Μέρος 11ο
Οι Αγγλοι εμμένουν στη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος και βρίσκουν έναν απρόσμενο …σύμμαχο.




Το «παιχνίδι» ήταν στημένο από την αρχή….

Η λήξη των εχθροπραξιών ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Εγγλέζους, με την υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας ανακωχής, εκ των πραγμάτων, οδηγούσε στην αναζήτηση πολιτικής συμφωνίας που θα έθετε και το οριστικό τέλος στις πολεμικές σύγκρουσης. Οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις άρχισαν αμέσως μετά την έναρξη εφαρμογής της ανακωχής. Το κράτος των Αθηνών, το «κρατίδιο της Σκομπίας», όπως εύστοχα το ονόμαζε ο λαός, από την πρώτη στιγμή, άρχισε να βομβαρδίζει το ΕΑΜικό κίνημα με προτάσεις για διαπραγματεύσεις. Ο αντιβασιλέας – αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, με δηλώσεις του στο ραδιόφωνο, αλλά και οι Εγγλέζοι, με προκηρύξεις που έριχναν τα αεροπλάνα τους, εκδήλωναν την πρόθεση ότι ήταν έτοιμοι να δεχτούν ΕΑΜική αντιπροσωπεία για την αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ελληνικό ζήτημα. Αλλά και το ΕΑΜικό κίνημα ανταποκρίθηκε, δηλώνοντας την επιθυμία να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ευρεία αντιπροσωπεία, στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που το απάρτιζαν.

Τα πρώτα σύννεφα

Η σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας υπήρξε το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για πολιτική συμφωνία, στο οποίο έχει αξία να σταθούμε λίγο περισσότερο. Ο Δαμασκηνός – προφανώς σε συνεννόηση με τους Αγγλους – από την πρώτη στιγμή, με δημόσιες δηλώσεις του και τηλεγράφημα που έστειλε στην ΚΕ του ΕΛΑΣ, εκδήλωσε την επιθυμία η ΕΑΜική αντιπροσωπεία να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές!!! Επρόκειτο δηλαδή για μια προσπάθεια που αποσκοπούσε να εμφανίσει το ΕΑΜ αποκλειστικά ως μια κομμουνιστική οργάνωση ή, ακόμη καλύτερα, να δημιουργηθεί η εντύπωση πως το ΚΚΕ ήταν εντελώς απομονωμένο από τους συμμάχους του. Η προσπάθεια αυτή της αντίδρασης να πλαγιοκοπήσει το ΕΑΜ δεν ήταν στον αέρα, αν αναλογιστούμε ότι η Περιεχόμενα αφιερώματος πρόθεση του ΕΑΜικού κινήματος να έχει επικεφαλής στην αντιπροσωπεία του τον καθηγητή και πρώην πρόεδρο της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού) Αλ. Σβώλο προσέκρουσε στον ίδιο. Ο Αλ. Σβώλος γνωστοποίησε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ ότι δε δεχόταν να αναλάβει αυτή την αποστολή και, απ’ ό,τι φαίνεται, την πρόθεσή του αυτή γνωστοποίησε και στους παράγοντες του κράτους των Αθηνών. Οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, που, όπως φαίνεται, γνώριζαν τι συνέβαινε, εκμεταλλεύτηκαν δεόντως τις διαφοροποιήσεις παραγόντων στο εσωτερικό του ΕΑΜ. Π.χ., στις 23/1/1945 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για τις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, αλλά όταν έφτασε στη Λιβαδειά εμποδίστηκε από τους Αγγλους να συνεχίσει το ταξίδι της. Οι εγγλέζικες δυνάμεις κατοχής ξεκαθάρισαν στους εκπροσώπους του ΕΑΜ ότι είχαν διαταγές να επιτρέψουν την πρόσβαση στην πρωτεύουσα μόνο τριμελούς αντιπροσωπείας και μάλιστα αποκλειστικά κομμουνιστικής συνθέσεως. Τα ίδια γνωστοποίησε, με τηλεγράφημά του προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ, και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, προτείνοντας μάλιστα ότι στην ΕΑΜική αντιπροσωπεία έπρεπε να συμμετέχουν οι Γ. Σιάντος και Μ. Παρτσαλίδης («Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ. 100).

Σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, η ΚΕ του ΕΑΜ συμφώνησε με τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, αλλά μόνο σε ό,τι αφορούσε τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας. Ταυτόχρονα, απέρριψε κατηγορηματικά την αξίωση, στη σύνθεσή της να βρίσκονται αποκλειστικά κομμουνιστές. Με τηλεγράφημά της προς τον Δαμασκηνό, καθόριζε ότι την αντιπροσωπεία θα αποτελούσαν ο Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Μ. Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στ. Σαράφης. Τέλος, την αντιπροσωπεία θα συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις, οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής. («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α`, σελ. 158).

Ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου

Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για την Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου και έφτασε στον προορισμό της αυθημερόν. Από τη στιγμή της άφιξής της και μετά, ξετυλίγεται ένα ολόκληρο κουβάρι σκοτεινών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, με πρωταγωνιστές τον Τσιριμώκο, τους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση, η κατάληξη του οποίου υπήρξε οδυνηρή για το μέλλον του λαϊκού κινήματος. Οπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ερευνητής Φ. Οικονομίδης στο βιβλίο του «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους» (εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28 – 34), ο Τσιριμώκος ήρθε σε επαφή με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ ήταν ο περίφημος πατήρ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του «Ευαγγελισμού» στον καιρό της Κατοχής) και με τον στενό συνεργάτη του Δαμασκηνού καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη, εκδηλώνοντας την επιθυμία να συναντηθεί με τον αρχιεπίσκοπο – αντιβασιλέα. Η συνάντηση συμφωνήθηκε και για να μην δημιουργηθούν υποψίες στα υπόλοιπα μέλη της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, ο Τσιριμώκος ζήτησε να κατέβει από τη Βάρκιζα στην Αθήνα για να δει την άρρωστη γιαγιά του ή, όπως λέει ο καθηγητής Γεωργάκης, σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο, για να δει την άρρωστη μητέρα του (Π. Βενάρδου: «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103). Οι Βρετανοί, στην αρχή, έκαναν πως αντιδρούν στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Τσιριμώκου από το χώρο των διαπραγματεύσεων, αλλά αυτή η αντίδρασή τους ήταν μέρος του σχεδίου να πέσει στάχτη στα μάτια των υπόλοιπων μελών της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία.

Η συνάντηση Τσιριμώκου – Δαμασκηνού πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του τελευταίου στο Χαλάνδρι και υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα για τα σχέδια της αντίδρασης, σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο τότε εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ. Μακμίλαν, στο βιβλίο του «War Diaries», και παραθέτει ο Φ. Οικονομίδης. Σύμφωνα με τον Μακμίλαν, στις 2/2/45 ο Δαμασκηνός ενημέρωνε τον ίδιο, τον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ και τον Σοφιανόπουλο για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, λέγοντας τα εξής: «Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν (σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει» (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 29). Η προδοσία του Τσιριμώκου, για την οποία γίνεται λόγος, αφορούσε το ζήτημα της χορήγησης γενικής αμνηστίας και της συμμετοχής του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προϋποθέσεις για την υπογραφή συμφωνίας.

Στις 3 Φεβρουαρίου, το Φόρεϊν Οφις ενημέρωνε τον Τσόρτσιλ στη Γιάλτα για τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα: «Ο κ. Λίπερ – έλεγε το τηλεγράφημα – αναφέρει ότι συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Τσιριμώκου ανέβαλαν την έναρξη της Διάσκεψης (σ.σ. εννοεί τις διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα) μέχρι το απόγευμα της 2 Φεβρουαρίου. Ο αντιβασιλιάς κάλεσε τον Τσιριμώκο, ο οποίος, όχι μόνο του είπε ότι οι συνάδελφοί του είχαν έρθει για να επιτύχουν μια συμφωνία, αλλά αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση… Ο κ. Μακμίλαν, ο κ. Λίπερ και ο αντιβασιλιάς έπεισαν τον Σοφιανόπουλο και τους άλλους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Τσιριμώκου στη διάσκεψη» (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 30).

Το σκοτεινό ρόλο του Τσιριμώκου επιβεβαιώνει ουσιαστικά και ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης, με όσα κατέθεσε σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο. Στο ερώτημα «πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;», αναφέρει συγκεκριμένα: «Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν, όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα (σ.σ. εννοεί την τελευταία νύχτα των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα) να έρθει «από δω»» (Π. Βενάρδου, στο ίδιο). Βεβαίως, ο Τσιριμώκος – όπως προκύπτει απ’ όσα αναφέραμε – δεν πείστηκε από τον καθηγητή Γεωργάκη και φυσικά δεν πείστηκε τότε που λέει ο καθηγητής, απαλύνοντας την ουσία του θέματος. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η ομολογία του γεγονότος, ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε βρώμικο ρόλο στη Βάρκιζα.

Ο Τσιριμώκος αυτοαποκαλύπτεται

Για το ρόλο που έπαιξε στις συνομιλίες στη Βάρκιζα, έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Τσιριμώκος, όχι βεβαίως τόσο αποκαλυπτικά, όσο μιλούν τα αγγλικά αρχεία και οι τότε εκπρόσωποι της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα. Η μαρτυρία όμως του Τσιριμώκου – που αποκαλύπτει και τις διαθέσεις του Σβώλου, για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω – είναι άκρως ενδιαφέρουσα ως στοιχείο προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας. «Το ΚΚΕ – λέει στη μαρτυρία του ο Τσιριμώκος – είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύρραξη. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Εκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθεί ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ. Σ’ αυτούς είχα προστεθεί εγώ, εκφράζοντας τα μη – κομμουνιστικά μέλη του ΕΑΜ, που είχαν αιφνιδιαστεί από τα Δεκεμβριανά, ήταν αντίθετα στην τακτική του ΚΚΕ και έβλεπαν στην παρουσία μου την εγγύηση πως οι συνομιλίες θα γίνουν – τουλάχιστον από μέρους του ΕΑΜ – με ειλικρινή πρόθεση συμφωνίας. Οταν η αντιπροσωπεία έφτασε στη Βάρκιζα, ανέβηκα στην Αθήνα, όπου ήρθα σε μια προκαταρκτική συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Συνάντησα, φυσικά, και το Σβώλο. Και μου έδωσε ένα γράμμα προς τον Σιάντο, όπου διατύπωνε μια θερμή έκκληση, να στέρξη το ΚΚΕ τις υποχωρήσεις που έπρεπε, για να επέλθει η ειρήνευση» (Η. Τσιριμώκου: «Αλ. Σβώλος – Η δική μας αλήθεια», εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, 1962, σελ. 79 – 80). Χρειάζεται, άραγε, να αναφέρουμε τίποτα περισσότερο, για να αποδειχτεί, ότι το παιχνίδι στη Βάρκιζα ήταν στημένο από την αρχή, πριν καλά καλά ξεκινήσει;

Η Συμφωνία της Βάρκιζας

Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 2/2/1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα με την υπογραφή της πιο πολυσυζητημένης και πιο ακριβοπληρωμένης από το λαό συμφωνίας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Τις δύο πλευρές εκπροσώπησαν τριμελείς αντιπροσωπείες. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και συμμετείχαν σ’ αυτήν – όπως έχουμε με άλλη ευκαιρία αναφέρει – ο Μ. Παρτσαλίδης και ο Ηλ. Τσιριμώκος. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός και αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στ. Σαράφης. Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος – που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης – ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου – αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.

Οι θέσεις του ΕΑΜικού κινήματος

Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της διάσκεψης. Οι θέσει αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του Ηλ. Τσιριμώκου. Οπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944» (σελ. 427) τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε, συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί, σε καμιά περίπτωση, συμφωνία στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν ο όρος της χορήγησης Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο.

Οι θέσεις του ΕΑΜ για την υπογραφή συμφωνίας, όπως αναλύθηκαν από το Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη έχουν ως εξής:
Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ, υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς τη συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με τη συμμετοχή, βεβαίως, των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.
– Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.
– Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών – αριστερών δημοσίων υπαλλήλων, με την κατηγορία ότι «ηυνόησαν το κίνημα».
– Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.
– Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.
– Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. «Κατά τη γνώμη μας – είπε γι’ αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος – η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες». (Η ομιλία του Γ. Σιάντου στη Διάσκεψη της Βάρκιζας είναι δημοσιευμένη στο «Ριζοσπάστη» 6/2/1945).

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει στο μόνο ζήτημα που δε θα δεχόταν την παραμικρή συζήτηση η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν η Γενική Αμνηστία. Κι όμως δέχτηκε.

Η συνθηκολόγηση

Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα ένα οργιώδες παρασκήνιο, με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε τη Γενική Αμνηστία. Οι Εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Ηλ. Τσιριμώκο, που φρόντισε να τους ξεφουρνίσει τα πάντα, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη. Δεν είχαν, όμως, καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν τη δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος, γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία, που θα τους έλυνε τα χέρια, ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, να βάλουν, με δήθεν νόμιμα μέσα, το ΕΑΜικό κίνημα στο στόχο και να διευκολύνουν τη συντριβή του. Ετσι διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης που εξέφρασε διά στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.

Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία, με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, γνωστοποιούσε στα μέλη της τελευταίας πως η θέση τους για Γενική Αμνηστία «κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως… είναι απολύτως απαράδεκτος». Και το επιθυμητό για την αντίδραση αποτέλεσμα επήλθε. Την επομένη οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι, με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους ότι «εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψη της, η αντίστοιχη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που, ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων, με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με τη θέσπιση εγγυήσεων, ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει». (Για τις επιστολές αυτές Βλέπε: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», 7/2/1945 και Π. Βενάρδου: «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», σελίδες 45 – 46). Για το πώς έγινε αυτή η μεταστροφή μια μικρή, ελάχιστη, γεύση έδωσε πολύ αργότερα ο Μ. Παρτσαλίδης: «Είναι αλήθεια – μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης – ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις, για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στον Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα… Τελικά, όμως, ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει… και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση, για να μην τρεναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια… «. (Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελίδα 98).

Η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει κι αφού οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ’ αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα, υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.

Τι προέβλεπε η συμφωνία

Για το ζήτημα της αμνηστίας η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». Το άρθρο αυτό, με τη διατύπωση που είχε, έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη δήθεν κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.

Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε:
Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος, η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνηση, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (Βλέπε ολόκληρη τη Συμφωνία στα «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος Ε` σελίδες 411 – 416).

Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη





Αν σας άρεσε το άρθρο, μπορείτε να το διαδώσετε

ή να το εκτυπώσετε (Εκτύπωση)



Υποστηρίξτε την σελίδα μας στο Facebook
κάνοντας "κλικ" στον παρακάτω σύνδεσμο, ευχαριστούμε.

Εθνική Αντίσταση-ΔΣΕ στο Facebook


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Στείλτε ιδέες, προτάσεις, κριτικές για τον ιστότοπό μας.



© Copyright 2017 Εθνική Αντίσταση - ΔΣΕ - All Rights Reserved