13/8/1943: Σχεδιάζοντας την Ενέδρα της Κάζας




Μέσα στο πρόγραμμα του Ι/34 ήταν να δώσουμε τον Αύγουστο ένα γερό χτύπημα στη φωλιά του θηρίου. Εφαρμόζοντας την αντάρτικη τακτική να διαλέγουμε εμείς τον τόπο και την ώρα, επιλέξαμε την Κάζα* λόγω της εδαφικής της ιδιομορφίας. Πιο συγκεκριμένα την τοποθεσία Σαλίγκαρος, με τις πολλές στροφές που φιδοσέρνονται στις δασωμένες πλαγιές της Γκουρμέλας. Μελετήσαμε ως διοίκηση την επιχείρηση σε συνεργασία με το Λακιώτη κι αποφασίσαμε να πραγματοποιηθεί το ξημέρωμα της 13ης.

Την ίδια περίοδο, η διοίκηση του 34ου Συντάγματος είχε στο μυαλό της μια επίσκεψη στο δεσπότη Ιάκωβο27 με σκοπό την ηθική αλλά και υλική συνδρομή του στον αγώνα μας. Οι διάφορες πληροφορίες που είχαμε, συνέκλιναν σ’ ένα σημείο: Μας έβλεπε με συμπάθεια αλλά και με κάποιες επιφυλάξεις. Στο παρελθόν είχε μερικές επαφές με εαμικές οργανώσεις για θέματα ανθρωπιστικού χαρακτήρα – είχε δεχτεί να μεσολαβήσει στις αρχές για την αποφυλάκιση Εαμιτών κρατουμένων. Ήταν επίσης γνωστό ότι διέμενε κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα στο μετόχι του Οσίου Μελετίου, και πράγματι στις 11 Αυγούστου μάθαμε ότι ο Ιάκωβος βρισκόταν εκεί. Η διοίκηση του συντάγματος ανέθεσε στο τάγμα να χειριστεί το θέμα, αφού φυσικά έδωσε τις ανάλογες κατευθύνσεις.

Επίσκεψη στο μητροπολίτη Αττικής & Μεγαρίδος

Το αρχηγείο του Ι/34 σκέφτηκε να συνδυάσει τις δύο αποστολές. Έτσι η μετακίνησή μας από Πάρνηθα προς Κάζα θα καλυπτόταν με το πρόσχημα της επίσκεψης, στην οποία πάντως θέλαμε ειλικρινώς να δώσουμε επισημότητα.
Συγκροτήθηκε μια έφιππη ομάδα από δεκαπέντε επίλεκτους άντρες για την καλύτερη δυνατή εμφάνιση, και επικεφαλής τέθηκαν απ’ τη διοίκηση του τάγματος ο Νικήτας κι απ’ τη διοίκηση του λόχου οι Αλέξανδρος – Οδυσσέας.

Στις 12 Αυγούστου κινήσαμε για το μοναστήρι. Ακούγοντας τις οπλές των αλόγων μας στο λιθόστρωτο προαύλιο, ο Ιάκωβος κατέβηκε να μας υποδεχτεί. Ξεπεζέψαμε, παραταχτήκαμε σε γραμμή με μέτωπο προς αυτόν και χαιρετίσαμε – πρώτα στρατιωτικά, με το παράγγελμα, κι ύστερα φιλώντας του ένας-ένας το χέρι. Ήταν η πρώτη καλή εντύπωση κι επειδή ήταν πια μεσημέρι, μας κάλεσε σε γεύμα. Σύμφωνα με τις εντολές του, οι δεκαπέντε άντρες της ομάδας γευμάτισαν με τους καλογέρους στην τραπεζαρία του ισογείου, ενώ οι τρεις επικεφαλής μαζί του ώστε να έχουμε άνεση λόγου.

Κατά τη διάρκεια του γεύματος (ένα πιάτο σούπας δίχως λάδι), δόθηκε η ευκαιρία για πολλή συζήτηση γύρω απ’ τον αγώνα και τους σκοπούς μας.
Υπέβαλε πάρα πολλά ερωτήματα και ιδίως στάθηκε στο θέμα της θέσης μας απέναντι στη θρησκεία και τον κλήρο· συνήθως απαντούσε ο πολιτικός Αλέξανδρος που ’χε επιφορτιστεί σχετικά απ’ τη διοίκηση. Όσο δε η συζήτηση προχωρούσε, ο αρχικά δύσπιστος επίσκοπος άρχιζε να γίνεται ευχάριστος.
Προς το τέλος δεν έκρυβε πια τον ενθουσιασμό του, και ως πρώτο δείγμα υποσχέθηκε να επιτύχει απ’ τις κατοχικές αρχές ένα παρακράτημα 3% επί της παραγωγής λαδιού στην περιοχή Μάνδρας – Ελευσίνας. Σκοπός του θα ήταν η βοήθεια προς τους απόρους, αλλά ένα μέρος θα δινόταν και προς τα τοπικά τμήματα του ΕΛΑΣ. Μας διαβεβαίωσε επίσης ότι το μοναστήρι θα μας βοηθούσε όσο ήταν δυνατό, αλλά κι ότι ο ίδιος θα διαφώτιζε το ευσεβές πλήρωμα της εκκλησίας για τους πατριωτικούς μας σκοπούς.

Η συνέχεια απέδειξε ότι εννοούσε όλες τις υποσχέσεις του. Από τον άμβωνα, με έμμεσο βέβαια τρόπο, μιλούσε για αντίσταση και την υποχρέωση του λαού να βοηθήσει. Εκφραζόταν με συγκατάνευση για το αντάρτικο. Στην έδρα της μητρόπολής του βρήκαν άσυλο Ελασίτες τραυματίες· έναν τραυματία μετέφερε εκεί στις αρχές του ’44 ο γιατρός του ΕΛΑΣ Μαυρουκάκης.

Χωρίς να οργανωθεί ποτέ στο ΕΑΜ, ο Ιάκωβος ήταν στην ουσία ένας Εαμίτης. Αναρίθμητες φορές έκρυψε και φιλοξένησε στη μητρόπολη, στην Κηφισιά, στελέχη κι αντάρτες μας. Τέτοιος έμεινε κι αργότερα, οι δε ενάντιοι ισχυρισμοί κάποιων δικών μας ήταν συκοφαντικοί κι αβάσιμοι, διότι καμιά μεταβαρκιζιανή ενέργειά του δεν ήταν αντιεαμική. Τουναντίον, παρότι το κίνημά μας ηττήθηκε συντριπτικά και πολλοί το εγκατέλειψαν υπό τη φοβερή πίεση του εχθρού, ο Ιάκωβος συνέχισε να βοηθά οπαδούς μας.
Παράδειγμα η συνδρομή κι η προστασία του στον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο (Γεώργιο Πέππα), τον έφιππο αντάρτη-παπά της Αττικοβοιωτίας. Περιέθαλψε επίσης στη μητρόπολη τον καταδιωκόμενο παπα-Γιαννέτσο απ’ το Γαλαξίδι, πατέρα του Ελασίτη διοικητή λόχου Τηλέμαχου (Νίκου Γιαννέτσου), κι αργότερα τον τοποθέτησε σ’ ενορία στα Μεσόγεια.

Στο χάνι της Κάζας

Μετά το μεσημέρι, όπως είχαμε συνεννοηθεί, το τάγμα έφτασε κι αυτό στο μοναστήρι. Η διοίκηση του τάγματος αναχώρησε αμέσως προς Κάζα γι’ αναγνώριση, ενώ η διοίκηση του λόχου διατάχτηκε να παραλάβει τους άντρες και να βαδίσουν προς το Σαλίγκαρο εν αναμονή νεότερων διαταγών.
Όσο έφεγγε ακόμα, κάναμε τις παρατηρήσεις μας. Τότε έριξα την ιδέα στους συντρόφους μου να κατεβούμε στο χάνι κι ίσως ήμασταν τυχεροί να πιούμε ένα ποτηράκι με δυο ελιές, να ζεσταθούμε. Συμφώνησαν όλοι, καθώς μετά το σούρουπο δεν υπήρχε κίνδυνος· οι Γερμανοί κινούνταν νύχτα μόνο με μεγάλα τμήματα, οπότε τους αντιλαμβάνονταν οι σύνδεσμοι απ’ τις οργανώσεις και μας ειδοποιούσαν.

Το χάνι υπήρχε από πολλά χρόνια πριν κι ήταν γνωστό σ’ όλους τους Αθηναίους κυνηγούς. Το διατηρούσε ο μπαρμπ’-Αντώνης, ένας πνευματώδης και καλαμπουρτζής Μανδραναίος που πέθανε το ’39. Έπειτα το ανέλαβαν οι δυο γιοι του, ο Κώστας κι ο Βασίλης Μιχαλάκης. Γνώριζαν την ύπαρξη αντάρτικου στην περιοχή (άλλωστε ήταν πολύ πρόσφατο το Καπαρέλλι κι η Οινόη), επομένως δεν ένιωσαν έκπληξη όταν μας είδαν να μπαίνουμε στο μαγαζί τους με τις αντάρτικες στολές.

- Καλώς τα τα παιδιά, μας υποδέχτηκαν.
- Υπάρχει τίποτε; Είμαστε φανάρια, τους ρώτησε ο Θεοχάρης.
- Κάτι θα βρεθεί, βρε παιδιά, αλλά να κάνουμε και καμιά δουλειά, έριξε πονηρά τον πόντο το ένα απ’ τα αδέλφια, εννοώντας να πολεμάμε.
- Ε, κάτι θα κάνουμε κι εμείς, πατριώτη, απάντησε ο Γαβριώτης, χωρίς φυσικά να βγάλει μιλιά για το σκοπό της παρουσίας μας στην Κάζα.
Μας προσέφεραν ελιές, ψωμί και ρετσίνα. Σαν αποφάγαμε, συνεχίσαμε την αναγνώρισή μας και βαδίσαμε προς το Σαλίγκαρο.

Διατάσσοντας τη δύναμή μας

Μες στο σκοτάδι, έγινε η τοποθέτηση των δυνάμεών μας στις κατάλληλες θέσεις του δρόμου για την ενέδρα.
Μια διμοιρία μ’ επικεφαλής το Μελά έπιασε την πλαγιά προς τη μεριά των Βιλίων (λίγο πιο πέρα απ’ το σημείο που ’ναι σήμερα το βενζινάδικο του Παναγιώτη Γκιόκα). Η άλλη διμοιρία μ’ επικεφαλής τον Αριστείδη έπιασε την απέναντι πλευρά λίγο πιο κάτω απ’ την παλιά βρύση, προς τη μεριά της Αθήνας. Ένα μικρό τμήμα προς το κάστρο και μία διμοιρία στο άκρο της διάταξης, δυτικά, με τους Ζάχο, Αλέξανδρο, Κυνηγό και Οδυσσέα. Πάνω απ’ τη βρύση τοποθετήθηκαν οι Λιαταναίοι με τον Ανυφαντή.
Στα υψώματα από Κιάφα Σούρι (Δρυός Κεφαλές) προς Σαλίγκαρο κλιμακώσαμε άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ Κριεκουκίου, οι οποίοι με νεύματα θα ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλον για τις κινήσεις του εχθρού. Απ’ την πλευρά της Αθήνας βάλαμε δύο άντρες, έναν που έβλεπε προς Οινόη κι έναν προς εμάς, ώστε να συνδεόμαστε οπτικά. Ο Σταθμός Διοίκησης Τάγματος ορίστηκε σε σημείο ανάμεσα στο αρχαίο κάστρο και τη βρύση.

Στα σχέδιά μας ήταν να καταλάβουμε και αυτοκίνητα, τα οποία θα ανεβάζαμε στα Δερβενοχώρια. Για το σκοπό αυτό είχαμε φροντίσει να βρίσκονται κοντά τρεις σοφέρ απ’ το Κριεκούκι, οι Τάσος Θ. Καπετάνης, Νώντας Γ. Γέρου και Βαγγέλης Παπάς. Από αυτούς, μόνο ο τρίτος παρέμεινε στη μάχη· οι άλλοι δύο έγιναν μπουχός μόλις άρχισε η σύγκρουση. Ούτως ή άλλως δε χρειάστηκαν, έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα.
Αφού τακτοποιήσαμε τη διάταξη, μουλώξαμε να λαγοκοιμηθούμε.

Η μάχη

Ξημέρωμα της 13ης Αυγούστου, τα φυλάκια στην Κιάφα Σούρι μας ειδοποίησαν ότι πλησίαζε ένα γερμανικό φορτηγό γεμάτο στρατιώτες απ’ τη μεριά της Θήβας. Στις 6:45 το όχημα έφτασε στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η ταβέρνα. Μόλις βρέθηκε στη μέση της διάταξής μας, ακριβώς στις στροφές που μοιάζουν με σαλίγκαρο, ξέσπασε ένας φοβερός καταιγισμός από ατομικά κι αυτόματα όπλα, σωστή κόλαση πυρός.

Στις σημειώσεις του Ψύχα αναφέρεται πως το σύνθημα είχε δοθεί απ’ το Νικήτα. Απ’ όσα θυμάμαι, ήρθα δεύτερος, γιατί πρώτος πυροβόλησε ο Γαβριώτης, κάτι που μου επιβεβαιώνει κι ο ίδιος. Οι περισσότεροι Γερμανοί (ήταν περίπου τριάντα) σκοτώθηκαν πριν προλάβουν ν’ αντιδράσουν. Οι υπόλοιποι πήδησαν απ’ το φορτηγό, ταμπουρώθηκαν πίσω του και προσπάθησαν να δώσουν μάχη, εξοντώθηκαν όμως μέχρις ενός απ’ τα διασταυρούμενα πυρά.

Οι δασωμένες πλαγιές είχαν μόλις καταπιεί το σάλαγο της πρώτης συμπλοκής, όταν απ’ την ίδια κατεύθυνση μπήκαν στην παγίδα άλλα δύο οχήματα, ένα ημιφορτηγό με Ιταλούς στρατιώτες και ένα ελαφρό επιβατηγό. Στο δεύτερο καταλάβαμε ότι επέβαιναν αξιωματικοί, καθώς προπορευόταν μια μοτοσικλέτα με συνεπιβάτη έναν καραμπινιέρο με το όπλο χιαστί. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, παρά μόνο όταν υποχρεώθηκαν να σταματήσουν μπροστά στους σκοτωμένους Γερμανούς. Αλλά και πάλι δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράσουν, γιατί ξέσπασε καινούργιος καταιγισμός κι έπεσαν οι περισσότεροι σαν κεραυνόπληκτοι. Όσοι επέζησαν, παραδόθηκαν.

Σύντομα εμφανίστηκε νέο καμιόνι απ’ τη μεριά της Θήβας με περίπου δεκαπέντε Γερμανούς. Αυτοί κάτι πήραν χαμπάρι απ’ την ηχώ και κατέβηκαν για να πιάσουν θέσεις, αλλά υπό την πίεση του Μελά αναζήτησαν διαφυγή έρποντας στην πλαγιά πάνω απ’ την παλιά βρύση. Κάποιος τους είδε κι ειδοποίησε. Μια ομάδα μ’ επικεφαλής το Νικήτα κινήθηκε προς το μέρος τους και με ρίψεις χειροβομβίδων τους εξανάγκασε να κατρακυλήσουν ξανά προς το δρόμο, όπου τους παρέλαβε η διμοιρία του Μελά και τους μακέλεψε.
Σώθηκαν μόνο μερικοί που τρύπωσαν σε κάτι βράχια κι έκαναν λούφα.

Στη συνέχεια ακόμη δύο οχήματα με Γερμανούς από Θήβα έμπαιναν στην απόχη. Τα χτύπησε η διμοιρία του Αριστείδη, αλλά αυτή τη φορά οι Γερμανοί έπιασαν καλύτερες θέσεις και ξεκίνησε πιο σοβαρή συμπλοκή, χωρίς τελικά να γλιτώσουν. Από τα πυρά, τα αυτοκίνητα πήραν φωτιά.

Ένα αυτοκίνητο ερχόταν ταυτόχρονα από Οινόη και σταμάτησε κοντά στο κάστρο. Βιάστηκαν και του ’ριξαν από μακριά, με αποτέλεσμα ο οδηγός του -καίτοι τραυματισμένος- να κάνει αναστροφή και να γυρίσει στο χωριό, όπου έδωσε σήμα κινδύνου σε άλλα γερμανικά οχήματα που έρχονταν από Αθήνα.

Μετά από λίγο εμφανίστηκε κάτω απ’ το κάστρο κι ένα ελληνικό λεωφορείο γεμάτο κόσμο. Ευτυχώς δεν έριξε κανείς, αν κι εκεί ήταν αναμπουμπούλα.
Έκαναν σήμα οι κοντινοί αντάρτες και ο οδηγός έστριψε προς την Οινόη.

Την ίδια ώρα, στο κέντρο της ενέδρας (γύρω απ’ το Σαλίγκαρο) επικρατούσε ησυχία. Οι αντάρτες επιδίδονταν στο ξαλάφρωμα των σκοτωμένων από περιττά γι’ αυτούς βάρη, όπως ο οπλισμός κι οι μπότες, και η εντύπωση που ’χαμε εκείνη τη στιγμή ήταν πως τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή ζώσα απ’ τον εχθρό.

Λίγο πριν καταλαγιάσει το ντουφεκίδι, είχαμε βάλει τον Αχιλλέα (Ίωνα Παπαδημητρίου, γιο μετόχου των σιδηροδρόμων ΣΕΚ που ’χε έρθει εθελοντής κι ήξερε κάποια γερμανικά) να φωνάξει σε τυχόν επιζώντες να παραδοθούν.
Έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, ανέβηκε εκείνος σ’ ένα βράχο και φώναξε, προσφέροντας έναν θαυμάσιο στόχο για τυχόν Γερμανούς. Ευτυχώς τον συνέφερε κάποιος γρήγορα. Παραδόθηκαν τρεις, ο ένας με τραύμα στη λεκάνη.

Η συμπλοκή συνεχίστηκε για λίγο περιφερειακά, προς την κατεύθυνση του Κριεκουκίου, με αραιές ντουφεκιές. Ύστερ’ από λίγο εμφανίστηκε στην Οινόη μια γερμανική φάλαγγα τεθωρακισμένων και μια μηχανοκίνητη πυροβολαρχία με τέσσερα πυροβόλα. Τα έστησαν αμέσως κι άρχισαν να χτυπούν το Σαλίγκαρο, όταν πια εμείς είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Ανηφορίσαμε προς τα υψώματα της Γκουρμέλας και ’κει σταθήκαμε. Πρώτα κάναμε ένα τιμητικό προσκλητήριο για τους δύο νεκρούς μας, οι οποίοι είχαν πέσει λίγο πριν την αποχώρησή μας· ο Νικήτας διέταξε προσοχή, πήρε αναφορά, έγινε ενός λεπτού σιγή κι έπειτα τραγουδήσαμε το Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς. Ήταν υποβλητική εκείνη η στιγμή μες στην ερημιά και σε μερικών τα μάτια κύλησε ένα δάκρυ. Αφού φωνάξαμε όλοι με βροντερή φωνή Θάνατος στο φασισμό, ξεκινήσαμε για το Πάνακτο.

Την επόμενη μέρα, οι ναζί έκαψαν το δάσος κι απ’ τις δύο μεριές του δρόμου. Πέρασαν επίσης απ’ το χάνι και το έκαναν στάχτη. Ολόκληρες αποθήκες είχε αυτό το μαγαζί· λάδι, όσπρια, άλευρα, ικανά να θρέψουν δεκάδες ανθρώπους επί μήνες. Οι ιδιοκτήτες, οι αδελφοί Μιχαλάκη, ίσα που πρόλαβαν να φύγουν και να γλιτώσουν από σίγουρη εκτέλεση.

Απολογισμός

Η επιχείρηση, η οποία διήρκεσε σχεδόν ένα δίωρο και εξελίχτηκε δύο φορές σε μάχη εκ του συστάδην, ολοκληρώθηκε με πλήρη επιτυχία. Οι μοναδικές μας απώλειες ήταν οι διμοιρίτες Αριστείδης (Σταμάτης Γκλιάτης από Μάνδρα) και Μελάς (Γιώργος Λούκος από Κριεκούκι). Τραυματίστηκε επίσης ελαφρά ο καπετάνιος του τάγματος Θεοχάρης. Αν και αριθμητικά μικρές, θεωρήσαμε βαριές τις απώλειές μας, καθώς χάσαμε δύο απ’ τα καλύτερα παλικάρια μας.
Ο Μελάς σκοτώθηκε ως εξής: Όταν σταμάτησε το ντουφεκίδι κι η διμοιρία του συμπτυσσόταν, εκείνος έμεινε πίσω και προσπάθησε να βάλει μπρος μια ιταλική μοτοσικλέτα που βρισκόταν στο δρόμο κοντά στη βρύση. Ένας κρυμμένος Γερμανός τον είδε και τον πυροβόλησε. Οι άντρες επέστρεψαν και τον εξόντωσαν, αλλά το κακό είχε γίνει.

Οι κατακτητές έχασαν γύρω στους ογδόντα άντρες. Από την ταυτότητα ενός Γερμανού που φορούσε δίκωχο, ανακαλύψαμε πως ήταν συνταγματάρχης.

Πήραμε τριάντα γερμανικά και περίπου δέκα ιταλικά ντουφέκια Μάουζερ, δύο αυτόματα Μπερέτα και κάπου δέκα πιστόλια. Επίσης πολύ απαραίτητα άρβυλα και γερμανικές μπότες σε άριστη κατάσταση. Καταστρέψαμε επτά-οκτώ αυτοκίνητα και τρεις μοτοσικλέτες.
Αιχμαλωτίσαμε συνολικά δέκα άντρες. Από αυτούς, οι επτά ήταν Ιταλοί που γλίτωσαν γιατί με τις πρώτες ριπές σήκωσαν τα χέρια ψηλά, μάλιστα ένας είχε βγάλει στα γρήγορα ένα λευκό μαντήλι και το κουνούσε. Ανάμεσά τους ήταν ο ταγματάρχης Ολίβιο Ντούτσε, διοικητής Βοιωτίας των Καραμπινιέρων, και ο λοχαγός Πάολο Σάρντι, διευθυντής 3ου Γραφείου -Οικονομικού- του Ιταλικού Στρατού (Κόρπο ντ’ Αρμάτα).

Οι άλλοι τρεις ήταν οι Γερμανοί, για τους οποίους μιλήσαμε παραπάνω. Τον έναν τον σκότωσε πριν ξεκινήσουμε για την επιστροφή μας ο Θεοχάρης· είχε τη γνώμη ότι αυτός τον είχε τραυματίσει. Ο δεύτερος ήταν ένας χοντρός που ζύγιζε εκατόν είκοσι κιλά, ονόματι Φριτς. Ήταν επαγγελματίας μάγειρας, οπότε μετά «διορίστηκε» μάγειρας του 3ου Λόχου. Παρά το ελάττωμα της καταγωγής του, σιγά-σιγά απέσπασε τις συμπάθειες του λόχου και της διοίκησης του τάγματος, όμως δεν ήταν τυχερός να ζήσει πολύ. Η περιοχή μας ήταν τέτοια που δε σήκωνε Γερμανούς, δεν είχαν μπέσα αυτοί. Γενικά, οι Γερμανοί αιχμάλωτοι δεν επιζούσαν στο αντάρτικο. Αυτός ήταν ο αδυσώπητος νόμος του πολέμου. Όπως δε μας αναγνώριζαν ως αιχμαλώτους πολέμου, το ίδιο κάναμε κι εμείς. Σκληρό βέβαια και απάνθρωπο, μα δεν είχαμε άλλη επιλογή. Εκείνοι διέθεταν φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά αν έπεφτε ένας δικός μας στα χέρια τους, περνούσε τα χειρότερα βασανιστήρια πριν πεθάνει ή καταλήξει σε στρατόπεδο θανάτου. Εμείς τουλάχιστον ποτέ δε βασανίζαμε αιχμάλωτο. Και το σπουδαιότερο: Τι ήθελαν οι Ούνοι στον τόπο μας; Ήρθαν ως κατακτητές, υποδούλωσαν την πατρίδα μας, ρήμαξαν τα πάντα και θα τους αφήναμε ατιμώρητους; Αυτοί ήταν οι παράνομοι, οι αδικούντες, κι εμείς εκδικητές και τιμωροί.

Αντίθετα, οι Ιταλοί κατά κανόνα επιζούσαν – τουλάχιστον στην περιοχή μας. Συχνά μάλιστα τους εμπιστευόμασταν όπλο και δεν ξέρουμε καμιά περίπτωση που να παρασπόνδησαν. Οι Γερμανοί ήταν το κάτι άλλο και ιδού το παράδειγμα: Τον τρίτο Γερμανό αιχμάλωτο, ο οποίος ήταν και τραυματίας, ο Θεοχάρης επέμενε να τον εκτελέσουμε. Δε χρειάζεται να βάλουμε φίδια στον κόρφο μας, υποστήριζε. Περνώντας το τάγμα απ’ το Πάνακτο, τον λυπήθηκαν οι χωριάτες και μας παρακάλεσαν να τους τον αφήσουμε για τον γιατρέψουν. Τον ονόμασαν Χιόνη επειδή είχε κάτασπρα μαλλιά, μολονότι ήταν γύρω στα είκοσι. Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός και ο Θεοχάρης δικαιώθηκε· ο άσπρος Γερμανός, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν Ολλανδός επίστρατος και δε συμπαθούσε τους Γερμανούς, αποδείχτηκε ότι είχε πολύ μαύρη ψυχή. Μετά τη Μάχη των Δερβενοχωρίων, που θα περιγράψουμε όταν έρθει η σειρά της, ο ευγενικός νέος εθεάθη μ’ έναν δαυλό να πυρπολεί τα σπίτια. Οι χωρικοί είχαν φύγει για να γλιτώσουν, τον είδε όμως απ’ την κρυψώνα της μια γριούλα που δεν είχε προλάβει και νόμισε ότι ονειρευόταν. Οι καλοκάγαθοι Αρβανίτες του Πανάκτου δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως τους έβαζε φωτιά αυτός ο άνθρωπος που του ’χαν προσφέρει άσυλο και του ’διναν την μπουκιά τους!

Πηγή: ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΠΟΥΤΣΙΝΗΣ-(ΝΙΚΗΤΑΣ), "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ 1941–1945" - ΤΟΜΟΣ Α.

Τ ά γ μ α Ι / 3 4 (Αττικής)
Στρατιωτικός: Νικήτας (Γεώργιος Μπουτσίνης), μόνιμος υπαξιωματικός
Καπετάνιος: Θεοχάρης Πολύχρονος
Πολιτικός: Γαβριώτης (Θανάσης Τσαρός)· επειδή απουσίαζε, τα χρέη του θα ασκούσε ο Αλέξανδρος (Νίκος Παπανικολάου).




Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)

Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.


© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved