλεις. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που γυναίκες αγωνίστριες συνέλαβαν στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού.

Η γυναίκα αγωνίστρια έχει ανεκτίμητα προσόντα. Υπομονή και επιμονή, μετριοφροσύνη, αντοχή, αγάπη, τάξη. Πνεύμα αυτοθυσίας... Η γυναίκα φέρνει στο στρατό μας την καλοσύνη της ψυχής και τον πολιτισμό. Την καθαριότητα, το μανταρισμένο ρούχο, το ραμμένο κουμπί. Φέρνει το πνεύμα αλληλεγγύης, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ο άντρας, ιδιαίτερα προς τους τραυματίες. Η αγωνίστρια που έχει παρασημοφορηθεί με το Μετάλλιο Ανδρείας, επειδή μετέφερε για 3 χιλιόμετρα πρώτα τους τραυματίες και μετά τους νεκρούς της μονάδας της σε μια μάχη, δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.
Τέλος, η γυναίκα πρόσφερε στο στρατό άλλα δύο προτερήματα μεγάλης σημασίας: την πειθαρχία και την αγνή αγάπη».




Πόσο αίμα έχυσε, πόσο ιδρώτα και πόσους κόπους πέρασε, για να ανέβει τα σκαλοπάτια αυτά!

Είχε να παλέψει ενάντια σε έναν εχθρό εξοπλισμένο μέχρι τα δόντια. Να περπατήσει μερόνυχτα. Να υπομείνει τις δυσκολίες που έχει η διαβίωση στο ύπαιθρο. Κι ακόμα, έπρεπε να κατανικήσει τις προκαταλήψεις και τις επιφυλάξεις των ίδιων των συμπολεμιστών της, των αντρών, που την έβλεπαν με κάποια δυσπιστία.

Ας αφήσουμε να μιλήσει ο επίτροπος της ταξιαρχίας Πετρίτη, ο στρατηγός Κυριάνης. Η ταξιαρχία αυτή είχε μια πραγματικά αξιοσημείωτη δραστηριότητα στα μετόπισθεν του εχθρού, κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες.

«Αυτό που θα μπορούσα να πω ή να γράψω, λέει, θα ήταν πάντα κατώτερο αυτών που πρέπει να ειπωθούν για τις αγωνίστριές μας. Η ιστορία του τόπου μας είναι πλούσια σε ηρωικά γεγονότα. Αλλά αυτό που είδα κι έζησα, ξεπερνά την πραγματικότητα. Πετάει ψηλά, για να συναντήσει το απίστευτο, κι όμως, έχει γίνει από ανθρώπινα όντα, και μάλιστα από νέες κοπέλες.
Οφείλω να το ομολογήσω. Πριν γίνω αγωνιστής του Δημοκρατικού Στρατού, δεν μπορούσα να παραδεχτώ πως η γυναίκα μπορούσε να πολεμήσει. Η ιδέα που είχα για τις γυναίκες δεν ήταν και πολύ κολακευτική. Επρεπε να ενταχθώ στο ΔΣΕ, για να γνωρίσω από κοντά τις ηρωίδες αυτές. Κι έπρεπε ακόμα να υπηρετήσω στη μονάδα του Σουλίου, για να φθάσω σε αυτό που σήμερα για μένα είναι μόνο η αρχή.

Προσπαθούσα πάντα να είμαι καλός μαζί τους και να τις κάνω να αποφεύγουν τις δυσκολίες ή να τις ξαλαφρώνω από τα φορτία που μετέφεραν. Καμιά από όσες γνώρισα δε δέχτηκε ποτέ μια τέτοια "χάρη".

Η Αθηνά Γκίνη από το χωριό Καστανιά της Ηπείρου έκλαιγε επειδή δε θέλαμε να την πάρουμε μαζί μας στην επίθεση. Ετσι, διέπραξε μια πράξη "απειθαρχίας". Ετρεξε μετά από εμάς στην επίθεση και μας ξεπέρασε όλους!... Ημασταν σε πορεία 92 ώρες. Η μεταφορά του μυδραλιοβόλου είχε καταστεί πρόβλημα. Η Βαγγελιώ Σιμοπούλου, από το χωριό Καρα-Μπαϊράμ Φαρσάλων, παρασημοφορημένη με το Μετάλλιο Ανδρείας, το μεταφέρει επί 10 ώρες. Την πλησιάζω συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις, πράγμα που δεν ήταν κι εύκολο, και της λέω να μου δώσει το μυδραλιοβόλο. Δεν περίμενα την απάντησή της: -Εσύ είσαι ο επίτροπος. Το μυδραλιοβόλο ανήκει στην ομάδα μου. Κουβαλώ το φορτίο που μου ανήκει. Οχι; Ξέχασες λοιπόν αυτά που έλεγες εσύ ο ίδιος; "Η ελευθερία δεν έρχεται μόνη της. Πρέπει να την κατακτήσουμε"».

Ο λοχαγός Φεγγάρης δεν είχε τις γυναίκες σε εκτίμηση. Δεν ήθελε ούτε να τις δεχτεί στο λόχο του. Ακούστε τι λέει για τις γυναίκες σήμερα:

«Αναριωτόμουν αν οι αγωνίστριες μπορούσαν να υπομείνουν και να ξεπεράσουν τέτοιες δυσκολίες. Αλλά η μάχη στο Καρπενήσι με άφησε αμήχανο. Οι αγωνίστριες έκαναν σκάλα μεταξύ τους και σκαρφάλωναν έτσι μέχρι τα παράθυρα κι έμπαιναν στα οχυρωμένα σπίτια των μοναρχοφασιστών.

Παρά την πυρκαγιά που είχε αγκαλιάσει το αρχηγείο του εχθρού, οι αγωνίστριες Βαρβάρα Δεσποτοπούλου, Φωτεινή Δελή, Αρετή Λουκά και Αγλαΐα Γιολδάση πετάχτηκαν πρώτες και άνοιξαν το δρόμο μέσα στις φλόγες. Κομμάτια καμένων ξύλων έπεφταν πάνω στο κεφάλι τους, ο καπνός τις έπνιγε. Σ' ένα κελί βρήκαν 19 δικούς μας τραυματίες αιχμάλωτους και τους ελευθέρωσαν».


Ο μεγάλος Γάλλος ποιητής Πολ Ελιάρ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελεύθερη Ελλάδα, τον Ιούνη του '49, έμεινε έκπληκτος από το μαζικό αυτό ηρωισμό της Ελληνίδας γυναίκας.

«Αυτές οι νέες γυναίκες είναι κάτι παραπάνω από άνθρωποι. Είναι θεές!» είπε την ημέρα της αναχώρησής του.

Οι Ελληνίδες γυναίκες έκαναν απλά το καθήκον τους απέναντι στην ανθρωπότητα. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν μέχρι τέλους. Εχουν τη δύναμη και το κουράγιο που χρειάζεται. Ξέρουν γιατί μάχονται. Φλέγονται από το μεγάλο ιδανικό της Ελευθερίας και της Ειρήνης, κοινό ιδανικό χιλιάδων προοδευτικών γυναικών στον κόσμο.

Και να πώς μάχονται:

Είναι μια νεαρή αγρότισσα, ντροπαλή όπως όλες οι αγρότισσες της Ηπείρου, η Σταυρούλα Σκεύη. Από την πιο τρυφερή ηλικία η Σταυρούλα βοηθούσε την οικογένειά της, που ήταν πολύ φτωχή. Δούλευε στο μικρό χωράφι τους ή βόσκαγε στις απότομες πλευρές της Μουργκάνας τα λίγα κατσίκια που είχαν.

Το μόνο που γνώριζε ήταν οι στερήσεις κι η σκληρή δουλειά. Η ίδια η ζωή τη σκλήρυνε. Τον καιρό της γερμανικής κατοχής, όταν οι συγγενείς της, κοντινοί ή μακρινοί, είχαν ακολουθήσει το δρόμο της τιμής, όταν όλος ο κόσμος οργανωνόταν και πάλευε για να ελευθερωθεί η χώρα από το φασιστικό ζυγό, το μυαλό της Σταυρούλας άρχισε να ξυπνά και να καταλαβαίνει πολλά.

Αλλά ήρθε η Βάρκιζα κι οι νέες αναταραχές. Καταδίωκαν τους γονείς της. Οι αστυφύλακες κυριαρχούσαν αυθαίρετα. Συλλάμβαναν, βασάνιζαν αυτούς που είχαν πολεμήσει για την ελευθερία.

Ολα αυτά έκαναν μεγάλη εντύπωση στη Σταυρούλα.

Το τουφέκι των ανταρτών ξανακούστηκε στην Ηπειρο.

Ο πατέρας της, Σπύρος, έφυγε από τους πρώτους. Η Σταυρούλα ήταν πολύ περήφανη.

Ετσι, όταν το 1947 στρατολογήθηκε, ήταν ήδη έτοιμη. Προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στην καινούρια ζωή της. Στην αρχή της έμαθαν να χειρίζεται το πυροβόλο. Συνεχώς ρωτούσε, ήθελε να τα μάθει όλα. Αργότερα στάλθηκε σε μια ομάδα παιδιών. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Πάντα έκανε με τιμή το καθήκον της.

Ηταν στη μάχη του Πύργου Στράτσανης, που κράτησε 15 μέρες. Τις τρεις πρώτες ημέρες ήταν χωρίς μια μπουκιά ψωμί και με λίγες σφαίρες. Η Σταυρούλα δούλευε ταυτόχρονα στις οχυρώσεις. Πολέμησε γενναία, μέχρι τη στιγμή που έλαβε τη διαταγή να αναδιπλωθεί με τους συντρόφους της, ήταν οι τελευταίοι υπερασπιστές εκείνου του υψώματος. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Αλλά συνέχισε τη μάχη στα 1.615 μέτρα ύψος. Αργότερα η ομάδα της περικυκλώθηκε. Μια φούχτα άνθρωποι ενάντια σε δυνάμεις μοναρχοφασιστών 50 φορές μεγαλύτερες. Η Σταυρούλα δεν τα έχασε. Δίπλα της σκοτώθηκε ο μυδραλιοβολιστής. Τρέχει στο μυδραλιοβόλο, που στα χέρια της καθήλωσε τον εχθρό στη θέση του. Τελειώνουν οι σφαίρες. Αρπάζει τα πάντσερ και μετά τις χειροβομβίδες. Της απομένει μόνο το στάγερ και λίγες σφαίρες. Είναι σχεδόν μόνη της στο ύψωμα. Ολόγυρά της, ο εχθρός ανεβαίνει. Ρίχνεται εναντίον του και με μερικές ριπές καταφέρνει να το σκάσει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πυροβόλο και, παρά την κούρασή της, το παίρνει μαζί της και ενώνεται με τους συντρόφους της. Με την ανδρεία της η Σταυρούλα επιβάλλεται στην εκτίμηση όλων. Εγινε η πιο αγαπημένη αγωνίστρια της ομάδας της, του τάγματός της, ολόκληρης της μοίρας. Και η Διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού της απένειμε το Μετάλλιο Ανδρείας.




Οι γυναίκες αξιωματικοί μας κέρδισαν τον τιμητικό βαθμό του αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού μέσα στη φωτιά της μάχης.

Πολλά είναι τα γεγονότα ηρωισμού των νέων αγωνιστριών, μαθητριών της σχολής αξιωματικών του ΔΣΕ. Αλλά η ανδρεία δεν είναι το μόνο στρατιωτικό τους προτέρημα. Ξέρουν επίσης να οδηγούν την ομάδα τους στη μάχη. Ξεχωρίζουν στη στρατιωτική τέχνη. Ο πόλεμος έμαθε πολλά σ' αυτές τις απλές και χωρίς πείρα αγρότισσες, από τις οποίες πολλές δεν ήξεραν ούτε καν να διαβάζουν και ο ορίζοντάς τους περιοριζόταν στο νοικοκυριό και στο χωράφι.

Η Μελή Χρυσαφίδη είναι μια νέα κοπέλα ψηλή, εύσωμη, με μαύρα κατσαρά μαλλιά. Φέρει το Μετάλλιο Ανδρείας. Τον Απρίλη η Μελή τραυματίστηκε στο Ταμπούρι. Αλλά δεν ήθελε να μείνει στο νοσοκομείο. Επέστρεψε στη σχολή των αξιωματικών, όπου φοιτούσε πριν τον τραυματισμό της. Φεύγει αμέσως για να στήσει μια ενέδρα σε ένα πέρασμα απ' όπου υποχρεωτικά περνούσαν οι φασίστες. Η Μελή και οι σύντροφοί της επιτίθενται στην εχθρική περίπολο που περνάει. Αποτέλεσμα: 1 νεκρός και πολλοί τραυματίες. Μα ο εχθρός στέλνει ενισχύσεις και τους περικυκλώνει. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Οι μοναρχοφασίστες πλεονεκτούν σε αριθμό και σε οπλισμό. Η Μελή δεν είναι διόλου ευχαριστημένη. Παίρνει γρήγορα την απόφασή της. Καλύπτεται πίσω από ένα βράχο και ανοίγει πυρ. Οι φασίστες πανικοβάλλονται και οπισθοχωρούν βιαστικά. Η Μελή τους κυνηγά. Και όταν απομακρύνεται κάθε κίνδυνος, επιστρέφει στην ομάδα της, ήσυχη ότι εκπλήρωσε στο ακέραιο την αποστολή της.



Στην αρχή, οι επικεφαλής των διαφόρων μονάδων ισχυρίζονταν πως οι αγωνίστριες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν ελεύθεροι σκοπευτές. Είναι αλήθεια πως είναι δύσκολο να πας πίσω από τις γραμμές του εχθρού και να μην του αφήνεις ούτε στιγμή ησυχίας. Απαιτείται πνεύμα πάντα σε εγρήγορση, νεύρα και μύες από ατσάλι.

Να, τι μας διηγείται η Σοφία Γιανόγλου, μια νέα κοπέλα 18 χρόνων, από το χωριό Σπήλαιο Εβρου.

«Τον Απρίλη του 1949, ανήκα σε μια ομάδα ανιχνευτών της 408ης ταξιαρχίας. Τέσσερα αγόρια κι εγώ ξεκινήσαμε, για να επιτεθούμε στο φρουραρχείο του χωριού Πυρσόγιαννη. Τα μεσάνυχτα διεισδύσαμε όλοι στις εχθρικές γραμμές. Το έδαφος ήταν ναρκοθετημένο. Προχωρούσαμε με κάθε αναγκαία προφύλαξη. Φτάσαμε κοντά σε μια μικρή εκκλησία, όπου οι μοναρχοφασίστες είχαν εγκαταστήσει το αρχηγείο τους. Κάναμε αναγνώριση του χώρου. Κρύφτηκα πίσω από ένα θάμνο. Πέντε φασίστες βγήκαν από την εκκλησία και κατευθύνθηκαν προς τη μεριά μας. Ο αρχηγός μας έδωσε την εντολή: "Εμπρός!" Κινηθήκαμε όλοι μαζί. Είχα διαλέξει το δικό μου αντίπαλο. Βρέθηκα μπροστά του, με το τουφέκι μου στο στήθος του: "Ψηλά τα χέρια!" Του έκλεισα το στόμα με το μαντίλι μου. Ηταν ταγματάρχης. Στο δρόμο προς τον καταυλισμό μας έλεγε πως προτιμούσε να αυτοκτονήσει. Ντρεπόταν που πιάστηκε αιχμάλωτος από μια κοπέλα, αλλά τον κρατούσα καλά κάτω από την απειλή του όπλου μου. Ηταν "σημαντική" γλώσσα».

«Ξεκινήσαμε για να επιτεθούμε στο ύψωμα Κουλκουθούρια, διηγείται η Θεοδώρα Ζήκου. Ηταν τη νύχτα στις 12 Μάη του '49. Στις τέσσερις το πρωί το πυροβολικό μας άρχισε να βομβαρδίζει τις εχθρικές θέσεις. Ριχτήκαμε στην επίθεση. Φτάνουμε κοντά στα συρματοπλέγματα, κάτω από τα πυρά του εχθρού, ανοίγουμε κόβοντάς τα ένα πέρασμα και προχωράμε στις θέσεις των εχθρικών μυδραλιοβόλων. Τα μετατρέπουμε σε σκόνη με τα πάντσερ μας και τους "σταυρούς" μας. Ο εχθρός αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις θέσεις του.

Εκείνη την αποφασιστική στιγμή, ο διοικητής μας θέλησε να στείλει ένα επείγον μήνυμα στη διπλανή ομάδα. Το παίρνω και τρέχω μέσα από το πυρακτωμένο σίδερο και τη σκόνη των εχθρικών οβίδων. Ξαπλώνω καταγής, προχωρώ σερνόμενη πάνω στους αγκώνες μου, μετά σηκώνομαι και ξαναρχίζω το τρέξιμο. Βρήκα το λοχαγό, του έδωσα το μήνυμα και ξαναπαίρνω το δρόμο της επιστροφής. Γυρνώντας, συνάντησα δύο τραυματισμένους συντρόφους. Τους έδεσα τα τραύματα. Ο εχθρός κάνει αντεπίθεση. Πρέπει να επιστρέψω στη μάχη, για να πάω την απάντηση. Οπως έτρεχα, έπεσα πάνω σε έναν αγωνιστή ξαπλωμένο στη γη, γεμάτο αίματα. Ηταν ακίνητος. Τον αναγνώρισα από το πουκάμισό του. Ηταν ο ίδιος ο αδερφός μου. Γονατίζω πλάι του και τον φωνάζω με τ' όνομά του.

-- Αντώνη!... Αντώνη!...

Καμιά απάντηση. Τον ανασηκώνω λίγο. Δε ζούσε πια. Η οδύνη με χτύπησε σαν γροθιά. Για ένα δευτερόλεπτο πάλεψα ανάμεσα σε δύο συναισθήματα. Από τη μια, ο νεκρός αδελφός μου. Από την άλλη, η μάχη που περίμενε. Διάλεξα τη δεύτερη. Τον άφησα. Η βοή της μάχης με κατάπιε ξανά. Φτάνω, δίνω την απάντηση στο διοικητή. Με ρώτησε γιατί τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα. Του είπα ψέματα.

-- Δεν είναι τίποτα, σύντροφε διοικητά, από τον καπνό».

Υπάρχει ένας ακόμα ολόκληρος ουλαμός τραυματιοφορέων της ΙΧης μοίρας, που έχει παρασημοφορηθεί με το Παράσημο Ηλέκτρα, που έχει θεσπιστεί προς τιμήν της εθνικής μας ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου.

Αυτές οι 33 γυναίκες μετέφεραν μακριά από το πεδίο της μάχης όλους τους τραυματίες μιας ολόκληρης μοίρας στη διάρκεια των μαχών στο Ταμπούρι, στη Γύφτισσα και στο Κάντσικο, που κράτησαν πολλές ημέρες.

Οταν αναλογιζόμαστε τους κινδύνους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τραυματιοφορείς μας στην εκπλήρωση του καθήκοντός τους, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως θα πρέπει να τις αναφέρουμε ως τις καλύτερες ανάμεσα στους καλύτερους.

Μέσα στο χιόνι, που έφτανε καμιά φορά και τα δυο μέτρα ύψος, πάνω σε επικίνδυνες πλαγιές, στην άκρη χαραδρών, κατεβαίνοντας δύσβατα μονοπάτια, βάδιζαν σχεδόν χωρίς σταματημό, ακόμα και 24 ώρες, μεταφέροντας στους ώμους τους τους τραυματίες, συχνά κάτω από τα πυρά της εχθρικής αεροπορίας.

Ισως τα γεγονότα αυτά να φαίνονται απίστευτα. Κι όμως, είναι η αλήθεια. Είναι η έκφραση και η απόδειξη της ηθικής δύναμης των γυναικών και των αγωνιστριών μας.




Στη διάρκεια των τελευταίων μαχών στο Γράμμο, ο ηρωισμός των γυναικών έγινε καθημερινότητα.

Η Φρόσω Βλασταράκη μας μιλάει για τις αγωνίστριες του πυροβολικού.

«Ξεκινήσαμε, με τα κανόνια φορτωμένα στα λίγα μουλάρια που είχαμε στη διάθεσή μας.

Η πορεία μας ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Τα μουλάρια γλιστρούσαν στο παγωμένο χιόνι και έπεφταν σχεδόν σε κάθε τους βήμα. Τότε οι αγωνίστριες φορτώθηκαν τα βαριά κομμάτια στους ώμους τους και τα μετέφεραν οι ίδιες.

Καταλάβαιναν πολύ καλά τη βοήθεια που θα έδιναν τα κανόνια στις μονάδες μας κατά τη διάρκεια των προσεχών μαχών και ήθελαν να τα μεταφέρουν πάση θυσία. Στη μάχη Πύργου Στράτσανης, η νεαρή Ανάστα Παναγιωτίδου σταμάτησε την επίθεση του εχθρού με μια απευθείας βολή του κανονιού της, στα 100 μέτρα από τις εχθρικές θέσεις.


Μετά τη μάχη του Αη-Λια, όπου απωθήσαμε τον εχθρό για τα καλά, οι αγωνιστές μας θυμηθήκανε τη Μόρφω.
Ηταν καθισμένη δίπλα τους και ανάσαινε βαριά, στηριγμένη σ' ένα δέντρο, με τα μάτια κλειστά.

-- Ε, Μόρφω! Κοιμάσαι; τη ρωτάει ένας σύντροφος. Οι άλλοι δεν τον άφησαν να την ξυπνήσει.

-- Είναι πεθαμένη στην κούραση!... Αφησέ την.

Η μάχη αυτή του Αη-Λια ήταν μία από εκείνες που απελευθερώνουν στην ψυχή το μίσος και σου δίνουν δυνάμεις, για να νικήσεις το φόβο και να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου μπροστά στο θάνατο, μπροστά στη θέα του αίματος και της κομματιασμένης σάρκας.

Η Μόρφω τα έζησε όλα αυτά. Η φωνή της ήταν ακόμα βραχνή. Μας διηγόταν πώς πολέμησε σώμα με σώμα με τον εχθρό.
Ηταν όλοι καθισμένοι γύρω από τη φωτιά και ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρα. Τότε ήρθε ο επίτροπος.

-- Σύντροφοι, πρέπει ένας σας να έρθει μαζί μου.

Μερικοί σηκώθηκαν, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να ανοίξουν τα μάτια τους...

-- Εχουμε έναν τραυματία σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Πρέπει κάποιος να ξαγρυπνήσει στο προσκεφάλι του. Οι νοσοκόμες έφυγαν όλες με τους τραυματιοφορείς.

-- Θα πάω εγώ, είπε η Μόρφω καθώς σηκωνόταν.

-- Μα εσύ είσαι πεθαμένη στην κούραση!

-- Θα πάω! Πήρε την κάπα της και ενώ οι άλλοι βυθιζόντουσαν ξανά στον ύπνο, η Μόρφω, η αμείλικτη και σκληρή στη μάχη, με τη βραχνή φωνή, ξανάγινε η γυναίκα η γεμάτη μητρική τρυφερότητα και πήγε να εκπληρώσει ένα ακόμα καθήκον. Ξανάγινε η αδελφή, η μάνα, η σύζυγος. Τόσο απλά και γενναία, όπως πριν λίγο είχε εκπληρώσει το καθήκον της υπεράσπισης της Επανάστασης.


«Γράμμε, καρδιά της Ελλάδας...»
(Λαϊκό Τραγούδι)

Aυτό το βουνό, που έγινε θρύλος, που τραγουδήθηκε από όλο το λαό μας, είδε να γεννιούνται αμέτρητες ηρωίδες. Εγινε σχολείο θυσίας και καθήκοντος για τις χιλιάδες των μαχητών.

Αλλά είναι ο Γράμμος μοναδικός; Οχι! Ολη η Ελλάδα είναι ένας Γράμμος. Ολη η Ελλάδα είναι ένα σχολειό, όπου χιλιάδες αγωνίστριες θα κερδίσουν τη νίκη: Την ειρήνη στην Ελλάδα.

Ηταν απλές γυναίκες, γυναίκες της Ελλάδας. Ηξεραν να μιλάνε τρυφερά στα παιδιά τους και στους άντρες τους. Ηταν νεαρά ντροπαλά κορίτσια, γεμάτα γλύκα και υπακοή.

Αλλά όταν χρειάστηκε να απαντήσουν σ' αυτούς που ήρθαν να κλέψουν την ελευθερία και την ειρήνη του λαού μας, ήξεραν να βρουν γλώσσα γενναία. Απάντησαν με τα όπλα τους. Και η γλώσσα αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη. Η ίδια η έκθεση ενός ανώτερου αξιωματικού του επιτελείου των μοναρχοφασιστών μας λέει:

«... αγωνίζονται φανατικά σαν ύαινες. Πολύ δύσκολα μπορούμε να τις υποχρεώσουμε να εγκαταλείψουν το ύψωμα που υπερασπίζονται. Και οι πολεμικές κραυγές τους ασκούν ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στο ηθικό των ανδρών μας».

Σε αυτή τη μικρή γωνιά της Ευρώπης, οι γυναίκες της Ελλάδας έδειξαν σε αυτούς που ονειρεύονται πολέμους και κατακτήσεις πως δεν μπορούν να παίζουν ατιμώρητα με τη λαϊκή θέληση.

Αγωνιζόμαστε για το ίδιο ιδανικό των δημοκρατικών γυναικών όλου του κόσμου. Εκείνες, στις χώρες τους. Εμείς, στη δική μας.

Αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και την ειρήνη. Η ενότητα στη δράση μας είναι δυνατή και γερή και καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να μας χωρίσει. Να, γιατί θα νικήσουμε!




Να, που τρία χρόνια τώρα ο εμφύλιος πόλεμος μαστίζει την Ελλάδα. Οσον αφορά τη δική μας μεριά, πολεμάμε γιατί επιθυμία μας είναι να ελευθερώσουμε το λαό μας από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό. Μα κάθε στιγμή σκεφτόμαστε τους αντιπάλους μας, που δίνουν τη ζωή τους για τα αμερικάνικα συμφέροντα. Γιατί είναι παιδιά του ίδιου λαού με μας, ξεκομμένα από την οικογένειά τους και τη μάνα τους. Μεταξύ αυτών που πολεμάνε εναντίον μας, υπάρχουν καμιά φορά τα αδέρφια μας, φίλοι μας, συγγενείς μας. Πολλοί από αυτούς είχαν το κουράγιο να εγκαταλείψουν το μοναρχοφασιστικό στρατό και να έρθουν μαζί μας. Αλλά υπάρχουν και άλλοι που δεν έχουν αυτό το κουράγιο. Που άφησαν τον εαυτό τους να τρομοκρατηθεί από τους φασίστες αξιωματικούς και την απειλή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ετσι, κάθε νύχτα, ομάδες νεαρών κοριτσιών και αγοριών του στρατού μας πλησιάζουν τα συρματοπλέγματα του εχθρού και μιλάνε στους στρατιώτες αυτούς.

Σ' αυτό τον αγώνα του χάρτινου ή τενεκεδένιου χωνιού ενάντια στα όπλα, που συχνά παραδίνονται από τις εχθρικές γραμμές, οι αγωνίστριές μας είναι πάντα παρούσες.

Και είναι πολύ φυσικό. Στον ήχο της φωνής τους, οι στρατιώτες αναγνωρίζουν τη φωνή της μητέρας τους, της αδελφής τους. Αυτό τους θυμίζει τη θαλπωρή του σπιτιού τους. Ξυπνά την ανθρώπινη συνείδησή τους, που είχε ναρκωθεί από τη φασιστική τρομοκρατία.

Συμβαίνει συχνά να ξεκινούν συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Και καμιά φορά αδελφές αναγνωρίζουν τη φωνή του αδελφού τους να έρχεται από το αντίπαλο στρατόπεδο.

Ο πόλεμος συνεχίζεται. Και η φωνή της αδελφής και της μάνας, που κρατάνε στο ένα χέρι το τουφέκι και στο άλλο το χωνί ακούγεται ασταμάτητα.

Ειρήνη!... Ειρήνη!... Ειρήνη!...


Το παρακάτω γράμμα, που έγραψε μια από τις αγωνίστριες της 107ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ, μιλάει από μόνο του γι' αυτή τη μορφή αγώνα.

«Είχαμε πάρει μέρος σε πολλές μάχες ενάντια στους στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού. Κάθε φορά αισθανόμασταν μεγάλο και ειλικρινή πόνο για τους εχθρούς μας, που ήταν άνθρωποι από την ίδια χώρα με μας, άνθρωποι του λαού, που σκοτώνονταν για τα συμφέροντα των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Μια μέρα, επιστρέφοντας από μια επιχείρηση, ανακαλύψαμε σε μια χαράδρα πτώματα μοναρχοφασιστών στρατιωτών σε σήψη. Κείτονταν εκεί άταφοι για πάνω από ένα χρόνο, από το Σεπτέμβρη του 1948, από τις μάχες του Μάλι Μάδι.

Μια δυνατή επιθυμία μάς συνεπήρε όλες. Να μιλήσουμε στους στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού. Να τους μιλήσουμε σαν πραγματικές αδελφές τους. Να τους πούμε πόσο επιθυμούμε την ειρήνη, για να σταματήσει η αιματοχυσία αυτή. Και αυτό ακριβώς κάναμε. Κάθε βράδυ τους στέλναμε μηνύματα με τη βοήθεια του χωνιού από χαρτόνι. Μετά, κανονίσαμε συνάντηση μαζί τους για την επόμενη νύχτα.

Συναντηθήκαμε σε μια χαράδρα μεταξύ των δύο γραμμών του μετώπου. Τρεις στρατιώτες βρίσκονταν ήδη εκεί και μας περίμεναν. 18 μας κοιτάζανε, χωρίς να αρθρώνουν λέξη. Μετά αγκαλιαστήκαμε. Οι στρατιώτες έκλαιγαν.

-- Γιατί πολεμάτε εναντίον μας; τους ρώτησε μια συντρόφισσα. Δεν είστε κι εσείς παιδιά του λαού;

Ο Μανόλης, ένας από τους στρατιώτες, μιλούσε και τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του.

-- Μικρές αδελφές μου, αισθάνομαι τόσο ήρεμος κοντά σας. Αγωνιζόσαστε για την ελευθερία κι εμείς πολεμάμε εναντίον σας κάτω από τις απειλές και την τρομοκρατία. Αλλά θα έρθουμε να ενωθούμε μαζί σας το συντομότερο. Σήμερα πρέπει να επιστρέψουμε. Θέλουμε να μιλήσουμε στους στρατιώτες της ομάδας μας και να προσπαθήσουμε να τους πάρουμε μαζί μας, στο στρατόπεδο της ελευθερίας. Σας το υποσχόμαστε.

Κράτησαν την υπόσχεσή τους. Μερικές μέρες αργότερα, 18 στρατιώτες ήρθαν στο στρατόπεδό μας. Η φωνή της αδελφής τους που πολεμά για την ειρήνη, τους είχε αγγίξει την ψυχή».1


Αυτός είναι ο απολογισμός μιας μέρας. Κάθε βράδυ, από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του μετώπου, οι «ομάδες συμφιλίωσης»2
πλησιάζουν τις εχθρικές γραμμές. Οι αγωνίστριες έχουν ήδη συντάξει από τα πριν σύντομα κείμενα και τα μεταδίδουν κάτω από το γενικό τίτλο: «Η φωνή της αδελφής σας».

Τα κείμενα αυτά είναι πάντα επίκαιρα. Μιλάνε για τη ζωή που ζουν οι οικογένειες των στρατιωτών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Για τα παιδιά τους, που πεθαίνουν από την πείνα. Για τις προτάσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για την ειρήνη στην Ελλάδα. Για τη ζωή στο ΔΣΕ. Για την εκτίμηση και το σεβασμό και την εξουσία ακόμα που έχουν κατακτήσει οι γυναίκες στο στρατό μας και στη λαϊκή διοίκηση.

Οι στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού βγαίνουν από τις γραμμές τους και ζητάνε να μάθουν νέα για τους γονείς ή τους φίλους τους, που βρίσκονται μαζί μας. Και συχνά για τις αδελφές και τους αδελφούς τους, που υπηρετούν στο ΔΣΕ.

Μας περιμένουν κάθε βράδυ. Και αν συμβεί να μη μας ακούσουν, φωνάζουν: «Μικρές αδελφές, μας ξεχάσατε σήμερα!».

Οι αγωνίστριές μας τους γράφουν γράμματα. Πλησιάζουν στα είκοσι μέτρα απ' αυτούς και τα πετάνε πάνω από τα συρματοπλέγματα.

Κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Συνεδρίου των Ανταρτών3 για την Ειρήνη, οι πλαγιές των βουνών μας έλαμπαν τη νύχτα από φωτεινές επιγραφές με τη λέξη: Ειρήνη.

Στο μέτωπο, στις πόλεις και στα χωριά, παντού η γυναίκα πολεμά. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι γυναίκες πλημμυρίζουν τους δρόμους απαιτώντας από τις αρχές να αποστρατεύσουν τους άντρες τους, τους αδελφούς και τους πατεράδες τους. Στα χωριά όπου οι μοναρχοφασίστες προσπαθούν να οπλίσουν τους αγρότες, οι γυναίκες υψώνουν το ανάστημά τους και φωνάζουν:

-- Δε θέλουμε οι άντρες μας να πιάσουν αδελφοκτόνα όπλα. Δε φοβόμαστε τους αντάρτες. Εσείς τους φοβάστε, που είστε εγκληματίες. Οι άντρες μας δεν είναι τόσο ανόητοι, για να φτάσουν στην αιματοχυσία για χάρη σας.

Ενα τεράστιο μέτωπο απλώνεται για τον εχθρό, ένα μέτωπο που περνάει από παντού. Από μπροστά του, από πλάι, από πίσω του. 

Είναι το μέτωπο της ειρήνης. Και μέσα στο μέτωπο αυτό, υπάρχει μια προσωπικότητα πολύ σημαντική. Η προσωπικότητα της Ελληνίδας γυναίκας που, παρά την τρομοκρατία αυτού του αιματηρού πολέμου, με ανάπηρους και νεκρούς, δεν άφησε την καρδιά της να σκληρύνει. Που, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες δυσκολίες, τους ίδιους κινδύνους με τους άντρες, δεν έχασε την ευαισθησία της, τον ανθρωπισμό της. Η ανάγκη την έκανε πολεμιστή. Ανάγκη που ξεπηδούσε από την ίδια της τη ζωή, από το διακαή πόθο της να δει επιτέλους την ειρήνη στην καμένη αυτή γη, τη γη όπου μεγάλωσε η ίδια, έφτιαξε την οικογένειά της και μεγάλωσε και τα παιδιά της. Στο δίκαιο αυτό πόλεμο, το πνεύμα κατόρθωσε να εμβαθύνει στην ουσία της ύπαρξης, η ψυχή να εμπλουτιστεί με νέα συναισθήματα άμετρου ανθρωπισμού. Γεννήθηκε έτσι ένας νέος τύπος Ελληνίδας γυναίκας. Ο τύπος της γυναίκας που χτίζει με τα ίδια τα χέρια της την ευτυχία της, την ευτυχία των παιδιών της, της οικογένειάς της. Ο τύπος της γυναίκας που θα σταθεί αύριο περήφανα στο πλάι του άντρα, για να ξαναχτίσουν την ελεύθερη πατρίδα τους, ανεξάρτητη, με το λαό κυρίαρχο.



Η Ανατολή Μιχαλοπούλου από την Ηπειρο, 60 χρόνων, γράφει στην κόρη της, που πολεμάει με το ΔΣΕ, για να της πει για το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού της, που έπεσε στη μάχη.

«Μην κλαις, κόρη μου. Πνίξε τη θλίψη σου. Ο αδελφός σου πέθανε σαν ήρωας. Μην κλαις. Σφίξε τις γροθιές σου και πολέμα πιο δυνατά, για να πάρεις εκδίκηση, για να γευτούμε επιτέλους τη χαρά της απελευθέρωσης. Αν χρειαστεί, ο πατέρας σου κι εγώ θα έρθουμε να πολεμήσουμε μαζί σας, με το όπλο στο χέρι».


Η Σοφία Κωνσταντινίδου, νεαρή αγωνίστρια του ΔΣΕ, που τυφλώθηκε μετά από τραυματισμό της σε μάχη, γράφει στους συντρόφους της ομάδας της:

«Αγαπητοί σύντροφοι,
Με περηφάνια παρακολουθώ από μακριά τις επιτυχίες σας. Το κρεβάτι μού φαίνεται στενό εκείνες τις στιγμές. Η σκέψη μου, που δίνει ζωή στο τραυματισμένο σώμα μου, βρίσκεται μαζί σας.
Εχασα το πιο πολύτιμο. Τα μάτια μου. Είμαι τώρα τελείως τυφλή. Μα τα θυσίασα για την ελευθερία, τη λαϊκή δημοκρατία και το λαό. Χρειάζονται πολλές θυσίες για να φυτρώσει το δέντρο της λευτεριάς.
Σας ασπάζομαι αδελφικά,
Σοφία Κωνσταντινίδου»




Η Πετρούλα Νόλη αναγγέλλει στο γιο της το θάνατο της αδελφής του:

«Γιε μου Συμεών,
Η μικρή αδελφή σου σκοτώθηκε στο Μάλι Μάδι. Ο πόνος μου ήταν βαθύς κι έκλαψα πολύ. Αλλά τα δάκρυα δεν αλλάζουν τίποτα. Μόνο οι φασίστες χαίρονται όταν κλαίμε. Πρέπει να σφίξετε περισσότερο τα όπλα στα χέρια, εσύ κι οι σύντροφοί σου, και να πολεμήσετε με τέτοιο τρόπο, που οι εχθροί μας να αισθανθούν τον πόνο εκατό φορές πιο δυνατό από ό,τι εμείς. Για να σταματήσει ο πόλεμος, για να μη σκοτώνονται πια τα αγόρια και τα κορίτσια μας. Για να μην κλαίνε άλλο οι μανάδες. Τότε θα ευχαριστηθεί η ψυχή της Αγγελικής μας.
Να είσαι περήφανος, γιε μου, που είχες τέτοια αδελφή.
Σε φιλώ, η μητέρα σου,
Πετρούλα Νόλη»


Η νεαρή Κατίνα, ανάπηρη, γράφει από το νοσοκομείο στους συντρόφους της:

«Στο ύψωμα κοντά στη Φλώρινα όπου δίναμε μάχη, χύθηκε το αίμα μου. Χύθηκε από εκείνους που ζουν για να χύνουν το δικό μας αίμα. Αλλά δεν κατάφεραν να ξεριζώσουν την καρδιά και το μίσος μου. Πάρτε το μίσος αυτό και γεμίστε τα όπλα σας. Και κάντε τα να ηχήσουν με όλη τη δύναμη της καρδιάς σας, σαν να βρισκόταν ανάμεσά τους και το δικό μου όπλο. Για να είναι κι αυτό πάντα παρόν στη μάχη.
Σας χαιρετώ,
Κατίνα»


Το επόμενο γράμμα στάλθηκε στον αντιστράτηγο Βασίλη Μπαρτζιώτα, πολιτικό επίτροπο του Στρατηγείου του ΔΣΕ.

«Σύντροφε επίτροπε,
Απευθύνομαι σ' εσένα, που είσαι σαν τον πατέρα μας στο στράτευμα.

Το Μάη του 1948 κατατάχθηκα σαν εθελόντρια, για να πολεμήσω ενάντια στους φασίστες. Δυο μήνες αργότερα, με όρισαν τηλεφωνήτρια. Ενας ολόκληρος χρόνος πέρασε κι εγώ μένω ακόμα στη θέση αυτή. Δεν είναι δίκαιο, σύντροφε επίτροπε. Δεν είμαι ανάπηρη και μπορώ και εγώ να υπηρετήσω σε μάχιμη ομάδα. Μόλις λάβετε το γράμμα αυτό, σας παρακαλώ να διατάξετε τη μετάθεσή μου στη γραμμή του μετώπου.

Δε θέλω να σας κουράσω περισσότερο. Ηρθαμε να πολεμήσουμε, για να εκδικηθούμε τ' αδέρφια μας. Αυτά είχα να σας πω. Πρέπει να με καταλάβετε.

Σας στέλνω τους επαναστατικούς χαιρετισμούς μου,

Βαγγελιώ Κοκόρη»

Η Κοκκαλίδου Ελισάβετ παίρνει το λόγο, στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης γυναικών, και λέει:

«Εχω τρία μικρά παιδιά που βρίσκονται στην κατεχόμενη Ελλάδα και ένα τέταρτο, που βρίσκεται στην εξορία. Δεν έχω κανένα νέο από τα παιδιά μου. Ζουν ή πέθαναν; Τη μέρα που φύγαμε για το βουνό, μαζεύτηκε όλη η οικογένεια και είπαμε:

-- Θα κλείσουμε την πόρτα του σπιτιού και δε θα γυρίσουμε πριν κερδίσουμε την ελευθερία.

Απευθυνόμενη στα παιδιά μου τους είπα:

-- Αν σκοτωθείτε δε θα κλάψω. Τόσες μάνες έχουν χάσει τα παιδιά τους, θα παρηγορηθώ μαζί τους».


Αγρότισσες, εργάτριες, διανοούμενες, νοικοκυρές, γυναίκες από κάθε κοινωνικό στρώμα αγωνίζονται πλάι πλάι στο ΔΣΕ. Πίσω τους απλώνεται το παρελθόν της υποτέλειας και της αμάθειας. Σήμερα μορφώνονται, για να γίνουν όπως τις απαιτεί η λαϊκή δημοκρατία, που τα θεμέλιά της χτίζουν με τον αγώνα τους.

Η επιμόρφωση αυτή γίνεται, μέσα στον πόλεμο, στις Σχολές Αξιωματικών ή στις Σχολές του Υγειονομικού Σώματος ή στα μαθήματα για αναλφάβητους.

Μια αγωνίστρια μονάδας του ΔΣΕ, που δρα στο Νότο, μας διηγείται:

«Η δεύτερη ομάδα γυναικών βρισκόταν σε πορεία εδώ και πολλές μέρες. Ολες οι αγωνίστριες κουβαλούν τους σάκους τους και τα όπλα τους. ΗΤσιόνα, όμως, βαστά επιπλέον ένα τετράγωνο κομμάτι χαρτόνι στο οποίο είναι γραμμένα λίγα γράμματα. Είναι το αλφαβητάρι του σχολείου των αναλφάβητων. Βαδίζοντας, η Τσιόνα και οι φίλες της μελετούν με δυνατή φωνή. Η φάλαγγα προχωρά. Περπατάμε μέσα στη νύχτα, πάνω σε χιονισμένες πλαγιές. Κατεβαίνουμε από απότομα μονοπάτια. Γλιστράμε πάνω στον πάγο. Γελάμε, τραγουδάμε, αλλά ακούμε κάθε λίγο και την ανήσυχη φωνή της Τσιόνας:

-- Προσέξτε μη χάσω τα γράμματά μου, συντρόφισσες.

Διασχίζουμε ένα ποτάμι περπατώντας μέσα στο παγωμένο νερό του. Η Τσιόνα ξυπόλυτη, σφίγγει τα γράμματά της στο στήθος της και ακούμε πάλι τη φωνή της σπασμένη και ανήσυχη.

-- Συντρόφισσες, φοβάμαι μη βραχούν τα γράμματα!!!...

Φτάσαμε πασιχαρείς στον προορισμό μας. Και η Τσιόνα ήταν γεμάτη χαρά:

-- Συντρόφισσες, τα φύλαξα τα γράμματά μου!




Ενώ οι αγωνίστριες του ΔΣΕ πολεμούν με το όπλο στο χέρι, οι αδελφές τους στη φυλακή ή στην εξορία δίνουν λαμπρά παραδείγματα περήφανης ζωής.

Χιλιάδες νέες γυναίκες έχουν αφήσει τα παιδιά τους και τους αγαπημένους τους και έχουν συρθεί στην κόλαση των φυλακών και μπροστά στα στρατοδικεία, που η ετυμηγορία τους ήταν υπαγορευμένη από τα πριν: Θάνατος.

Από όλα τα σημεία του κόσμου έρχονται αγανακτισμένες φωνές διαμαρτυρίας. Ομως, η πιο δυνατή διαμαρτυρία, το πιο φοβερό χτύπημα ενάντια στο καθεστώς, που οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές έχουν επιβάλει στην Ελλάδα, έρχεται από τις ίδιες τις φυλακές και τα στρατοδικεία. Βγαίνει από τα χείλη των γυναικών, που περιφρονούν την απειλή της εκτέλεσης και που βροντοφωνάζουν το πιστεύω τους.


Ηταν η τελευταία μέρα της δίκης των 67 αγωνιστών της Θεσσαλονίκης. Ο βασιλικός κατήγορος, αφού ξέρασε τη λύσσα του ενάντια στους κατηγορουμένους, ζήτησε την ποινή του θανάτου για 13 από αυτούς. Ολα τα βλέμματα στην αίθουσα ήταν καρφωμένα πάνω τους. Αν αρνιόντουσαν την «ανταρσία», είχαν σωθεί. Οι στρατιώτες στέκονταν όρθιοι στο πλάι τους, με το όπλο στο χέρι. Οι σπιούνοι κυκλοφορούσαν μυστικά μέσα στην αίθουσα. Για τους τέσσερις άντρες, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Ηταν «αμετανόητοι». Απέμεναν οι εννέα γυναίκες.

Δύο κόσμοι συγκρούονταν εκείνη τη στιγμή. Η ελευθερία του πνεύματος ενάντια στην υποτέλεια. Η προσήλωση στα ιδανικά ενάντια στην αιματηρή βία. Ο λαός ενάντια στους τυράννους του.

-- Απαρνείστε την ανταρσία; ρωτάει ο πρόεδρος του στρατοδικείου.

Μία αχτίδα φώτισε το πρόσωπο της Μανταλένας Ευσταθίου. Κι έκανε να λάμψει το βλέμμα της Ευπραξίας Νικολαΐδου, μιας παιδούλας 15 χρόνων.

-- Οχι, ακούστηκε περήφανη η φωνή των κατηγορουμένων. Δεν την απαρνιόμαστε!

Οι δήμιοι, νικημένοι, προσπαθούν τότε να τις κάμψουν, να σπάσουν την αντίστασή τους με τα δάκρυα των μανάδων τους.

-- Κορούλα μου, αγαπημένο μου παιδί, πού μ' αφήνεις; ικέτευε η μητέρα της Ευπραξίας.

-- Οχι! αντηχούν ξανά οι φωνές των κατηγορουμένων.

Ενα «όχι» γεμάτο περιφρόνηση προς το θάνατο, ένα «όχι» κόντρα στη βαθιά οδύνη, που θρονιάστηκε στις ματωμένες καρδιές των μανάδων.

Ο βασιλικός κατήγορος λυσσά. Σφίγγει τα δόντια και φέρνει στο μυαλό του αυτά που είπε πριν λίγο, στη διάρκεια της δίκης:

-- Είναι πολύ σπάνιο να συναντήσεις πεποιθήσεις τόσο άκαμπτες, πίστη τόσο παράλογη.

Αλλά δεν έλεγε την αλήθεια. Ηξερε πολύ καλά πως αυτή η αφοσίωση δεν ήταν καθόλου σπάνια.



Κάθε μέρα μέσα στις φυλακές, στους τόπους της εξορίας, στα στρατοδικεία, στις πόλεις και στα χωριά, στην Αθήνα και στην επαρχία, η κραυγή του λαού ακούγεται να διακηρύττει την πίστη του στη δίκαιη υπόθεση του αγώνα. Η φωνή αυτή αντήχησε ξανά πολύ πρόσφατα στο στρατοδικείο της Αθήνας, στη δίκη των 39 Ελλήνων πατριωτών.

Ηταν η φωνή της Καίτης Ζεύγου, της αγαπημένης από όλους τους συντρόφους αγωνίστριας, γυναίκας του Γιάννη Ζεύγου, του τιμημένου αρχηγού του ελληνικού λαού, που δολοφονήθηκε από τους φασίστες το 1947.

-- Είμαι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας από το 1925, καταθέτει περήφανα στο δικαστήριο η συντρόφισσά μας. 

Ορκίστηκα στον τάφο του άντρα μου, που αγωνίστηκε σ' όλη τη ζωή του για την ευτυχία του λαού και δολοφονήθηκε από τους φασίστες, ορκίστηκα να συνεχίσω τον αγώνα του.

Η Καίτη Ζεύγου υπογράμμισε πως οι μόνοι υπεύθυνοι για τον εμφύλιο πόλεμο είναι εκείνοι που εξαπέλυσαν την τρομοκρατία εναντίον των αγωνιστών και ανταρτών της πρώτης αντίστασης, τρομοκρατία που υποχρέωσε χιλιάδες ανθρώπους να βρουν καταφύγιο στα βουνά.

Στην ερώτηση του κατήγορου του στρατοδικείου, αν το Κομμουνιστικό Κόμμα βρίσκεται επικεφαλής και διευθύνει το κίνημα των ανταρτών, η Καίτη Ζεύγου απάντησε:

-- Ναι, το καθοδηγεί. Αλλά μόνο από τη μέρα που η αντίσταση αυτή έγινε μαζικό λαϊκό κίνημα. Γιατί το Κόμμα του λαού βρίσκεται πάντα εκεί που βρίσκεται ο λαός!


Είναι πολύ μακρύς ο κατάλογος των ηρωίδων που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ειρήνη. Τα ονόματά τους θα γραφτούν δίπλα στο όνομα της Ηλέκτρας Αποστόλου, της Γκίνη, της Ελευθεριάδου και τόσων άλλων. Τα περήφανα νεαρά κορίτσια του παρελθόντος, οι Σουλιώτισσες, είχαν προτιμήσει το θάνατο, πέφτοντας στον γκρεμό, από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Αποχαιρέτησαν τον κόσμο χορεύοντας και τραγουδώντας, και σε κάθε γύρισμα του χορού, έπεφτε και μια τους στο βάραθρο.

Τα γυρίσματα αυτού του χορού σήμερα είναι αμέτρητα. Με τα λίγα ονόματα που αναφέρουμε πιο κάτω, δε θεωρούμε πως κάνουμε το χρέος μας προς όλες όσες έδωσαν τη ζωή τους, για να ζήσει η Ελλάδα. Απλά, διαλέξαμε τυχαία κάποιες από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις του μακρύτατου αυτού καταλόγου.


Η Κατίνα Καναπέτσα ήταν μία από τις καλύτερες. Ανήκε στην ομάδα του 1ου τάγματος της 126ης ταξιαρχίας. Περνώντας από τον Ελικώνα στην Πάρνηθα, η ομάδα της έπεσε σε ενέδρα.

Η Κατίνα ξεκόπηκε από τους συντρόφους της. Ταμπουρώθηκε πίσω από ένα βράχο και κρατούσε τον εχθρό σε απόσταση.

-- Σκύλα, παραδώσου! της φώναζαν οι φασίστες.

Αμύνθηκε πολλή ώρα. Αλλά οι σφαίρες τελείωναν. Πιάστηκε αιχμάλωτη. Το στρατοδικείο της Θήβας την καταδίκασε, αργότερα, σε θάνατο. Λίγα λεπτά πριν την εκτέλεσή της έφτιαξε τα ρούχα της, χτένισε τα μαλλιά της και αποχαιρέτησε τους άλλους κρατούμενους.

Γυρνώντας, μετά την εκτέλεση, οι φασίστες έλεγαν μεταξύ τους:

-- Τι γυναίκα, πραγματικός βράχος!




... Γράμμος 1949. Μπροστά μας υψώνεται ο πύργος στο Τσοτύλι, δεξιά μας η κορυφή του Γράμμου και αριστερά μας η πεδιάδα της Μεσοποταμιάς. Στο βάθος διακρίνεται η λίμνη της Καστοριάς. Μια ομάδα ανταρτών προχωρά προς τον πύργο. Ο εχθρός ανοίγει πυρ.

Η Κατίνα Δούπου, υπεύθυνη των γυναικών μιας ομάδας, βαδίζει επικεφαλής. Είναι ένα νέο κορίτσι, 18 χρόνων, με εκθαμβωτική ομορφιά.

Οι αγωνιστές μας βρίσκονται τώρα πολύ κοντά στον εχθρό. Η Κατίνα δίνει τη διαταγή της επίθεσης. Σηκώνεται, αλλά μια σφαίρα της τρυπάει το στήθος.

Ο ήλιος πάει να βασιλέψει. Οι τελευταίες ακτίνες του χρυσίζουν στις κορφές των βουνών και στα μαλλιά του νεαρού κοριτσιού. Ενας μαχητής την πλησιάζει, για να τη μεταφέρει έξω από το πεδίο της μάχης. Τότε εκείνη συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της και του λέει, δείχνοντάς του τις εχθρικές γραμμές.

-- Σύντροφε, τρέχα στο καθήκον σου. Αφησέ με. Θα πεθάνω.

Μετά, αυτά τα τελευταία λόγια για ό,τι είχε πιο ακριβό:

-- Πήγαινε! Εγώ... πεθαίνω... για το Κόμμα μας...

Τον Απρίλη του 1948, η νεαρή αγωνίστρια Πριοβόλου, επικεφαλής ουλαμού, πέφτει με τους συντρόφους της σε ενέδρα, κοντά σ' ένα χωριό της Ευρυτανίας. Οι μοναρχοφασίστες την περικυκλώνουν. Αγωνίζεται γενναία.

Ενας φασίστας της φωνάζει:
-- Παραδώσου!

-- Πλησίασε λίγο, του απαντά το κορίτσι. Φανέρωσε το κεφάλι σου! και ρίχνει άλλη μια από τις τελευταίες σφαίρες της.

-- Σκύλα, δε θα μας ξεφύγεις. Και τότε θα σε κάνουμε να περάσεις τα μαρτύρια του Χριστού!

-- Μη χαίρεστε, μισθοφόροι. Δε θα με πιάσετε!

Εχει κρατήσει την τελευταία της σφαίρα. Στρέφει το όπλο στο στήθος της και φυτεύει αυτή την τελευταία σφαίρα στην καρδιά της.

Η ηρωίδα Κατίνα Ανδρεοπούλου, η δική μας «Τσβέτα», δε βρίσκεται πια μεταξύ μας. Ηταν 16 Μάη του 1949, στη μάχη στα Κουλκουθούρια. Σοβαρά τραυματισμένη, και ενώ έδινε τη διαταγή «Εμπρός! Ολοι στις θέσεις σας!» μπόρεσε να βρει τη δύναμη, παρά τα τραύματά της, να παρακινήσει τους συντρόφους της στην επίθεση.

Πέθανε, λίγες ώρες αργότερα, αφού χειρουργήθηκε.

Η νεαρή αυτή αγρότισσα είχε ενταχθεί στο ΔΣΕ από το 1946. Εγινε ένα από τα καλύτερα στελέχη. Προβιβάστηκε σε ανθυπολοχαγό επ' ανδραγαθία. Ηταν η πρώτη που παρασημοφορήθηκε με Μετάλλιο Ανδρείας στις μάχες του Γράμμου το 1948. Περιφρονούσε τη φωτιά και το σίδερο. Είχε πάρει μέρος σε πάνω από 80 μάχες. Ο λαός της Μακεδονίας, που γέννησε μια τέτοια ηρωίδα, αισθάνεται περήφανος γι' αυτή. Το Γενικό Επιτελείο του ΔΣΕ τίμησε την «Τσβέτα» με ένα δεύτερο Μετάλλιο Ανδρείας και την προήγαγε σε λοχαγό, μετά θάνατον.

Ο μακρύς κατάλογος των Ελληνίδων γυναικών, που έδωσαν τη ζωή τους για το ιδανικό τους, έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο με τα ονόματα των ηρωίδων όλου του κόσμου. Μαζί με το όνομα της Ζόγιας, της Σοβιετικής. Της Ντανιέλας Καζανοβά, της Γαλλίδας. Της Γιαμπούρκοβα, της Τσεχοσλοβάκας. Της Μαργκαρέτα Τουτουλιάνι, της Αλβανής. Της Ελέν Λαβέλ, της Ρουμάνας. Της Φουρνάλσκα, της Πολωνέζας. Της Γιορντάνκα Τσανκόβα, της Βουλγάρας... 4

Στέκονται όλες στο πλευρό μας στον αγώνα μας.

Και όλες μαζί μάς προστάζουν:
-- Αγωνιστείτε για την Ειρήνη! Αγωνιστείτε για έναν κόσμο δίκαιο κι ελεύθερο!

Στη Συνδιάσκεψη της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ενωσης Γυναικών, που έγινε κάπου στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, η αντιπρόσωπος των Αλβανίδων γυναικών, συντρόφισσα Βίτο Κάπο, είχε διακηρύξει από το βήμα:

-- Οι Αλβανίδες γυναίκες θα κάνουν να φυτρώσει στάρι ακόμα και στις πέτρες, για να είναι τα παιδιά της Ελλάδας υγιή και γερά.

Τα λόγια αυτά, καθώς και τα λόγια των αντιπροσώπων από τις άλλες χώρες, εκφράζουν αυτό που αποτελεί τη δύναμή μας και την πηγή απ' όπου ολοένα αντλούμε κουράγιο για τον αγώνα μας: Την αλληλεγγύη των γυναικών όλου του κόσμου προς τον αγώνα μας.
Οι γυναίκες της Ελλάδας δε θα ξεχάσουν ποτέ τις μητέρες των Λαϊκών Δημοκρατιών: Της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας που υποδέχτηκαν τα παιδιά μας και τα έθρεψαν από το ψωμί των δικών τους παιδιών5. Και που δίνουν επιπλέον κάθε δυνατή βοήθεια για το λαό μας που μάχεται.

Πώς μπορούν να ξεχάσουν τις χιλιάδες των γυναικών στις δυτικές χώρες που, παρά την αντιδραστική πολιτική των κυβερνήσεών τους, υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τον αγώνα του ελληνικού λαού;

Ενα τέτοιο παράδειγμα διεθνούς αλληλεγγύης μας δόθηκε από τις γυναίκες της Γαλλίας, στη διάρκεια της γενικής απεργίας των ανθρακωρύχων στη χώρα τους. Ενώ μάζευαν βοήθεια για τις οικογένειες των απεργών, δεν ξεχνούσαν να στείλουν φάρμακα για τα Ελληνόπουλα.

Σε πιο γενικό επίπεδο, η ΠΔΟΓ, που αντιπροσωπεύει 80 εκατομμύρια γυναικών από όλες τις χώρες του κόσμου και της οποίας η βοήθεια στον αγώνα μας είναι από τις πλέον πολύτιμες, οργάνωσε στην αρχή του έτους μια διεθνή εβδομάδα για την Ελεύθερη Ελλάδα.

Στις 9 Γενάρη του 1949 έγιναν σχετικές συναντήσεις σε πόλεις της Ιταλίας. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από την Ενωση Γυναικών Ιταλίας σε συνεργασία με την Επιτροπή για την Ελευθερία στην Ελλάδα.

Οι προσφορές σε χρήματα, φάρμακα και ρουχισμό ήταν αυθόρμητες. Στο Μιλάνο συγκέντρωσαν ένα εκατομμύριο λιρέτες σε λιγότερο από μία ώρα. Ενας άνεργος, μη έχοντας τίποτε άλλο να δώσει, έδωσε το σακάκι από το κοστούμι του. Αυτό που ακολούθησε, ξεπερνά κάθε φαντασία. Βροχή πραγματική πέσανε τα μαντίλια, τα γάντια, τα μάλλινα, που γεμίσανε την εξέδρα.

Η Ενωση Γυναικών Ιταλίας, που μας περιγράφει τη σκηνή αυτή, προσθέτει:
-- Η ενέργεια αυτή της αλληλεγγύης με την Ελλάδα θα σταματήσει μόνο μετά τη νίκη των δυνάμεων της Ελεύθερης Ελλάδας.

«Η εκστρατεία μας για τη Δημοκρατική Ελλάδα προοδεύει», μας γράφει η Ενωση Γυναικών Σουηδίας. «Σε μια βδομάδα στείλαμε 500 κιλά ρούχα για τα παιδιά της Ελλάδας. Στη Στοκχόλμη οι γυναίκες πήραν την πρωτοβουλία να ράψουν οι ίδιες ρούχα για τους αντάρτες, από υφάσματα που συγκεντρώσαμε. Η εκστρατεία μας για την Ελλάδα υποστηρίζεται από τα συνδικάτα. Τα συνδικάτα, αλλά και οι γυναικείες οργανώσεις, έχουν συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο φράγκα, για να αγοράσουν φάρμακα για τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της Ελλάδας. Σε συνεργασία με την Επιτροπή Δανίας για τη Βοήθεια στη Δημοκρατική Ελλάδα, έχουμε στείλει 1.000 κουτιά αντιτετανικού ορού στο ΔΣΕ».

Οι γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας, με επικεφαλής την Ενωση Δημοκρατικών Γυναικών Γερμανίας, συμμετέχουν ενεργά στην Επιτροπή Βοήθειας για την Ελλάδα. Οι φίλες μας από τη Γερμανία μας έχουν ήδη στείλει φάρμακα, υγειονομικό υλικό, καθώς και 500 ζευγάρια κάλτσες.

Οι γυναίκες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας κέντησαν εργόχειρα, που στη συνέχεια πούλησαν και έστειλαν στην ΠΔΟΓ τα έσοδα από τις πωλήσεις αυτές, δηλαδή 800.000 φράγκα, για τις αγωνίστριες στην Ελλάδα.

Μια αντιπροσωπεία του Δημοκρατικού Κογκρέσου των Γυναικών της Αμερικής, έχοντας επικεφαλής την Πρόεδρό του, Ντράιντ, απευθύνθηκε στον ΟΗΕ, για να διαμαρτυρηθεί για τις μαζικές εκτελέσεις των Ελλήνων δημοκρατών.

Η αντιπροσωπεία δημοσίευσε διακηρύξεις για το θέμα αυτό, με τις οποίες απαιτεί να σταματήσει η τρομοκρατία στην Ελλάδα και να ακυρωθεί η θανατική καταδίκη του στρατοδικείου Πειραιά για το στέλεχος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, Καίτη Ζεύγου.

Η κυρία Τσάι Τσανγκ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Γυναικών ολόκληρης της Κίνας, έστειλε, μέσω του πρακτορείου «Νέα Κίνα», το ακόλουθο τηλεγράφημα στο μοναρχοφασιστικό καθεστώς της Αθήνας:
«Στο όνομα δύο εκατομμυρίων μελών της Ομοσπονδίας μας, διαμαρτυρόμαστε έντονα και ζητάμε την ακύρωση της ετυμηγορίας, που καταδικάζει σε θάνατο την Ελληνίδα αγωνίστρια Καίτη Ζεύγου».

Η συντρόφισσα Τσάι Τσανγκ μας γράφει:

«Αγαπητές φίλες,
Εχουμε υποφέρει τα ίδια βάσανα από το ιμπεριαλιστικό και αντιδραστικό καθεστώς του Κουομιτάνγκ κι έχουμε χάσει χιλιάδες και χιλιάδες από τους γονείς μας, τους αδελφούς μας, τους γιους μας, που σκοτώθηκαν απάνθρωπα, δολοφονήθηκαν και σφαγιάστηκαν. Γι' αυτό διαβάζουμε με αίσθημα βαθιάς συμπάθειας και κατανόησης την έκκληση των μανάδων των συντρόφων μας στην Ελλάδα, που αγωνίζονται για τη δημοκρατία και δολοφονούνται και βασανίζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης, που στηρίζεται από τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές.
Κάνουμε έκκληση σε όλους τους λαούς, σε όλες τις μητέρες του κόσμου, σε όλους όσοι, ερωτευμένοι με την ειρήνη, θέλουν να εξαλείψουν μια για πάντα όλες αυτές τις αιτίες ανθρώπινης εξαθλίωσης, δουλεύοντας μαζί, γερά ενωμένοι, στην πλήρη και απόλυτη άρνηση των δυνάμεων του κακού - το φασισμό και τον ιμπεριαλισμό - σε όλη την επιφάνεια της Γης, για να εξασφαλίσουμε μια ζωή χωρίς φόβο.
Εμείς, οι δημοκρατικές γυναίκες της Κίνας, στενά ενωμένες μαζί σας, θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας για να πετύχουμε τους κοινούς μας στόχους: Τη Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Ειρήνη στον κόσμο.
Προειδοποιούμε τη μοναρχοφασιστική κυβέρνηση της Ελλάδας. Να σταματήσει αμέσως τις δολοφονίες των Ελλήνων δημοκρατών μαχητών. Τώρα που οι δημοκρατικές δυνάμεις του κόσμου έχουν γίνει τόσο δυνατές και τόσο ανίκητες, δε θα μπορέσει ποτέ να μας σκοτώσει όλους. Για κάθε νεκρό, δέκα νέοι αγωνιστές θα ξεπροβάλλουν.

Αυτοί που δολοφονούνται, θα νικήσουν με το ίδιο τους το αίμα!».

Με την ευκαιρία της διεθνούς ημέρας της γυναίκας, στις 8 Μάρτη, η αντιφασιστική επιτροπή των Σοβιετικών γυναικών έστειλε στις γυναίκες της Ελλάδας το ακόλουθο μήνυμα:

«Αγαπητές φίλες, ηρωικές γυναίκες της Ελλάδας.
Στο όνομα των γυναικών της Σοβιετικής Ενωσης, σας συγχαίρουμε με την ευκαιρία της διεθνούς ημέρας της γυναίκας, στις 8 Μάρτη.
Οι Σοβιετικές γυναίκες παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή τον ηρωικό αγώνα των γυναικών στην Ελλάδα και σας ευχόμαστε με όλη μας την καρδιά νέες νίκες. Οι αγωνίστριες του ΔΣΕ έχουν κατακτήσει την αγάπη και το σεβασμό όλων των σοβιετικών λαών. Πιστεύουμε στη νίκη του ελληνικού λαού. Είμαστε σίγουρες πως θα έρθει η μέρα που θα ανατείλει στην Ελλάδα ο ήλιος της ελευθερίας και της ειρηνικής εργασίας». Αυτές οι λίγες μορφές και περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στο μικρό αυτό βιβλίο είναι σταγόνες στον ωκεανό των παραδειγμάτων, που προσφέρει ο αγώνας μας.

Δεν προφασιζόμαστε πως γράψαμε την ιστορία του αγώνα της Ελληνίδας γυναίκας. Η ιστορία αυτή θα γραφτεί αργότερα, τη μέρα που ο λαός μας, έχοντας κατακτήσει την Ειρήνη και την Ελευθερία, θα μπορεί να κάνει το λαμπρό απολογισμό του αγώνα και των θυσιών των παιδιών του.
Θα είναι ένα από τα κεφάλαια της μεγάλης ιστορίας των γυναικών όλου του κόσμου. Η ιστορία του αγώνα τους για την παγκόσμια Ειρήνη και Ελευθερία που, για την ώρα, γράφεται με το ίδιο το αίμα των λαών.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η προσπάθεια προπαγάνδισης των σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ στους φαντάρους και τους αξιωματικούς του κυβερνητικού στρατού, παιδιά στην πλειοψηφία τους των λαϊκών στρωμάτων, ήταν συστατικό συμπλήρωμα της ένοπλης πάλης. Η δραστηριότητα συμφιλίωσης ξεδιπλωνόταν πάντα νύχτα, κοντά στις γραμμές του κυβερνητικού στρατού με χωνί (τηλεβόα), από ομάδα 4-5 μελών ανδρών ή γυναικών του ΔΣΕ. Τα μηνύματα και η συζήτηση είχαν σαν περιεχόμενο τις αιτίες του εμφυλίου, τις ευθύνες των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αντιδραστικών δυνάμεων για τον εμφύλιο, την υποταγή στους Αμερικάνους του Τρούμαν, την ανάγκη τερματισμού του εμφυλίου και της ειρηνικής δουλειάς και ανάπτυξης, το πώς ο λαός θα γίνει αφέντης στον τόπο του. Ο ΔΣΕ δεν πολεμούσε ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις, άρα και ενάντια στους φαντάρους, αλλά ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς, για να απελευθερώσει το λαό από την τυραννική κυριαρχία του. Η δραστηριότητα συμφιλίωσης είχε ορισμένα αποτελέσματα, γιατί οι φαντάροι κατανοούσαν την ανάγκη τερματισμού του πολέμου, τους υπεύθυνους της κατάστασης και αρκετοί στη συνέχεια εγκατέλειπαν τον κυβερνητικό στρατό περνώντας στο ΔΣΕ.
2. Οι ομάδες που εκτελούσαν την αποστολή να πλησιάσουν τον κυβερνητικό στρατό και να αναπτύξουν τη δραστηριότητα της συμφιλίωσης.

3. Προφανώς αναφέρεται στο Παγκόσμιο Συνέδριο του κινήματος των οπαδών της ειρήνης που έγινε στην Πράγα τον Απρίλη τον 1949. Την ίδια χρονική περίοδο έγινε ταυτόχρονα το Παγκόσμιο Συνέδριο του κινήματος των οπαδών της ειρήνης στο Παρίσι. Στην Πράγα συμμετείχαν όσοι αντιπρόσωποι δεν πήραν άδεια εισόδου στο Παρίσι από τη γαλλική κυβέρνηση.
4. Ηρωίδες του αντιφασιστικού αγώνα 1941-1945.
5. Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες ξεκίνησε στις 10 Απρίλη του 1948. Πέρασαν συνολικά 28.000 παιδιά. Ηταν πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών του ΔΣΕ, που υλοποιήθηκε με τη φροντίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών. Κρίθηκε αναγκαίο για να σωθούν τα παιδιά από τους βομβαρδισμούς του μοναρχοφασιστικού στρατού και την πείνα.
Ακόμη οι οικογένειές τους ήταν κυνηγημένες από τους μοναρχοφασίστες ή δολοφονημένες ή στις φυλακές και τις εξορίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φροντίδα για τα παιδιά ή να συγκεντρώνονται από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς και να μεταφέρονται στα ιδρύματα-γκέτο της Φρειδερίκης που πήρε την πρωτοβουλία και φρόντιζε για το παιδομάζωμα.
Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έσωσε τη ζωή τους. Τα παιδιά αυτά διαπαιδαγωγήθηκαν, μορφώθηκαν και γλίτωσαν τις συνέπειες της εξαφάνισης από τη δράση της Φρειδερίκης.
Πηγή: Ριζοσπάστης



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.

Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved