Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι (στη
συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και
παιδιά) έχουν μαζευτεί υπό τις γερμανικές απειλές στα
δύο σημεία συγκέντρωσης. Οι Γερμανοί δεν δείχνουν καμία
διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται
αποφασισμένοι για την αποτρόπαια συνέχεια. Ο ιερέας του
χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες
άτομα, σπεύδει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο
αργότερα αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και
την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία
βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται.
Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια
του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την
ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον
τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από
την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την
οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη. Το χωριό
καίγεται και σι Γερμανοί και σι ταγματασφαλίτες ξεσπούν
σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους
ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των
μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα
-χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα
κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα
μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια. Δείχνουν
μάλιστα να το διασκεδάζουν… Πίνουν και γελούν σαν σε
πανηγύρι.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται
δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια
γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να
παρακολουθήσει το διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη
δολοφονία (με το μαρτυρικό παλούκωμα) της νεαρής κόρης
της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη
του χωριού εκτελούν μια μητέρα με το μωρό της στην
αγκαλιά το οποίο και μετά το θάνατο της θα εξακολουθήσει
να θηλάζει τη νεκρή του μητέρα. Οι δολοφόνοι στέκονται
από πάνω και γελούν. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές
και αναφιλητά.
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει
ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν
την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος.
Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο
και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως
προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο-
δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του
Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του
Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από
τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια.
Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν
τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική
σιγή, μιλάνε σι ματιές, υγρές, βαριές. Όμως και μια
σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου η
ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των
Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για
λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει
καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο
σωτηρίας. Σύντομα σι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα
στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους
επιχειρούν να διαφύγουν. Στη συνέχεια, ρίχνουν
στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με
τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός.
Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται
ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους
στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα.
Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες
που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν,
δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος,
ηρωική, δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην
αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα.
Σώζονται βγαίνοντας απ τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα Πίσω
από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί
ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων.
Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο
σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους
καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων
να σωθούν από τις φλόγες και τη βουλή της Ατρόπου
Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι
ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και
απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και
αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της
εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα
να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να
σκοτώνουν.
Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο
χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο
Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη προς το
σανατόριο Ασβεστοχωρίου για να επισκεφθεί τον εκεί
νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον
εκτελούν και αυτόν, αναίτια και εν ψυχρώ. Μόνο επειδή
ήταν από τον Χορτιάτη.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή.
Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα
από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες),
πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας
διάχυτη.
Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί,
από τους ο ποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36
κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν
ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη
μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα
του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί.
Από το φούρνο του Γκουραμάνη,
το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα
γλιτώσουν ελάχιστοι.
Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος
Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη
Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία
και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος
Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο
Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού
κ.ά.
** Το κείμενο
γράφηκε από τον Ηλία Άγνωστο βασισμένο στο βιβλίο του
Γιώργου Φαρσακίδη "μια επαίσχυντη συμφωνία και το
ολοκαύτωμα του Χορτιάτη" Οι περιγραφές και τα
στιγμιότιπα της σφαγής είναι παρμένα από την ηλεκτρονική
εφημερίδα Χορτιάτης570
Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.
Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.