Εισαγωγή
Οι «εκλογές» του 1946 είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου. Οχι, βέβαια, γιατί έδωσαν οποιαδήποτε λύση στο ελληνικό ζήτημα. Ισα – ίσα, που το όξυναν στο έπακρο, αφού επρόκειτο για εκλογές βίας και νοθείας, για ψευδοεκλογές, μέσω των οποίων η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της σκάρωσαν τη λαϊκή, δήθεν, νομιμοποίησή τους.
Οι εκλογές του ’46 έχουν αποκτήσει ιστορικό ενδιαφέρον, λόγω του ότι απείχαν από αυτές, κυρίως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και επειδή μεταγενέστερα μεγιστοποιήθηκε στο έπακρο η σημασία τους και υποστηρίχτηκε ότι η αποχή ήταν λάθος καθοριστικής σημασίας, που, αν είχε αποφευχθεί, ίσως να μην είχε γίνει ο εμφύλιος. Η άποψη αυτή – ότι η αποχή ήταν λάθος καθοριστικής σημασίας – προωθήθηκε έμμεσα και συγκαλυμμένα σε Σώματα του ΚΚΕ, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου (7η Ολομέλεια της ΚΕ και 3η Συνδιάσκεψη, 1950) από τον Μ. Παρτσαλίδη, ενώ έγινε επίσημη κομματική θέση στο 8ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1961. Στην Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου αναφέρεται: «Ο λαός ποθούσε και πάλευε να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα της δημοκρατικής αναγέννησης του τόπου με ομαλό, ειρηνικό τρόπο. Πραγματικά, υπήρχαν τότε ορισμένες δυνατότητες γι’ αυτό. Η μοναδικά, συνεπώς, σωστή πολιτική ήταν η συμμετοχή με όλες τις δυνάμεις στις εκλογές… Η καθοδήγηση του Κόμματος, όμως, εκτιμώντας λαθεμένα την κατάσταση και τις διαθέσεις των μαζών, οδηγήθηκε στην ένοπλη πάλη, στην οποία έσπρωχναν οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές, χωρίς να εξαντλήσει τις δυνατότητες για ειρηνική εξέλιξη και χωρίς να έχουν πειστεί οι μάζες ότι άλλος δρόμος από την ένοπλη πάλη δεν υπάρχει. Η αποχή από τις εκλογές αποτελεί λάθος καθοριστικής σημασίας, με βαρύτατες συνέπειες για το Κόμμα και το δημοκρατικό κίνημα» (Ντοκουμέντα 8ου Συνεδρίου, εκδόσεις ΠΛΕ, σελ. 155 – 156).
Αλλά και ορισμένοι παράγοντες της άρχουσας τάξης και, βέβαια, πολλοί μικροαστοί ιστοριογράφοι διόγκωσαν τη σημασία της αποχής, αποδίδοντας έτσι, μέσω αυτής της πολιτικής επιλογής, τουλάχιστον, συνυπευθυνότητα στο ΚΚΕ για τον Εμφύλιο. Το κοινό σημείο που ενώνει αυτές τις κρίσεις βρίσκεται στην εκτίμηση πως μέσω αυτών των εκλογών – ακόμη κι έτσι όπως έγιναν – ήταν δυνατό να ομαλοποιηθούν τα πράγματα στη χώρα και να ανοίξει ο δρόμος, για προοδευτικές εξελίξεις. Φυσικά, η πραγματικότητα δεν ήταν όπως θέλει να την παρουσιάσει η κυρίαρχη τάξη, αλλά ούτε και όπως την έκρινε το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Κι αυτό αποδεικνύεται μέσα από τα ιστορικά στοιχεία.
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1946
Μια ιδιαίτερα διδακτική προϊστορία
Η αστικοδημοκρατική κοινοβουλευτική εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα είχε ανακοπεί πολύ πριν τον πόλεμο. Η δικτατορία του Μεταξά είχε βάλει τέρμα σε τέτοιου είδους διαδικασίες από τις 4/8/1936. Και ο αστικός πολιτικός κόσμος ενταφιάστηκε ουσιαστικά στη συνείδηση του ελληνικού λαού, όταν εγκατέλειψε τη χώρα στη μοίρα της, με την έναρξη της γερμανικής κατοχής. Από την άλλη, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΚΚΕ δημιούργησε στη χώρα μια καινούρια κατάσταση, στηριζόταν στη λαϊκή πλειοψηφία και ανέδειξε, ως μεταπολεμικό της όραμα, την Ελλάδα της λαϊκής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Τα φύτρα της νέας εξουσίας είχαν πάρει σάρκα και οστά στις ελεύθερες περιοχές της χώρας και τελικά, το Μάρτη του ’44, δίπλα στη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη, γεννήθηκε και η πρώτη Λαϊκή Κυβέρνηση, η κυβέρνηση των βουνών, η γνωστή ως Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) . Τον Απρίλη δε του ίδιου έτους, σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας, ακόμη και στην κατεχόμενη σε ορισμένο βαθμό, πραγματοποιήθηκαν εκλογές – στις οποίες, μάλιστα, ψήφισαν για πρώτη φορά και οι γυναίκες – από τις οποίες αναδείχτηκαν 180 εθνικοσύμβουλοι. Ετσι, ο λαός, με το όπλο στο χέρι, δηλαδή πραγματικά ελεύθερος και ανεξάρτητος, απέκτησε τη δικιά του κυβέρνηση και τους δικούς του αντιπροσώπους.
Ομως, ορισμένες λαθεμένες επιλογές των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ανέκοψαν και υπονόμευσαν τις προοπτικές, που ανοίγονταν από αυτές τις εξελίξεις. Σωστά επιδιώχθηκε η μεγαλύτερη ενότητα και συνεννόηση με τον παλιό πολιτικό κόσμο και τα αστικά κόμματα για την από κοινού αντιμετώπιση των κατοχικών δυνάμεων. Λάθος, όμως, ήταν οι απαράδεκτες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, που έγιναν στην επιδίωξη αυτού του σκοπού. Πολύ περισσότερο, που πολλοί από τους αστούς πολιτικούς και τα κόμματα δεν αντιπροσώπευαν πλέον τίποτε στη χώρα και λειτουργούσαν ως εμπροσθοφυλακή της εγγλέζικης ιμπεριαλιστικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Το ΕΑΜικό κίνημα, αν και είχε με το μέρος του τη λαϊκή πλειοψηφία, σύρθηκε μόνο του στο δόκανο των εχθρών του, τους παραχώρησε εξουσία που κατείχε και που αυτοί δεν είχαν – και δεν μπορούσαν αλλιώς να αποκτήσουν – και αρκέστηκε στην ελπίδα, κάνοντας την επιθυμία πραγματικότητα, ότι μετά την απελευθέρωση το ελληνικό ζήτημα θα έπαιρνε το δρόμο του, ως διά μαγείας και μέσω δημοκρατικών εκλογών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στάσης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ οδήγησε στις Συμφωνίες του Λιβάνου, της Γκαζέρτας και – μετά τα Δεκεμβριανά – της Βάρκιζας. Αν μη τι άλλο – και πέρα από οποιεσδήποτε άλλες γνωστές και ορθές κριτικές – η πολιτική αυτή στάση ήταν επιεικώς μια εγκληματικά αφελής προσήλωση στις αστικοδημοκρατικές δοξασίες, που ουδέποτε επέδειξαν οι ίδιοι οι οπαδοί και οι πολιτικοί εκφραστές της αστικής δημοκρατίας. Ισα – ίσα που τα αστικά κόμματα – και οι ξένοι προστάτες τους – απέδειξαν στη συνέχεια πως τα θέσφατα της αστικής δημοκρατίας – όπως, π.χ., η διά των εκλογών έκφραση της λαϊκής βούλησης – δεν υπάρχουν για να λύνουν τα πολιτικά προβλήματα της χώρας. Αυτά τα λύνει – όπως τα λύνει – ο συσχετισμός δύναμης και η με κάθε πρόσφορο μέσο ταξική πάλη, ενώ οι εκλογές έρχονται, για να επιβεβαιώσουν και να δώσουν τυπική έκφραση στην όποια λύση έχει ήδη δοθεί.
Οι εκλογές στις Συμφωνίες Λιβάνου και Βάρκιζας
Στο Σύμφωνο του Λιβάνου, το θέμα των εκλογών αντιμετωπίστηκε γενικά, αν και φραστικά τού αποδόθηκε – όπως και στο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού προβλήματος – επείγοντας χαρακτήρας. Στο πέμπτο κεφάλαιο του Συμφώνου, αναφέρεται: «Η λαϊκή ετυμηγορία επείγει διά την Ελλάδα, διότι δεν έχομεν ούτε λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ούτε οριστικόν πολίτευμα» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», Εκδόσεις ΣΕ, τόμος 5ος, σελ. 400).
Επίσης ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας – στις 18/10/44, στην πλατεία Συντάγματος, στη μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση για την απελευθέρωση – ως πρόεδρος της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» – τόνισε για τις εκλογές και το δημοψήφισμα: «Η κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως έχει απόφασιν να χωρίσει εις την ταχυτέραν δυνατήν ενέργειαν και δημοψηφίσματος και εκλογών Συντακτικής Συνελεύσεως, καθώς και δημοτικών και κοινοτικών εκλογών… Δεν ημπορούμεν να προχωρούμε με τα τεκμήρια του παλαιού παρελθόντος, τα οποία ευλόγως τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το έθνος χρειάζεται οριστικόν πολίτευμα και λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ώστε ν’ αναληφθή μετά σταθερότητας η προσπάθεια της μεγάλης δημιουργίας του μέλλοντος» («Ντοκουμέντα της Αντίστασης», Εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 238).
Βέβαια, τα αστικά κόμματα και οι Αγγλοι δε βιάζονταν να προχωρήσουν σε εκλογικές διαδικασίες και δεν είχαν καμιά πρόθεση να μπουν σε τέτοιες περιπέτειες πριν καταφέρουν να αφοπλίσουν και να τσακίσουν το ΕΑΜικό και το λαϊκό, γενικότερα, κίνημα, πράγμα που σήμαινε πρωτίστως τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Η επιδίωξή τους αυτή, όπως ήταν επόμενο, οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη του ’44. Τριάντα τρεις μέρες κράτησε η μάχη της Αθήνας, με πρώτο αποτέλεσμα την ήττα του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα και τελικό τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία – εκτός των άλλων – ο Λαϊκός Στρατός αφοπλίστηκε εξ ολοκλήρου και διαλύθηκε. Τελικά, βέβαια, η νίκη της αντίδρασης – αν και δεν είχε προέλθει μέσω των όπλων – ήταν πολλαπλάσια της Περιεχόμενα αφιερώματοςς. Αλλά και μετά από αυτή την εξέλιξη, οι εκλογές και το δημοψήφισμα έμειναν διακήρυξη στα χαρτιά.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε για το θέμα – στο άρθρο 9 – ότι: «Το ταχύτερον δυνατόν, πάντως δε εντός του τρέχοντος έτους, θα διεξαχθή εν πάση ελευθερία και γνησιότητα το δημοψήφισμα, το οποίο θα τερματίσει οριστικώς το πολιτειακόν ζήτημα, υποτασσομένων των πάντων εις την απόφασιν του λαού. Θα επακολουθήσουν δε ως τάχιστα και εκλογαί Συνταχτικής Συνελεύσεως διά την κατάρτισιν του νέου Συντάγματος της χώρας» («Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 5ος, σελ. 415 – 416).
Οι Εγγλέζοι, όμως, και οι ντόπιοι εντολοδόχοι τους γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν ξεμπερδέψει με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ότι το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, ότι η νίκη που πέτυχαν με τη Βάρκιζα δεν τους έδινε την πλειοψηφία ή την ανοχή του ελληνικού λαού. Ετσι συνέχισαν μονομερώς τον πόλεμο, εντείνοντας την πολιτική των διώξεων κατά των λαϊκών αγωνιστών, ενισχύοντας ανοιχτά τρομοκρατικές ομάδες που συγκροτούσαν φασιστικά στοιχεία, ακροδεξιές οργανώσεις και πρώην συνεργάτες των Γερμανών, ασκώντας μέσω αυτών των οργανώσεων και του κράτους τρομοκρατία κατά των λαϊκών δυνάμεων, με τελικό στόχο την οριστική συντριβή του ΕΑΜικού – κομμουνιστικού – δημοκρατικού κινήματος.
Πριν δούμε, όμως, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στις κυβερνητικές μεταβολές που γνώρισε η χώρα από την απελευθέρωση και ως τις εκλογές του ’46, έχοντας κατά νου ότι κυβέρνησαν τον τόπο, επί δύο σχεδόν χρόνια, μια σειρά κυβερνήσεις, από τις οποίες – εκτός ορισμένων εξαιρέσεων και για σύντομο χρονικό διάστημα – καμιά, ουσιαστικά, δεν είχε τη λαϊκή έγκριση, είτε με την πραγματική είτε με την αστικοδημοκρατική έννοια του όρου.
Και πάλι για τον Η. Τσιριμώκο
Μια επιστολή του Φ. Οικονομίδη
Από τον γνωστό δημοσιογράφο, ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα Φοίβο Οικονομίδη λάβαμε επιστολή που αναφέρεται στο ρόλο του Τσιριμώκου στη Βάρκιζα, με αφορμή την παρέμβαση του Γ. Λεονταρίτη, που έχουμε δημοσιεύσει σε προηγούμενο φύλλο. Λόγω του περιορισμένου χώρου που διαθέτουμε θα περιοριστούμε στη δημοσίευση των κυριότερων σημείων της επιστολής, ευελπιστώντας στην κατανόηση του συγγραφέα της, τον οποίο και ευχαριστούμε για την παρέμβαση και τις αξιόλογες παρατηρήσεις του. Τα βασικά σημεία της επιστολής του Φ. Οικονομίδη έχουν ως εξής:
«Αγαπητέ κύριε διευθυντά,
Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα το ιστορικό άρθρο της εφημερίδας σας την Κυριακή 10 Νοεμβρίου, σχετικά με τη συμφωνία της Βάρκιζας και το ρόλο του Τσιριμώκου σ’ αυτή. Με το ίδιο ενδιαφέρον διάβασα και την απαντητική επιστολή του καλού συνάδελφου Γ. Λεονταρίτη στην έκδοση της εφημερίδας σας την περασμένη Πέμπτη (14 Νοεμβρίου) που προσπαθεί να αντικρούσει τη θέση του σχετικού άρθρου σας για τον Τσιριμώκο (Κυρ. 10/11/1996).
Από τη δική μου πλευρά, επειδή το σχετικό άρθρο σας βασίστηκε και σε ντοκουμέντα που παρατίθενται στο βιβλίο μου «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους» θα ήθελα να τονίσω ότι τα γραφόμενά σας είχαν ιστορική ακρίβεια, τεκμηριωμένη μάλιστα σε επίσημα αρχειακά έγγραφα. Το βιβλίο μου γράφτηκε μετά από προσωπική έρευνα στα βρετανικά αρχεία του Φόρεϊν Οφις και κάθε φορά που παρατίθενται, στις σελίδες του, σχετικά έγγραφα, πάντα συνυπάρχει η αντίστοιχη υποσημείωση που παραπέμπει στη σειρά και στον κωδικό αριθμό του ντοκουμέντου από όπου αντλήθηκε η πληροφορία, αναφερόμενη σχεδόν πάντα αυτούσια (λέξη προς λέξη).
Είναι αδύνατον κάποιος να πιστέψει ότι το Φόρεϊν Οφις ενημέρωνε τη βρετανική ηγεσία – τον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ και τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Ιντεν – κατά την παραμονή τους στη Γιάλτα με ψέματα ή «φαιδρά» στοιχεία. Ούτε είναι δυνατόν ο υπουργός Χ. Μακμίλαν και στη συνέχεια συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας (την περίοδο 1957 – 1963), να γράφει ανακρίβειες ή ψευδείς πληροφορίες στο ημερολόγιό του, πληροφορίες που συμπίπτουν απόλυτα με εκείνες του Φόρεϊν Οφις την ίδια περίοδο.
Μήπως όμως ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, ο Ρέτζιναλντ Λίπερ, μετέδιδε ψευδείς πληροφορίες στην ηγεσία του; Ο Λίπερ, που ήταν ανώτατο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του, φίλος και συνεργάτης του σερ Μπρους Λόκχαρντ, αρχηγού την περίοδο του πολέμου του PWE (Εκτελεστικό Πολιτικού Πολέμου), της κεντρικής βρετανικής οργάνωσης προπαγάνδας και μυστικών επιχειρήσεων, ήταν ποτέ δυνατόν να μεταδίδει ψευδείς πληροφορίες, στις αναφορές του προς τη βρετανική ηγεσία ή να ενημερώνει για φανταστικές δικές του προσωπικές συνομιλίες με διάφορα πρόσωπα;».
(Στη συνέχεια της επιστολής του ο Φ. Οικονομίδης παραθέτει το τηλεγράφημα του Λίπερ προς το Φόρεϊν Οφις, της 6/2/1945, με το οποίο ο Βρετανός πρεσβευτής ενημερώνει τους προϊσταμένους του για τη συνάντηση που είχε με το στενό συνεργάτη του Τσιριμώκου, Σ. Παπαπολίτη. Το τηλεγράφημα αυτό ο «Ριζοσπάστης» το αναδημοσίευσε από το βιβλίο του Φ. Οικονομίδη «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους», στο φύλλο της Τετάρτης 13/11/96, στα πλαίσια του αφιερώματος για το ΔΣΕ).
«Ο καθένας βέβαια – συνεχίζει στην επιστολή του ο Φ. Οικονομίδης – απέναντι στα γεγονότα, έχει δικαίωμα να δίνει τη δική του ερμηνεία, κάτι που είναι κατανοητό και σεβαστό. Κάποιος μπορεί να υποστηρίζει ότι οι «ελιγμοί» του Τσιριμώκου στη Βάρκιζα εμπνέονταν από αγαθές προθέσεις, όμως τα γεγονότα καθ’ αυτά δεν μπορεί να τ’ αμφισβητεί…
Οταν μελετούσα τα σχετικά ντοκουμέντα για τον Τσιριμώκο, έκανα αυθόρμητα ένα συνειρμό (ίσως σωστό, ίσως λάθος). Είπα στον εαυτό μου: Τώρα αντιλαμβάνεσαι πολύ καλύτερα γιατί το καλοκαίρι του 1965 ανέτρεψε το παλάτι έναν παραδοσιακό αντικομμουνιστή δημοκράτη, τον Γ. Παπανδρέου, και έδωσε εντολή σ’ ένα «συνοδοιπόρο» της Αριστεράς να σχηματίσει κυβέρνηση, τον Η. Τσιριμώκο. Η προσχώρηση του Τσιριμώκου στον ανακτορικό χώρο είχε προκαλέσει τότε τεράστια έκπληξη, τόσο στο χώρο της Αριστεράς όσο και στο χώρο της Ενωσης Κέντρου. Οι πιστές δυνάμεις στην Ενωση Κέντρου τον χαρακτήρισαν αποστάτη, το ίδιο και η Αριστερά. Ισως όμως αν γνώριζαν τα όσα είχαν διαμειφθεί στη Βάρκιζα να μην εκπλήσσονταν τόσο πολύ. Βέβαια και σ’ αυτή την περίπτωση ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η αποχώρηση του Τσιριμώκου από την Ενωση Κέντρου και η συμπόρευσή του με το παλάτι υπαγορευόταν από αγαθές προθέσεις. για το καλό της Ελλάδας.
Ας κρίνει ο καθένας μας τα γεγονότα και ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Φοίβος Οικονομίδης».
Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη
Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε
ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)
Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.
Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.