Το σαμποτάζ στην Παλαβίτσα 13/04/1943 και
η κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού Δαδίου (Αμφίκλειας) 14/4/1943



picture

Συλλογή Γιώργου Χανδρινού.


Από τον Ελλαδικό χώρο περνούσαν πολεμοφόδια για το Deutsches Afrikakorps του Ρόμελ στην Αφρική. Η στρατηγική των συμμάχων όριζε την καθυστέρηση της τροφοδοσίας του ώστε να αποβεί νικηφόρα η στρατιά του στρατηγού Μοντγκόμερι. Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να το πετύχει ήταν ο ΕΛΑΣ και μάλιστα οι σαμποτέρ του που με ή χωρίς την βοήθεια Βρετανών πέτυχαν σε πολλές επιχειρήσεις κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών που διέσχιζαν την Ελλάδα. (Γοργοπόταμος, Κούρνοβο, Δαδί, Τέμπη κ.λ.π).

Το πρώτο σαμποτάζ, με την βοήθεια Βρετανών σαμποτέρ και μικρής δύναμης του ΕΔΕΣ, ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου με επικεφαλής τον Αρη Βελουχιώτη το Νοέμβριο του 1942, το πρώτο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη.

Τεσσεράμισι μόλις μήνες από το Γοργοπόταμο και λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, το αρχηγείο Παρνασσίδος του ΕΛΑΣ – Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής) και Δημ. Ν. Δημητρίου (Νικηφόρος) και ο Θησέας οργανώνουν το σαμποτάζ της σιδηροδρομικής γραμμής στο Δαδί (Αμφίκλεια).

Η οργάνωση του ΕΑΜ Δαδιού παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες. Τους μόνιμους σχηματισμούς των ανταρτών πλαισιώνουν οι εφεδρικές μαχητικές ομάδες των γύρω χωριών. Στέλνεται ειδοποίηση στο αρχηγείο Δωρίδος και ξεκινάνε από την Γκιώνα – χωριό Ντρέμισα – σε εξαντλητική πορεία τα εκεί τμήματα. Φθάνουν εξαντλημένα λίγο πριν το εγχείρημα και θα παραμείνουν στη Σουβάλα ή Πολύδροσος για εφεδρεία. Συνολικά κινητοποιήθηκαν 500 άνδρες, περίπου.

Ο υπεύθυνος του ΕΑΜ Μοδίου, Γεώργιος Ν. Λάσκαρης, κάλεσε άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στις 7 ή 8 Απρίλη, και διαβίβασε την διαταγή «πρέπει να κοπεί η σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στο Κηφισοχώρι και στην Αμφίκλεια, στις 13 του μηνός Απριλίου 1943».

Την επιχείρηση ανέλαβε ο καπετάν Βοριάς (Δημήτρης Χονδρός) που σαν έφεδρος υπολοχαγός του Συντάγματος Σιδηροδρόμων, είχε γνώσεις πάνω στα τρένα και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Οπως αφηγείται στην εφημερίδα του πολιτιστικού Συλλόγου Σκαμνού, «…Κανόνισα το σαμποτάζ να γίνει στην Παλαβίτσα, ακριβώς στο στόμιο της εξόδου της σιδηροδρομικής γραμμής από το βουνό, για να έχουμε θέσεις που να μπορούμε να χτυπήσουμε την αμαξοστοιχία, αν έχει στρατό και να μπορούμε να υποχωρήσουμε, σε περίπτωση ανάγκης προς τον Παρνασσό.

Επειδή δεν υπήρχαν εκρηκτικές ύλες, πήραμε ένα κλειδί απ' το φυλάκιο του Παρνασσού, που είναι κοντά στα Κάτω Καλύβια του Δαδιού. Ξέροντας ότι οι μηχανοδηγοί και θερμαστές ήταν Ελληνες, κανόνισα να ξεβιδώσουμε τις σιδηροτροχιές τόσο μεταξύ τους, όσο και από τις τραβέρσες μόνον από την πλευρά του Παρνασσού και σε θέση που να μην πέσει σε απότομο μέρος η μηχανή, για να μην πάθουν ζημιά οι Έλληνες.

Στις 13/4/1943 συναντηθήκαμε διάφορες ομάδες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, κυρίως από τη Γλούνιστα (ή Δρυμαία), τη Δερνίτσα, τους Ξυλικούς, το Μόδι, τη Βελίτσα, το Κηφισοχώρι, την Αγία Μαρίνα, την Παναγίτσα και την Ελάτεια, περίπου 80 άνδρες ή και παραπάνω (διότι έτσι όπως είμαστε ανοργάνωτοι δεν μετρηθήκαμε ακριβώς) οπλισμένοι με ελαφρά τουφέκια, κυρίως ιταλικά, ελληνικά και γερμανικά. Μαζί μας ήρθαν και οι φύλακες του Φυλακίου Παρνασσού, Λουκάς Κατσαμάγιας, Λουκάς Καράφλας και Γεώργιος Γιώτας (Μέγας), οι οποίοι εκτός απ' το κλειδί που μας είχαν προμηθεύσει, έφεραν άλλα δύο κλειδιά απ' το Φυλάκιο Παρνασσού.



Ολα αυτά έγιναν, αφού πρώτα πιάσαμε θέσεις και λίγο μετά το σουρούπωμα, γιατί είχαμε την πληροφορία ότι μετά την 12η ώρα μ.μ. θα περνούσε γερμανική αμαξοστοιχία με πολεμοφόδια και στρατό κατευθυνόμενη προς Πειραιά, απ' όπου φορτώνονταν τα εφόδια για το στρατηγό Ρόμμελ που πολεμούσε εναντίον των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική. Πράγματι, την ώρα αυτή περίπου (δεν είχαμε ρολόι) έφτασε η αμαξοστοιχία η οποία εκτροχιάστηκε. Η μηχανή και μερικά βαγόνια έπεσαν πλαγιαστά μέσα στα χωράφια, χωρίς να τουμπάρουν τελείως. Αρκετό κομμάτι της αμαξοστοιχίας έμεινε μέσα στην τρανσέρα…»
«…Πήραμε μαζί μας τους Έλληνες μηχανοδηγούς και θερμαστές και τραβήξαμε το δρόμο προς τη Βελίτσα. Τεράστιες φλόγες μας φώτιζαν στο δρόμο. Η αμαξοστοιχία κάηκε ολόκληρη, καθώς και οι τραβέρσες, μόνο ο σιδερένιος σκελετός έμεινε. Μετά από αυτό το σαμποτάζ οι τρεις φύλακες ακολούθησαν το αντάρτικο, βγήκαν στο βουνό.

Στο δρόμο προς τη Βελίτσα μας συνάντησε σύνδεσμος ο οποίος είχε σταλεί από τον κ Διαμαντή να μας πει (έχοντας μαζί του και σημείωμα) να αναβληθεί το σαμποτάζ για την άλλη βραδιά που θα γινόταν επίθεση και κατά του σιδηροδρομικού σταθμού Δαδιού. Πίσω στο ίδιο σημείωμα απάντησα ότι το σαμποτάζ έγινε και το τραίνο καίγεται. Είπαμε στο σύνδεσμο ό,τι πληροφορίες είχαμε για τους Γερμανούς της περιοχής μας κι έφυγε…».


Συλλογή Γιώργου Χανδρινού.


Η επίθεση στον σταθμό του Δαδιού (Αμφίκλειας) 14/4/1943

Η οργάνωση του ΕΑΜ Δαδιού παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες. Τους μόνιμους σχηματισμούς των ανταρτών πλαισιώνουν οι εφεδρικές μαχητικές ομάδες των γύρω χωριών. Στέλνεται ειδοποίηση στο αρχηγείο Δωρίδος και ξεκινάνε από το βουνό Γκιώνα – χωριό Ντρέμισα όπου βρέθηκαν – σε εξαντλητική πορεία τα εκεί τμήματα. Φθάνουν εξαντλημένα λίγο πριν το εγχείρημα και θα παραμείνουν στη Σουβάλα ή Πολύδροσος για εφεδρεία. Συνολικά κινητοποιήθηκαν 500 άνδρες, περίπου.

Την καθορισμένη ώρα, 12η νυχτερινή, προσβάλλεται τόσο ο σταθμός όσο και τα φυλάκια του εχθρού που είναι τοποθετημένα στις δύο πλευρές του σταθμού κατά μήκος των γραμμών. Προς την πλευρά της Αμφίκλειας, όπου στρατοπεδεύει ολόκληρο Ιταλικό τάγμα άλλα τμήματα εμποδίζουν την κάθοδο στο σταθμό των Ιταλών. Τις προσβάσεις της ανατολικής πλευράς του Δαδιού φύλαγε μία μικρή ομάδα μονίμου ΕΛΑΣ και οι εφεδροελασίτες της Βελίτσας με επικεφαλής όλων, τον νεοκαταταγέντα Καλλία. Η επιτυχία του εγχειρήματος είναι πλήρης. Καταστρέφεται η περιστρεφόμενη πλάκα όπου τοποθετούνται οι ατμομηχανές για να αλλάξουν κατεύθυνση. Επίσης, οι τηλεφωνικές συνδέσεις και οι σιδηροδρομικές γραμμές ξηλώνονται. Τα κτήρια και τα ντεπόζιτα παροχής νερού στις ατμομηχανές επίσης αχρηστεύονται.
Οι ΕΛΑΣίτες, αφού έγιναν κύριοι του σταθμού, με τη βοήθεια των εκεί σιδηροδρομικών υπαλλήλων, συναρμολογούσαν μέρος των υπαρχόντων βαγονιών. Τα κοτσάριζαν σε μηχανές, έδεναν τη σφυρίχτρα των μηχανών να σφυρίζει και τα άφηναν να κυλούν από Δαδί προς Κηφοσοχώρι. Αυτά έρχονταν και συναντούσαν την καμένη αμαξοστοιχία στην Παλαβίτσα και, όπως ένα μέρος αυτής ήταν μέσα στην τρανσέρα, συγκρούονταν με πάταγο και σφήνωναν. Ετσι έστειλαν επτά μηχανές και πολλά βαγόνια.
Μέσα στην τρανσέρα είχε γίνει ένα τέτοιο σφήνωμα μεταξύ τους και των βράχων, ώστε καθυστέρησε τον ανεφοδιασμό του Ρόμελ δώδεκα ημέρες. Τόσες χρειάστηκαν τα συνεργεία για να καθαρίσουν την τρανσέρα και να διορθώσουν τη γραμμή «Παλαβίτσα- Σταθμός Δαδιού».

Νεκροί πολλοί Γερμανοϊταλοί, αιχμάλωτοι 14 Γερμανοί και αρκετοί Ιταλοί. Τους αιχμαλώτους θα τους στείλουν στο αρχηγείο στην Κολοκυθιά. Οι Ιταλοί περίπου 40 θα τους μοιράσουν σε δύο ομάδες και τη μια θα τη στείλουν στο Ιταλοκρατούμενο Λιδωρίκι και την άλλη στο Ιταλοκρατούμενο Καρπενήσι.

Την επομένη του σαμποτάζ οι Ιταλοί συνέλαβαν 11 κατοίκους της Αμφίκλειας και τους εκτέλεσαν πλησίον του σταθμού.

Υστερα από λίγες ημέρες, ο ιταλικός στρατός μπήκε στη Βελίτσα, τη λεηλάτησε και την έκαψε ως αντίποινα για το σαμποτάζ στην Παλαβίτσα. Οι Ιταλοί πυροβολώντας αδιάκριτα, σκότωσαν τους εξής Βελιτσιώτες: Γαζή Χρήστο του Ανδρέα, Καπερώνη Ιωάννη του Κωνσταντίνου, Τριφύλλη Καλλιόπη του Ιωάννου, Σταφυλά Παναγιού και Γαλάνη Γιάννη, δάσκαλο. Τον Μάιο πλήθος Ιταλικού στρατού μπήκε τα χαράματα στην Πολύδροσο, και έκαψε 25 σπίτια Εαμιτών λεηλάτησαν τις προίκες των κοριτσιών, άρπαξαν οικόσιτα ζώα και οτιδήποτε άλλο τους άρεσε και έφυγαν την ίδια ημέρα.



Η ιστορία μέσα απ’ τα μάτια ενός Γερμανού

Αφού πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, οι στρατιώτες της 117ης μεραρχίας καταδρομών απέκτησαν τις πρώτες εμπειρίες σχετικά με τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η γερμανική στρατιωτική ηγεσία μετά την ανάληψη της διαφύλαξης του σιδηροδρομικού δικτύου.

Τη νύχτα της 14ης Απριλίου 1943, περίπου 500 αντάρτες είχαν επιτεθεί κατά του σιδηροδρομικού σταθμού στην Αμφίκλεια, νοτίως του περάσματος του Μπράλλου και της γέφυρας του Γοργοποτάμου, που είχε ανατιναχτεί το Νοέμβριο του 1942. Τη στιγμή της επίθεσης βρίσκονταν στις γραμμές πέντε αμαξοστοιχίες γεμάτες με στρατιωτικό εξοπλισμό της Βέρμαχτ για τη μεραρχία και ένα γερμανικό τρένο με αδειούχους. Οι αντάρτες έβαλαν φωτιά στις αποθήκες κάρβουνου, ανατίναξαν τη δεξαμενή νερού και οδήγησαν δύο ατμομηχανές στην περιστροφική πλάκα του σταθμού. Ταυτόχρονα άφησαν να κυλήσουν προς την κατεύθυνση της Θήβας δύο κατάφορτες αμαξοστοιχίες χωρίς οδηγό. Το ένα τρένο τσακίστηκε στα βράχια λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, ενώ το άλλο εκτροχιάστηκε κοντά στο σταθμό και έπεσε στους θάμνους.

Προφανώς ο Λε Σουίρ είχε ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη της ανταρτικής επίθεσης στο σταθμό μέσω ενός παραρτήματος της τηλεφωνικής επικοινωνίας σιδηροδρόμων στην Αμφίκλεια. Επικοινώνησε αμέσως με τον διοικητή του 1ου τάγματος του 749ου συντάγματος καταδρομών ταγματάρχη Μπένκεν, που είχε μόλις φτάσει με τις μονάδες του από τη Σερβία στο σταθμό Λιανοκλαδίου-Λαμίας και σκόπευε να διέλθει την επόμενη νύχτα από το πέρασμα του Μπράλλου, το οποίο οι Γερμανοί είχαν βαφτίσει «πέρασμα των Θερμοπυλών».1- 2

Καθώς η διαδρομή μετά το Λιανοκλάδι ανηφόριζε με απότομη κλίση στα βουνά, τοποθετήθηκε στην αρχή της αμαξοστοιχίας και μια δεύτερη ατμομηχανή, διαφορετικά το τρένο δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην απότομη άνοδο. Η διαδρομή εθεωρείτο εξαιρετικά επικίνδυνη, διότι τα βαγόνια δέχονταν συχνά ένοπλες επιθέσεις από τους αντάρτες που κρύβονταν στα γύρω υψώματα, οι οποίοι πολλές φορές προσπαθούσαν επίσης να τα εκτροχιάσουν.

Τις ατμομηχανές χειρίζονταν συνήθως Έλληνες σιδηροδρομικοί υπάλληλοι. Έτσι αυτοί ήταν συνήθως οι πρώτοι που βρίσκονταν εκτεθειμένοι στα πυρά των συμπατριωτών τους. Η πιο επικίνδυνη στιγμή ήταν πάντα όταν το τρένο έμπαινε ή εγκατέλειπε σήραγγες και στοές. Στα σημεία αυτά η απόσταση ανάμεσα στον σκοπευτή και τον οδηγό του τρένου δεν ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Πολύ συχνά οι αντάρτες πετούσαν εκρηκτικές ύλες καμουφλαρισμένες ως κομμάτια κάρβουνου στο φορτωμένο με κάρβουνο βαγόνι, για να καταστρέφουν έτσι την ατμομηχανή.



Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Λερ διέταξε, μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου και την ανάληψη της διαφύλαξης του σιδηροδρομικού δικτύου, να τοποθετείται μπροστά από την ατμομηχανή ένα επιπλέον ανοικτό βαγόνι με συρματόπλεγμα. Περίπου πενήντα όμηροι ήταν αναγκασμένοι να ταξιδεύουν στο βαγόνι αυτό, με αποτέλεσμα να πέφτουν συχνά πρώτοι θύματα των πολλών επιθέσεων.

Μια άλλη μέθοδος για τη διαφύλαξη των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν ο εξαναγκασμός πολιτών που κατοικούσαν κοντά στις γραμμές να τις ελέγχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πολλοί έπεσαν θύματα των ναρκών που τοποθετούσαν οι αντάρτες στις γραμμές ή εκτελούνταν προς παραδειγματισμό, όταν πράγματι εκρήγνυντο νάρκες, καθώς ο Αερ είχε διατάξει ότι «σε περίπτωση έκρηξης νάρκης ή λασκαρίσματος των γραμμών θα τιμωρούνται οι πολίτες που μόλις είχαν κάνει περιπο¬λία, εν ανάγκη θα εκτελούνται [...], θα τιμωρούνται χωριά, θα φυλακίζομαι όμηροι. Θα συλλαμβάνονται επίσης οι μη αυτόχθονες κάτοικοι!».

Επειδή η επίθεση κατά του σιδηροδρομικού σταθμού της Αμφίκλειας θα καθυστερούσε συνολικά την προώθηση της μεραρχίας, ο Λε Σουϊρ διέταξε τον ταγματάρχη Μπένκεν να απελευθερώσει πόση θυσία το σταθμό που βρισκόταν στα χέρια των ανταρτών. Ο Μπένκεν έδωσε εντολή στον Γιόζεφ Τίσλερ,4 υπαξιωματικό των καταδρομέων (Oberiager ) του 2ου λόχου του 749ου συντάγματος, να εκτελέσει τη διαταγή.

Ο νεαρός από το Μόναχο ήταν ένας έμπειρος υπαξιωματικός και ανιχνευτής, που είχε ήδη γίνει γνωστός στην Κροατία ως διοικητής παράτολμων «επιχειρήσεων αυτοκτονίας». Οργάνωσε ταχύτατα μια διμοιρία ανιχνευτών με πέντε μεταγωγικά βαγόνια για ζώα και τοποθέτησε στο καθένα από αυτά δέκα άνδρες εξοπλισμένους με βαρέα οπλοπολυβόλα.

Πριν η «επιχείρηση των μονάδων κρούσης» ξεκινήσει για την Αμφίκλεια, ο ταγματάρχης Μπένκεν την παραλλήλισε σε έναν παθιασμένο λόγο του με την αποστολή των τριακοσίων του Λεωνίδα, που είχαν πολεμήσει στον ίδιο ιστορικό χώρο για τον ίδιο σκοπό, «την απώθηση του ξενόφερτου ασιατικού στοιχείου», όπως αναφέρει ο Τίσλερ στα απομνημονεύματά του: έτσι ο Γερμανός στρατιώτης «είχε περισσότερα δικαιώματα να επιλέξει τούς ήρωες αυτούς ως πρότυπά του σε σχέση με τούς Έλληνες κομμουνιστές αντάρτες». Ο ταγματάρχης μίλησε για «τον ηρωισμό των ανιχνευτών, που η πατρίδα δεν θα ξεχνούσε ποτέ», όπως δεν ξεχάστηκε και ο Λεωνίδας μετά από αιώνες. Ολοκλήρωσε το λόγο του με μια όχι και τόσο ενθαρρυντική πρόταση, την οποία ο Τίσλερ, πολλά χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, δεν ξέχασε: «Ποιος ξέρει αν θα ξαναδούμε ποτέ τους συντρόφους μας». Προφανώς ο Μπένκεν, αναφέρει ο Τίσλερ, δεν πίστευε ότι η επιχείρηση θα στεφόταν από επιτυχία.6

Γύρο στη μία το πρωί της 13ης Απριλίου, ο διοικητής της «μονάδας κρούσης» Γιόζεφ Τίσλερ, που διηύθυνε την επιχείρηση η οποία είχε πλέον πάρει το όνομα του θρυλικού Λεωνίδα, βρισκόταν δίπλα στον Κώστα, τον Έλληνα μηχανοδηγό, δίνοντας εντολές να «τοποθετηθούν τα πολυβόλα μπροστά σε αντιαεροπορικούς τρίποδες», για να μπορούν οι άνδρες να πυροβολούν προς τις πλαγιές και την άνω πλευρά της εκάστοτε σήραγγας. Στην αριστερή πλευρά βρισκόταν εξάλλου η ανοιχτή πεδιάδα του δέλτα του Σπερχειού, ο οποίος εκβάλλει στο σημείο αυτό στο Αιγαίο, οπότε από την πλευρά αυτή ήταν αδύνατο να δεχθούν ανταρτικές επιθέσεις. Ο δεκανέας Ντενκ βρισκόταν στο βαγόνι με το κάρβουνο για να πετάει έξω χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση κάθε ξένο αντικείμενο που έπεφτε στο βαγόνι από ψηλά», ενώ ο σύντροφός του Βινερρόιτερ φώτιζε με φωτοβολίδες τις πλαγιές των βουνών και τις σήραγγες.



Ομως, λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, μια είδηση ανάγκασε τον Τίσλερ να εγκαταλείψει την ατμομηχανή. Ο Μπένκεν είχε πληροφορηθεί ότι από την αντίθετη κατεύθυνση της μονής σιδηροδρομικής γραμμής πλησίαζε ένα μεταγωγικό τρένο. Ο Τίσλερ θα έπρεπε να εκτροχιάσει το τρένο, να συνεχίσει πεζή και να επιτεθεί στη συνέχεια εναντίον του σταθμού της Αμφίκλειας. Ο παράτολμος Τίσλερ αποφάσισε όμως να δράσει διαφορετικά. Διέταξε τον μηχανοδηγό να συνεχίσει με ελάχιστη ταχύτητα. περιμένοντας να αντικρίσει το τρένο που πλησίαζε από την αντίθετη κατεύθυνση.

Και πράγματι, στο οροπέδιο λίγο μετά το πέρασμα του Μπράλλου οι άνδρες νόμισαν ξαφνικά ότι διέκριναν στο βάθος ένα σύντομο τρεμόσβησμα, το οποίο αποδείχτηκε τελικά ότι προερχόταν από μια πυγολαμπίδα. Ο Χούμμελ από το Μόναχο θυμάται: «Είδαμε στο βάθος και κάπως δεξιά από τις γραμμές να αναβοσβήνουν ένα- δύο φώτα. Το τρένο ήταν φωτισμένο».

Στο μεταξύ ο Τίσλερ είχε, ήδη δώσει οδηγίες να κατευθυνθεί το δικό του τρένο με μέγιστη ταχύτητα προς τα πίσω. Δύο θερμαστές φτυάριζαν κάρβουνο και ο Ελληνας μηχανοδηγός Κώστας το έριχνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη μηχανή. Ο Χούμμελ θυμάται τους προσκρουστήρες του άλλου τρένου να πλησιάζουν όλο και περισσότερο και πως, τελικά, «ακούστηκαν πάμπολλες κραυγές ανακούφισης» όταν το τρένο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση άρχισε να χάνει ταχύτητα σταματώντας τελικά πλήρως.

Σύντομα έγινε φανερό ότι το τρένο ήταν γεμάτο με σκαπανείς σιδηροδρόμων, που άρχισαν να βγαίνουν τρομαγμένοι από τα βαγόνια τους με τον «γέρο-ταγματάρχη τους, σαν τα στοιχειά της νύχτας». Οι σκαπανείς ήταν απασχολημένοι με επιδιορθωτικές εργασίες σε γέφυρες και γραμμές νοτίως της Αμφίκλειας και εν όψει της επίθεσης εναντίον του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν μέσα στη νύχτα στο σταθμό Λιανοκλαδίου-Λαμίας.

Αντί να επιστρέψουν στη Λαμία, τα δύο τρένα συνδέθηκαν μεταξύ τους. Λίγο αργότερα, σημειώνει ο Τίσλερ, «κατευθυνόμασταν σαν τρελοί προς την Αμφίκλεια όπου φτάσαμε τα ξημερώματα». Οι αντάρτες που κατείχαν ακόμη το σταθμό πιάστηκαν στον ύπνο και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Πάνω από τριάντα νεκροί και τραυματίες που είχαν πέσει θύματα της αντάρτικης επίθεσης βρέθηκαν από τη μονάδα του Τίσλερ διασκορπισμένοι στις σιδηροδρομικές γραμμές. Στους νεκρούς συγκαταλέγονταν και οι δύο Ελληνες μηχανοδηγοί, που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από τους συμπατριώτες τους, όταν οδήγησαν τα τρένα τους στην περιστρεφόμενη πλάκα του σταθμού.

Το τηλέφωνο στο κτίριο του σταθμού λειτουργούσε ακόμη. Καθώς ο Τίσλερ έδινε την αναφορά του σχετικά με τα γεγονότα στο σταθμό, βρέθηκε ξαφνικά να συνομιλεί με τον Λε Σουίρ προσωπικά, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει την «περιπετειώδη ιστορία». Οταν όμως άκουσε μέσω του τηλεφώνου τις ριπές των πολυβόλων, αναγκάστηκε να πιστέψει του λόγου το αληθές: οι ανιχνευτές είχαν ανακαλύψει τους τρεπόμενους σε φυγή αντάρτες και άρχισαν, όπως αναφέρει ο Τίσλερ, να «τους καθαρίζουν, καθώς ανέβαιναν την πλαγιά του βουνού». Η μονάδα κρούσης «Λεωνίδας» του Τίσλερ δεν έχασε αντιθέτως ούτε έναν άνδρα*.

*Οι ΕΛΑΣίτες, όπως αναφέραμε παραπάνω, είχαν αποσυρθεί πολύ νωρίτερα οι μόνοι που βρίσκονταν στον σταθμό θα ήταν Ιταλοί στρατιώτες που πλήρωσαν το μένος των Γερμανών.



Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.

Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook


Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.



© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved