Το χωριό της Αγίας Ευθυμίας (Αγιαθυμιά) βρίσκονταν πάνω στον βασικό οδικό άξονα που ένωνε την Ανατολική και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Η περιοχή ανήκε στην ιταλική ζώνη κατάκτησης.
Το απόγευμα της 7ης Απριλίου του 1943, έφθασε στο χωριό αντάρτικο σώμα του ΕΛΑΣ 130 ανδρών, υπό τον Καπετάν Νικηφόρο (Δημήτριο Δημητρίου) προκειμένου να μυήσει τους χωριανούς στην αντιστασιακή δράση και στον αγώνα για την ελευθερία. Οι αντάρτες ζήτησαν από τους χωριανούς να τους παραδώσουν τα όπλα που κατείχαν. Οι άνδρες του Νικηφόρου διανυκτέρευσαν στο χωριό και το πρωί της επομένης, 8ης Απριλίου, ήλθαν σε σύγκρουση με ιταλική φάλαγγα είκοσι αυτοκινήτων, που είχε κατεύθυνση προς την Άμφισσα. Η συμπλοκή έλαβε χώρα στη θέση Λαχίδια. Κατ’ αυτήν επικράτησαν οι αντάρτες με μηδενικές απώλειες. Στον αντίποδα, οι Ιταλοί μέτρησαν νεκρούς, τραυματίες και μεγάλες υλικές ζημιές. Από τα είκοσι ιταλικά οχήματα, δέκα επτά κάηκαν στο πεδίο της συμπλοκής, ένα ακινητοποιήθηκε στην αρχή του χωριού και δύο διέφυγαν στην Άμφισσα, μεταφέροντας τους επιζώντες Ιταλούς. Οι αντάρτες έφυγαν προς το βουνό και την ίδια νύκτα μετακινήθηκαν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
……………………………………………………………………………………………………..
Πολλά έχουν ειπωθεί γι’ αυτή την μάχη. Ας δούμε, όμως, πώς την περιγράφει ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο καπετάν Νικηφόρος, στο βιβλίο του “Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης”:
"Το πρωί, η μέρα ξημέρωσε κατασκότεινη. Φυσούσε ένας παγωμένος αέρας και μαύρες αντάρες ανακατεύονταν ολούθε άγρια, κουβάρια-κουβάρια. Κατάπιναν τα σπίτια του χωριού, τα υγρά δέντρα…
Στιγμές-στιγμές δεν έβλεπες ούτε δέκα μέτρα μπροστά σου. Η αντάρα έπεφτε, σηκωνόταν, πάλι ξανάπεφτε, σα να χιμούσαν απάνω μας κάποιοι υπερκόσμιοι θυμοί, ανήμποροι ωστόσο στο βάθος. Ζαλιζόσουν. Ξυπνήσαμε δυσφορώντας. Αδημονούσαμε, έπρεπε να είχαμε φύγει. Τα όπλα όμως καθυστερούσαν ακόμα. Βγήκαμε έξω (είχαμε κοιμηθεί στα καφενεία). Ξαναμαζεύτηκε κάμποσος κόσμος, άντρες μόνο τώρα.
― Τι να κάνουμε χωριανοί; – τους φωνάξαμε. ― Γιατί δε φέρνουν και οι υπόλοιποι τα όπλα να φεύγουμε; Θα πλακώσει καμιά φάλαγγα και θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια εδώ μέσα…
Τόλεγα γι’ αστείο, αλλά πριν προφτάσω ν’ αποσώσω την κουβέντα μου, έφτανε με την ψυχή στα δόντια ένας αντάρτης.
― Φάλαγγα! – κάνει ξέπνοος– και μας έλεγε ότι φάνηκε από το Λιδωρίκι! Μπήκε στη στροφή πάνω από τη Βουνιχώρα και πρόλαβαν και μετρήσανε είκοσι αυτοκίνητα. Όλα φορτηγά. Δεν άφηνε όμως η αντάρα να τη δουν καλλίτερα.
Με το φάλαγγα που είπε ο σύνδεσμος, δώσαμε συναγερμό. Σηκώθηκαν στο πόδι οι αντάρτες. Σκορπούσαν και οι αγιαθυμιώτες τρέχοντας για τα σπίτια τους. Ακούστηκε κάπου κι ένας πυροβολισμός και δυνάμωσε η αναστάτωση. Τρέχαμε με όλη μας τη δύναμη, να προλάβουμε να βγούμε έξω από το χωριό, στ’ αμπέλια να πιάσουμε θέσεις. Η αντάρα, εξακολουθούσε, τη μια στιγμή μας εξαφάνιζε, την άλλη σηκωνόταν. Έβλεπες έναν τόπο παράξενο, κομματιαστό, δε μπορούσες να σχηματίσεις γνώμη. Πρόλαβα και είδα λίγο τη στροφή που κάνει η δημοσιά στην άκρη στο χωριό, στ’ αμπέλια. Άρχισα να φωνάζω δυνατά οδηγίες:
― Εδώ θα στήσουμε ενέδρα! Από κείνο το σημείο έως εκείνο!
Φώναζα με όλη μου τη δύναμη.
― Οι ομάδες με τη σειρά! Η τάδε εκεί, η τάδε εκεί. Θ’ αφήσουμε τη φάλαγγα να μπει ολόκληρη στην ενέδρα! Γρήγορα, συναγωνιστές. Πιάστε θέσεις και καλυφθείτε τελείως!
Φτάσαμε στην ομάδα που ήταν φυλάκιο (του Σόλωνα και Στρογγυλάκου. Κρατούσαν θέσεις στο νεκροταφείο).
― Καλά είστε εσείς εδώ – τους είπαμε – θα κλείνετε την ενέδρα. Τι άλλο είδατε;
― Τίποτα άλλο δε φάνηκε. Αυτά τα 20 αυτοκίνητα.
Ακούγονταν κιόλας, είχαν προσπεράσει τη Βουνιχώρα και γρύλιζαν τα φρένα τους σ’ όλη τη γυμνή πλαγιά στον κατήφορο. Η αντάρα όμως μας τύφλωνε.
Εμείς, πηδούσαν με την ψυχή στα δόντια οι ομάδες μέσα στ’ αμπέλια κι ανοίγονταν σκουντουφλώντας. Ωραία ανοίγονταν αλλά τους έχανα με μιας μέσα στην ομίχλη. Ακόμα δεν είχα δει συνολικά το μέρος. Σηκώθηκε τότε λιγάκι η αντάρα και το είδα.
― Ανάποδο μέρος! Ανάποδο! – κλώτσησε η καρδιά μου. Είμασταν σ’ ένα γούπατο που μπορούσαν να το καβαλικέψουν από πάνω οι ιταλοί. Και το χειρότερο δεν είχαμε πιάσει ακόμα θέσεις. Ξανάπεσε η αντάρα και δυνάμωσε η αγωνία μου. Τ’ αυτοκίνητα πλάκωναν πια απάνω στις θέσεις μας κι εμείς βολοδέρναμε ακόμα.
Τότε έγινε το χειρότερο. Τ’ αυτοκίνητα έφτασαν κι ο πρώτος αντάρτης που βρέθηκε μπροστά τους άρχισε να τα πυροβολεί, πυροβόλησε το πρώτο. Τι πρωτοβουλία ήταν αυτή; Αναστατώθηκα. Μπήκε στη μάχη όλη η ομάδα εκεί. Αναρόχαζε όλο το βουνό από τις μπαταριές. Άρχισαν να σκούζουν οι ιταλοί, ωρύονταν δίνοντας παραγγέλματα. Και τ’ αυτοκίνητα, στρίγγλιζαν δαιμονικά τα φρένα τους σαν πανικόβλητα αγρίμια και σταματούσαν.
– Όλη η φάλαγγα έξω από την ενέδρα μας.
Βλαστημούσα παρανταλιασμένος. Η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως από τα χέρια μας. Αποφάσισα αμέσως να αποσυρθούμε κι άρχισα να φωνάζω στις ομάδες να μη χτυπήσουν και να τραβηχτούν, γρήγορα προς τη Γκιώνα.
«Μάχη δεν θα δοθεί! Μάχη δεν θα δοθεί!». Και τους καλούσα να ειδοποιούν ο ένας τον άλλον, η μία ομάδα την άλλη.
Άρχισε ν’ ακούεται η νέα διαταγή σαν κραυγή αδέσποτη που πλανιόταν μέσα στην ομίχλη. Και άρχισαν οι ομάδες να σηκώνονται από τις θέσεις τους και να ανηφορίζουν μέσα από τ’ αμπέλια για τη Γκιώνα. Φαίνονταν και τους ξανάχανες μέσα στα κουβαριάσματα της αντάρας.
Μπροστά όμως άναβε γερά το πελεκούδι. Ακούγαμε τα τρεχαλητά των ιταλών στη δημοσιά, το λαχάνιασμά τους, τις ταραγμένες συνεννοήσεις τους – νόμιζες θα χώσεις το χέρι σου στην αντάρα και θα τους πιάσεις.
Ξαφνικά οι μπαταριές κι εκεί έπαψαν. Μόνο δυο-τρία ντουφέκια εξακολουθούσαν να το λένε, σταθερά, μπαμ! μπαμ!μπαμ! Φαινόταν ότι ήσαν δικά μας ντουφέκια.
Θα πήραν την ειδοποίηση – συμπέρανα.
Απότομα όμως τα πυρά άναψαν πάλι, των ιταλών όμως αυτά, μπαίνανε στη μάχη και οι ιταλοί. Και άγριες φωνές.
Ξαναφώναξα τότε:
― Γρηγορώτερα, συναγωνιστές. Να βγούμε από τ’ αμπέλια. Όσοι ανηφορίζουν πρώτοι να πιάσουν τα βραχάκια που θα βρουν μπροστά τους και να μείνουν εκεί ώσπου να περάσει όλο το τμήμα απάνω.
Συναντήθηκα με το Διαμαντή. Ήταν φαρμακωμένος.
― Ποιος ήταν αυτός ο βιαστικός… – έλεγε για κείνον που πρωτοπυροβόλησε.
Και οι άλλοι αντάρτες βλαστημούσαν.«Η τάδε ομάδα ήταν μπροστά», έλεγαν. Συνεννοηθήκαμε με το Διαμαντή και το Θησέα, πήραν το τμήμα κι ανηφόριζαν γρήγορα. Εγώ έμεινα να μαζέψω τους καθυστερημένους και να δω τι γινόταν.
Χάθηκαν μέσα στην αντάρα οι ομάδες. Μείναμε μόνοι μας δυο-τρεις, χαμένοι κι εμείς στο άσπρο άχνινο σάβανο. Ακούγαμε βήματα ή γρήγορες ανάσες, γυρίζαμε ανήσυχοι και ξεφύτρωναν μπροστά μας δικοί μας.
― Γρήγορα παιδιά! – τους έλεγα. ― Προχωράτε απάνω!
Καλούσαμε όσους βολόδερναν ακόμα μέσα στα βαρειά φρεσκοσκαμμένα αμπέλια να μας ακούσουν να τραβηχτούν. Δε μπορούσαμε όμως να φωνάζουμε πλέον δυνατά. Τραβιόμασταν σιγά-σιγά κι εμείς. Μαζί μου ο Διαβάτης, ο Ζωγράφος, ο Βαρδουσάκος, ο Κώστας Γιαννόπουλος (ο δικηγόρος από την Κάτω Αγόριανη). Έφτασαν από κάτω δυο-τρεις άλλοι ακόμα. Πλησιάζαμε στα βραχάκια που κλείνουν από πάνω τ’ αμπέλια.
Εκείνο το διαολοντουφεκίδι εξακολουθούσε εκνευριστικό. Άρχισα να μην είμαι σίγουρος ότι είχαν ακούσει όλες οι ομάδες τη διαταγή να συμπτυχθούμε. Σταθήκαμε και ακούγαμε.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε απότομα μπροστά μας, ξεμπλεκόταν λαχανιασμένος κι άγριος μέσα από την αντάρα, ο γιγαντόσωμος Ρουμελιώτης (Βασίλης Αποστολόπουλος από το Σκαμνό, ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέρφια του Σκαμνού). Έρχονταν με σφοδρές κινήσεις πατώντας μέσα στα βρεγμένα πουρνάρια, δίπλα-δίπλα στο βράχο από το μέρος που ακουγόταν το ντουφεκίδι.
― Τι γίνεται, μωρέ Ρουμελιώτη; – πετάχτηκα και τον ρώτησα. ― Τι ντουφεκίδι είναι αυτό;
Λαχάνιαζε.
― Μας είχαν μπλέξει άσχημα! – είπε. ― Εγώ απαγκιστρώθηκα. Έχουν μείνει τώρα πίσω ο Παπασπύρου κι ο Λυκούργος (Ταξιάρχης Παπαδόπουλος). Ή θα πιαστούν ή θα αυτοκτονήσουν!
Αναστατώθηκα.
― Να κατεβούμε να τους βοηθήσουμε! – πήδησε στη μέση ο Διαβάτης. Κι όλοι οι άλλοι το ίδιο.
Αντήχησαν ξαφνικά παλαβωμένες μπαταριές και αριστερώτερα, προς το νεκροταφείο. Αναστατώθηκα ότι κι εκείνη η ομάδα μας δεν θα είχε πάρει τη διαταγή να συμπτυχθούμε. Μ’ έσφαζε η αγωνία, φούντωνε όμως μέσα μου και μια άγρια οργή.
Εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν ένα μέρος η αντάρα. Είχαμε καβαλήσει το βραχάκι. Φάνηκε κι ένα κομμάτι ουρανός. Χαρωπό γαλάζιο, φώτισε και γέλασε ο τόπος. Νάτη και η φάλαγγα. Εκεί-δα μπροστά μας, ούτε τριακόσια μέτρα. Είκοσι περίπου αυτοκίνητα, κολλημένα τόνα με τ’ άλλο, σεμνά σαν υποταγμένα κιόλας. Με την αντάρα, πριν, όλα φαίνονταν τρομερά. Μακρυνά και μυστηριώδη. Τώρα, ήσαν όλα τόσο απλά.
Και οι ιταλοί φαντάροι περπατούσαν πέρα-δώθε στη δημοσιά μπουλούκια-μπουλούκια, ξέγνοιαστοι με τα ντουφέκια κρεμασμένα στους ώμους, σα να είχαν βγει περίπατο. Σκίρτησε κάτι μέσα μου ότι χαίρονταν σαν ανακουφισμένοι. Μερικοί κύτταζαν και προς το δικό μας μέρος. Χόρευε τρελά η καρδιά μου ότι κάτι σπουδαίο θα γινόταν αμέσως εκείνη τη στιγμή. Τότε φώναξε δυνατά, χαρούμενα ένας ιταλός:
― Έεε μαλαντρίνοο! Έλα κάτωωωω! – παιχνίδισε ευτυχισμένη η φωνή του και γέλασαν πολλοί συνάδελφοί του.
― Χεσμένοι από το φόβο τους! – έκαμε μια φωνή μέσα μου.
― Να τους κοπανήσουμε, καπετάνιε! χοροπατούσανε κι οι σύντροφοί μου.
― Χτύπα, Γέροντα! – λέω αχνά κι εγώ στο Διαβάτη.
Σαλτάρισε σαν αίλουρος αυτός, άρπαξε τη σάλπιγγά του, όρθιος στο παραμπρός λιθάρι, λύγισε αδιόρατα δεξιά-ζερβά το γερό κορμί του να βοηθήσει τη δύναμή του να βγει, βού-χου-ου-ου! έκαμε τη δοκιμή κι αμέσως άρχισε ο σάλαγος και βογγούσαν οι πλαγιές:
― Προχωρείτε! Προχωρείτε! Προχωρεί-τεεε!
Γύρισα όλος αγαλλίαση. Και οι άλλοι το ίδιο. Θέλαμε να δούμε το τμήμα πρώτα! Ανέβαινε ανύποπτο, τρακόσια μέτρα πιο ψηλά, σχηματισμένο πλέον φάλαγγα, οι πλάτες τους σε μας – ανύποπτο και σα με αποκαρδίωση. Μόλις βούιξε η σάλπιγγα, τους είδαμε – τινάχτηκαν σαν ελατήρια, άστραψαν σε μας τα πρόσωπά τους, κατασαστισμένοι. Και αμέσως, έλαμψαν απ’ άκρη σ’ άκρη, έσυραν μια ιαχή «αέραααα!» κι όρμησαν τον κατήφορο άγριοι κι αθάνατοι.
Άρχισαν και οι άλλες σάλπιγγες να σημαίνουν. Και πηδούσαν οι αντάρτες τα πουρνάρια, τους όχτους, τους αρμακάδες, ανεμίζοντας οι χλαίνες τους. Σα σαΐτες περνούσαν πάνω από τα εμπόδια και πλάκωναν τον κατήφορο. Οι σαλπιγκτές τους ξέμεναν πίσω, τρέχοντας κι αυτοί από κοντά όσο μπορούσαν ντούροι, αστείοι, και να μη σταματούν να σαλπίζουν. «Προχωρείτε! Προχωρείτε!». Είχε σηκωθεί η τρίχα μας!
Τους χαρήκαμε, πήραμε νέα δύναμη κι εμείς και κάμαμε τον κατήφορο, οι δέκα-δώδεκα πούχαμε μαζευτεί εδώ. Οι ιταλοί, τρεμούλα τους έπιασε. Αλαλιασμένοι ανακατώνονταν παντού, ωρύονταν μεταξύ τους.
Τρέχανε προς τ’ αυτοκίνητά τους σα να τους είχε φυσήξει ένας κακός-κακός άνεμος. Μερικοί χτυπιούνταν μ’ απελπισία για το κακό που τους βρήκε. Κύκλωσαν σμιχτοί τα πρώτα αυτοκίνητα, ποδοπατιούνταν μεταξύ τους ποιος να προλάβει ν’ ανεβεί. Τ’ αυτοκίνητα, μούγκριζαν οι μηχανές τους και ξεκινούσαν σαν αφηνιασμένα.
― Ζωγράφο! – έμπηξα μια φωνή – σφιχτείτε ένας-δυο ίσια κάτω στο σύρραχο και κόψτε τους το δρόμο! Συναγωνιστές! Όσοι έχουνε μιλς, γρήγορα με το Ζωγράφο!
Και όρμησαν τρεις-τέσσερες τον κατήφορο, μισοσκυφτοί, σα σαΐτες, από βράχο σε βράχο. Θα βγαίνανε πενήντα-εβδομήντα μέτρα μπρος από τη σταματημένη φάλαγγα.
Εμείς οι άλλοι κάμαμε ίσια πάνω στη φάλαγγα και λοξεύσαμε ελαφρά δεξιά να την πλευροκοπήσουμε και να βρεθούμε και στο κέντρο στην παράταξη του δικού μας τμήματος που φτάνανε πετώντας από πάνω (διακόσια μέτρα ακόμα πίσω μας). Πολλοί πετούσανε χλαίνες, σακκίδια, όλα τα περιττά, να αλαφρώνουν.
Πέσαμε σε κάτι αμπέλια ακλάδευτα, οι κληματόβεργες αλληλομπλέκονταν μακρυές-μακρυές, μας πεδικλώνανε, πηδούσαμε λοιπόν σαν τα κατσίκια, αστείοι, σαν κουρδισμένοι.
Τ’ αυτοκίνητα στο μεταξύ, ξεκινήσανε τα πρώτα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε. Άλλοι ιταλοί άρχισαν να μας πυροβολούν, ταμπουρώθηκαν στους τοίχους στο πλευρό του δρόμου και χτυπούσανε. Εμείς οι πέντε-έξη μπαίναμε ορμητικά, 200-250 μέτρα τους είχαμε πλέον. Αρχίσαμε κι εμείς να πέφτουμε κάτω, ρίχναμε, ξαναπετιούμασταν σαν ελατήρια και προχωρούσαμε. Δίπλα μου ο Βαρδουσάκος, κοντούλικος και παχουλός, λαχάνιαζε να μας φτάνει και είχε αναψοκοκκινίσει. Ξάφνου άρχισε να ρίχνει κι αυτός.
― Τι κάνεις αυτού; – του λέω. ― Δε φτάνουν ακόμα εκεί οι σφαίρες σου μ’ αυτό!
Είχε ένα από κείνα τα αστεία όπλα, τα στεν.
― Πάψε, καπετάνιε εσύ! – μου λέει ξαναμμένος. ― Να καταλάβουν ότι έχουμε κι αυτόματα! Θα τους κοπούν τα ήπατα.
Ο Κώστας ο Γιαννόπουλος, το φυσικό του ήταν ένας γελαστός, ανευρίαστος άνθρωπος. Τώρα, έτρεχε κι αυτός λαχανιασμένος, κρατούσε το πρόσωπό του λίγο ψηλά να μην του φεύγουν τα γυαλιά, ορθός και ωρυόταν προς το τμήμα:
― Απάνω τους, παιδιάαα! Απάνω τους!
Μου κακοφαινόταν που έφευγαν τ’ αυτοκίνητα.
― Τι κάνει αυτός ο Ζωγράφος! – έλεγα.
Και αμέσως τότε ακούμε μια, δυο, τρεις χειροβομβίδες μιλς, βουερά μουγκρίσματα τύλιξαν το βουνό.
― Νάτοι! Έφτασαν! – ανασκίρτησα.
Άρπαξε με μιας φωτιά ένα αυτοκίνητο απ’ αυτά που φεύγανε και κόλλησε τον τόπο. Άρχισε και στη θέση εκείνη ένα λυσσαλέο ντουφεκίδι. Είχανε κρατήσει το πέμπτο. Τώρα πια όλη η υπόλοιπη φάλαγγα ήταν λεία μας.
― Αέρααα! – σείστηκε όλη η πλαγιά από μια κραυγή, πανζουρλισμός σ’ όλο το τμήμα.
Φτάσανε κοντά μας πρώτοι ο Θησέας, ο Γιώργος Καραχάλιος, ο Μένιος. Φτάνανε φρενήρεις και οι άλλοι.
― Αέραα! Αέραα!
Οι ιταλοί είδαν πως ήσαν πλέον χαμένοι. Τόβαλαν λοιπόν στα πόδια παρατώντας τ’ αυτοκίνητα, έτρεχαν μ’ όλη τους τη δύναμη προς το χωριό, κυττάζανε έντρομοι και πίσω τους, πεδικλώνονταν, πέφτανε και ξανασηκώνονταν.
Πατούσαμε με μιας το δρόμο, τριάντα με σαράντα μέτρα πίσω από το τελευταίο αυτοκίνητο. Ακίνητη σαν υποταγμένη η εχθρική φάλαγγα. Περίεργο που μου φάνηκε ότι γινόταν πια δική μας!… Βλέπαμε όμως ανθρώπους παραμπρός. Τρέχανε σκυφτοί, κολλητά στο χώμα, σαν ανάστατα ζουζούνια, πέφτανε στο χαντάκι του δρόμου την απάνω μεριά, πώς νάταν να χωθούν στη γη. Δεν ξέραμε τι άνθρωποι ήσαν αυτοί. Πέφτανε ντουφεκιές παντού. Την πήραμε κι από το κάτω μέρος του δρόμου τη φάλαγγα. Άνοιξε ξαφνικά μια πόρτα σ’ ένα αυτοκίνητο και πηδούσε έξω ένας άνθρωπος με μια φόρμα μπλε. Στον αέρα τον πρόλαβε ένας δικός μας και του κάπνισε μια. Ο φουκαράς, εκείνος, η ορμή του και η αγωνία του διαλύθηκαν με μιας, έμεινε άψυχος ανάερα κι έπεσε με γδούπο κάτω.
― Μάνι ιν άλτο! Μάνι ιν άλτο! – φωνάζαμε (τα χέρια απάνω) και τα μάτια μας δεκατέσσερα πέρα-δώθε.
Βλέπουμε ξαφνιασμένοι τότε.
― Μήη! Μήηη! – ανασηκώνονταν κραυγάζοντας άνθρωποι χωμένοι στα χαντάκια.
― Μήη! Είμαστε Έλληνες! Είμαστε Έλληνες!
Ταραχτήκαμε. Πολλές γυναίκες και άντρες με πολιτικά, με τα χέρια τους μισοσηκωμένα ψηλά, αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά τους, μας ικέτευαν περίτρομοι.
― Ησυχάστε! Ησυχάστε! – κραυγάσαμε. ― Πέστε κάτω! Πέστε κάτω!
Κι έψαχνε άγριο το μάτι μας, να φυλαχτούμε από τίποτα ιταλούς. Ανοίγαμε με τις κάνες των όπλων μας τα καραβόπανα στο πίσω μέρος στ’ αυτοκίνητα και πηδούσαμε πλάγια με μιας. Σ’ άλλο αυτοκίνητο δε βρίσκαμε κανέναν. Αλλού μόλις ανοίγαμε το καραβόπανο, μπήγανε στριγγές φωνές γυναίκες, τσίριζαν υστερικά. Αδύνατο να τις καθησυχάσουμε. Σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, μια-δυο μισοξαπλωμένες, μας χαμογελούσαν ήρεμες και μας ξάφνιασε η ψυχραιμία τους, αυτές. Σηκώθηκαν μόλις ανοίξαμε το μουσαμά, τις βοηθούσαμε γρήγορα να κατεβούν γιατί ήταν κίνδυνος να χτυπηθούν εκεί κάτω.
― Γρήγορα! Καλυφθείτε! – τους συστήσαμε.
Όμως αυτές, κατέβηκαν, μένανε όρθιες στο δρόμο, μας κοίταζαν και χαμογελούσαν.
― Καλυφθείτε! – τους είπαμε πάλι. Μερικές πέφταν απάνω μας απ’ τ’ αυτοκίνητα μ’ ανοιχτές αγκαλιές, κόντευαν να μας κοψομεσιάσουν. Μένανε κατόπιν γαντζωμένες στους λαιμούς μας τρέμοντας και στριγγλίζοντας.
― Στ’ αυλάκι! Στ’ αυλάκι! – τους φωνάζαμε, αλλά αυτές είχαν χάσει το λογικό τους και τότε τους αγριεύαμε να ξεκολλήσουν από πάνω μας.
― Μαμά μου! Μαμάκα μου! Μαμάκα μου! ολόλυζαν όπως τα κατεβάζαμε δυο-τρία κοριτσόπουλα σαν το κρύο το νερό. Αδερφάδες φαίνονταν κι ήταν κι ένα μικρό αγόρι δέκα-δώδεκα χρονών μαζί τους.
― Καθήστε λοιπόν ήσυχα! – τους αγριέψαμε κι αυτουνών. ― Δεν το καταλαβαίνετε ότι μας δυσκολεύετε! Η μάχη συνεχίζεται!
Και ζάρωσαν περίτρομα στο αυλάκι, κοντά τους και η μάνα τους, μια γυναίκα σαν ξενόφερτη, που φαινόταν πολύ καλομαθημένη, κρατούσε ωστόσο την ψυχραιμία της.
Πίσω απ’ τα περίτρομα κοριτσόπουλα πήδησε μοναχή της κάτω και μια άλλη κοπέλλα, δεν ήθελε βοήθεια, μόνο το χέρι της μας έδωσε. Ξαναμμένη, σιταρόξανθη, κόκκινα τα μάγουλά της, πολύ όμορφη, σβέλτο και γερό το τέλειο κορμί της, σαν ελαφίνα. Πήδησε σα λαστιχένια κάτω, ανέμισαν απάνω τα όμορφα φουστάνια της κι άστραψαν τα τέλεια μεριά της, και τα φίνα της εσώρουχα. Ούτε νοιάστηκε να φυλαχτεί η λεβέντισσα.
― Ωχ μανούλα μου!… – έκαμε παλαβωμένος ένας αντάρτης.
Κι αυτή, τη χαιρόταν την εντύπωση που έκαμε, την είχε επιζητήσει κιόλας. Άστραφταν τα μάτια της περηφάνια σαν ελληνίδα και πυρετό σα γυναίκα. Και με μιας, μας κύτταξε τους δυο-τρεις πούχαμε φτάσει εκεί, εγώ της φώναζα να πέσει στο αυλάκι κι εκείνη τότε ορμάει, μας αγκάλιαζε έναν-έναν και μας φίλησε όλους στη σειρά, μ’ όλη της τη δύναμη. Ύστερα πήγε με τις άλλες.
Προχωρούσαμε από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Όλα φορτωμένα.
― Πράμα! Πράμα, καπετάνιε – έλεγε λαίμαργα ο Μένιος.
― Έι! Γεια στα χεράκια μας! Βαφτιστήρια γίναμε.
Πήρε το μάτι μου ένα γεφυράκι μπρος μας, σαν υπόνομος.
― Το γεφύρι! – φώναξα. ― Το νου σας!
Και το κύκλωσαν αυτοστιγμεί δυο-τρεις αντάρτες. Έσκυψαν με προσοχή κι από τις δυο μεριές. Και σε λίγο βγαίναν από μέσα δυο-τρεις ιταλοί με τα χέρια τους ψηλά, λερωμένοι, φουκαράδες, τάχαν ολότελα χαμένα.
Τελειώσαμε με τη φάλαγγα. Δεκαπέντε αυτοκίνητα τα είχαμε προλάβει εδώ. Το τμήμα είχε φτάσει. Πολλοί αντάρτες είχαν προσπεράσει και κυνηγούσανε τους ιταλούς μέσα στ’ αμπέλια. Σταθήκαμε μακρυά από το αυτοκίνητο που καιγόταν (κάπου εβδομήντα μέτρα μπροστά από τη φάλαγγα). Ξετρύπωναν ησυχασμένοι, ξεθαρρεμένοι οι έλληνες ταξιδιώτες. Πάνω από 50 άτομα. Απολαμβάνανε έκπληκτοι το θέαμα.
Ξαφνικά μια κοπέλλα όρμησε σ’ ένα σημείο κι άρχισε να δέρνεται και να θρηνεί. Έπεσε γονατιστή. Ο σκοτωμένος με τη φόρμα ήταν αδερφός της. Ταραχτήκαμε όλοι. Έτρεξαν κοντά της αντάρτες και συνταξιδιώτες να την παρηγορήσουν. Κρίμα το παλληκάρι, τέτοια τύχη είχε…
Από τη μεριά του χωριού ακούγονταν ακόμα μπαταριές. Σε λίγο έπαψαν κι εκεί κι απλώθηκε τότε ευχάριστη ησυχία. Τόσο απλό λοιπόν ήταν;
Δεν είχαμε καιρό να χάνουμε. Πήδησαν απάνω στ’ αυτοκίνητα οι αντάρτες, πετούσαν κάτω πράγματα, κουβέρτες, τρόφιμα. Βρήκαμε κι έναν ασύρματο, μισοάχρηστον όμως. Μαζεύαμε τα όπλα και τα πυρομαχικά. Άλλοι αντάρτες σκόρπιοι παντού, γύριζαν φέρνοντας αιχμαλώτους.
Συναντήθηκα με το Διαμαντή και το Θησέα.
― Τι θα γίνει; –είπαμε.
― Φωτιά!
Δεν είχαμε καιρό για τίποτα καλλίτερο. Μόνο βιαστικά, ό,τι προλαβαίναμε θα παίρναμε. Μας στενοχωρούσε προπαντός που θ’ αφήναμε τα λάστιχα.
Φτάσανε αγιαθυμιώτες, και είπανε να τ’ αφήσουμε να τα βγάλουν αυτοί. Δε θα προλάβαιναν όμως. Κι από την Άμφισσα κι από το Λιδωρίκι θα πλάκωναν δυνάμεις ώρα την ώρα.
― Πάρτε τι θα πάρετε γρήγορα και τραβηχτείτε!… φωνάζαμε. ― Ο συναγωνιστής Μένιος ορίζεται υπεύθυνος να μπει φωτιά σ’ όλα τα αυτοκίνητα. Μένιοο! Να καούν σίγουρα!
― Α-χάαα! – ενθουσιάστηκε ο Μένιος. ― Άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καπετάνιε.
Ήταν σωφέρ και ήξερε πού να χτυπήσει και πού να βάλει τη φωτιά.
Φτάνανε παρέες-παρέες, εύθυμοι και ξαναμμένοι και οι άλλοι αντάρτες που είχαν κυνηγήσει τους ιταλούς. Φέρναν άλλοι δυο, άλλοι τρεις κι άλλοι πέντε αιχμαλώτους. Άλλοι γύριζαν φορτωμένοι διπλά και τρίδιπλα ντουφέκια.
― Ο Στρογγυλάκος κι ο Σόλωνας, λίγο έλειψε να τη χάσουμε όλη την ομάδα τους! – ήρθε και μου λέει ξαφνικά ένας αντάρτης.
― Γιατί μωρέ! – πετάχτηκα.
― Τους είχαν κυκλωμένους οι ιταλοί. Δεν είχαν ακούσει τη διαταγή να συμπτυχθούν. Αν δε γυρίζαμε, τους χάναμε.
― Ποιος σου τόπε εσένα. – Ταράχτηκα.
― Τώρα έρχονται και θα στα πούνε και οι ίδιοι.
― Είναι όλοι καλά τώρα;
― Εν τάξει! Εν τάξει! Φέρνουν κι αιχμαλώτους.
Έως εκείνη τη στιγμή δε μας είχε αναφέρει κανένας απώλειες δικές μας.
Ωραίο θάναι νάχουμε βγει όλοι γεροί. – Σκεφτόμουν με κρυφή χαρά…
Φάνηκε ο αδερφός μου. Έφερνε μαζί του έναν ιταλό. Κυττάζω έκπληκτος, και των δυο τα μούτρα οργωμένα. Του αδερφού μου το ένα μάγουλο ξεγδαρμένο κι έτρεχαν αίματα. Του ιταλού, μάγουλα και μύτες.
― Τι έγινε, ρε Σόλωνα; – μαζεύτηκαν γύρω πολλοί και τον ρωτούσαν.
Είχανε πέσει μαζί με τον ιταλό μπρούμυτα στη δημοσιά κι έφαγαν τα μούτρα τους.
Τον άρπαξε τον ιταλό από ένα τους αυτοκίνητο πούχε κοντοσταθεί και μάζευε τους δικούς τους. Είδαν οι ιταλοί το δικό μας που πετάχτηκε από το αγκωνάρι, άρχισαν να ουρλιάζουν στο σωφέρ «βία! βία! Μαλαντρίνοο!». Έβαλε απότομα ταχύτατα το αυτοκίνητο και γκρεμίστηκαν κι οι δυο… Ο ιταλός, στέκονταν ζαρωμένος, είχε ένα πικρό παράπονο ότι την έπαθε την τελευταία στιγμή!
Ήρθαν μέσα από το χωριό και δυο-τρεις αντάρτες που είχαν ξεμείνει μέσα όταν δώσαμε συναγερμό, έτσι έκτακτα που έγιναν όλα. Χαρούμενοι, γιατί είχαν κρατήσει κι αυτοί ένα αυτοκίνητο. Τούβαλαν φωτιά με χειροβομβίδες όπως περνούσε. Το παράτησαν οι ιταλοί στο έβγα του χωριού. Τόχαμε κι εμείς καταλάβει από την πρώτη στιγμή γιατί είχαμε δει το μαύρο καπνό που σηκωνόταν στήλη στον ουρανό στην πέρα άκρη του χωριού.
Έφτασε και η ομάδα του μπαρμπα-Γιάννη του Καμάρα. Άλλα νέα αυτή. Ήσαν στο φυλάκιο στην εκκλησιά εκεί που πρωτοφτάναμε από το Σερνικάκι.
― Τρία αυτοκίνητα πέρασαν προς την Άμφισσα – μας είπαν. ― Αδειάσαμε όσες σφαίρες μπορέσαμε απάνω τους.
Και το πιο σπουδαίο! Πραγματικά δεν είχαμε κανένα θύμα. Ούτε σκοτωμένον, ούτε τραυματία. Μόνο ο Σόλωνας που ματώθηκε πέφτοντας με τον ιταλό…"
……………………………………………………………………………………
[9 Απριλίου 1943]
"Μείναμε κάμποση ώρα στο Σερνικάκι… Και περάσαμε αντίκρυ, ανεβήκαμε στο μοναστήρι (του Προφήτη Ηλία).
Στο μοναστήρι μείναμε καλυμμένοι και προσεχτικοί. Πιάσαμε όλες τις θέσεις και ελέγχαμε τον τόπο σε κάθε κατεύθυνση. Βρήκαμε και τους αιχμαλώτους που μας τους παραδώσανε οι μαχητικοί.
Ξεκουραστήκαμε ως αργά πριν το μεσημέρι. Κατόπιν μαζεύτηκε όλο το τμήμα να κάνουμε συνέλευση, κριτική για τη μάχη. Καθήσαμε κατάχαμα σε μιαν άκρη. Λάμπανε τα πρόσωπα των ανταρτών. Κάθε ώρα που περνούσε έρχονταν όλο και νεώτερα από παντού τι γενικός ενθουσιασμός είχε απλωθεί σ’ όλη την περιοχή.
Άρχισε η συνέλευση. Βγάλαμε πρώτα προεδρείο….
…Πλησιάζαμε να τελειώσει η συνέλευση όταν ξάφνου αναπήδησε ένας αντάρτης.
― Κυττάξτε! – είπε ξέπνοος. ― Καίγεται η Αγιαθυμιά!
Τιναχτήκαμε όλοι ορθοί. Πηχτός καπνός είχε σηκωθεί πάνω απ’ το χωριό και ογκωνόταν γρήγορα, ένα σύννεφο ωχροκίτρινο, αποκρουστικό. Έγερνε εκείνη την ώρα να βασιλέψει ο ήλιος μέσα σ’ ένα μαύρο σύννεφο στις κορφές της Τρούπης. Το πίσω μέρος αστραποβολούσε αυτό το σύννεφο. Από μας, μαύρο, θεοσκότεινο, πλάκωνε από πάνω το χωριό. Φτάσανε αχνά στ’ αυτιά μας αχοί από ριπές και εκρήξεις. Μακρυνάα!… Μυστηριακά. Σα νάχε σηκωθεί ένας μάταιος βαθύς θρήνος σ’ όλη την πένθιμη άπλα της Αγιαθυμιάς και τις μαύρες πλαγιές.
― Και η Βουνιχώρα! – αναπηδήσαμε πάλι ξαφνικά.
Ναι, καιγόταν και η Βουνιχώρα!
Απλώθηκε ανάμεσά μας μια βαθειά ευλάβεια. Μερικοί αντάρτες δάκρυζαν. Άλλοι οργίζονταν. Άχνα όμως δεν ακουγόταν. Βγήκαν και οι ξένοι ταξιδιώτες με κομμένη την ανάσα. Μια κύτταζαν τα χωριά που καίγονταν, μια με σεβασμό εμάς. Μέναμε ορθοί, σιωπηλοί, σα να παρακολουθούσαμε την εκφορά ενός αγαπημένου του προσώπου ο καθένας.
Ύστερα προχώρησα πιο μπρος, ετοίμασα τη μηχανή μου και τράβηξα μια-δυο φωτογραφίες. Τις είχα κάμποσο καιρό και μετά την απελευθέρωση. Λίγο θαμπές, αλλά και η ώρα εκείνη και η ψυχή μας εμάς, θαμπές ήσαν κι αυτές. Ιστορικό ενθύμιο. Τις άρπαξαν κι αυτές οι τρομοκράτες, λεηλατήσανε τα πράγματά μας (όσα είχαν μείνει από τους ιταλούς και τους γερμανούς) στο ξένο σπίτι που καθόμασταν στο χωριό, άφησαν και τη μάνα μου νομίζοντάς την τελειωμένη με κοντακιές στο κεφάλι και πάνε και οι φωτογραφίες. Ξεχώριζαν κατακαλά τα σύννεφα οι καπνοί πάνω από τα δυο χωριά…"
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» – ΤΟΜΟΣ Β΄
Δημήτρης Ν. Δημητρίου – Καπετάν Νικηφόρος"
……………………………………………………………………………………………………..
Μετά τη μάχη, δυο γυναίκες, η εξηνταδιάχρονη τότε Αγγελική Παπαϊωάννου, για το χωριό Παπαδογιώργαινα και η νεαρή Χρυσή Τριανταφύλλου, περιέθαλψαν έναν Ιταλό τραυματία, τον Αιμίλιο. Η φρίκη του πολέμου δεν στάθηκε ικανή να καταπνίξει την ανθρωπιά των δύο γυναικών. Αυτή η λεπτομέρεια της ιστορίας υπήρξε στη συνέχεια καθοριστική για την τύχη των κατοίκων του χωριού.
Δεδομένης της πρακτικής των φασιστών κατακτητών έπειτα από τέτοιου είδους χτυπήματα να ξεσπούν την οργή τους με αντίποινα κατά των αμάχων, οι άνδρες του χωριού κατέφυγαν στο βουνό, αφού πρώτα προσπάθησαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν από την περιουσία τους.
Το ίδιο απόγευμα, έφθασε στο χωριό από το Λιδωρίκι, ιταλικό στρατιωτικό τμήμα. Προηγουμένως εκτέλεσαν τους Δημήτριο Λύτρα και Γεώργιο Πατάκα που βρέθηκαν στη διαδρομή τους. Αφού έφθασαν στο χωριό, περισυνέλλεξαν τους ομοεθνείς τους νεκρούς της μάχηςκαι τους τραυματίες και πυρπόλησαν το κοινοτικό γραφείο, όπου οι αντάρτες είχαν αναρτήσει την Ελληνική σημαία και είχαν αποθηκεύσει τον λιγοστό οπλισμό που τους είχαν παραδώσει οι κάτοικοι του χωριού.
Η επομένη ημέρα, Παρασκευή, 9η Απριλίου 1943 έμεινε στην ιστορία της Αγίας Ευθυμίας, ως ο μελανότερος σταθμός της. Το ιταλικό στρατιωτικό τμήμα περικύκλωσε το χωριό και συνέλαβε περίπου διακόσιους χωριανούς, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες. Αφού τους συγκέντρωσαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μνημείο τούς οδήγησαν στην Άμφισσα. Από εκεί οι αιχμάλωτοι έγιναν μάρτυρες της απ’ άκρου εις άκρον πυρπόλησης του χωριού τους, από τους Ιταλούς. Επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι από τα 423 σπίτια του χωριού, τα 365 καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα 20 μερικώς.
Το ίδιο πρωί, παράλληλα με την πυρπόληση του χωριού εκτέλεσαν τους Πέτρο Μπαμπαγεννέ, Ιωάννη Ντούρο, Ασημάκη Λαλλά (μάλιστα, μπροστά στη γυναίκα και τον γυιό του) και Γεώργιο Τζαβάρα. Στον κατάλογο των θυμάτων του ολοκαυτώματος προστέθηκε ο Ηλίας Ντούρος που πέθανε από εγκεφαλικό, καθώς έβλεπε το σπίτι του να καίγεται.
Στην πορεία των αιχμαλώτων προς την Άμφισσα, στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, εκτέλεσαν τον Ιωάννη Δρόλαπα, που κοντοστάθηκε να ξεκουραστεί.
Στην Άμφισσα συγκέντρωσαν τους αιχμαλώτους στη θέση του κινηματογράφου «Αίγλη». Εκεί εκτέλεσαν τους Νικόλαο Σταθόπουλο, Δημήτριο Λαλλά και Ευθύμιο Δασκαλόπουλο. Την μανία αντεκδικήσεως των κατακτητών, ανέκοψε η προαναφερθείσα Χρυσή Τρυανταφύλλου, που την προηγούμενη ημέρα είχε περιθάλψει μαζί με την Παπαδογιώργαινα τον Ιταλό τραυματία Αιμίλιο. Μπροστά στο διαφαινόμενο τέλος των αιχμαλώτων συγχωριανών της, η Χρυσή Τριανταφύλλου, με πολλή παρρησία κι επιμονή, αξίωσε από τους δεσμώτες της να συναντήσει τον Αιμίλιο, πράγμα που κατάφερε. Στη θέα της ευεργέτιδάς του ο Ιταλός αναφώνησε: siniora mia vita, δηλαδή (κυρία, ζωή μου)! Η Χρυσή ζήτησε την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων Αγιοευθυμιωτών και όντως χάρη στον αλτρουισμό που είχε επιδείξει, στη φιλαλληλία και στο θάρρος της, αυτή και οι συγχωριανοί της αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο κατεστραμμένο χωριό τους.
Τελευταίο θύμα της θηριωδίας των κατακτητών στην Αγία Ευθυμία, ο Άγγελος Τζίβας, που εκτελέστηκε ενόσω προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του την επομένη της καταστροφής.
Την 10η Απριλίου, η ιταλική στρατιωτική δύναμη πυρπόλησε τη Βουνιχώρα και αφαίρεσε τριάντα μία ανθρώπινες ζωές.
Ο απολογισμός του ολοκαυτώματος της Αγίας Ευθυμίας, σε απώλειες ζωών είναι 12. Από τα 423 σπίτια του χωριού καταστράφηκαν τα 365 ολοσχερώς και άλλα 20 μερικώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Μάρτιο του 1944, οι Γερμανοί πλέον κατακτητές κατέκαυσαν ό,τι είχε γλυτώσει στο χωριό.
Πηγές:
polydrososparnassou.blogspot.com
Κείμενο από την ομιλία του Ν.Κατσικούλη, στις 9/4/2018, για την 75η επέτειο από την πυρπόληση της Αγίας Ευθυμίας.
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε