Μίμης Φωτόπουλος: Ενας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης




Υπηρέτησε το όνειρο ενός δικαιότερου κόσμου


Υπήρξε ένας διαχρονικός μάγκας, ποιητής και δημιουργός, που με την προσωπική στάση ζωής και με όχημα την τέχνη του υπηρέτησε το όνειρο ενός δικαιότερου κόσμου. Ενας γνήσια λαϊκός και πολύπλευρος καλλιτέχνης, αμετακίνητος στη σοσιαλιστική ιδεολογία του, ο Μίμης Φωτόπουλος υπηρέτησε επί πενήντα χρόνια το θέατρο, βιώνοντας την άμεση και ουσιαστική επικοινωνία του με τις καρδιές των θεατών, εισπράττοντας ταυτόχρονα την αγάπη τους, είτε παίζοντας τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, είτε στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, είτε παίζοντας στα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ, είτε στον «Εχθρό του λαού» του Ιψεν, κρατώντας πάντα τη σοφία ενός γνήσιου μάγκα. Δίκαια θεωρείται ως ένας λόγιος, αλλά, ταυτόχρονα, βαθιά λαϊκός ηθοποιός, με υποκριτικό σήμα αναγνωρίσιμο από το πλατύ κοινό.

Τριάντα δύο χρόνια συμπληρώνονται στις 29 Οκτώβρη που «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο άνθρωπος που ακόμη χαρίζει το γέλιο στους θεατές. Ο ίδιος πίστευε ότι έγινε καλός κωμικός λόγω της παιδικής του θλίψης και από τις αναμνήσεις των προσφύγων, κυνηγώντας με πάθος τις μικρές στιγμές ευτυχίας με τη χάρη, τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία ενός «Καλού στρατιώτη Σβέικ». «Εφυγε» έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη, αληθινή, ουσιαστική, πλήρη δημιουργίας και ιδανικών. Μια ζωή που αντιστρατεύτηκε «αυτούς που θέλουν να γίνει η ζωή του λαού μας νάιλον, από τις τροφές, μέχρι τις ιδέες» - όπως είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ρ».

Τα πρώτα του βήματα



1964.Στο υπόγειο θέατρο με την επωνυμία «Θέατρο Φωτόπουλου», το γνωστό σήμερα «Άλφα», ανεβάζει τον «Δον Καμίλο» με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία




Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας στις 20 Απρίλη του 1913. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο έτος. Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε Βασιλικού Θεάτρου). Απογοητεύεται νωρίς και φεύγει πηγαίνοντας στη Δραματική Σχολή του Κουνελάκη, παίρνοντας μαζί του το προσωνύμιο «γέρος» λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής του. Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη. Το 1934 κάνει την πρώτη του περιοδεία με το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, ως αντιγραφέας και πέμπτος κατά σειρά κωμικός στην αυστηρή ιεραρχία που επικρατούσε τότε στα θέατρα. Ακολουθεί η περίοδος που ο ηθοποιός περιφέρεται στην ελληνική επαρχία με θιάσους μπουλουκιών με πενιχρά μεροκάματα, αλλά αποκτώντας μια πολύτιμη πείρα σκηνής και ζωής. Το 1945 εκδίδει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο «Τα μπουλούκια». Το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.

Λίγο πριν τον πόλεμο του '40, ξαναρχίζει η περιπλάνησή του με μικρούς θιάσους και μετά κάνει ένα σύντομο πέρασμα απ' το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες. Μεταπηδάει στο θίασο Αργυρόπουλου, παίζοντας το ρόλο του Ασλάκσιν στον «Εχθρό του λαού» του Ερρίκου Ιψεν.

«Ματωμένο κομμάτι ζωής»

Στη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τα Δεκεμβριανά, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα, το εμφυλιακό κλίμα, οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον κρατούν για δύο χρόνια μακριά από την πρωταγωνιστική του θέση. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. «Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» - γράφει στην αυτοβιογραφία του - «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».



Στην Al Ntampa




Όπως σημειώνει ο Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ στις: Μνήμες από τα Δεκεμβριανά του 1944

Στις 12 Οχτώβρη 1944 η αδούλωτη Αθήνα και μαζί της όλη η Ελλάδα υποδεχόταν θριαμβευτικά τα νικηφόρα τμήματα του ΕΛΑΣ. Ο αδάμαστος ελληνικός λαός, σύσσωμος, γιόρταζε χαρούμενα, ειρηνικά και περήφανα την πολυπόθητη λευτεριά του, έτοιμος να αρχίσει την οικοδόμηση της λευτερωμένης Ελλάδας, στήνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς της αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Τούτη την ώρα του πανηγυρισμού της νίκης ήρθαν και πάτησαν τα ιερά χώματα της πατρίδας μας οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες, κουβαλώντας τα σατανικά σχέδια για την ένοπλη επέμβαση, που θα υποχρέωνε τον ελληνικό λαό να βροντοφωνάξει και πάλι: «Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά».

Η πρώτη σημαδιακή πρόκληση που θα έφερνε την προσχεδιασμένη στα χαλκεία του Καΐρου σύγκρουση, στάθηκε η εμφάνιση, στις 18 Οχτώβρη, του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου σε ανοιχτό αυτοκίνητο με πλάι του τον Εγγλέζο στρατηγό Σκόμπι, αντί του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, του Αρη Βελουχιώτη. Καθώς και ο λόγος που εκφώνησε ο Γ. Παπανδρέου στην πλατεία Συντάγματος μπροστά στις χιλιάδες πατριώτες, έδειχνε να έφερνε ένα κακό προμήνυμα. Και πραγματικά, στις 3 Δεκέμβρη του 1944, που έμεινε στην ιστορία ως «η Ματοβαμμένη Κυριακή», γύρω στις 10 το πρωί, εκδηλώθηκε η ένοπλη επέμβαση των Εγγλέζων. Οι πραιτοριανοί της «Μεγάλης Βρετανίας» και οι Γερμανοτσολιάδες ματοκύλισαν τον άοπλο ελληνικό λαό, που διαδήλωνε ειρηνικά στην πλατεία Συντάγματος, στέλνοντας καταπάνω του τα δολοφονικά τους βόλια από τα παλιά ανάκτορα και την αστυνομία.

Από κείνη τη μέρα ο λαός μας με την πάλη του ενάντια στον Αγγλο καταχτητή - πρώην σύμμαχό μας - έγραψε ξανά σελίδες δόξας και ηρωισμού, θυσίας και αλτρουισμού. Ανάμεσα στην ιστορία της επικής εκείνης τραγωδίας του «Μεγάλου Δεκέμβρη» μερικές σελίδες τις δικαιούνται και οι 8.000 πατριώτες, που πιάστηκαν ύπουλα και προδοτικά σε μπλόκα από τους Αγγλους επεμβασίες και τους ταγματασφαλίτες προσκυνητές και μεταφερθήκανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελ-Ντάμπα της Αιγύπτου.

Οι μνήμες από κείνη την ομηρία είναι ακόμα ζωντανές. Αναθυμούμαι τις μέρες που είμαστε κλεισμένοι στα σύρματα του αγγλικού στρατόπεδου συγκέντρωσης, στην Ελ-Ντάμπα, τη στενοχώρια του συγκρατούμενού μας Σπύρου Μελετζή, του ηρωικού φωτογράφου της Αντίστασης, που δεν μπορούσε να απαθανατίσει το ιστορικό αυτό γεγονός, γιατί οι Εγγλέζοι του είχαν κλέψει τη φωτογραφική μηχανή του, καθώς και την εκμηστήρευση του αξέχαστου Μίμη Φωτόπουλου , πως όταν γυρίζαμε στην πατρίδα θα κατέγραφε όλη αυτή την τραγωδία της ομηρίας των Ελλήνων πατριωτών που πιάστηκαν στα στημένα μπλόκα τις μέρες της δεκεμβριανής αντίστασης του ελληνικού λαού και βασανίστηκαν στο Γουδί από τους Αγγλους και ταγματασφαλίτες και ταλαιπωρήθηκαν απάνθρωπα στα σύρματα στο Χασάνι και τελικά κλείστηκαν στα στρατόπεδα στην ερημιά της Ελ-Ντάμπα.

Το ένιωθα χρέος μου - έλεγε - να κάνω αυτή την καταγγελία σαν κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Αγγλων «συμμάχων» απέναντι σ' ένα λαό που τόσο αίμα και νεκρούς έδωσε στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε στην τελική νίκη. Και πραγματικά. Οταν γυρίσαμε στην πατρίδα, το ιστορικό της τραγωδίας εκείνης και της αντίστασης των 8.000 πατριωτών - ομήρων, φυλαγμένο στο νου και την καρδιά του Μίμη , δε στάθηκε δυνατό να το φέρι σε φως εξαιτίας των γεγονότων που ακολούθησαν με τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τον εμφύλιο, το μοναρχοφασιστικό κράτος και παρακράτος και την απριλιανή χούντα. Είχαμε φτάσει στο 1980 όταν μια μέρα ανταμώσαμε και μου είπε πως κράτησε το λόγο του, κι έχει έτοιμο το βιβλίο. Αμέσως του έγραψα τον πρόλογο και το δώσαμε στη «Σύγχρονη Εποχή», που αμέσως το τύπωσε και το κυκλοφόρησε με τον τίτλο: «Ομηρος των Εγγλέζων».



1950. Ο Μίμης Φωτόπουλος συμμετέχει στην πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου,την «Κάλπικη Λίρα»




Το 1947 παντρεύεται την Δήμητρα Τσάλα και αποκτά την πρώτη του κόρη. Με τον θίασο του Κουν κάνει επιτυχημένες παρουσίες, στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, αλλά και στα «Παντρολογήματα» του Ν. Γκόγκολ. Η αναγνώριση στο θέατρο έρχεται το καλοκαίρι του 1948, αφού είχε κάνει και το ντεμπούτο του στο σινεμά σ' ένα μικρό ρόλο στο φιλμ «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», με το νούμερο που κάνει στην επιθεώρηση «Ανθρωποι - άνθρωποι» των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου πλάι στους Ορέστη Μακρή, Μαυρέα, Τσαγανέα, Ηλιόπουλο, Βρανά.

Το 1950-51 ο Φωτόπουλοςήταν, ήδη, ταιριαστό θεατρικό δίδυμο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, όταν κάνουν στο «Ρεξ» την «Αννα των χιλίων ημερών», με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Μυράτ. Στη συνέχεια παίζει για πρώτη φορά δίπλα στην Κοτοπούλη, στην «Καινούρια ζωή». Το 1967 γράφει και παρουσιάζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο του θεατρικό έργο «Ενα κορίτσι στο παράθυρο», σε μουσική Μάνου Λοΐζου.

«Ταξιδιώτης» με πολλές αποσκευές

Λαμπρή ήταν η καριέρα του και στον κινηματογράφο. Συνολικά συμμετείχε σε 101 ταινίες, σε δύο από τις οποίες είχε γράψει και το σενάριο. Από τις μεγάλες επιτυχίες του θεωρούνται οι ταινίες «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές», «Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο Πατούχας», «Το σωφεράκι», «Ο γρουσούζης» κ.ά. Εμφανίστηκε, επίσης, και στην τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης » (1984). Το λογοτεχνικό του ταλέντο μάς χάρισε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Ομηρος των Εγγλέζων» 1965) και δύο θεατρικά έργα.

Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Αρματος Θέσπιδος. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α` και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας.

Η γυναίκα του Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία απόκτησε δύο κόρες, είχε εξοριστεί στη Γυάρο, κατά τη διάρκεια της χούντας. Τότε έμεινε μόνος του με τις δύο κόρες του. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων. Tο έργο του, που απεικονίζει τον Αρη Βελουχιώτη to δώρισε στο KKE.



Κολάζ του Μίμη Φωτόπουλου




Το 1975 γράφει και ανεβάζει, με το θίασο «Αυλαία», το δεύτερο έργο του «Πελοπίδας ο καλός πολίτης». Το ταξίδι του στο θεατρικό σανίδι τελειώνει με τις επιθεωρήσεις «Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως» και «Του ΠΑΣΟΚ τους το χαβά» των Λάκη Λαζόπουλου - Γιάννη Ξανθούλη (1984). Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στις 29 Οκτώβρη του 1986.

Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με πενήντα χρόνια σκληρής δουλειάς, το 1981, όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί, δε στάθηκε δυνατόν. Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Επρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμά του συμπληρώθηκαν διά της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις τους και με μια τιμητική σύνταξη από το ΥΠΠΟ, που όμως δε χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.

Σε μια συνέντευξή του το 1983 γύρω από το θέατρο, υπογράμμιζε: «Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πνευματική αποικία. Και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι... Το θέατρο ήταν και είναι μια παγκόσμια θρησκεία που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους της Γης. Κι εμείς τούτη τη θρησκεία την κάναμε "οίκον εμπορίου και οίκον απωλείας". Στον τόπο μας ποτέ η τέχνη δεν έγινε κτήμα του λαού. Αυτό δε συνέφερε την άρχουσα τάξη».



Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.



Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.



© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved