Εισαγωγή:
Ο χώρος της δυτικής Μακεδονίας παρουσιάζεται ιδιαίτερα διασπασµένος καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, καθώς η οικονοµική, κοινωνική και πολιτική συνοχή (ήδη αποδυναµωµένη από την περίοδο του Μεσοπολέµου) πλήττεται σε οριακό βαθµό.
Οι αρχές κατοχής θα προσπαθήσουν να εκµεταλλευτούν προς όφελος τους, και σε µεγάλο βαθµό θα το πετύχουν, τις προϋπάρχουσες διαφορές µεταξύ των διαφορετικών πληθυσµιακών οµάδων που ζούσαν στη δυτική Μακεδονία.
Η ανάπτυξη της αντίστασης και ιδιαίτερα της εαµικής θα αλλάξει τα δεδοµένα και το ΕΑΜ θα δηµιουργήσει µια νέα πραγµατικότητα στις απελευθερωµένες περιοχές. Όµως η δυτική Μακεδονία θα παραµείνει χώρος ιδιαίτερα διασπασµένος όπως δείχνουν οι συχνά ιδιαίτερα βίαιες εµφύλιες συγκρούσεις που πλήθαιναν όσο πλησίαζε το τέλος της κατοχής. Μέσα στο πλαίσιο αυτό πολλές εθνοτικές οµάδες θα συνεργαστούν µε τις κατοχικές αρχές.
Bλάχοι, σλαβόφωνοι κοµιτατζήδες (με τον όρο κοµιτατζήδες την περίοδο αυτή αναφέρονται οι σλαβόφωνοι που εντάχθηκαν στο Κοµιτάτο, οργάνωση που ίδρυσαν οι ιταλικές αρχές την άνοιξη του 1943), πόντιοι (τουρκόφωνοι κυρίως) θα έρθουν σε συνεννόηση µε τους κατακτητές, Βούλγαρους, Ιταλούς και Γερµανούς. Από την άλλη το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα προσελκύσουν στις τάξεις τους µέλη από ολόκληρο το φάσµα του πληθυσµού. Αναφορικά µε τους σλαβόφωνους, οι πληθυσµοί αυτοί διεκδικήθηκαν από τους Βούλγαρους κατακτητές, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Το φθινόπωρο του 1943 το ΕΑΜ δηµιουργεί το SNOF µε σκοπό τον προσεταιρισµό των σλαβόφωνων της δυτικής Μακεδονίας. Η οργάνωση αυτή όπως και τα σλαβοµακεδονικά τάγµατα που δηµιουργήθηκαν µετά τη διάλυση της θεωρούνται αρκετά αµφιλεγόµενα, λόγω των αυτονοµιστικών
τάσεων που αναπτύχθηκαν µέσα στις τάξεις τους.
Με τη λήξη του πολέµου, η περιοχή της δυτικής Μακεδονίας θα χωριστεί σε δύο ζώνες κατοχής, τη δυτική ζώνη που ήταν υπό ιταλική κατοχή και περιελάµβανε την περιοχή της Καστοριάς και την ανατολική ζώνη που ήταν υπό γερµανική κατοχή και περιελάµβανε την περιοχή της Φλώρινας, σηµαντικό συγκοινωνιακό κόµβο. Το κλίµα αβεβαιότητας και ανασφάλειας που δηµιουργήθηκε τότε προσπάθησαν να το εκµεταλλευθούν οι κατοχικές αρχές και πρώτη από όλους η βουλγαρική προπαγάνδα. Βούλγαροι αξιωµατούχοι προσπάθησαν να κερδίσουν τη συµπάθεια των σλαβόφωνων µε το να µεσολαβούν στις ιταλικές αρχές για να απελευθερώσουν αιχµάλωτους πολέµου που κατάγονταν από την περιοχή. Παράλληλα µεσολαβούν και στις γερµανικές αρχές για να αφεθούν ελεύθεροι σλαβόφωνοι που κρατούνταν σε ελληνικές φυλακές.
Μια ακόµη δραστηριότητα των Βουλγάρων είχε στόχο την εκµετάλλευση των πολύ άσχηµων οικονοµικών συνθηκών της περιοχής. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης και τη δράση πολλών Βουλγάρων αξιωµατικών συνδέσµων στα γερµανικά φρουραρχεία της δυτικής Μακεδονίας έγινε προσπάθεια να εγγραφούν πολλοί σλαβόφωνοι ως “Βούλγαροι” µε την παροχή προνοµίων. Με τη δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, οι εγγραφέντες έπαιρναν βουλγαρική ταυτότητα καθώς και λίγα τρόφιµα, κυρίως δηµητριακά καθώς και σπάνια είδη όπως σαπούνι και ζάχαρη.
Η κατάρρευση του οικονοµικού ιστού και το κλίµα φόβου και ανασφάλειας που επικρατούσε σε όλη την περιοχή µπορεί να εξηγήσει την κίνηση αυτή. Η δυσαρέσκεια των σλαβόφωνων προς τις ελληνικές αρχές και η έντονη φηµολογία από τους Βούλγαρους συνδέσµους ότι η περιοχή θα παραχωρούνταν τελικά στη Βουλγαρία, ενίσχυσε την τάση αυτή. Οι δηλώσεις βουλγαρικής εθνικότητας είχαν µάλλον ως κίνητρο την οικονοµική βοήθεια και το καθεστώς ασφάλειας που τους προσέφερε η κίνηση αυτή. Άλλωστε φαίνεται ότι όταν το οξύ επισιτιστικό πρόβληµα περιορίστηκε, οι δηλώσεις αυτές µειώθηκαν ή σταµάτησαν.
Μια αντίστοιχη προσπάθεια προσεταιρισµού των βλάχων, µε σκοπό τον έλεγχο της ορεινής περιοχής Πίνδου-Θεσσαλίας έγινε από τις ιταλικές αρχές κατοχής. Αυτές µε την παροχή προνοµίων, τη διανοµή τροφίµων και την υπόσχεση δηµιουργίας ενός αυτόνοµου “Πριγκιπάτου της Πίνδου” (που θα περιελάµβανε τµήµατα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας) στα πλαίσια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, κατάφεραν να προσεγγίσουν ένα µικρό αριθµό βλάχων. Επικεφαλής της όλης κίνησης, όργανο της οποίας ήταν η “Ρωµαϊκή Λεγεώνα”, ήταν ο Αλκιβιάδης ∆ιαµάντης που προωθούσε παράλληλα συµφέροντα των Ρουµάνων στην περιοχή.
Η κίνηση δεν βρήκε σηµαντική ανταπόκριση και ως το καλοκαίρι του 1942 η απήχηση της οργάνωσης είχε µειωθεί σηµαντικά.
Ένα ιδιαίτερο γεγονός που είχε ιδιαίτερη σηµασία για την ανάπτυξη της αντίστασης υπήρξε η απελευθέρωση στις 30 Ιουνίου 1941 27 στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές Ακροναυπλίας οπού κρατούνταν από τη µεταξική περίοδο. Η απελευθέρωση των 27, η πλειοψηφία των οποίων ήταν Σλαβοµακεδόνες έγινε έπειτα από απόφαση της καθοδήγησης της κ.ο. του ΚΚΕ Ακροναυπλίας. Η καθοδήγηση έδωσε εντολή στο Νεδέλκο Παπανεδέλκο (Σλαβοµακεδόνας κοµµουνιστής που είχε απελευθερωθεί στις 12 Ιουνίου µε µεσολάβηση της Γερµανίδας συζύγου του) να µεσολαβήσει στη βουλγαρική πρεσβεία για την απελευθέρωση των Σλαβοµακεδόνων Ακροναυπλιωτών. Φαίνεται ότι οι βουλγαρικές αρχές κατοχής πίστευαν ότι θα µπορούσαν να χρησιµοποιήσουν τους Σλαβοµακεδόνες κοµµουνιστές προς όφελος των δικών τους σχεδίων.
Από την άλλη το ΚΚΕ προσπάθησε να χρησιµοποιήσει αυτή τη δυνατότητα για να ανασυγκροτήσει τον εξαρθρωµένο µηχανισµό του και να επαναδραστηριοποιηθεί. Ανάµεσα στα 27 στελέχη ήταν και ο Ανδρέας Τζήµας, βλάχος από τη Σαµαρίνα, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ καθώς και σηµαντικά στελέχη από τη δυτική Μακεδονία που στη συνέχεια θα πρωτοστατήσουν στην αναδιοργάνωση του κόµµατος στην περιοχή.
Η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ και η εµφάνιση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην περιοχή θα µετατρέψουν την κατάσταση. Παρ’ όλα τα προβλήµατα που υπήρχαν, το ΚΚΕ θα καταφέρει να ανασυγκροτήσει το µηχανισµό του και θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην οργάνωση του ΕΑΜ και του στρατιωτικού του τµήµατος, του ΕΛΑΣ. Στην περιοχή, οι συνθήκες ήταν µάλλον πιο δύσκολες στη Φλώρινα, όπου η ισχυρή παρουσία των Γερµανών έκανε τις όποιες κινήσεις ιδιαίτερα επικίνδυνες, ενώ οι συνθήκες στα νοτιοδυτικά (περιοχή Βοΐου, Γράµµου, Γρεβενών) ήταν πιο πρόσφορες για την ανάπτυξη του αντάρτικου. Σηµαντικό ρόλο επίσης στη δυσκολία ανάπτυξης της αντίστασης στην Καστοριά και στη Φλώρινα είχε η δυσπιστία πολλών σλαβόφωνων προς το ελληνικό στοιχείο, δυσπιστία που θα υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε