Αθήνα 02/09/2021: Με βαθιά συγκίνηση κι ένα ακατάπαυστο χειροκρότημα αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, αγωνιστή-δημιουργό, οδηγητή και πρωτεργάτη μιας νέας, μαχόμενης τέχνης στη μουσική.
Ορμητικός, εμπνευσμένος και φλεγόμενος από το πάθος της προσφοράς στο λαό, ο Θεοδωράκης κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της λαϊκής πάλης του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Άλλωστε, μέρος αυτού του έπους υπήρξε και ο ίδιος.
Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του ‘44 πολέμησε στη μάχη της Αθήνας, που πνίγηκε στο αίμα και μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού μοιράστηκε με τους συντρόφους του τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους ως εξόριστος στην Ικαρία και τη μαρτυρική Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε άγρια. Στη συνέχεια, αγωνίστηκε μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την πολιτιστική αναγέννηση, ενώ «πλήρωσε» με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση του ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967. Συγκλονιστικές ήταν οι συναυλίες που έδινε στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας και στη συνέχεια σε όλη την Ελλάδα. Το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα, ενώ το 1981 και το 1985 εκλέχτηκε βουλευτής του Κόμματος. «Τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ» είχε δηλώσει στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Κόμμα για να τιμήσει τα 90 χρόνια της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του.
Πράγματι ο Θεοδωράκης δεν ξέχασε ποτέ τα ιδανικά της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που έμειναν ανεκπλήρωτα. Το έργο του είναι μια διαρκής αναμέτρηση με την αδικία και την ηττοπάθεια, ένα σάλπισμα πάλης, νέων αγώνων, αντίστασης, ανάτασης κι ελπίδας. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις… εκεί που πάει να σκύψει… να την πετιέται από ξαρχής» είναι η απάντησή του στην πίκρα και την απογοήτευση ενός λαού, που τα όνειρά του δεν πήραν ακόμα εκδίκηση.
Αυτή η κατάφαση στη ζωή και τον αγώνα δεν είναι ρηχή και πάντα εύκολη. Κάποιες φορές αναδύεται μέσα από βασανιστικό αναστοχασμό. Χωρίς αμφιβολία ο Μίκης, όσο καλά ήξερε να χτυπά κάθε μικρή και μεγάλη αδικία, το ίδιο καλά ήξερε να εδραιώνει την πίστη ότι η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη και η ελευθερία είναι πράγματα κατορθωτά. Αλλά κι όσο ρωμαλέα και δυνατά χειριζόταν το «δίκοπο μαχαίρι», το «αστραφτερό σπαθί» της μουσικής του, τόσο εύκολα ήξερε να απαλαίνει το τραγούδι του, αγγίζοντας με τρυφερή ευαισθησία κάθε καλό και ωραίο στη ζωή και τον κόσμο.
Η μουσική του Μίκη είναι ζυμωμένη με όλα εκείνα τα υλικά που φτιάχνουν τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο. Το αίσθημα, το φρόνημα, η μνήμη και η πείρα του λαού που αγωνίζεται, είναι η πηγή της έμπνευσής του. «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε» έλεγε και αυτό δεν ήταν σεμνοτυφία. Ο Θεοδωράκης είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό του καλλιτεχνικό κατόρθωμα σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι στον ιδιαίτερο τρόπο και τον δυναμισμό της τέχνης του αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού κι ότι η δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση, παρότι τον αποσπούσε σε κάποιο βαθμό από τη δημιουργία του, ήταν το οξυγόνο της. «Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνε. Το έργο του είναι λαμπρή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική είτε το επιδιώκει είτε δεν το επιδιώκει ο δημιουργός της.
Ο Θεοδωράκης είχε και εμπιστοσύνη στο λαό. Πίστευε ότι ο λαός έχει τη δύναμη να κατακτήσει ό,τι πιο υψηλό και όμορφο δημιουργεί ο άνθρωπος στην ιστορία του. Γι’ αυτό και με ιερή αφοσίωση καλλιέργησε μια τέχνη που ανυψώνει το λαό. Ο Μίκης δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον προδίδει, τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατευθείαν στη λαϊκή καρδιά. «Έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. Δεν είναι μόνο η ανεπανάληπτη στην ιστορία συνομιλία της μουσικής του με την ποίηση του Ρίτσου στον «Επιτάφιο», που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον. Ο Θεοδωράκης πέτυχε να μιλήσει με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη, στο «Επιφάνεια-Αβέρωφ» του Σεφέρη, στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού κ.ά.
Στον ποταμό του έργου του συνυπάρχουν σχεδόν όλα τα είδη μουσικής: Οι λαϊκοί δρόμοι και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και η αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, το κλασσικό τραγούδι, η συμφωνική μουσική, τα ορατόρια. Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήταν, είχε και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη συναντήθηκε η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα με μια προσωπικότητα ανήσυχη, άγρυπνη και δημιουργική, που ένοιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της. Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα που μοιράζονται όλοι οι λαοί, όλοι οι ταπεινοί της γης. Η παγκόσμια αναγνώριση της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του επισφραγίστηκε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Και αύριο με τη δική του μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί οι λαοί στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, παντού στη γη, το τραγούδι της ειρήνης.
Στον Μίκη άρεσε να περπατά, να αναπνέει «στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ’ τις αφίσες». Και εκεί η μουσική του θα συνεχίζει να ακούγεται, να εμπνέει, να παρακινεί, να διαπαιδαγωγεί. Με τη μουσική του Μίκη θα συνεχίζουμε να πορευόμαστε ώσπου… «να σημάνουν οι καμπάνες» της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αλλά και όταν «τελειώσει ο πόλεμος» δεν θα τον ξεχάσουμε... Θα είναι μαζί μας και όταν «κοκκινίζουν τα όνειρα».
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τους Μάνο Λοΐζο , Χάρις Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργο Νταλάρα και Βασίλη Παπακωνσταντίνου
Τα έργα του ρίζωσαν σε γενιές και εξακολουθούν να πυρπολούν οράματα
ο Μίκης Θεοδωράκης , ο τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν», συνθέτης που έκανε έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει τους στίχους του Ρίτσου, του Ελύτη, του Νερούντα, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, του Κατσαρού και τόσων ακόμη, κάνοντας παράλληλα παγκόσμια γνωστή τη μουσική, τις αξίες, τον πολιτισμό μας.
Ο συνθέτης δημιούργησε μια νέα πολιτιστική πρόταση, όχι μόνο καταγράφοντας τη σκληρή ελληνική πραγματικότητα, αλλά προτείνοντας διαρκώς, μέσα από το έργο και τους αγώνες του, νέες ιδέες και εκδοχές... Δημιούργησε μια νέα αντίληψη περί λαϊκότητας της τέχνης...
Φύση ανυπότακτη
4 Οκτώβρη 1983. Ο Μίκης Θεοδωράκης παρασημοφορείται από τον Μπλόχιν με το Βραβείο Λένιν
Από τη γενέτειρά του Χίο, μέχρι την απογείωση στην παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση, ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε μια ζωή μυθική και περιπετειώδη...
Φύση ανυπότακτη, άρρηκτα δεμένη με την έμπνευση και τη δημιουργία, ο Θεοδωράκης παραμένει ένα σπάνιο φαινόμενο δημιουργού που το έργο του φτάνει στο μέλλον κάθε εποχής.
Περισσότερα από 50 τραγούδια - σταθμοί του Μίκη Θεοδωράκη συνδέονται με την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, σε μια παράσταση όπου συνυπάρχουν το θέατρο, ο χορός, η μουσική, ο κινηματογράφος...
Από τους «Λιποτάκτες», στον «Επιτάφιο», από το «Αξιον εστί» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Canto General», o Θεοδωράκης δημιουργεί και καθορίζει την ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού.
Τα τραγούδια του γίνονται επιθυμία, κτήμα και ανάγκη ενός ολόκληρου λαού. Με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ποιητικά έργα μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία.
Από την παιδική του ηλικία, ο Μίκης Θεοδωράκης , είχε πάθος με τη μουσική. Το 1937 και σε ηλικία 12 ετών, την περίοδο που βρίσκεται στην Πάτρα, φοιτά στο Ωδείο, όπου παίρνει θεωρητικά μαθήματα στην τάξη του καθηγητή Σινούρη και μαθαίνει βιολί. Τότε γράφει και τα πρώτα τραγούδια του, σε ηλικία 13 ετών.
24 Απρίλη 1963. Γρηγόρης Λαμπράκης και Μίκης Θεοδωράκης
Η στράτευσή του στη μαρξιστική ιδεολογία και οι διώξεις
Η αποστροφή του στην καταπίεση και στο φασισμό συνετέλεσε στην αυθόρμητη στράτευσή του στη μαρξιστική ιδεολογία. Ενσωματωμένος κυριολεκτικά στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και ισοτιμίας - που εξέφραζαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ο Θεοδωράκης στρατεύθηκε στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το 1943, συλλαμβάνεται από τον αρχηγό της ιταλικής αστυνομίας Φεστούτσιο. Αφήνεται ελεύθερος χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του. Τα ιταλικά στρατεύματα αντικαθίστανται από γερμανικά. Ο Μίκης καταζητείται. Αναγκάζεται να διαφύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως, σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, τον οποίο γνωρίζει μέσω του θείου του, Αντώνη Πουλάκη. Δίνει εξετάσεις στο Ωδείο και περνάει κατευθείαν στην πέμπτη τάξη. Συμμετέχει στη Χορωδία Αθηνών. Επίσης, δίνει εξετάσεις και περνά στην Νομική.
Στην Αθήνα, ο Μίκης γνωρίζεται με τη Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ. Δέκα χρόνια αργότερα, η γυναίκα αυτή θα γίνει σύζυγός του.
Ο Μ. Θεοδωράκης συμμετείχε ενεργά στις μεγάλες μάχες και στην ηρωική αντίσταση του λαού μας στην κρίσιμη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944. Αυτές οι μέρες τον σημάδεψαν τόσο πολύ, που όπως δήλωσε χαρακτηριστικά 2 μήνες πριν: «Στον τάφο μου θέλω να γράφει «"Πολέμησε τον Δεκέμβρη. Πάντα είχα μέσα μου τον ήχο της μάχης"»
Ο Μίκης Θεοδωράκης εξόριστος στη Μακρόνησο
Τέσσερις περίοδοι δοκιμασίας περίμεναν τον Μίκη Θεοδωράκη λίγο μετά την απελευθέρωση. 1947 εξορία στην Ικαρία, 1948 παράνομη δράση στην Αθήνα, 1948-49 και πάλι Ικαρία και τέλος 1949-50 Μακρόνησος. Η στέρηση της ελευθερίας, οι κακουχίες, η βία και ο φόβος του μαρτυρίου και του θανάτου αναδιαμόρφωσαν τον ψυχικό του κόσμο, του έδωσαν πλούσιο υλικό δημιουργίας. Το ένα έργο έφερνε το άλλο, πάντα σε πολύ στενό και δημιουργικό διάλογο με το πλατύ ελληνικό κοινό. «Εγινα δηλαδή "λαϊκός" - λέει ο ίδιος - με την έννοια της πάνδημης αποδοχής του έργου μου».
Οι συνεχείς διώξεις του, που ξεκίνησαν από το 1961, δείχνουν ότι οι εξουσιαστές τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Και η επικινδυνότητα μεγάλωνε όσο μεγάλωνε η αποδοχή του μέσα στο λαό και επομένως θα έπρεπε να εξουδετερωθεί. Κι ύστερα ήρθε η χούντα που τον απαγόρευσε ρητά και κατηγορηματικά, τον φυλάκισε και τον εξόρισε. Ετσι, περισσότερα έργα γράφτηκαν σε συνθήκες διωγμών, όπως «Ο Ηλιος και ο Χρόνος» (Γενική Ασφάλεια), «Επιφάνια Αβέρωφ» και «Μυθιστόρημα» (Φυλακές Αβέρωφ), «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τραγούδια του Αντρέα», «Νύχτα θανάτου», «Τα Λαϊκά» (Βραχάτι - κατ' οίκον περιορισμός), «Δέκα Αρκαδίες» -και ανάμεσά τους το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Αγγελου Σικελιανού - (εξορία - Ζάτουνα), «Raven» και «Τραγούδια του Αγώνα» (στρατόπεδο Ωρωπού), «Canto General» και «Μπαλάντες» (εξόριστος στο Παρίσι).
Μανώλης Χιώτης - Μίκης Θεοδωράκης - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Κύμα είμαι και ξεσπώ, δίχως λευτεριά δε ζω...
Στις 21 Αυγούστου 1968 ο Μίκης Θεοδωράκης εξορίστηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Ζάτουνα 1968: Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει: «Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Ολο το χωριό βοήθησε ν' ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το 'βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νεύρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε».
Και η ψυχή του έγραφε, ξεσπούσε: «Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ σύμμαχα τα βόλια που με σκίζουν/ μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ/ γύρω πόνος βαρύς./ Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ μέσ' απ' το αίμα των αθώων/ η Ελλάδα με κοιτάζει/ με οδηγεί» («Το συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη» του 1946).
Εκεί γράφει και τα τραγούδια του Αγώνα. Ποιος δεν ξεσηκώθηκε με το τραγούδι «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». «Ο πατέρας εξορία/ και το σπίτι ορφανό/ ζούμε μες στην τυραννία/ στο σκοτάδι το πηχτό./ Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό»...
Και οι αγωνίες επανέρχονται, καταγράφονται, το χαρτί πνίγεται από το όνειρο: «Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει πάντα στη Ζάτουνα (1969).
Και είναι εκείνες οι στιγμές της μόνωσής του που συναντάται με παρουσίες και απουσίες και ο διάλογος ξεσπά σαν μονόλογος και γεύεται από το στόχο, το όνειρο, την υπόσχεση και δένεται με το θρήνο και γίνεται τραγούδι καθόλου θρηνητικό «Κάποιο πρωί για τον πόλεμο/ κινήσαμε μαζί/ όλοι μαζί τραγουδούσαμε/ παλεύαμε μαζί/ Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες. Το αίμα σου μαβί/ έβαψε μαύρο τον ουρανό/ κόκκινο τον καιρό./ Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν/ όνειρα, ιδανικά/ γίναμε όλοι φαντάσματα/ ζούμε συμβατικά./ Τώρα οι σημαίες γενήκανε/ είδη εμπορικά/ είναι τα όνειρα αγαθά/ καταναλωτικά» (Για τον Αλέξανδρο Παναγούλη).
Σε κείνη την αιμάτινη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας, την εποχή της δικτατορίας, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα, γίνεται η τρίτη δημιουργική συνάντησή του με τον Γιάννη Ρίτσο, που βρισκόταν εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου. Καρπός αυτής της «συνάντησης» «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», που άρχισαν να παίρνουν ζωή το 1968. Το χρονικό του έργου περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Ρίτσος, το 1973: «Τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, εκτός απ' το 16 και 17, γράφτηκαν σε μια μέρα - στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 - στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ' από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά το Γενάρη του 1973. Δε σκόπευα να δημοσιεύσω τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα κ' είχα ζητήσει να μη μεταφραστούν και εκδοθούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να, που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε διάφορα ντόπια και ξένα περιοδικά κ' έχουν γίνει δύο γαλλικές μεταφράσεις (...) και δεν ξέρω σε πόσες άλλες γλώσσες... Ετσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Και τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη ». Τα ποιήματα μελοποιήθηκαν στο εξωτερικό. Τα περισσότερα πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Παρίσι, ενώ ο κύκλος ολοκληρωμένος παρουσιάζεται στο Λονδίνο, στις 17/1/1973, με ερμηνευτές τους Μ. Φαραντούρη, Π. Πανδή, Α. Μάνου, Α. Κωστούλη.
Ο Χ. Φλωράκης με την Ρ. Κουκούλου και τον Μ. Θεοδωράκη στην παράσταση «Εντα Γκάμπλερ» με πρωταγωνιστές την Τζ. Καρέζη και τον Κ. Καζάκο (1984)
Πάντα μάχιμος
Ο Μίκης δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται και να αντιτίθεται στο άδικο.
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα SUDDEUTSCHE ZEITUNG, 2006 και σε ερώτηση για την επιστολή που έστειλε το 2005 στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατηγορώντας την ότι αλλοιώνει την ιστορική αλήθεια, όταν καταδικάζει σήμερα τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο Μίκης επεσήμανε:
«Μήπως θα πρέπει λοιπόν κι εγώ να παραδεχτώ ότι ήμουν εγκληματίας; Κι όμως ήμουν κομμουνιστής και ως πατριώτης - κομμουνιστής γνώρισα καλά την Βέρμαχτ, τα Ες-Ες και τα υπόγεια της Γκεστάπο. Ευτυχώς γλίτωσα τα Νταχάου, τα Μαουτχάουζεν και τα Αουσβιτς. Μήπως το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή συνυπήρξα με τους δεσμώτες και τους δημίους μου ναζί σημαίνει ότι συνεργάστηκα και εξομοιώθηκα μαζί τους; Βάλτε λοιπόν και το όνομά μου πλάι στα ονόματα του Χίμλερ και του Αϊχμαν, για να μάθουν οι επόμενες γενιές ότι θύματα και θύτες είναι το ίδιο πράγμα. Ξέρετε όμως κάτι; Εάν δεν ήμασταν εμείς οι κομμουνιστές και η Σοβιετική Ενωση, σήμερα το όνειρο του Χίτλερ για μια Γερμανία 1.000 χρόνων θα είχε γίνει πραγματικότητα. Ισως γι' αυτόν τον λόγο στενοχωρήσαμε τον Σουηδό εισηγητή στην Ευρωπαϊκή Ενωση για την καταδίκη μας, γιατί ας μην ξεχνάμε πως όταν εμείς στενάζαμε στους θαλάμους βασανιστηρίων της Γκεστάπο, κάποιοι οικονομικοί κύκλοι της Σουηδίας έκαναν φλερτ με την χιτλερική Γερμανία και είχαν άριστες σχέσεις κάθε είδους μαζί της. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα ευχόντουσαν να νικήσει οι Χίτλερ».
Αλλά και στη σημερινή κατάσταση πήρε θέση πολλές φορές, με τελευταία την επιστολή που έστειλε στον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα. Ηταν ο χαιρετισμός του για το συλλαλητήριο που διοργανώνει το ΚΚΕ στις 27/2.
Αναλυτικά, ο χαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη :
«Χαιρετίζω την συγκέντρωση που θα γίνει αύριο στο Σύνταγμα με στόχο την πρόταση Νόμου για την κατάργηση των ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας δεν γνωρίζουν ότι αν και πέρασε ένας μήνας από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την πλειοψηφία στη Βουλή της Αριστεράς (γενικά) στη χώρα μας, εξακολουθούν να ισχύουν οι παρακάτω προδοτικές δεσμεύσεις:
Πρώτον: Η παράδοση της εθνικής μας κυριαρχίας στους ξένους.
Δεύτερον: Η καθολική δέσμευση της δημόσιας περιουσίας της χώρας και
Τρίτον: Η απαγόρευση άσκησης εθνικής οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής.
Δηλαδή όροι που ταιριάζουν σε λαούς ραγιάδων και δούλων και όχι σε περήφανους και ελεύθερους πολίτες όπως θέλουμε και παλεύουμε να είμαστε ο Λαός και η Πατρίδα μας.
Ως ελεύθερος Ελληνας αισθάνομαι αγανάκτηση και ντροπή, γιατί η καινούρια Βουλή ανέχεται ακόμα την ύπαρξη των Μνημονίων που μας ντροπιάζουν και μας εξευτελίζουν διεθνώς και προ παντός απέναντι σ' αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι.
Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία του Λαού μας είπε ένα στεντόρειο ΟΧΙ στους σημερινούς εχθρούς του Λαού μας, ντόπιους και ξένους. Χαίρομαι που ο Λαός μας δείχνει ξανά το δρόμο του παλλαϊκού αγώνα επικεντρώνοντας τα πυρά του ενάντια στο πρώτο και κύριο στόχο - προϋπόθεση για να απαλλαγούμε από τον ξένο ζυγό: την κατάργηση των Μνημονίων μέσα στον ίδιο χώρο στον οποίο ψηφίστηκαν με εντολή των ξένων. Μέσα στη Βουλή των Ελλήνων. Απευθύνομαι προς πάσαν κατεύθυνση με την προγονική παραίνεση: "Ο τολμών νικά"».
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Μ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Δ. ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑ
«Θέλω να αφήσω τον κόσμο αυτόν σαν κομμουνιστής»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, δίνοντάς του το στίγμα των τελευταίων του επιθυμιών.
Στην προσωπική του επιστολή στις 5 Οκτωβρίου 2020, προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα, έγραφε: “Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής.”
Με την επιστολή του ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης ζητούσε από τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ να επιληφθεί εκείνος προσωπικά ώστε, όπως έγραφε: “να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων. Καθώς επίσης βέβαια και όλα αυτά που ήδη έχω ρυθμίσει, σε συνεννόηση με την γραμματέα μου Ρένα Παρμενίδου και τον φίλο και Πρόεδρο του Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργο Αγοραστάκη”.
Ζουλφί Λιβανελί και Μίκης Θεοδωράκης
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε