Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα στις 27 Απριλίου του 1941, και της Πελοποννήσου λίγες μέρες αργότερα, η μόνη ελεύθερη περιοχή της Ελλάδας παρέμενε η Κρήτη. Στην Κρήτη κατέφευγαν όσες ένοπλες ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις μπορούσαν, υποχωρώντας κάτω από την πίεση του εχθρού.
Εκεί κατέφυγε και ο βασιλιάς Γεώργιος με την κυβέρνησή του υπό τον τραπεζίτη Εμ. Τσουδερό. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ο αγώνας για την υπεράσπιση της Κρήτης ήταν αυτονόητος. Ηταν πρωτίστως αυτονόητος για τον ελληνικό λαό που δε σκόπευε να παραδοθεί στον εχθρό, να ηττηθεί, δηλαδή, αμαχητί.
Η Κρήτη όμως είχε μια γενικότερη στρατηγική σημασία την οποία δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν ούτε οι Εγγλέζοι, ούτε η πιστή σε αυτούς κυβέρνηση Γεωργίου Γλύξμπουργκ - Τσουδερού, μα ούτε φυσικά και οι Γερμανοί που ήθελαν πάση θυσία να βάλουν σταθερά το πόδι τους στο νησί. Ποια ήταν, όμως, αυτή η στρατηγική σημασία της Κρήτης ; Στο θέμα αυτό οφείλουμε να σταθούμε με περισσότερες λεπτομέρειες.
Η στρατηγική σημασία της Κρήτης
Σ' ένα σημείωμά της, με ημερομηνία 29/4/1941, προς τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Τσουδερού παρατηρούσε πως «...η νήσος Κρήτη , λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, αποτελεί σημείον σημαντικόν και καίριον διά τον αγώνα της Μεσογείου εν τω συνόλω του. Είναι εύκολον εις τον καθένα -έλεγε το σημείωμα- να βεβαιωθεί περί τούτου εάν ανοίξη τον Χάρτην της Μεσογείου όπου δύναται να ειδή ότι η Κρήτη δεσπόζει της Ασίας και της Αφρικής»(1).
Οι υποδείξεις αυτές ασφαλώς δεν ήταν άγνωστες στους Βρετανούς που δεν είχαν παραλείψει να χρησιμοποιήσουν την Κρήτη ως στρατιωτική τους βάση για την προώθηση των στρατηγικών τους συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Στις συνθήκες μάλιστα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η Κρήτη για αυτούς ήταν μια αξιόλογη αεροναυτική βάση, που κάλυπτε τα πλευρά τους στο βορειοαφρικανικό μέτωπο και χρησίμευε στην προστασία των θαλάσσιων συγκοινωνιών τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κατοχή της επέτρεπε επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής στις ελληνικές ακτές και σε όλο το Αιγαίο, ενώ αποτελούσε και σοβαρή απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, τις οποίες εκμεταλλευόταν ο άξονας, αφού απείχε από αυτές 700 μίλια. Ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τηλεγραφούσε στις 28 Απριλίου του 1941 στον επικεφαλής του βρετανικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής(2):
«Από πληροφορίες που έχομε, διαφαίνεται καθαρά ότι οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να εξαπολύσουν εναντίον της Κρήτης σφοδρή επίθεση με βομβαρδιστικά και αερομεταφερόμενα στρατεύματα. Γνωρίστε μου τα σχέδιά σας και τις δυνάμεις. Θα ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να προκαλέσουμε εκατόμβη αλεξιπτωτιστών. Θα πρέπει να αντιταχτεί γενναία άμυνα». Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως αρχικά το Λονδίνο είχε αποφασίσει να κρατηθεί η Κρήτη πάση θυσία(3).
Αν, λοιπόν, για τη Μ. Βρετανία η Κρήτη είχε τη σημασία που προαναφέραμε δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοήσουμε, γιατί η Γερμανία επιδίωκε την κατάληψή της. Γράφουν χαρακτηριστικά Αμερικανοί στρατιωτικοί μελετητές της ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου(4):
«Για τους Γερμανούς η κατοχή της Κρήτης ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Επί όσο χρόνο οι Βρετανοί κρατούσαν τη νήσο, ήταν σε θέση να διατηρήσουν τη ναυτική και αεροπορική υπεροχή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κρήτη μπορούσε να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για αποβατικές ενέργειες των Βρετανών στις ακτές των Βαλκανίων και επιπλέον αποτελούσε μια δυνητική αεροπορική βάση από την ποία θα μπορούσαν να εξαπολυθούν επιθέσεις κατά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών.
Με την Κρήτη στα χέρια του Αξονα, η ελληνική ενδοχώρα και οι θαλάσσιοι δρόμοι στο Αιγαίο θα ήταν ασφαλείς. Επιπλέον, εκτός από την ανύψωση του ηθικού του Αξονα, το οποίο θα συνεπαγόταν η κατάληψη της νήσου, η Κρήτη θα αποτελούσε μία ιδανική βάση εξορμήσεως από την οποία οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διεξάγουν επιθετικές αεροπορικές και ναυτικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και να υποστηρίξουν χερσαία επίθεση εναντίον της Αιγύπτου και της διώρυγας του Σουέζ».
Ο συσχετισμός δύναμης και η Αγγλία
Η στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης στηρίχτηκε στις «Οδηγίες αριθμός 28», που υπέγραψε ο Χίτλερ στις 25 Απριλίου του 1941 και είχαν την Κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μέρκουρ» («Επιχείρηση Ερμής»). Αρχικά, ο Χίτλερ εξέφρασε αντιρρήσεις για τη δυνατότητα εφαρμογής αυτού του σχεδίου, αλλά στη συνέχεια πείστηκε και το αποδέχτηκε(5). Το σχέδιο ανάμεσα σε άλλα έλεγε πως η Κρήτη έπρεπε να καταληφθεί «ως βάση για τον αεροπορικό πόλεμο εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο»(6).
Η μάχη της Κρήτης άρχισε με τη γερμανική επίθεση στις 20 Μαΐου 1941 και τελείωσε στις 31 του ιδίου μήνα με την κατάληψη του νησιού από τις ναζιστικές δυνάμεις και την αποχώρηση των τελευταίων αγγλικών τμημάτων που έφυγαν για την Αίγυπτο. Ο συσχετισμός των δυνάμεων που αναμετρήθηκαν αναλύεται ως εξής:
Συμμαχικές δυνάμεις:
α) Ελληνες (Συντάγματα Πεζικού, Εμπεδα Τάγματα, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής): 474 αξιωματικοί και 10.997 οπλίτες. Στις ελληνικές δυνάμεις πρέπει να προστεθούν περί τους 3.000- 4.000 ένοπλους πολίτες καθώς και η υπόλοιπη δύναμη της χωροφυλακής, δηλαδή των διοικήσεων και σταθμών χωροφυλακής Κρήτης
β) Βρετανοί: 1.512 αξιωματικοί και 29.970 οπλίτες.
Το σύνολο, δηλαδή των ελληνοβρετανικών δυνάμεων ήταν: 1.986 αξιωματικοί, 40.947 οπλίτες και πάνω από 4.000 ένοπλοι πολίτες και χωροφύλακες. Οι δυνάμεις αυτές διέθεταν 151 πυροβόλα εκ των οποίων τα 62 ήταν αντιαεροπορικά, 4 αντιαρματικά, 16 ελαφρά άρματα μάχης και 9 μέσα άρματα πεζικού. Αεροπορία στο νησί ουσιαστικά δεν υπήρχε. Η μικρή αεροπορική δύναμη που είχε παραμείνει συνεχώς εφθείρετο και στις 19 Μαΐου, κατόπιν προτάσεως του Βρετανού διοικητή των δυνάμεων Κρήτης, τα ελάχιστα αεροπλάνα κατευθύνθηκαν προς τα αεροδρόμια της Αιγύπτου(7).
Η δύναμη που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί για την κατάληψη της Κρήτης στο σύνολό της είχε ως εξής:
22.750 άνδρες, 1.370 αεροσκάφη, 70 σκάφη για τη μεταφορά αποβατικών δυνάμεων και εφοδίων, υποστηριζόμενα από μικρό αριθμό ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων(8).
Οι πάνω από 47.000 Ελληνοβρετανοί αντιμετώπισαν την έφοδο 23.000 Γερμανών. Κι όμως παρά τη διπλάσια, σχεδόν, αριθμητική τους δύναμη δεν μπόρεσαν να νικήσουν. Πού, άραγε, οφειλόταν αυτό; Οφειλόταν στο γεγονός ότι οι γερμανικές δυνάμεις ήταν πολύ πιο άρτια εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες έχοντας, απέναντί τους ένα στρατό αποτελούμενο σε μεγάλο μέρος από αγύμναστους και με ανεπαρκή εξοπλισμό(9).
Γι' αυτό το γεγονός κορυφαίες ήταν οι ευθύνες της Αγγλίας, η οποία ενδιαφερόταν μεν για τη διατήρηση της Κρήτης , αλλά δεν είχε καμία όρεξη να θυσιάσει και πολλές δυνάμεις, ώστε να την κρατήσει. Αυτό είναι το κύριο. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική κυβέρνηση. Οπως ευστόχως έχει σημειωθεί, «η οργάνωση της άμυνας της Κρήτης παρουσίαζε όλα τα μειονεκτήματα μιας εσπευσμένης προσπάθειας με ανεπαρκή μέσα, σε άνδρες αλλά κυρίως σε πολεμικό υλικό. Η ευθύνη της Αγγλίας για την άμυνα της μεγαλονήσου ήταν τεράστια και ανάλογη με το μέγεθος της καταστροφής. Την εγκληματική σχεδόν παραμέληση της αμυντικής οργανώσεως δεν μπορούσε να αναπληρώσει η γενναιότητα των ανδρών που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη φοβερή γερμανική επίθεση που εξαπολύθηκε από την ηπειρωτική Ελλάδα»(10).
Το δίδαγμα: Ο λαός, η αστική τάξη, οι κομμουνιστές
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η άμυνα της Κρήτης στηρίχτηκε πρωτίστως στον πατριωτισμό των Ελλήνων, στον ηρωισμό των κατοίκων του νησιού και όσων είχαν φτάσει ως εκεί με την πρόθεση να πολεμήσουν έστω και για μια σπιθαμή λεύτερης ελληνικής γης.
Τέτοια βεβαίως πρόθεση δεν είχε ο βασιλιάς Γεώργιος και η κουστωδία του που τρεις μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης εγκατέλειψαν το νησί και με τη βοήθεια των Εγγλέζων αποβιβάστηκαν στην Αίγυπτο. Αισχίστου είδους βεβαίως ήταν η προδοσία που διέπραξε σε βάρος του αγωνιζόμενου λαού της Κρήτης το τμήμα εκείνο της ελληνικής αστικής τάξης, που δε διέφυγε στο εξωτερικό με την κατάληψη της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα, αλλά έμεινε πίσω και συνεργάστηκε ποικιλοτρόπως με τον κατακτητή. Ο αστικός αθηναϊκός Τύπος εκείνων των ημερών δίνει την εικόνα.
«Ο πόλεμος -έγραφε η "ΕΣΤΙΑ" στις 29/4/1941- ετελείωσε και διά την Ελλάδα (...). Διά την πραγματική ειρήνευσιν, (...) χρειάζεται και η ψυχική αποστράτευσις των Ελλήνων».
Στο ίδιο πνεύμα, η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 30/5/1941 έκανε ένα βήμα μπροστά γράφοντας: «Με την ψυχική αποστράτευσιν θα αισθανθούμε την λύτρωσιν από τον εφιάλτην του πολέμου και θα αγωνισθώμεν διά να αναδείξωμεν την παραγωγή μας και τον πολιτισμόν μας».
Τέλος το «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» στις 2/5/1941 διαπίστωνε ότι «με τον τερματισμό του πολέμου ήρθησαν πλέον οι φραγμοί οι οποίοι εχώριζαν τον Ελληνικόν λαόν με τους αντιπάλους του».
Η άρχουσα τάξη μέσω των μηχανισμών που ήλεγχε διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους την υποταγή, την ώρα που ο λαός της Κρήτης ήταν έτοιμος να ματώσει, να τα δώσει όλα, να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. Ο πόλεμος είχε τελειώσει για την ντόπια οικονομική ολιγαρχία και το συμφέρον της Ελλάδας γι' αυτούς ήταν η υποταγή στον κατακτητή, επειδή «ήρθησαν πλέον οι φραγμοί οι οποίοι εχώριζαν τον Ελληνικόν λαόν με τους αντιπάλους του» αλλά και «διά να αναδείξωμεν την παραγωγή μας και τον πολιτισμόν μας»!!!
Αντιθέτως, προς τους εκπροσώπους της καθεστηκυίας τάξης, οι κομμουνιστές που βρίσκονταν στο νησί ή που εκείνο το διάστημα μπόρεσαν να αποδράσουν από τους τόπους εξορίας τους και βρέθηκαν στην Κρήτη, πρωταγωνίστησαν για την υπεράσπισή της.
Χαρακτηριστικό της στάσης των κομμουνιστών είναι το άρθρο του Μιλτιάδη Πορφυρογέννη -μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου και αποδράσαντος από το στρατόπεδο εξορίστων της Κιμώλου- που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κρητικά Νέα» στις 16/5/1941:
«ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ
Ο Χιτλερισμός, γερμανικός και ιταλικός, αφού στη χώρα του στραγγάλισε τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού και τον έρριξε σε αφάνταστη δυστυχία και πείνα, ανέλαβε μια πρωτοφανή σε έκταση και ένταση εκστρατεία για να υποδουλώσει ολόκληρο τον κόσμο στο ζυγό της φασιστικής κτηνωδίας και βαρβαρότητας. Η μικρή μας σε έκταση μα μεγάλη σε ζωή και σε αγώνες για τη λευτεριά χώρα, παραδόθηκε ηθικά νικήτρια και όχι νικημένη στα χέρια του καταχτητή. Στην Ακρόπολη του Περικλή και της δημοκρατικής Αθήνας, εκεί όπου ακούστηκαν οι συνταρακτικές, και για σήμερα, εκκλήσεις του Δημοσθένη υπέρ της ελευθερίας, σηκώθηκε το σύμβολο της βαρβαρότητας και της δουλείας, ο αγκυλωτός σταυρός.
Και μένη η Κρήτη… Το νησί όπου και η κάθε πέτρα έχει να διηγηθή για κάποιο αίμα που χύθηκε σε αγώνα για τη λευτεριά, για κάποιο ηρωισμό που του στάθηκε μάρτυρας. Στην καινούργια αυτή φάση του τιτανείου αγώνα της Ελλάδας μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας, καθήκον κάθε Ελληνα είναι να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θάναι τεράστιες.
Το ίδιο καθήκον πέφτει και πάνω στους κομμουνιστές. Είναι τιμή μας, που ο φασισμός, μας έχει ανακηρύξη τον απ’ αριθμ. 1 εχθρό του και που έχουμε ανοιχτές ακόμα τις πληγές που μας έδωσε. Και αν μισήσαμε το φασισμό γιατί οδηγεί την ανθρωπότητα σε βαρβαρότητα χειρότερη από μεσαιωνική, τον μισούμε πιο πολύ τώρα που η βρώμικη μπότα του πατάει σκληρά πάνω στο ματωμένο, το ρημαγμένο σώμα της πατρίδας μας. Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδος, οι κομμουνιστές πρέπει νάναι στις πρώτες γραμμές.
Δεν υπάρχουν διαφωνίαι ή επιφυλάξεις, που να μπορούν να τεθούν πάνω απ’ το πρώτο, το κύριο, το μοναδικό για σήμερα αυτό καθήκον. Ο καθένας μας πρέπει νάναι ανεπιφύλακτα στο πλευρό της Κυβέρνησης στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης, για το τσάκισμα του Χιτλερισμού, για την απελευθέρωση της Ελλάδος μας. Βλέπουμε την απελευθέρωση της Ελλάδος για το τσάκισμα του Χιτλερισμού και των πρακτόρων σαν ένα τεράστιο βήμα προς την κοινωνική χειραφέτηση των εργαζομένων, προς την κοινωνική πρόοδο. Και όταν ο Ελληνικός λαός νικήσει, και θα νικήση, τότε στους ήρωες του σημερινού αγώνα θα υψώση ένα μνημείο αθάνατο μέσα στους αιώνες: θάναι το ζωντανό μνημείο μιας Ελλάδος λεύτερης, πραγματικά λεύτερης, ανεξάρτητης, πραγματικά ανεξάρτητης, ευτυχισμένης, πραγματικά ευτυχισμένης.
Ας φιλοδοξήση ο κάθε Ελληνας να βάνη, όπου ταχθεί, από ένα λιθαράκι στο μεγάλο αυτό ζωντανό μνημείο. Ας δόση το παν για να γίνη η Κρήτη, η ανίκητη Κρήτη, το γρανιτένιο θεμέλιο, όπου θα σπάση η Χιτλερική θύελλα και όπου θα οικοδομηθή αύριο το μεγαλύτερο οικοδόμημα της λεύτερης και ευτυχισμένης Ελλάδος. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτού του ιερού καθήκοντος είναι να δημιουργηθή μια πραγματική εθνική ενότητα από όλους τους Έλληνες που τίμια και ειλικρινά ήλθον να συμμετάσχουν στον αγώνα, ανεξάρτητα από καταγωγή ή πολιτικά φρονήματα. Υποχρέωση όλων μας ντόπιων και ξένων είναι να συμβάλουμε γιαυτό παραμερίζοντας διαφορές, πικρίες ή μνησικακίες. Ενωμένοι όλοι σε με τέτοια ιερή ένωση και με τη βοήθεια των μεγάλων Δημοκρατιών της γης θα διατηρήσουμε ακλόνητα την πίστη μας στον τελικό θρίαμβο του δίκαιου και ωραίου αγώνα μας. Ας μην ξεχνούμε πως όλοι οι υπόδουλοι Ελληνες με κρυφά σφιγμένες τις γροθιές και με υγρά από τον πόνο μάτια ατενίζουν σε μας με ελπίδες και με εμπιστοσύνη. Ας γίνουμε άξιοι της εμπιστοσύνης τους και ας δικαιώσουμε τις ελπίδες τους.
ΜΙΛΤ. ΠΟΡΦΥΡΟΜΕΝΗΣ
Δικηγόρος, πρώην βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος»(11).
Οι εξόριστοι κομμουνιστές που διέφυγαν στην Κρήτη, μαζί με τους κατοίκους του νησιού πήραν μέρος στη μεγάλη μάχη της Κρήτης που ακολούθησε από τις 20 έως τις 31 Μάη και στη συνέχεια οργάνωσαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στο νησί.
Ανάμεσά τους και 9 άλλοι κομμουνιστές που απέδρασαν από τη Φολέγανδρο στις 15 Μάη και έφθασαν στο Ηράκλειο. Στον έλεγχο που έγινε τους αναγνώρισε όμως η Ασφάλεια και τους έκλεισε στα κρατητήριά της παρά την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην προετοιμασία της αντίστασης κατά της εισβολής.
Ηταν οι Στέργιος Αναστασιάδης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και 8 Κρητικοί: Νίκος Μανουσάκης, Μιχάλης Βιτσαξάκης, Ευθύμης Μαριακάκης, Μανώλης Πισσαδάκης, Σωκράτης Καλλέργης, Γιάννης Τριανταφύλλου, Γιάννης Σιμιτζής και Γιάννης Καλαϊτζάκης.
Το απόγευμα της 20ης του Μάη, οι βομβαρδισμοί των Γερμανών τους βρίσκουν έγκλειστους στην Ασφάλεια, από την οποία βγήκαν όταν βομβαρδίστηκε το διπλανό κτίριο και έσπασαν οι πόρτες του κρατητηρίου. Η φρουρά είχε εγκαταλείψει το κτίριο. Ετσι απελευθερώθηκαν.
«Ετρεξαν όπου μπορούσαν, σε στρατιωτικές μονάδες και σε αποθήκες οπλισμού, μέσα και έξω από τη πόλη, αλλά πουθενά δεν μπορούσαν να βρουν όπλα. Αποφάσισαν τότε, έστω και άοπλοι, να ακολουθήσουν τις ένοπλες ομάδες που πολεμούσαν τους επιδρομείς και ν’ αρπάξουν όπλα από τους τραυματιζόμενους ή νεκρούς Γερμανούς ή δικούς μας στρατιώτες. Το Κατόρθωσαν. Η νύχτα τους βρήκε εξοπλισμένους και τους 9 να κυνηγούν τους Γερμανούς, έξω από τα τείχη του Ηρακλείου προς τα λατομεία.
Την άλλη μέρα πήραν ενεργό μέρος στις μάχες για την απόκρουση των γερμανικών επιθέσεων στην πύλη «Χανιών Πόρτα» του Ηρακλείου και για την εξόντωση των ομάδων που είχαν διεισδύσει μέσα στην πόλη… Οι εννιά πατριώτες πολιτικοί εξόριστοι κομμουνιστές πολεμώντας στις πρώτες γραμμές σε όλες τις μάχες του Ηρακλείου, ακολούθησαν κατόπιν τη Στρατιωτική Διοίκηση ως τα Σπήλια (τοποθεσία Νότια του Ηρακλείου, όπου δόθηκαν οι τελευταίες μάχες με τους αλεξιπτωτιστές) …
Η ομάδα των 9 κομμουνιστών πήρε επίσης μέρος στις τελευταίες μάχες στο ύψωμα Αη-Λιά έξω από το Ηράκλειο στις 30 Μάη,. Όπως γράφει ο στρατηγός Αλ. Εδιππίδης "η συνέχισις του αγώνος είχε κριθεί πλέον άσκοπος".[12]
Ο ελληνικός λαός, ο λαός της Κρήτης, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Γι' αυτό και οι κατακτητές, όταν κατέλαβαν το νησί, προέβησαν σε πρωτοφανείς ωμότητες. Μέχρι τον Αύγουστο του 1941 υπολογίζεται ότι εκτέλεσαν πάνω από 2.000 πατριώτες και ξεθεμελίωσαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις -όπως η Κάνδανος- επειδή οι κάτοικοί τους είχαν αντισταθεί στη φασιστική επιδρομή. Μ' αυτού του είδους την πρωτοφανή τρομοκρατία ήθελαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να υπάρξουν μιμητές στο μέλλον. Μάταια, όμως. Μιμητές υπήρξαν. Ο ελληνικός λαός πήρε το αίμα των παιδιών του πίσω, οργανώνοντας την Εθνική του Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής από τις τάξεις των ΕΑΜικών οργανώσεων, με πρωτεργάτη, καθοδηγητικό νου και ραχοκοκαλιά το ΚΚΕ.
1. Εμμανουήλ Τσουδερού: «Ιστορικό Αρχείο 1941- 1944», εκδόσεις «Φυτράκη», τόμος Α', σελ. 20
2. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «Ελληνική Μορφωτική Εστία», τόμος Γ', σελ. 186
3. στο ίδιο, σελ. 188
4. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού των ΗΠΑ: «Η Εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια (Ανοιξη 1941)», εκδόσεις «Εκάτη», σελ. 175- 178
5. B. H. Liddell Hart: «Η άλλη πλευρά του λόφου», Εκδόσεις «Δ. Δαρεμάς», σελ. 296
6. Σπύρου Λιναρδάτου: «Ο πόλεμος του 19410- 41 και η Μάχη της Κρήτης », εκδόσεις «Διάλογος», τόμος 4γ, σελ. 435
7. «Η Μάχη της Κρήτης», έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού ΓΕΣ, Αθήναι 1967, σελ. 31
8. στο ίδιο σελ. 33
9. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος 1ος, σελ. 61
10. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ, σελ. 452
11. Π. Ρούσου: «Η μεγάλη Πενταετία», τόμος Α', σελ. 53- 54 και «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης- Δοκίμιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 49
12. Αλέκος Ψηλορίτης, «Η Μάχη της Κρήτης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1965, σελ. 90 – 91 και «Αυγή» 26.5.1961)
Πηγές: Ριζοσπάστης 19 Μάη 2002 - ημεροδρόμος 16 Μάη 2020
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε